Τον Σοβιετικό εθνικό ύμνο σας τον φύλαγα για φινάλε στον Λένιν. Μετάνιωσα γιατί δεν ήθελα δράματα και συγκινήσεις. Τον άφησα ν’ αυγατίζει στον τορβά. Μέχρι απόψε.
Είναι από εκείνες τις νύχτες που ψάχνεις να πιαστείς. Από μια εικόνα. Μια ατάκα. Μια σκέψη. Ένα αίσθημα. Κάτι τέλος πάντων.
Τυχαίνει ν’ ακούσω μεταξύ άλλων και το ξεχασμένο αυτό ατμοσφαιρικό άσμα. Αρκούσε. Τέθηκε σε λειτουργία ο αυτόματα παράφρων πιλότος. Σβιιιιιν !!!
Δεν θα φτάσουμε σε βαθυστόχαστες αναλύσεις. Ούτε θα προκύψει κάποιο νόημα.
Μόνο παιχνίδια προέκυψαν. Ανόητα, ανακατεμένα και ανούσια παιχνίδια.
Εν αρχή πάντα το κίτρινο σφυροδρέπανο στην άπλετη κόκκινη σημαία. Να κυματίζει αγέρωχο στα χέρια ενός απλού στρατιώτη.
Το τραγούδι δεν σταματάει να παίζει.
Εμφανίζεται ο μουστακαλής γίγαντας Τσατσένκο να ξαπλώνει κατά λάθος τον Δράκο στο ξύλινο παρκέ, τότε στο ’87. Άουτς…
Αστεράκια τριγυρίζουν πέρα δώθε. Για να καταλήξουν στην στολή ενός βαθμοφόρου. Στην τελετή λήξης της Μόσχας το ’80. Και καθώς το πλάνο μεταφέρεται στην ανθρώπινη κερκίδα, εκατοντάδες εθελοντές σχηματίζουν ένα κυλιόμενο δάκρυ της μασκότ Μίσσα να κυλάει. Σκοτάδι
Το δάκρυ σκάει στο δάπεδο ενός κωλόμπαρου στην επαρχία, όπου η Σβετλάνα ολοκληρώνει το νούμερό της. Το πλήθος επευφημεί. Και το χειροκρότημα εξελίσσεται σε σούρσιμο τρένου.
Σε αυτόν τον σπαραχτικό ήχο καθώς ξεκινάει από την αφετηρία, διασχίζοντας τον Υπερσιβηρικό με τελικό σταθμό το Βλαδιβοστόκ.
Με την ίδια πάντα μουσική. Τον ίδιο σκοπό. Και ακούγεται η μαχητική φωνή του ντελάλη:
«Αγρότη, εργάτη, φοιτητή. Μην σταματάς να αγωνίζεσαι. Πες Όχι στην αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων. Δώσε το αγωνιστικό Παρών απόψε στις 7. Στο Πάρκο Αγίας Ειρήνης θα μιλήσει η γραμματέας του ΚΚΕ, Αλέκα Π@παρήγα.»
Ωεεεεεεε!!!
Και ο ενθουσιασμός μετατρέπεται σε ύλη που εξατμίζεται ψηλά. Και ο ουρανός γίνεται διάστημα. Όπου ο Σπούτνικ διαγράφει άγνωστη πορεία. Με την Λάικα να κοιτάζει απορημένα αλλά χαρούμενα από το θολωμένο τζάμι.
Όπως ο πατέρας μου, τότε στα μέσα του ’70. Από ένα παράθυρο στο Ανατολικό Βερολίνο , νύχτα Χριστούγεννα. Στολίζοντας το δέντρο με σοκολατάκια και ρίχνοντας ματιές στο μικρό αλλά νταβραντισμένο πορτοκαλί Renault που τους είχε βγάλει ως εκεί. Και πέφτει χιόνι που σκεπάζει το χρώμα.
Ο ύμνος συνεχίζει. Ένα χέρι καθαρίζει την ασπρίλα.
Ένας άστεγος με γούνινο παλτό διαβάζει κάποια ξεχασμένη προπαγανδιστική αφίσα, τυπωμένη σε τετραχρωμία. Και παραδίπλα χιλιάδες παιδάκια με μονότονες σχολικές ποδιές να σιγοντάρουν ένα ποίημα για τη Μαμά Πατρίδα.
