Το ψυγείο είναι μόνιμα γεμάτο με ποτά. Δεν είναι για μένα. Σπάνια πίνω. Τα έχουμε ξαναπεί. Περισσότερο για τους περαστικούς και τους μουσαφίρηδες. Ίσως ακόμα για να βλέπω μπροστά μου συνέχεια κουτάκια και μπουκάλια, χωρίς να διακατέχομαι από σύνδρομο στέρησης.
Μέρα με βροχή και ποδόσφαιρο. Επέστρεψα σπίτι μουλιασμένος ως το κόκαλο. Όπως συνηθίζω σε παρόμοιες περιπτώσεις, το ρίχνω στη ρέγγε ή στα Μπαχαμέζικα για τον Τόνυ τον καφετζή . Για ένα γρήγορο και ξέγνοιαστο στέγνωμα!
Δεν θα έγραφα. Είπα να δω κανένα στιγμιότυπο και να την πέσω ειρηνικά. Για να βοηθήσω την κατάσταση, θεώρησα σκόπιμο να πιω μία από τις ξεχασμένες μπύρες. Προτιμώ τις πράσινες, όμως είχαν περισσέψει μονάχα κόκκινες. Δεν βαριέσαι, είναι για καλό σκοπό είπα και την αράζω. Μια στιγμή…
Φτου!!! Σηκώνω το κουτί και γράφει «04-07». Εντάξει, αργά ή γρήγορα το πίστευα πως θα το γυρίσω στα ληγμένα. Όμως όχι έτσι. Όχι μ’ αυτό τον τρόπο!
Έψαξα για άλλη. Όλες όμως ήταν της ίδιας παρτίδας. Ξενέρωσα. Κλείνω τα Ροναλντίνια και φτιάχνω ένα μεταμεσονύχτιο καφεδάκι! Τα αποτελέσματα τα διαβάζετε!
Όποτε συναντώ ληγμένα, μου έρχεται στο μυαλό ένα και μόνο πρόσωπο.
Ο… Νηλς Κώλγκερσον.
Υπαρκτό πρόσωπο, με όνομα και διεύθυνση κάπου στον Πειραιά. Χρυσό παιδί. Ψηλός, ξανθωπός, χτισμένος, ματσωμένος και μονίμως ετοιμόλογος. Χωρίς χτυπητές αδυναμίες. Ο ιδανικός σύντροφος για κάθε γυναίκα. Ο τέλειος γείτονας στο Μπέβερλυ Χιλς.
Δεν είχαμε ποτέ ανταγωνιστικές σχέσεις. Ίσως επειδή τον γνώρισα τη γλυκόπικρη περίοδο του διαδυκτιακού στοιχήματος. Και εκεί του έριχνα σίγουρα ένα κεφάλι, στέλνοντας τον αναπληρωματική σταρ Ελλάς με το καλημέρα.
Κάποια στιγμή ήρθε στο νησί για διακοπές. Με την γυναίκα του. Ο Νηλς πρέπει να είναι γύρω στα 35 σήμερα. Πήρε τηλέφωνο και πέρασε από το μαγαζί, όπου συναντηθήκαμε για πρώτη φορά από κοντά. Είχε κίνηση και κανονίσαμε για μία μπύρα στα γρήγορα.
Ενδιαφέρον τύπος όμως μου θύμισε έντονα έναν κόσμο απ’ τον οποίο πλέον έχω αποστασιοποιηθεί. Προς το τέλος της, η κουβέντα είχε ψοφήσει. Κοιτούσα αριστερά και δεξιά. Ο γυναικείος πληθυσμός δικαίως κρυφοκοίταζε το Νηλς. Του το επισήμανα. Διατηρώντας μια πάγια μετριοφροσύνη, υπαινίχθηκε πως μπορεί να κοιτούσαν εμένα. Έπιασα και διάβασα το μπουκάλι του.