Το ίδιο ποίημα που ειρωνικά σφύριζε ο Ρωσοπόντιος στον σταθμό των λεωφορείων, πουλώντας την πραμάτεια του κατάχαμα, σε ένα καρό τραπεζομάντιλο. Μπάμπουσκες, υφάσματα και αντιασφυξιογόνες μάσκες. Όμοιες με εκείνες που ψάχναμε μάταια να αγοράσουμε κάποτε με τον Τάσο. Γιατί το θεωρούσαμε μαγκιά και ήμασταν τσογλάνια. Που όμως δεν βρήκαμε και συμβιβαστήκαμε με μία λαμπερή φανέλα με μεγάλα άσπρα γράμματα.
Έγραφαν «CCCP». Όπως στο εθνόσημο του τερματοφύλακα Ντασάεβ. Την ώρα που το έτρωγε από τον παικταρά τον Βαν Μπάστεν στον τελικό του ’88. Και έμενε άγαλμα.
Σαν το πέτρινο άγαλμα του μαρμαρωμένου Λένιν. Την στιγμή της αποκαθήλωσης του. Μερικά χρόνια μετά στην κεντρική πλατεία της Πράγας. Με τον γερανό να βγάζει μια μεταλλική κλάψα.
Που έμοιαζε με την φωνή της Μαρίγιας. Της Ουκρανής που τα έφερε η ζωή να συγκατοικήσουμε για ένα ολόκληρο καλοκαίρι το ’98. Και που μου έφτιαχνε μπροστ (;), μια πιπεράτη σούπα βοδινού με αρκετό λίπος.
Και ένιωθα σαν πολιτικός κρατούμενος με το δίσκο του, σε κάποιο γκουλάγκ στη Σιβηρία, έπειτα από ώρες καταναγκαστικών έργων. Και έπρεπε να φάω γρήγορα. Πριν βαρέσει το κουδούνι. Όχι για να συνεχιστεί η εργασία …
… αλλά να ξεκινήσει η παράσταση. Σε ένα επιβλητικό τσιμεντένιο θέατρο στο Μινσκ. Όπου εκεί, είχα την τιμητική μου! Με είχε καλέσει λέει ο μοχθηρός Ζαμπαλούγιεφ που ήθελε να ρίξει την Αναστασία. Βγήκα μετά τις Tattoo.
Διηύθυνα την χορωδία του Κόκκινου Στρατού. Ένα μάτσο καλλίφωνους φαντάρους.
Το ίδιο τραγούδι. Στον ίδιο σκοπό!
Γυρίζω πλάτη στο κοινό και χτυπάω την μπαγκέτα στο ξύλο. Η φιλαρμονική ξεκινά και τα παλικάρια βγάζουν την μελωδικά βροντερή φωνή. Και με συνεπαίρνει η ατμόσφαιρα. Και κουνάω ανάλαφρα τα χέρια στον αέρα, αριστερά και δεξιά. Νιώθω να κρατώ ένα αναμμένο τσιγάρο.
Με έκπληξη παρατηρώ πως τα κοντοκουρεμένα ξανθά παλικάρια αλλάζουν σταδιακά μορφή. Και χωρίς να σταματήσει η φωνή εμφανίζονται γνώριμες φιγούρες. Ο Γκορμπατσόβ, ο Προτάσοβ και ο Χατζηπαναγής! Τρελαίνομαι!
Τα χέρια να κουνιούνται πέρα δώθε συνεχώς.
Νιώθω περίεργα. Αντιλαμβάνομαι πως βρίσκομαι αξύριστος και απεριποίητος χωρίς ρούχα. Στο κέντρο του θεάτρου. Με το T-shirt και το σώβρακο. Αλλά δε με ένοιαζε! Είχα πορωθεί!
Οι φιγούρες συνέχιζαν να τραγουδάνε με την καθοδήγησή μου. Ο Γέλτσιν, ο Αμπράμοβιτς και ο Ντομπροβόλσκι δεν καταλάβαιναν από τέτοια! Ήταν η στιγμή μας!
Ο ύμνος τελειώνει. Το κοινό μας αποθεώνει. Γυρνάω να υποκλιθώ. Δεν υπήρχε κανένας! Το χειροκρότημα ήταν κονσέρβα!
Με δυσκολία διακρίνω μια φιγούρα στα πίσω καθίσματα. Θα μπορούσα να τον αναγνωρίσω πάντα. Ήταν ο Σήφης ο Στάλιν με την χοντρομουστάκα του. Κάνει νόημα να σταματήσει η παράσταση. Επιστρέφω προς την χορωδία. Πουθενά, είχε εξαφανιστεί!
Ανοιγοκλείνω τα μάτια. Το τσιμεντένιο θέατρο δεν υπήρχε. Βρισκόμουν καταμεσής της παράγκας μου. Κουνούσα ακόμα τα χέρια! Ο υπολογιστής ανοικτός. Ο ύμνος έπαιζε ακόμη και ασταμάτητα.
Η ώρα είχε περάσει.
Μια καταπληκτική βραδιά! Μια μοναδική εμπειρία.
Κάθισα να σας την γράψω εν συντομία. Και ας παρέλειψα ένα κάρο μ@λακίες.
Τι να ήταν άραγε η Σοβιετική Ιδέα;
Μικρή σημασία έχει. Υπάρχουν δυο εκδοχές. Όπως και οι πλευρές σε ένα ασημένιο ρούβλι. Η μοναδική αλήθεια που επιφυλάσσομαι να εκφράσω είναι πως κάποτε τουλάχιστο, μια ιδέα εκφρασμένη από ένα έμβλημα, μία σημαία ή έναν ύμνο ενέπνεε και έδινε δύναμη σε μυριάδες ανθρώπους. Ενώ συνάμα κάλυπτε και μια πληθώρα εγκλημάτων και αυθαιρεσίας. Μέχρι να μεταλλαχθεί σε ένα πεπαλαιωμένο cult.
Όμως ο σκοπός που μοιράζομαι τα παραπάνω δεν είναι ηθικοπλαστικός. Καμιά σχέση. Δεν είχα τέτοια πρόθεση. Εξάλλου ο καθένας σας έχει τις δικές του εικόνες, εμπειρίες και ακούσματα.
Απλά, θέλω να υποστηρίξω με θέρμη πως ένα εντελώς τυχαίο ερέθισμα κάτω από κατάλληλες συνθήκες μπορεί να σε βάλει σε απίθανα τριπάκια, όπως συνέβη σ’ εμένα απόψε. Και να σε γεμίσει με άσχετα και ασύνδετα συναισθήματα.
Πραγματικά πέρασα καλά μ’ έναν περίεργο τρόπο. Και σκέφτηκα να σας το εκμυστηρευτώ. Όσο γινόταν!
Αμφιβάλω αν βγαίνει νόημα από τα παραπάνω.
Ήταν μια Σοβιετική Ένωση! Μια Σοβιετική Έμπνευση της στιγμής!
Ντασταρόβιε.
Υ.Γ. Ακούγεται στη διαπασών και διαβάζεται μόνο με:
Russian Red Army Choir – Soviet National Anthem
Είναι από εκείνες τις νύχτες που ψάχνεις να πιαστείς. Από μια εικόνα. Μια ατάκα. Μια σκέψη. Ένα αίσθημα. Κάτι τέλος πάντων.
Τυχαίνει ν’ ακούσω μεταξύ άλλων και το ξεχασμένο αυτό ατμοσφαιρικό άσμα. Αρκούσε. Τέθηκε σε λειτουργία ο αυτόματα παράφρων πιλότος. Σβιιιιιν !!!
Δεν θα φτάσουμε σε βαθυστόχαστες αναλύσεις. Ούτε θα προκύψει κάποιο νόημα.
Μόνο παιχνίδια προέκυψαν. Ανόητα, ανακατεμένα και ανούσια παιχνίδια.
Εν αρχή πάντα το κίτρινο σφυροδρέπανο στην άπλετη κόκκινη σημαία. Να κυματίζει αγέρωχο στα χέρια ενός απλού στρατιώτη.
Το τραγούδι δεν σταματάει να παίζει.