«Σίγουρα δεν σου πάσαραν ληγμένη μεξικάνικη;»
Πάντα διατηρώ αμφιβολίες για τους ατσαλάκωτους. Σαν να έβλεπα τον Μπράντον και την Κέλυ να κλαίνε μπροστά στα κανάλια.
«Το καλύτερο παιδί. Που να το φανταστούμε;»
Ακολούθησε η απομυθοποίηση. Δεν θυμάμαι ακριβώς πως καταλήξαμε να μιλάμε για βίτσια. Όμως για να σας το διηγούμαι ακόμα σημαίνει πως μου έκανε εντύπωση.
«Η γυναίκα μου ταξιδεύει συχνά. Είναι γιατρός και πάει σε συνέδρια.»
Ωχ, κάτι βρωμούσε στη λεωφόρο του Μέλροουζ!
«Νιώθω μοναξιά. Όμως την αγαπώ. Δεν γίνεται να την απατήσω. Ξέρεις τι κάνω;»
Πήρε και ένα ένοχα τρυφερό ύφος. Κοίτα να δεις που θα μου προέκυπτε κρυφός ο Νηλσονάκος!. Πάει χάλασε η πιάτσα. Μαζεύτηκα.
«Γυναίκες με περιστοίχιζαν μια ζωή. Σ’ εκείνη βρήκα όλα όσα έψαχνα. Με καλύπτει παντού, εκτός … Εκτός από … Έχω ένα βίτσιο.»
Όχι. Μη. Καλό ήταν και το ποδόσφαιρο!
Κρατούσα δυνάμεις. Και σκεφτόμουν πώς να τον αντιμετωπίζω.
«Γουστάρω τις ξένες. Μη φανταστείς χαρακτηριστικά. Τις γουστάρω όλες. Ξανθιές, μελαχρινές. Μαύρες, άσπρες. Όλες! Αρκεί να μην μιλάνε ελληνικά ή γλώσσα που να μπορώ να καταλάβω.»
Άκυρος ο συναγερμός. Ευτυχώς!
Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι για να ακούσω την συνέχεια. Για το αρχείο.
«Μόλις φύγει η σύζυγος, κλείνω αμέσως ραντεβού με βιζιτούδες. Τις φέρνουν σπίτι. Δε με νοιάζει.»
Ακέραιος χαρακτήρας.
«Τις ζητάω να μιλάνε αυστηρά στην γλώσσα τους. Ξαπλώνω και με καβαλάνε. Αρχίζουν τα ακαταλαβίστικα και φτιάχνομαι.»
Είχα κάποιους ενδοιασμούς και του επισήμανα πως κατά τις γραφές, το βίτσιο του εξακολουθεί να θεωρείται κέρατο.
«Όχι είναι διαφορετικά. Στα συζυγικά καθήκοντα ή σε μια υποτυπώδη σχέση, γνωρίζεις με ποια έχεις να κάνεις. Ή την ανακαλύπτεις. Και με κάποιο τρόπο αποκτάς αναστολές. Μεγάλες ή μικρές.»
Τα λεγόμενα είχαν μια βάση άλλα δεν έπειθε.
«Με την ξένη είναι αλλιώς. Δεν την ξέρω. Ποτέ με την ίδια. Της δίνω απόλυτη ελευθερία. Μου μιλάει και δεν έχω παραμικρή υποψία αν με βρίζει ή με εξυψώνει. Ούτε τι ζητάει. Καίγομαι να μάθω! Δεν μπορώ όμως και διεγείρομαι! Την αφήνω να λέει και να κάνει τα δικά της. Αυτό με εξιτάρει! Φτάνω στα άκρα.»
Και το συμπέρασμα;
«Ξεδίνω. Φυσικά μετά δεν θυμάμαι πολλά. Με βοηθάει να διατηρώ τον γάμο μου ισορροπημένο. Εσύ δεν μου είπες όμως….»
Καληνύχτα Νηλς Κώλγκερσον! Τους χαιρετισμούς μου στην κυρία Όλσεν!
Ο κόσμος είναι πονηρός. Όχι οι σκέψεις μας. Να το θυμάσαι αυτό.
Μέρα με βροχή και ποδόσφαιρο. Επέστρεψα σπίτι μουλιασμένος ως το κόκαλο. Όπως συνηθίζω σε παρόμοιες περιπτώσεις, το ρίχνω στη ρέγγε ή στα Μπαχαμέζικα για τον Τόνυ τον καφετζή . Για ένα γρήγορο και ξέγνοιαστο στέγνωμα!
Δεν θα έγραφα. Είπα να δω κανένα στιγμιότυπο και να την πέσω ειρηνικά. Για να βοηθήσω την κατάσταση, θεώρησα σκόπιμο να πιω μία από τις ξεχασμένες μπύρες. Προτιμώ τις πράσινες, όμως είχαν περισσέψει μονάχα κόκκινες. Δεν βαριέσαι, είναι για καλό σκοπό είπα και την αράζω. Μια στιγμή…
Φτου!!! Σηκώνω το κουτί και γράφει «04-07». Εντάξει, αργά ή γρήγορα το πίστευα πως θα το γυρίσω στα ληγμένα. Όμως όχι έτσι. Όχι μ’ αυτό τον τρόπο!
Έψαξα για άλλη. Όλες όμως ήταν της ίδιας παρτίδας. Ξενέρωσα. Κλείνω τα Ροναλντίνια και φτιάχνω ένα μεταμεσονύχτιο καφεδάκι! Τα αποτελέσματα τα διαβάζετε!
Όποτε συναντώ ληγμένα, μου έρχεται στο μυαλό ένα και μόνο πρόσωπο.
Ο… Νηλς Κώλγκερσον.
Υπαρκτό πρόσωπο, με όνομα και διεύθυνση κάπου στον Πειραιά. Χρυσό παιδί. Ψηλός, ξανθωπός, χτισμένος, ματσωμένος και μονίμως ετοιμόλογος. Χωρίς χτυπητές αδυναμίες. Ο ιδανικός σύντροφος για κάθε γυναίκα. Ο τέλειος γείτονας στο Μπέβερλυ Χιλς.
Δεν είχαμε ποτέ ανταγωνιστικές σχέσεις. Ίσως επειδή τον γνώρισα τη γλυκόπικρη περίοδο του διαδυκτιακού στοιχήματος. Και εκεί του έριχνα σίγουρα ένα κεφάλι, στέλνοντας τον αναπληρωματική σταρ Ελλάς με το καλημέρα.
Κάποια στιγμή ήρθε στο νησί για διακοπές. Με την γυναίκα του. Ο Νηλς πρέπει να είναι γύρω στα 35 σήμερα. Πήρε τηλέφωνο και πέρασε από το μαγαζί, όπου συναντηθήκαμε για πρώτη φορά από κοντά. Είχε κίνηση και κανονίσαμε για μία μπύρα στα γρήγορα.
Ενδιαφέρον τύπος όμως μου θύμισε έντονα έναν κόσμο απ’ τον οποίο πλέον έχω αποστασιοποιηθεί. Προς το τέλος της, η κουβέντα είχε ψοφήσει. Κοιτούσα αριστερά και δεξιά. Ο γυναικείος πληθυσμός δικαίως κρυφοκοίταζε το Νηλς. Του το επισήμανα. Διατηρώντας μια πάγια μετριοφροσύνη, υπαινίχθηκε πως μπορεί να κοιτούσαν εμένα. Έπιασα και διάβασα το μπουκάλι του.
«Σίγουρα δεν σου πάσαραν ληγμένη μεξικάνικη;»
Πάντα διατηρώ αμφιβολίες για τους ατσαλάκωτους. Σαν να έβλεπα τον Μπράντον και την Κέλυ να κλαίνε μπροστά στα κανάλια.