Εμφανίζεται ο μουστακαλής γίγαντας Τσατσένκο να ξαπλώνει κατά λάθος τον Δράκο στο ξύλινο παρκέ, τότε στο ’87. Άουτς…
Αστεράκια τριγυρίζουν πέρα δώθε. Για να καταλήξουν στην στολή ενός βαθμοφόρου. Στην τελετή λήξης της Μόσχας το ’80. Και καθώς το πλάνο μεταφέρεται στην ανθρώπινη κερκίδα, εκατοντάδες εθελοντές σχηματίζουν ένα κυλιόμενο δάκρυ της μασκότ Μίσσα να κυλάει. Σκοτάδι
Το δάκρυ σκάει στο δάπεδο ενός κωλόμπαρου στην επαρχία, όπου η Σβετλάνα ολοκληρώνει το νούμερό της. Το πλήθος επευφημεί. Και το χειροκρότημα εξελίσσεται σε σούρσιμο τρένου.
Σε αυτόν τον σπαραχτικό ήχο καθώς ξεκινάει από την αφετηρία, διασχίζοντας τον Υπερσιβηρικό με τελικό σταθμό το Βλαδιβοστόκ.
Με την ίδια πάντα μουσική. Τον ίδιο σκοπό. Και ακούγεται η μαχητική φωνή του ντελάλη:
«Αγρότη, εργάτη, φοιτητή. Μην σταματάς να αγωνίζεσαι. Πες Όχι στην αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων. Δώσε το αγωνιστικό Παρών απόψε στις 7. Στο Πάρκο Αγίας Ειρήνης θα μιλήσει η γραμματέας του ΚΚΕ, Αλέκα Π@παρήγα.»
Ωεεεεεεε!!!
Και ο ενθουσιασμός μετατρέπεται σε ύλη που εξατμίζεται ψηλά. Και ο ουρανός γίνεται διάστημα. Όπου ο Σπούτνικ διαγράφει άγνωστη πορεία. Με την Λάικα να κοιτάζει απορημένα αλλά χαρούμενα από το θολωμένο τζάμι.
Όπως ο πατέρας μου, τότε στα μέσα του ’70. Από ένα παράθυρο στο Ανατολικό Βερολίνο , νύχτα Χριστούγεννα. Στολίζοντας το δέντρο με σοκολατάκια και ρίχνοντας ματιές στο μικρό αλλά νταβραντισμένο πορτοκαλί Renault που τους είχε βγάλει ως εκεί. Και πέφτει χιόνι που σκεπάζει το χρώμα.
Ο ύμνος συνεχίζει. Ένα χέρι καθαρίζει την ασπρίλα.
Ένας άστεγος με γούνινο παλτό διαβάζει κάποια ξεχασμένη προπαγανδιστική αφίσα, τυπωμένη σε τετραχρωμία. Και παραδίπλα χιλιάδες παιδάκια με μονότονες σχολικές ποδιές να σιγοντάρουν ένα ποίημα για τη Μαμά Πατρίδα.
Το ίδιο ποίημα που ειρωνικά σφύριζε ο Ρωσοπόντιος στον σταθμό των λεωφορείων, πουλώντας την πραμάτεια του κατάχαμα, σε ένα καρό τραπεζομάντιλο. Μπάμπουσκες, υφάσματα και αντιασφυξιογόνες μάσκες. Όμοιες με εκείνες που ψάχναμε μάταια να αγοράσουμε κάποτε με τον Τάσο. Γιατί το θεωρούσαμε μαγκιά και ήμασταν τσογλάνια. Που όμως δεν βρήκαμε και συμβιβαστήκαμε με μία λαμπερή φανέλα με μεγάλα άσπρα γράμματα.
Έγραφαν «CCCP». Όπως στο εθνόσημο του τερματοφύλακα Ντασάεβ. Την ώρα που το έτρωγε από τον παικταρά τον Βαν Μπάστεν στον τελικό του ’88. Και έμενε άγαλμα.
Σαν το πέτρινο άγαλμα του μαρμαρωμένου Λένιν. Την στιγμή της αποκαθήλωσης του. Μερικά χρόνια μετά στην κεντρική πλατεία της Πράγας. Με τον γερανό να βγάζει μια μεταλλική κλάψα.
Που έμοιαζε με την φωνή της Μαρίγιας. Της Ουκρανής που τα έφερε η ζωή να συγκατοικήσουμε για ένα ολόκληρο καλοκαίρι το ’98. Και που μου έφτιαχνε μπροστ (;), μια πιπεράτη σούπα βοδινού με αρκετό λίπος.
Και ένιωθα σαν πολιτικός κρατούμενος με το δίσκο του, σε κάποιο γκουλάγκ στη Σιβηρία, έπειτα από ώρες καταναγκαστικών έργων. Και έπρεπε να φάω γρήγορα. Πριν βαρέσει το κουδούνι. Όχι για να συνεχιστεί η εργασία …
… αλλά να ξεκινήσει η παράσταση. Σε ένα επιβλητικό τσιμεντένιο θέατρο στο Μινσκ. Όπου εκεί, είχα την τιμητική μου! Με είχε καλέσει λέει ο μοχθηρός Ζαμπαλούγιεφ που ήθελε να ρίξει την Αναστασία. Βγήκα μετά τις Tattoo.
Διηύθυνα την χορωδία του Κόκκινου Στρατού. Ένα μάτσο καλλίφωνους φαντάρους.
Το ίδιο τραγούδι. Στον ίδιο σκοπό!
Γυρίζω πλάτη στο κοινό και χτυπάω την μπαγκέτα στο ξύλο. Η φιλαρμονική ξεκινά και τα παλικάρια βγάζουν την μελωδικά βροντερή φωνή. Και με συνεπαίρνει η ατμόσφαιρα. Και κουνάω ανάλαφρα τα χέρια στον αέρα, αριστερά και δεξιά. Νιώθω να κρατώ ένα αναμμένο τσιγάρο.
Με έκπληξη παρατηρώ πως τα κοντοκουρεμένα ξανθά παλικάρια αλλάζουν σταδιακά μορφή. Και χωρίς να σταματήσει η φωνή εμφανίζονται γνώριμες φιγούρες. Ο Γκορμπατσόβ, ο Προτάσοβ και ο Χατζηπαναγής! Τρελαίνομαι!
Τα χέρια να κουνιούνται πέρα δώθε συνεχώς.
Νιώθω περίεργα. Αντιλαμβάνομαι πως βρίσκομαι αξύριστος και απεριποίητος χωρίς ρούχα. Στο κέντρο του θεάτρου. Με το T-shirt και το σώβρακο. Αλλά δε με ένοιαζε! Είχα πορωθεί!
Οι φιγούρες συνέχιζαν να τραγουδάνε με την καθοδήγησή μου. Ο Γέλτσιν, ο Αμπράμοβιτς και ο Ντομπροβόλσκι δεν καταλάβαιναν από τέτοια! Ήταν η στιγμή μας!
Ο ύμνος τελειώνει. Το κοινό μας αποθεώνει. Γυρνάω να υποκλιθώ. Δεν υπήρχε κανένας! Το χειροκρότημα ήταν κονσέρβα!
Με δυσκολία διακρίνω μια φιγούρα στα πίσω καθίσματα. Θα μπορούσα να τον αναγνωρίσω πάντα. Ήταν ο Σήφης ο Στάλιν με την χοντρομουστάκα του. Κάνει νόημα να σταματήσει η παράσταση. Επιστρέφω προς την χορωδία. Πουθενά, είχε εξαφανιστεί!
Ανοιγοκλείνω τα μάτια. Το τσιμεντένιο θέατρο δεν υπήρχε. Βρισκόμουν καταμεσής της παράγκας μου. Κουνούσα ακόμα τα χέρια! Ο υπολογιστής ανοικτός. Ο ύμνος έπαιζε ακόμη και ασταμάτητα.
Η ώρα είχε περάσει.
Μια καταπληκτική βραδιά! Μια μοναδική εμπειρία.
Κάθισα να σας την γράψω εν συντομία. Και ας παρέλειψα ένα κάρο μ@λακίες.
Τι να ήταν άραγε η Σοβιετική Ιδέα;
Μικρή σημασία έχει. Υπάρχουν δυο εκδοχές. Όπως και οι πλευρές σε ένα ασημένιο ρούβλι. Η μοναδική αλήθεια που επιφυλάσσομαι να εκφράσω είναι πως κάποτε τουλάχιστο, μια ιδέα εκφρασμένη από ένα έμβλημα, μία σημαία ή έναν ύμνο ενέπνεε και έδινε δύναμη σε μυριάδες ανθρώπους. Ενώ συνάμα κάλυπτε και μια πληθώρα εγκλημάτων και αυθαιρεσίας. Μέχρι να μεταλλαχθεί σε ένα πεπαλαιωμένο cult.
Όμως ο σκοπός που μοιράζομαι τα παραπάνω δεν είναι ηθικοπλαστικός. Καμιά σχέση. Δεν είχα τέτοια πρόθεση. Εξάλλου ο καθένας σας έχει τις δικές του εικόνες, εμπειρίες και ακούσματα.
Απλά, θέλω να υποστηρίξω με θέρμη πως ένα εντελώς τυχαίο ερέθισμα κάτω από κατάλληλες συνθήκες μπορεί να σε βάλει σε απίθανα τριπάκια, όπως συνέβη σ’ εμένα απόψε. Και να σε γεμίσει με άσχετα και ασύνδετα συναισθήματα.
Πραγματικά πέρασα καλά μ’ έναν περίεργο τρόπο. Και σκέφτηκα να σας το εκμυστηρευτώ. Όσο γινόταν!
Αμφιβάλω αν βγαίνει νόημα από τα παραπάνω.
Ήταν μια Σοβιετική Ένωση! Μια Σοβιετική Έμπνευση της στιγμής!
Ντασταρόβιε.
Υ.Γ. Ακούγεται στη διαπασών και διαβάζεται μόνο με:
Russian Red Army Choir – Soviet National Anthem
Αφιερωμένο σε όλους εκείνους που διέκοψαν την φαρμακευτική αγωγή από ισχυρά ψυχοφάρμακα!
5 σχόλια:
Κε Πο8,
Η ιστορία αυτή,μιλάει στην καρδιά.Όμως έρχομαι να απαντήσω στην "συγκρατημένη" απαισιοδοξία σου με την αφελή αισιοδοξία μου...
Όσο υπάρχουν αυτοί που δεν θάβουν τα Όπλα τους.....
Όσο υπάρχουν αυτοί που δεν κρύβουν τα Λόγια τους.....
Μην απελπίζεσαι.....
Η "κόκκινη" νύχτα δεν ήταν απλά μια ονείρωξη.....
Είναι ακόμα η γαμημένη ελπίδα μας.
Ούριο άνεμο,
Ο αναγνώστης σου
Corvus Niger
Ποιά όπλα και ποιά λόγια;
Τι διάβασες αγόρι μου;
Τες πα...
Εγώ θα μείνω στη γκολάρα του Ολλανδού.
Α,ρε Ποθ να σε ανακάλυπτε η διαφημιστική του Johnie Walker λίγο νωρίτερα!
Ωραίο,σουρεάλ και ζωντανό.
Katja
Ωραίο διήγημα,μαλάκες σχολιαστές!
Ρε μάνγκα που το ξέρεις ότι είναι αγόρι,μου λές;
Φαλλοκράτη...
Εγώ γουστάρω να είναι κορίτσι,Πρόμπλεμ;
Μόνο τα αγόρια προβληματίζονται;;;
Κομπλεξικέ...
Ανώνυμε/ανώνυμη
(πόσο μου τη σπάει έτσι,βάλτε ένα ονοματάκι να συνεννοούμαστε!)
Ελπίζω να μην πάρει και έμενα η μπάλα.
Μην μου βρίζετε την Katja. Στεναχωριέμαι. Είναι προστατευόμενο είδος βλέπεις.
Είναι λιγάκι απότομη, το ξέρω. Αλλά γι αυτό την γουστάρω.
Όσο για το Johnie, ενοούσε το σποτ με τους πίνακες. Έχει μια βάση. Για καλό το είπε.
Άσε που είναι πολύ θηλικό για φαλλοκράτης.
Όσο για τον αγαπητό corvus, είναι όντως αγόρι, απ'όσο ξέρω ερωτευμένος με μία ΚΝίτισα.
Σαν την Απαγωγή της Τασούλας ένα πράγμα για να καταλάβεις.
Μπορεί να έχω να του πω κάτι, αλλά θα γίνει ιδιωτικά όταν συναντηθούμε.
Όπως επίσης και όντως δεν έγραψα για όπλα και λόγια.
Γουστάρω όμως επαναστάσεις κι ας μεγάλωσα.
Βεβαίως και προβληματίζονται οι γυναίκες.
Οπότε παρεξήγηση.
Καλή συνέχεια.
Και μην φαγώνεστε μεταξύ σας.
Σας αγαπάω (αλά Αλιφέρη παλιά)
Free Willy
Δημοσίευση σχολίου