«Το καλύτερο παιδί. Που να το φανταστούμε;»
Ακολούθησε η απομυθοποίηση. Δεν θυμάμαι ακριβώς πως καταλήξαμε να μιλάμε για βίτσια. Όμως για να σας το διηγούμαι ακόμα σημαίνει πως μου έκανε εντύπωση.
«Η γυναίκα μου ταξιδεύει συχνά. Είναι γιατρός και πάει σε συνέδρια.»
Ωχ, κάτι βρωμούσε στη λεωφόρο του Μέλροουζ!
«Νιώθω μοναξιά. Όμως την αγαπώ. Δεν γίνεται να την απατήσω. Ξέρεις τι κάνω;»
Πήρε και ένα ένοχα τρυφερό ύφος. Κοίτα να δεις που θα μου προέκυπτε κρυφός ο Νηλσονάκος!. Πάει χάλασε η πιάτσα. Μαζεύτηκα.
«Γυναίκες με περιστοίχιζαν μια ζωή. Σ’ εκείνη βρήκα όλα όσα έψαχνα. Με καλύπτει παντού, εκτός … Εκτός από … Έχω ένα βίτσιο.»
Όχι. Μη. Καλό ήταν και το ποδόσφαιρο!
Κρατούσα δυνάμεις. Και σκεφτόμουν πώς να τον αντιμετωπίζω.
«Γουστάρω τις ξένες. Μη φανταστείς χαρακτηριστικά. Τις γουστάρω όλες. Ξανθιές, μελαχρινές. Μαύρες, άσπρες. Όλες! Αρκεί να μην μιλάνε ελληνικά ή γλώσσα που να μπορώ να καταλάβω.»
Άκυρος ο συναγερμός. Ευτυχώς!
Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι για να ακούσω την συνέχεια. Για το αρχείο.
«Μόλις φύγει η σύζυγος, κλείνω αμέσως ραντεβού με βιζιτούδες. Τις φέρνουν σπίτι. Δε με νοιάζει.»
Ακέραιος χαρακτήρας.
«Τις ζητάω να μιλάνε αυστηρά στην γλώσσα τους. Ξαπλώνω και με καβαλάνε. Αρχίζουν τα ακαταλαβίστικα και φτιάχνομαι.»
Είχα κάποιους ενδοιασμούς και του επισήμανα πως κατά τις γραφές, το βίτσιο του εξακολουθεί να θεωρείται κέρατο.
«Όχι είναι διαφορετικά. Στα συζυγικά καθήκοντα ή σε μια υποτυπώδη σχέση, γνωρίζεις με ποια έχεις να κάνεις. Ή την ανακαλύπτεις. Και με κάποιο τρόπο αποκτάς αναστολές. Μεγάλες ή μικρές.»
Τα λεγόμενα είχαν μια βάση άλλα δεν έπειθε.
«Με την ξένη είναι αλλιώς. Δεν την ξέρω. Ποτέ με την ίδια. Της δίνω απόλυτη ελευθερία. Μου μιλάει και δεν έχω παραμικρή υποψία αν με βρίζει ή με εξυψώνει. Ούτε τι ζητάει. Καίγομαι να μάθω! Δεν μπορώ όμως και διεγείρομαι! Την αφήνω να λέει και να κάνει τα δικά της. Αυτό με εξιτάρει! Φτάνω στα άκρα.»
Και το συμπέρασμα;
«Ξεδίνω. Φυσικά μετά δεν θυμάμαι πολλά. Με βοηθάει να διατηρώ τον γάμο μου ισορροπημένο. Εσύ δεν μου είπες όμως….»
Καληνύχτα Νηλς Κώλγκερσον! Τους χαιρετισμούς μου στην κυρία Όλσεν!
Ο κόσμος είναι πονηρός. Όχι οι σκέψεις μας. Να το θυμάσαι αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου