Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Τα εννιάμερα της καβάντζας

Μια απρόσμενη συνάντηση.
Τους διέκρινα από μακριά.
Συγκεντρωμένοι και σκυθρωποί ψιθύριζαν σε αυτοσχέδια πηγαδάκια.
Πέντε, είκοσι, πενήντα, έπειτα έχασα το μέτρημα.
Κάτι έλεγαν, δύσκολο να ακούσω.
Πλησιάζω και βλέπω φάτσες γνώριμες.
Απαρτία.
Η περιέργεια δεν μου άφησε περιθώρια καταμέτρησης.
Τι συμβαίνει ρε παιδιά;
Προς στιγμή κοίταξαν και συνέχισαν προσηλωμένοι να κουβεντιάζουν.
Η παλάμη τους κολλούσε στα μισόκλειστα χείλη.
Μιλούσαν σχεδόν συνωμοτικά.
Τόσο μυστικό;
Έψαξα μέχρι που βρήκα τους πιο ευάλωτους.
Αυτούς που θα υπέκυπταν απέναντι στα ερωτηματικά μου.
Εκείνους που προτιμούν να αποκαλύπτουν παρά να φυλάσσουν.
Τι έγινε;
Πλευρίζω έναν πολυλογά.
Άσε, δεν έμαθες τίποτα;
Πόσο μου την σπάνε οι απαντήσεις με ερωτηματικό.
Υπομονή και επιμονή.
Μέχρι που απειλώ με φυγή.
Κάτσε. Που πας;
Δεν αντέχω άλλο.
Πέθανε η καβάντζα.
Τι; Που; Πως;
Ξαφνικά και μόνη. Δεν το πήρε χαμπάρι κανείς.
Έχει καιρό; Μεσ’ τα Χριστούγεννα;
Άγνωστο. Εμείς τη βρήκαμε όταν την αναζητήσαμε.
Σε προχωρημένη σήψη.
Μα γιατί δε μου το είπατε;
Ξέραμε πως θα σ’ έπαιρνε από κάτω.
Την αγαπούσα τη καβάντζα!
Όπως όλοι μας.
Και τώρα; Στη κηδεία βρέθηκα;
Μπα, όχι. Μόλις ολοκληρώθηκαν τα εννιάμερα.
Φτου ρε πούστη μου!
Ηρέμησε, πάει τέλειωσε.
Έπρεπε να το κρατήσετε κρυφό;
Έλα που κάνεις τον ανυποψίαστο…
Βέβαια., όποιος τη συναντά συνήθως δεν το λέει πουθενά.
Μέχρι πρότινος.
Ακόμη και στο ύστατο χαίρε; Τόση μυστικοπάθεια;
Δεν είσαι ο μόνος που το αγνοεί.
Και οι υπόλοιποι; Δεν τους αξίζει να μάθουν;
Αποφύγαμε τον συνωστισμό.
Και αν χρειαστεί να την ψάξουν;
Τότε θα φτάσουν έως την αλήθεια.
Και η αλήθεια πονάει.
Τουλάχιστο που μοιράζουν κόλυβα; Για τη συγχώρεση.
Άδικος κόπος. Τέλειωσαν.
Πάντα έτσι η καβάντζα.
Ναι η καημένη. Έδινε πολλά, φρόντιζε για λίγους.
Τι κρίμα.
Θέλεις να δεις που την έθαψαν;
Εννοείται.
Κοίτα γύρω σου.
Που;
Παντού. Στους δρόμους, στα σπίτια, στα μαγαζιά.
Ούτε μια κηδεία της προκοπής δεν αξιωθήκατε να κάνετε.
Είσαι λάθος.
Ρε μαλάκες! Τη λάτρευα!
Πάλι τα ίδια…
Κι αν θέλω να την αποχαιρετήσω;
Να κοιτάξεις ψηλά.
Δίκιο έχεις. Στον ουρανό.
Πες μου, τη βλέπεις;
Δυσκολεύομαι. Νομίζω πως ψιχαλίζει.
Κι όμως τη βλέπεις!
Προέκυψε πολύ ξαφνικό για μεταφυσικές αναζητήσεις.
Σε καταλαβαίνω. Αν βρέξει, τι θα κάνεις;
Μάλλον θα γυρίσω σπίτι.
Θα στεγνώσεις τα ρούχα και θα μείνεις προφυλαμένος.
Ναι, πιθανόν.
Ίσως ανοίξεις το ψυγείο, θα αντικρίσεις τους λογαριασμούς.
Ίσως δεις τηλεόραση, θα αντιληφθείς την μαυρίλα.
Πολλά μπορεί να κάνεις στο σπίτι.
Βέβαια. Εκτός από ένα.
Δηλαδή;
Θα υπάρξει στιγμή που θα καταλήξεις σε αδιέξοδο.
Και τι μ’ αυτό;
Τότε θα ζητήσεις τη καβάντζα.
Αφού πέθανε.
Έλα ντε! Κατάλαβες τώρα γιατί δε τη θάψαμε;
Πάλι. Είναι άσκοπο να προσβλέπεις σε κάτι που δεν υφίσταται.
Η ελπίδα φίλε μου. Η προσμονή και η αναζήτηση.
Ποια ελπίδα ρε βαρεμένε; Η καβάντζα πε-θα-νε!
Σίγουρα. Σύντομα όμως θα το ξεχάσεις.
Γιατί;
Επειδή σπάνια συνειδητοποιούμε την απώλεια.
Αχ βρέχει. Είδες;
Φύγε να προλάβεις. Τρέχα μη γίνεις μούσκεμα.
Αυτό θα κάνω. Αντίο.
Να θυμάσαι τι είπαμε.
Ποιο απ’ όλα; Ήταν τόσα πολλά…
Η καβάντζα δε θάφτηκε ποτέ.
Ούτε το έμαθαν όλοι.
Μείνε ήσυχος. Δεν θα στεναχωρήσω κανέναν.
Και μην αμελείς να ρίχνεις ματιές τριγύρω.
Ξέρω. Στους δρόμους, στα σπίτια, στα μαγαζιά.
Είπα δίχως να υποσχεθώ τη σιωπή μου.
Τα μαλλιά έσταζαν τη βροχή στο πρόσωπο.
Βήματα γρήγορα μέχρι το κοντινότερο στέγαστρο.
Χάλια επέστρεψα πίσω.
Άλλαξα και χάζευα από το παράθυρο του διαμερίσματος.
Οι άτυχοι περαστικοί λιγόστευαν όσο δυνάμωνε η βροχή.
Έφτιαξα καφέ και άνοιξα μια εφημερίδα.
Όμως δεν μπορούσα να διαβάσω τίποτα.
Η σκέψη μου στο πριν.
Βρε, τι έπαθε η φουκαριάρα η καβάντζα…
Είχε ακόμα τόσα να προσφέρει…
Κρίμα.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Τρέχουν τα παιδιά, μέσα στο χιονιά

Ενόψει των καλύτερων χειρότερων γιορτών των τελευταίων ετών, ας μοιραστώ με όλους τους αναγνώστες τις καθιερωμένες ευχές.
Υγεία, ευτυχία και εν δυνάμει ευημερία.
Μην ξεχνάτε πως όλοι μαζί ενωμένοι και αγαπημένοι, είναι δυνατό να νοιώσουμε την θέρμη που αναβλύζουν αυτές τις άγιες μέρες.
Θυμηθείτε πως έστω και προσωρινά γίνεται να κλείσετε το κουτί, να παγώσετε την μνήμη και να αξιοποιήσετε αλησμόνητες στιγμές συντροφιά με τους οικείους σας.
Για εκείνους που μάλωσαν με την παιδική τους ηλικία, ας επαναφέρω ένα πασίγνωστο τραγουδάκι των ημερών.
Χρόνια πολλά, ρεμάλια!
(Το credit της κάρτας σε εκείνους που μου την έστειλαν, ευχαριστώ πολύ)
...

Τρίγωνα κάλαντα σκόρπισαν παντού
κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού έεϊ !!!
Τρίγωνα κάλαντα μες στη γειτονιά,
ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά.

Άστρο φωτεινό θα ’βγει γιορτινό
μήνυμα να φέρει απ΄ τον ουρανό.
Άστρο φωτεινό θα ’βγει γιορτινό
μήνυμα να φέρει απ’ τον ουρανό.

Τρίγωνα κάλαντα στο μικρό χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα το καμπαναριό έεϊ !!!
Τρίγωνα κάλαντα στο μικρό χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα το καμπαναριό.

Τρέχουν τα παιδιά μέσα στο χιονιά,
ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά .
Μες στη σιγαλιά ανοίγει η αγκαλιά
κι έκαν’η αγάπη στην καρδιά φωλιά

Τρίγωνα κάλαντα σκόρπισαν παντού
κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού έεϊ !!!
Τρίγωνα κάλαντα στο μικρό χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα το καμπαναριό.

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Θεός φυλάξει την βασίλισσα

Απ’ έξω πριγκίπισσα, από μέσα πανκιό του κερατά.
Αυτή είναι μάλλον η συντομότερη περιγραφή μιας μορφής που γνώρισα και έζησα πριν μερικά χρόνια. Αν δε μαλακιζόταν ασύστολα και εκμεταλλευόταν τις διασυνδέσεις της, η Κρουέλα θα μπορούσε να είναι σήμερα πρωτοκλασάτη φωτογράφος.
Ναι, βέβαια. Αν κατά διαστήματα διαβάζετε τα σχόλια, για την ίδια Κρουέλα μιλάμε!
Κάποτε, δεν θυμάμαι ακριβώς πότε, βρισκόταν σε νησί για δουλειά. Κατά την παραμονή της, είχε ξεσπάσει μια καταστροφική πυρκαγιά. Μόλις την περιόρισαν, η Κρουέλα επισκέφτηκε τα καμένα.
Η απέραντη μαυρίλα ήταν καταθλιπτική. Τράβηξε μερικές πανοραμικές φωτογραφίες για να αναδείξει το μέγεθος της ζημιάς. Έπειτα έψαχνε για ξεχωριστές λεπτομέρειες που θα αποτύπωναν την ταυτότητά της στο φιλμ.
Μέχρι που πέτυχε την πλήρη αντίθεση.
Ανάμεσα στα αποκαίδια, ένας κορμός ελιάς. Μονάχα ένα κλαδί είχε μείνει ανέπαφο από τις φλόγες. Εκείνη εστίασε, πάτησε το κουμπί και κράτησε την παράταιρη ψευδαίσθηση.
Όταν αποπειράθηκε να στείλει την φωτογραφία σε μια εφημερίδα που συνεργαζόταν περιστασιακά, την απέρριψαν. Όταν πουλάς καταστροφή, φροντίζεις να εθελοτυφλείς στην ελπίδα.
Η Κρουέλα δεν επρόκειτο για κάποιο συνεσταλμένο κοριτσάκι. Ούτε προσπαθούσε να φανεί πρωτότυπη, αντιγράφοντας μια δουλεμένη οπτική.
Απέφυγε να αποτυπώσει το καμένο δάσος. Αντί να συμβάλει στον αποτροπιασμό και την περισυλλογή των αναγνωστών, ήθελε μάλλον να δείξει πως πέρα από την δεδομένη αρνητική πλευρά, υπάρχουν οι μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες. Που επιτρέπουν μια πιο αισιόδοξη αντιμετώπιση.
Γλυκανάλατο ή χαζοχαρούμενο και σίγουρα μια οφθαλμαπάτη. Όμως το πράσινο κλαδί στο μαύρο φόντο αποτελούσε μια άκρως ενδιαφέρουσα προσέγγιση.
Κι ας μην έτυχε της καλύτερης αντιμετώπισης.
...
Δέκα μέρες κοντεύουν από τη θλιβερή δολοφονία, την κοινωνική έκρηξη και την απώλεια κάθε ελέγχου ή λογικής.
Όσο ανακυκλώνεται νυχθημερόν ένα θέμα, τόσο με αποτρέπει να ασχοληθώ μαζί του. Από την άλλη, είναι άνανδρο και κυνικό να βρίσκεσαι μέσα σε μια επανάσταση, όπως και να προσδιορίζεται, σφυρίζοντας αδιάφορα.
Θα επανέλθω, δεσμεύομαι για αυτό. Θα γράψω σε λιγότερο φορτισμένο κλίμα, έτσι ώστε οι γραμμές να αποκτήσουν νόημα.
Για την ώρα, προθυμοποιούμαι να υιοθετήσω την οπτική της Κρουέλας. Να αποποιηθώ της ουσίας και να αρκεστώ στα ασήμαντα.
Όπως σε μια εικόνα που ορκίζομαι ότι την έχετε δει επανειλημμένα, αλλά που ίσως δε τη συνδυάσατε.
Σήμα κατατεθέν των αναταραχών, η φωτογραφία του αδικοχαμένου πιτσιρικά. Πάνω της, αποτυπωμένα νιάτα που θυσιάστηκαν στο φόβο και την υπερβολή ενός κόσμου που σπάνια είναι ότι δηλώνει.
Μια παγωμένη στιγμή από την ζωή ενός παιδιού που όλοι μιλάνε γι’ αυτόν, χρησιμοποιώντας το μικρό του όνομα, μα στη πραγματικότητα ίσως να το καπηλεύονται ανά περίσταση.
Αν μπορούσε ν’ απαντήσει, δεν είναι απίθανο να την έλεγε σε όλους εκείνους που βιάζονται να του στήσουν ανδριάντα και αδημονούν να καταθέσουν στεφάνια συνοδεία δακρύβρεχτων επικήδειων.
Μια φωτογραφία, μια μπλούζα.
Μια μπλούζα, ένα εξώφυλλο.
Ένα εξώφυλλο, ένα τραγούδι.
Ένα τραγούδι, μια αλήθεια για μια άγνωστη προσωπικότητα...
...
«Θεός φυλάξει την βασίλισσα».
Αυτός είναι ο τίτλος του βρετανικού εθνικού ύμνου. Και προσαρμόζεται ανάλογα με το φύλο του εκάστοτε μονάρχη.
Το 1977, η Ελισάβετ γιόρταζε το ασημένιο ιωβηλαίο της. Για εκείνους που αρέσκονται στα ψιλά γράμματα, αυτό μεταφράζεται στην επέτειο 25 χρόνων από την στέψη της.
Μια εποχή που η πανκ μουσική βρισκόταν στα καλύτερά και η κοινωνία απείχε κυριολεκτικά μια ανάσα από την ταραχώδη δεκαετία του ’80 και τις σκληρές αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις.
Από μόνοι τους, οι Σεξ Πίστολς, με μπροστάρηδες τον Γιαννάκη τον Σάπιο και τον Σιντ τον Κακοήθη, αποτελούσαν ήδη σημαιοφόροι μιας εκδοχής της επανάστασης.
Με τον τρόπο τους, τον ασυμβίβαστο στίχο και την μη πολιτικά ορθή στάση, οι Σεξ Πίστολς κατατάσσονται σε διαχρονικά σύμβολα εκείνης της οργισμένης γενιάς όπως και αυτών που ακολούθησαν.
Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν μια αναμετάδοση κάποιου σχολίου αναφοράς. Αντιπροσωπεύουν και τα δικά μου «πιστεύω», για όποιον αναρωτιέται.
Σχεδόν στα μέσα του 1977. Ενώ οι έχοντες προετοίμαζαν πυρετωδώς τους εορτασμούς της υψηλοτάτης, ο απλός λαός ένιωθε την σήψη και δεν οραματιζόταν πέρα από το αβέβαιο θολό του μέλλον.
Δυο διαφορετικοί ταξικοί κόσμοι στην ίδια πατρίδα.
Κάπου στα χαμηλά, μια μερίδα εξεγερμένων (με αιτία), έβριζαν, έσπαγαν, συγκρούονταν και προσπαθούσαν να βιώσουν με τον τρόπο τους αυτά που δεν τους αναλογούσαν.
«Εδώ ο κόσμος καίγεται... και η Λιλή χτενίζεται».
Η φωνή που έψαχναν κυκλοφόρησε σε single. Το εξώφυλλο έδειχνε το πορτρέτο της Ελισάβετ με μαύρες ταινίες λογοκρισίας σε μάτια και στόμα. Και πάνω στις ταινίες τα στοιχεία του τραγουδιού και το όνομα του συγκροτήματος.
«God Save the Queen» στα μάτια και «Sex Pistols» στο στόμα.
Παραποίηση εθνικών συμβόλων ονομάζεται. Μπορεί στους απ’ έξω να μην έλεγε πολλά, όμως το συντηρητικό τμήμα της βρετανικής κοινωνίας βρισκόταν εκτός εαυτού.
Εμπορικό τρικ ή υπεράσπιση της εργατικής τάξης, οι Πίστολς πέτυχαν να δημιουργήσουν τον σάλο που επεδίωκαν.
Ενώ τα χαμηλά στρώματα δεν ήξεραν τι τους ξημερώνει, μια νομενκλατούρα αυλικών βαυκαλιζόταν μέσα από τα εξωπραγματικά πρωτόκολλα του παλατιού.
Σε γενικές γραμμές το τραγούδι εξυμνεί την βασίλισσα με άκρως ειρωνικό τρόπο και τονίζει την υπερβολή στις προετοιμασίες του ιωβηλαίου για να κλείσει με την διαπίστωση πως «δεν υπάρχει μέλλον».
Το δισκάκι με την παραποιημένη βασίλισσα έτυχε άμεσης και τεράστιας ανταπόκρισης από τους νέους και όχι μόνο. Έφτασε στην κορυφή των πωλήσεων μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον.
Το παλάτι, για να αποφύγει την κατακραυγή, δεν προχώρησε σε μηνύσεις, αν και είχε το νόμο στο πλευρό του. Παρασκηνιακά όμως, έκανε ότι ήταν δυνατό ώστε να θάψει τα μηνύματα που περνούσαν τα λόγια.
Το κρατικό BBC αρνήθηκε να μεταδώσει το τραγούδι παρά την εμπορική του επιτυχία, θεωρώντας πως το περιεχόμενο ενδεχομένως να προσβάλει θεσμούς και κράτος. Όμοια έπραξε και ένα μεγάλο δίκτυο ραδιοφωνικών σταθμών.
Η κορυφαία επιτυχία της εποχής, σβήστηκε κυριολεκτικά από την λίστα. Όχι επειδή έπαψε να πουλάει, αλλά ας πούμε... για την συνοχή του έθνους!
Γεγονός που δεν συναντάται ξανά στην μουσική βιομηχανία.
Τουλάχιστο, όχι με αυτό τον τρόπο και όχι σε αυτή τη κλίμακα.
Η απαγόρευση ώθησε το συγκρότημα σε μια ιδιαίτερα πρωτότυπη πράξη. Την ημέρα του ιωβηλαίου, την εθνική αργία της 7ης Ιουνίου, αποφάσισαν να παίξουν ζωντανά σε μια πλωτή εξέδρα στον Τάμεση, έξω ακριβώς από το παλάτι του Ουέστμινστερ!
Λίγο πριν ολοκληρώσουν την μνημειώδη αντιεξουαστική συναυλία, τους πλεύρισαν και τους συνέλαβαν.
Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι το «Θεός φυλάξει...» ακουστεί στα εγγλέζικα ραδιόφωνα. Δεν έπαψε ποτέ να παίζει στους δρόμους και να αποτελεί μουσικό χαλί σε περιστατικά ωμής βίας, κρατικής ή μη.
Παρά τις υπόλοιπες επιτυχίες και του αμφιλεγόμενου προτύπου προς την νεολαία, το επεισοδιακό τραγούδι των Πίστολς πρόσφερε τα μέγιστα για την διαχρονικότητα τους. Ακόμη και όταν η πανκ σκηνή τέθηκε στο περιθώριο.
Λίγο αργότερα, to «God save the Queen» συμπεριλαμβανόταν στο επίσης ιστορικό άλμπουμ «Nevermind the Bollocks, Here’s the Sex Pistols» το πρώτο και μοναδικό του συγκροτήματος.
...
Το πολυσυζητημένο εξώφυλλο έμεινε στην ιστορία και σήμερα θεωρείται ως ένα από τα διασημότερα όλων των εποχών. Εξακολουθεί να τυπώνεται σε μπλουζάκια ώστε να θυμίζει επανάσταση και ανυπακοή στους παλιότερους.
Τέτοιο ακριβώς μπλουζάκι θα δείτε στην φωτογραφία του πιτσιρικά στα δελτία ειδήσεων.
Μια χαμένη εφηβεία που κανείς δε γνωρίζει, δεν κατηγορεί και ενδεχομένως δεν αντιλαμβάνεται. Είναι βάσιμα ανόητο να συνδυάζεις μια εικόνα με μια πραγματικότητα.
Όμως ίσως να είναι λιγότερο παρακινδυνευμένο να ειπωθεί πως ένας νέος που έψαχνε για επαναστάσεις όπως εκατομμύρια ομοίων του στον χρόνο και στον χώρο, κατάφερε να εκπληρώσει προνομιακά την αναζήτηση του.
Μάλιστα βρήκε μια επανάσταση της οποίας αποτέλεσε αφορμή!
Ακόμη κι αν χρειάστηκε να πληρώσει βαρύ τίμημα.
Προσωπικά, εκείνη η φωτογραφία μου έδωσε να καταλάβω πολύ περισσότερα από τις ατέλειωτες περιγραφές των οικείων του.
Κι ας κάνω λάθος...
Τα πλάνα κάθε λογής και τα λεπτά σιγής έχουν μουσικό χαλί.
Κι ας μην ακουστεί...

«Όταν δεν υπάρχει μέλλον,
Πως υπάρχει αμαρτία;
Είμαστε τα λουλούδια στον κάδο,
Το δηλητήριο στην ανθρώπινη μηχανή σας
Είμαστε το μέλλον, το δικό σας μέλλον.»

Για την αναδρομή, την σύνθεση και την βλασφημία.

Στον πιτσιρίκο...

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Κάποτε, στο Δάσος του Φίφη

Μια νύχτα στο μαύρο δάσος. Μια νύχτα με ξαστεριά.
Σπάνιο φαινόμενο. Εξάλλου, γι’ αυτό ονομαζόταν και «Μαύρο Δάσος».
Όμως εκείνο το βράδυ είχε ξαστεριά.
Το αχνό φως καθρεφτιζόταν στις πευκοβελόνες και λαμπίριζε στα μάτια των ζωντανών που ξενυχτούσαν από συνήθεια.
Μια νύχτα με ξαστεριά, λοιπόν. Στο κατ’ ευφημισμό μαύρο δάσος!
Όλα έδειχναν αλλοπρόσαλλα, όμως κανένας από τους μόνιμους θαμώνες εκείνης της σκοτεινής βλάστησης δεν έκανε να παραπονεθεί. Τρεις σεσημασμένοι σκίουροι μπεκρήδες είδαν επιτέλους την πηγή ενός χρόνιου κουρνιαχτού.
Σκαρφαλωμένη στο ψηλότερο κλαδί, δεύτερη βελανιδιά από δεξιά, μια κουκουβάγια αποκάλυπτε επιτέλους το πραγματικό της πρόσωπο.
Μουντή και στραβωμένη, μια κακάσχημη κουκουβάγια του συρμού, ευθυνόταν για το ολονύχτιο πρόγραμμα μέχρι το ξημέρωμα στο μαύρο δάσος. Όταν η σκοτεινή ντίβα αντιλήφθηκε τις διερευνητικές ματιές που εστίαζαν στο ξεχαρβαλωμένο της κεφάλι, σιώπησε.
Πρώτη φορά, έπειτα από αμέτρητες νύχτες, το δάσος έμεινε δίχως ορχήστρα.
Το σιωπηλό δάσος, πρώην μαύρο. Σ’ αυτό θα κατέληγαν οι νονοί εφόσον τους ζητούσαν νέο όνομα.
Ποιος όμως θα βάφτιζε την άγρια φύση;
Ποιος θα φρόντιζε να διαλαλήσει το καινούριο τοπωνύμιο;
Πέρα από τα δέντρα, στα πέρατα των τσιμεντένιων σκιών.
Η ξαστεριά έφερε έναν ολόκληρο κόσμο σε αμηχανία.
Μια αμηχανία που δύσκολα θα είχε καταπολεμηθεί εάν δεν συνέβαινε ένα τυχαίο περιστατικό. Τόσο απρόσμενο που έμελλε ν’ αλλάξει για πάντα τις ισορροπίες.
Τα τρωκτικά ετοιμάζονταν να επιτεθούν στο στραβωμένο νυχτοπούλι. Ελάχιστα πριν σαπίσουν την κουκουβάγια, ένας απρόσκλητος θόρυβος ματαίωσε τα τραμπούκικα πλάνα.
Ξαφνικά, τα φανάρια ενός αγροτικού διατάραξαν το απαλό φως, για να σβήσουν μονάχα όταν ο οδηγός τράβηξε ηχηρά το χειρόφρενο, στο τέλος του χωματόδρομου.
Ένα παράνομο ζευγάρι αναζητούσε πρόσχαρη ηδονή μέσα στην εχεμύθεια του (πρώην) μαύρου δάσους. Ο Φίφης επισκεπτόταν τακτικά τις πευκοβελόνες. Το εκάστοτε ταίρι του ήταν εκείνο που άλλαζε κάθε φορά.
Τα δέντρα και οι λιγοστοί κάτοικοί τους, ήταν τόσο ασήμαντα για τους ανθρώπους, που ούτε καν είχαν μπει στη διαδικασία να τα ονοματίσουν στο χάρτη.
«Που βρισκόμαστε;» ρωτούσαν πάντα οι παρφουμαρισμένες γυναίκες.
Μαύρο δάσος; Που ακούστηκε; Και από ποιόν;
O Φίφης ήξερε πως η αλήθεια δεν ήταν διόλου αφροδισιακή. Έτσι, φρόντιζε ν’ απαντάει ανάλογα με τις συνοδούς του, για να φτιάχνει κλίμα.
Εκείνη τη βραδιά, αντιμετώπιζε εύκολη περίπτωση. Η Νταίζη περνιόταν για άνετη, ίσως επειδή δεν έδινε σημασία σε γλυκανάλατες λεπτομέρειες. Νοιαζόταν μόνο γι’ αυτό που θα επιζητούσε κάθε στολισμένη κοπέλα, μεσάνυχτα στην ερημιά.
Δίχως ιδιαίτερη σκέψη, ο Φίφης έδωσε μια φτηνή εκδοχή.
«Κοίτα σύμπτωση. Όπως κι εσύ! Αυτό είναι το Δάσος της Νταίζης! Αλήθεια!»
Το «αλήθεια» αποτελούσε απαραίτητο συμπλήρωμα, όποτε έλεγε ψέματα.
Δάσος της Νταίζης. Πρέπει να ακούστηκε πολλές φορές έως το ζευγάρι αποχωρήσει γεμάτο ικανοποίηση από την αχαρτογράφητη περιοχή.
Οι τρεις σκίουροι, η κουκουβάγια, αλλά και ο λαγός που εν τω μεταξύ είχε ξυπνήσει από τα βογκητά, ταμπουρωμένοι πίσω από τις φεγγαρολουσμένες φυλλωσιές, δέχτηκαν το νέο τοπωνύμιο με χαρά.
Επιτέλους, το σπίτι τους είχε εύηχο όνομα και όχι έναν γενικό προσδιορισμό.
Ο Φίφης ήταν ξεκάθαρος. Αφού γνώριζε τόσα για τις γυναίκες, σκέφτηκαν, θα ήξερε και από γεωγραφία.
Καθώς το 4x4 απομακρυνόταν από το κακοτράχαλο μονοπάτι, τα ζώα συμβιβάζονταν με το νέο status. Συνέθεταν τραγούδια περιλαμβάνοντας το «Νταίζη» στους στίχους.
Οι σκίουροι έγραφαν εναλλάξ, ο λαγός μελοποιούσε και η κουκουβάγια ερμήνευε. Κάθε βράδυ, με φως ή χωρίς, η αταίριαστη κομπανία δούλευε πάνω στο νέο τους ύμνο. Ώστε στην επόμενη επίσκεψή του, ο Φίφης να εισπράξει ένα ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης.
Πράγματι, όταν η ξαστεριά πέρασε ξανά πάνω από το δάσος, το αγροτικό εμφανίστηκε στην ώρα του. Ο επίτιμος νονός άνοιξε ιπποτικά την πόρτα του συνοδηγού.
Μια αιθέρια ύπαρξη ντεμπούταρε στις πευκοβελόνες. Η Ζέτα!
Σοβαρότερη από τη Νταίζη, το επόμενο ερωτικό τρόπαιο του Φίφη χρειαζόταν να καταναλωθεί φαιά ουσία για να ζεσταθεί.
«Που βρισκόμαστε;» επανέλαβε σαν να ήταν η πρώτη φορά.
Εκείνος κόμπιασε.
Τα ζώα που είχαν παραταχθεί τριγύρω, πάγωσαν. Αγνοούσαν το παιχνίδι. Για να βοηθήσουν τον επίτιμο, ξεκίνησαν το νέο τους τραγούδι. Η κουκουβάγια έπιανε ψιλές φροντίζοντας την άρθρωση στο φινάλε.
«Ντεεε... Σι... Ντεεε... Σι...», ακουγόταν από τα κλαδιά.
Όμως ο Φίφης είχε διαφορετικά κατά νου. Κάτι που ξενέρωσε και προβλημάτισε.
«Ήρθαμε εδώ πρώτη φορά μαζί. Αλήθεια. Δεν είναι σημαδιακό; Ας του δώσουμε ένα ξεχωριστό όνομα. Τι θα έλεγες για Δάσος της Ζέτας...», πρότεινε.
Η απαιτητική Ζέτα χαμογέλασε καταφατικά και το νεοσύστατο ζευγάρι πλάγιασε υπό το άγρυπνο βλέμμα της γειτονιάς.
Ήταν τόσο παθιασμένη η Ζέτα, που τα ξεφωνητά κατάφεραν να ξυπνήσουν μέχρι και τον σκαντζόχοιρο από τη χειμερία νάρκη!
Με την τσίμπλα στο μάτι και με τα σπινιαρίσματα του αγροτικού της χαράς, ο υπνωτισμένος βελονοφόρος προσπαθούσε να κατατοπιστεί. Έπειτα από μερικές αναγκαίες ερωτήσεις, κατέληξε στην τετριμένη:
«Που βρίσκομαι;» απευθύνθηκε στον λαγό.
Μουδιασμένος από το άσκοπο ξενύχτι, ο λαγός φαινόταν μπερδεμένος.
«Τι να σου πω, φιλαράκι; Κάποτε λεγόμασταν Μαύρο Δάσος. Αργότερα γίναμε της Νταίζης αλλά απόψε κατάλαβα πως είμαστε της Ζέτας», πάσχιζε να εξηγήσει.
Γνωστός για την οργανωτικότητά του, ο σκαντζόχοιρος αποφάσισε να βάλει τάξη στο σκορποχώρι. Πήρε πρωτοβουλία και κάλεσε τον τρυποκάρυδο. Έδωσε εντολή να χαράξει στα δέντρα-κράχτες το αδιαπραγμάτευτο όνομα.
Της Ζέτας!
Όμως εκτός από τις εύκολες παρεμβάσεις στην αισθητική, εντοπίστηκαν προβλήματα, σχεδόν από το πουθενά. Αφού συνέθεσαν τον ανανεωμένο ύμνο του δάσους, αποδείχτηκε ότι η κουκουβάγια δεν μπορούσε να αρθρώσει σωστά τους νέους στίχους.
Ήταν αδύνατο να πει το «Ζζζ...». Ψύχραιμος και μεθοδικός, ο σκαντζόχοιρος αναγκάστηκε να προσκαλέσει ένα κουαρτέτο από τριζόνια, που πραγματοποιούσε επιτυχημένη καριέρα στην παραλιακή ως «3/4».
Εντάξει, προέκυψαν αψιμαχίες στο ενισχυμένο σχήμα αλλά συνεναιτικά κατέληξαν σε λύση. Πρόσθεσαν επιπλέον «Ζζζ...» στα λόγια και η κουκουβάγια διατήρησε την κορυφή της μαρκίζας.
«Βρε Ζζζαβοί, κανείς δεν ζζζει,
κάπου που το λένε Νταίζζζη.
Εδώ έχει πάντα Ζζζέστη, εδώ είναι της Ζζζέτας! Ζζζήτω!
Ωε, ωε, εδώ είναι της Ζζζέτας!»
Οι σκίουροι δεν το χώνεψαν, αλλά κάπως έτσι γίνεται στα καλλιτεχνικά. Μαλάκωσαν με την επανάληψη και τελικά το συνήθισαν.
Μέχρι να φτάσει η νέα ξαστεριά, τα πάντα ήταν στην εντέλεια.
Το 4x4 πάρκαρε στο γνωστό σημείο. Ο Φίφης στάθηκε υπερβολικά τυχερός. Ένα θεϊκό κομμάτι, βγαλμένο από τα πιο ευφάνταστα ανθρώπινα όνειρα, στον βωμό της αναπαραγωγής. Τόσο εμφανίσιμη και προκλητική που μέχρι κι ο τρυποκάρυδος χαμήλωσε το ράμφος από ντροπή.
Απόλυτα δικαιολογημένα, ο Φίφης δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της.
Έτσι, ήταν αδύνατο να εντοπίσει τα σημάδια της φύσης γύρω του.
Μάλλον άδικα γίνηκαν οι ετοιμασίες. Όλοι αδημονούσαν για τα περαιτέρω.
Αυτή δεν είναι η Ζέτα, υπέθεσαν. Μπρος στο θέαμα, ψιλά γράμματα.
Τα ευχάριστα ήρθαν αμέσως μετά. Ειδικά για τα τριζόνια.
Το όνομα αυτής; Ζήνα!
«Τι είχαμε; Τι χάσαμε;» ψιθύρισε ο λαγός.
Η Ζήνα κάθισε σταυροπόδι και άναψε τσιγάρο. Ο Φίφης έτριβε τα χέρια του και συμβιβαζόταν με το τυχερό της υπόθεσης. Απ’ ότι φάνηκε, οι υπόλοιποι δεν υπήρξαν το ίδιο τυχεροί. Ενώ περίμεναν την κλασική ερώτηση. Ενώ το ανανεωμένο «Δάσος της Ζήνας» θα χάριζε ήχο και φως στους ανέραστους κορμούς... κάτι διαφορετικό συνέβη.
Η Ζήνα αποδείχτηκε απαιτητική ακόμα και για τον τεχνίτη του είδους.
«Για ποιά με πέρασες; Για καμιά του δρόμου;», διαμαρτυρήθηκε!
Ο Φίφης ξαφνιάστηκε αλλά έδειξε πως κατείχε το άθλημα. Προσπάθησε να την γλυκάνει και να τη φέρει με τα νερά του. Κατάφερε τα μισά. Αφού η μοιραία Ζήνα πείστηκε ότι δεν ήταν απλά μια αγοραία ξεπέτα, συμφώνησε να ενδώσει. Μ’ έναν αδιαπραγμάτευτο όρο:
«Πάμε σε ξενοδοχείο, αλλιώς... δεν», εκβίασε.
Αποφασισμένος να βιώσει τις φαντασιώσεις του, ο δασικός εραστής έτρεξε προς το αγροτικό. Η βιαστική του κίνηση απογοήτευσε τους ηδονοβλεψίες, αλλά το κυριότερο: τους αιφνιδίασε.
Άτυχος της βραδιάς, ο αρχηγός σκαντζόχοιρος. Αναζητώντας την καλύτερη δυνατή γωνία για το επικείμενο υπερθέαμα, είχε χωθεί κάτω από τις ρόδες.
Η ξαφνική αλλαγή στα σχέδια, δεν του άφησε περιθώριο αντίδρασης. Μόλις ο ξαναμμένος Φίφης έβαλε μπρος και μάγκωσε πρώτη ταχύτητα, το θηριώδες τροχοφόρο ισοπέδωσε το άμοιρο ζωντανό.
Ο άλλοτε αιρετός έγινε κυριολεκτικά αλοιφή μπρος στα μάτια όλων.
Ερεθισμένοι, δίχως οφθαλμόλουτρο, όνομα και ηγεσία, οι εναπομείναντες κάτοικοι του δάσους έμειναν να κοιτάζουν τις απελπισμένες μανούβρες του 4x4.
Όπως διαπίστωσαν αμέσως μετά, ο σκαντζόχοιρος είχε προλάβει να χαρίσει στις ρόδες ένα κομμάτι του εαυτού του. Τις βελόνες. Το αγροτικό ακινητοποιήθηκε για να διαπιστωθεί λάστιχο στον αριστερό μπροστινό τροχό.
Η Ζήνα δεν το έχαψε και μετέφρασε τη ζημιά ως φτηνό κόλπο του οδηγού. Ξέσπασε βρίζοντας και τον παράτησε κατηφορίζοντας στο χωματόδρομο.
Οι μουσικοί αυτοσχεδίασαν μ’ έναν επικήδειο της στιγμής.
«Ζζζ... βλάκα... ζζζ... μας πάτησες και τον αρχηγό... ζζζ... εδώ είναι της Ζζζέτας!»
Εκνευρισμένος από τη διακύμανση στο ριζικό του, ο Φίφης κλείστηκε στην αναποδιά του, αγνοώντας ένα ακόμα κάλεσμα της φύσης.
Επί τόπου, η κουκουβάγια, ως σοφότερη και αρχαιότερη ανέλαβε αρχηγός. Παρατηρώντας τον Φίφη να κλωτσά το σκασμένο λάστιχο, δίπλα ακριβώς στο κουφάρι του «τέως», εξοργίστηκε!
«Θα το φάμε στον ύπνο του, τον παλιομπινέ!», πέταξε ο λαγός και οι περισσότεροι συμφώνησαν.
Με υπομονή, παρέμειναν κρυμμένοι και έδρασαν μόλις ο άντρας αποκοιμήθηκε χύμα στις πευκοβελόνες.
Κάλεσαν τον ασβό, γνωστό και ως βρομερό εκδικητή. Εκείνος ήξερε πως γίνεται η δουλειά και συμβούλεψε για τις λεπτομέρειες.
Ραμφίσματα, γρατζουνιές, δαγκωματιές και τσιμπήματα.
Ο Φίφης βίωσε ένα φριχτό, αιφνιδιαστικό ξύπνημα.
Ο πόνος τον έκανε να ανοίξει διάπλατα το στόμα. Εκεί αναλάμβανε ο ασβός. Και η θανάσιμη οσμή του!
Λίγο το μεγαλόσωμο του άντρα, λίγο τα δυνατά του αντισώματα, κατάφερε να ζήσει. Αδυνατώντας ν’ αντιμετωπίσει αλλά και να κατανοήσει την οργή της φύσης, τράπηκε σε φυγή καθώς το ημίφως γύριζε σε μέρα.
Σιγά τ’ αβγά! Τι και αν απέτυχαν να εκδικηθούν τον άνθρωπο;
Ο πρώην λατρεμένος τους νονός είχε πεθάνει απ’ την στιγμή που ξεκίνησε το 4x4! Κανείς δεν έμεινε ώστε να το επιβεβαιώσει, αλλά πολύ πιθανόν ο Φίφης να μην ξαναπάτησε στο δάσος μετά από το επεισοδιακό κάζο.
Καθόλου απίθανο, να μην του έκατσε ποτέ τόσο εντυπωσιακό θηλυκό όπως η Ζήνα.
Δίχως παράνομους έρωτες, με τον καιρό το δάσος ξανά Μαύρο.
Ο τρυποκάρυδος κατέληξε πως δίχως γυναικεία παρουσία, οι μικρές λεπτομέρειες χάνουν τη γλύκα τους.
Τα σοφά λόγια άνηκαν δικαιωματικά στην κουκουβάγια:
«Εφόσον δεν ακούς την φύση, σύντομα θα στραφεί εναντίον σου».
Τα τριζόνια το έριξαν στο τραγούδι και καθιερώθηκε το:
«Πότε θα κάνει ξαστεριά»!
Άργησε να κάνει. Ξενέρωσαν και επειδή δεν είχε «ζζζ» με αποτέλεσμα να κυνηγήσουν την τύχη τους πίσω στην παραλιακή.
Έμεινε λοιπόν ο λαγός να συνδυάσει καταστάσεις και ν’ αναφωνήσει κατά την αποχώρησή τους:
«Εάν ακούσεις τριζόνι πριν πηδήσεις, με το σκέφτεσαι, θα αποτύχεις»!
...

Μια παραβολή σε δυο φραπέδες
Σ’ ένα πάγκο, με το σημειωματάριο.
Στο υπέροχα άσκοπο απόγευμα της Τετάρτης.
Ναι, θα μπορούσε να γραφτεί καλύτερα. Ή καθόλου!
Αφιερωμένο σε μια κοπέλα που δεν μου είναι ούτε φίλη, ούτε καν γνωστή.
Μου είναι απλά... συμπαθής!
Με αυτή την ιδιότητα και την μεγαλοψυχία της να κεράσει τσιγάρο λίγο πριν φτάσω στο φινάλε, οφείλω να ανταποδώσω.
Εξάλλου πρόσφατα έτυχε να της υποσχεθώ πέντε σελίδες.
Με κάθε επισημότητα λοιπόν...

Στην Αντιγόνη.

ΥΓ. Αυτό με τα αυτόφωρα, στη πρώτη ευκαιρία.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Η Κυριακάτικη Αλλοτρίωση

Σιγά τα νέα...
Ο εξευτελισμός των έντυπων μέσων πρέπει να είναι ένα θέμα που γίνεται αντιληπτό από όλους, αλλά δεν πρέπει να απασχολεί κανέναν.
Βρέθηκα προχτές σε ένα σπίτι. Κάπως το έφερε η κουβέντα και μιλούσαμε για εφημερίδες, συγκεκριμένα τις Κυριακάτικες.
Πέντε κιλά η μία, κάμποσα ευρώ επιπλέον, τουλάχιστο τρεις ώρες κινηματογραφικό υλικό και όγκος πληροφορίας που απαιτεί πάνω από μια εβδομάδα για να διαβαστεί.
Η οικοδέσποινα επιδείκνυε ένα μεγάλο ράφι με την συλλογή της σε DVD. Λεπτές χάρτινες ή χοντροκομμένες πλαστικές, άπειρες θήκες περιείχαν ολόκληρο το box office, τις εμπορικότερες ταινίες περασμένων ετών.
Γνωρίζω καιρό την κοπέλα, ήξερα πως είχε μια κλίση προς το σινεμά. Αυτό που δεν είχα συνδυάσει ήταν το αυτονόητο. Πόσο άνετα δηλαδή κάποιος μπορεί να γίνει συλλέκτης ταινιών σήμερα.
Δύσκολο να τις καταμετρήσω, ήταν πολλές.
«Κοντεύουν τις πεντακόσιες», καμάρωσε και λύθηκε η απορία.
Το εντυπωσιακό κομμάτι, ήταν όταν συμπλήρωσε ότι ξεκίνησε να μαζεύει μόλις πριν από ενάμισι χρόνο περίπου. Αναλογικά, αυτό σημαίνει ένα δισκάκι ημερησίως!
Μια κοπέλα με σχετικά περιορισμένους πόρους και λιγοστές σπατάλες κατάφερε να ξοδέψει πάνω από χίλια ευρώ σε DVD εφημερίδων και περιοδικών. Αμφιβάλω αν θα πλήρωνε το ίδιο ποσό μονομιάς για τον ίδιο σκοπό.
Δεν πίνει, δεν καπνίζει, η συλλογή της προσδίδει ευχαρίστηση. Αφού το σήκωνε οικονομικά, γιατί να μην το κάνει. Εξάλλου, αν το αναλύσετε με τα δικά σας δεδομένα, ίσως ανακαλύψετε πως και εσείς σπαταλάτε τεράστια ποσά σε βάθος χρόνου για να ικανοποιήσετε μη απαραίτητες κρίσεις ματαιοδοξίας.
Συγκεντρωτικά, τα τσιγάρα μου για το αντίστοιχο διάστημα σίγουρα κοστίζουν πολύ περισσότερο. Δίσκοι, βιβλία, ρούχα, αξεσουάρ αυτοκινήτου, ηλεκτρικές συσκευές. Μυριάδες καταναλωτικά είδη, δεν μπορεί. Αν το ψάξετε, μάλλον και εσείς κάπου στα ίδια βρίσκεστε.
Εκτός και αν έχουμε να κάνουμε με παθολογικά τσιγκούνηδες!
Σιγά τα νέα...
Μια κοινωνία καταναλωτών που διαμαρτύρεται διαρκώς. Όχι επειδή αντιμετωπίζει ισχυρό βιοποριστικό πρόβλημα. Αλλά επειδή αδυνατεί να αγοράσει όλα αυτά με τα οποία βομβαρδίζεται καθημερινά.
Χάζευα τους τίτλους. Ταινίες κάθε λογής, αρχειοθετημένες με έναν ακαταλαβίστικο τρόπο. Προσπαθούσα να συνδυάσω υλικό και γούστο. Έψαχνα πάτημα.
«Σε λίγο, έτσι όπως πας, πιθανότατα να χρειαστείς ξεχωριστό δωμάτιο», επισήμανα.
Είχε διαφορετική άποψη.
Ξεκαθάρισε πως δεν μάζευε οτιδήποτε έβρισκε στα περίπτερα. Αγόραζε μονάχα εκείνες τις εφημερίδες ή περιοδικά με ταινίες που την ενδιέφεραν.
Πράγματι, παρατηρώντας τις θήκες, ανακάλυπτες αποτυπωμένο κάθε λογής έντυπο.
Κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, μπλε. Μωρέ, καλό εργάκι να προσφέρουν και όλοι οι υπόλοιποι να πάνε να...
Αυτό θα πει παραδοσιακά αμετακίνητη αναγνώστρια!
Εφόσον αγνοούσα το ποιόν της, ίσως να το σχολίαζα ποικιλοτρόπως. Την ήξερα όμως. Διαβάζει τακτικά και το παρήγορο είναι πως κατανοεί πλήρως το περιεχόμενο εκείνων που θα καταπιαστεί.
Έτσι, με απασχολούσε αν διάβαζε τα έντυπα που αγόραζε κάθε φορά. Δήλωσε με ειλικρίνεια πως σπάνια τα άνοιγε και σχεδόν όλα κατέληγαν στα σκουπίδια με σκισμένη ζελατίνα.
Πως να προσαρμόσεις τόση διαφορετικότητα στα ενδιαφέροντα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου; Αστρολογία, υγιεινή ζωή, πολιτική επιθεώρηση, μηχανοκίνητος αθλητισμός, lifestyle, μια πληθώρα άσχετης θεματολογίας. Κοινό στοιχείο όλων, η ποιότητα των συνοδευτικών τους DVD!
Καταγής στο χαλί, μια στοίβα κυριακάτικων εφημερίδων, απαλλαγμένες από τις ταινίες κράχτες. Περίμεναν να κάνουν τον κύκλο τους, να γίνουν μπάζα στην χωματερή ή ανακυκλωμένο χαρτί στην καλύτερη περίπτωση.
Ξεχώρισα την πιο γνωστή και σοβαρή. Για αλλαγή, την ξεγύμνωσα από το άχρηστο πλαστικό και προσπάθησα να την ξεφυλλίσω. Ο παράδεισος ενός αργόσχολου. Ένα κάρο πράγματα θα μπορούσε να διαβάσει κάποιος.
Υπολογίζοντας τους συντάκτες της πολυσέλιδης έκδοσης, τους ανταποκριτές, τους εξωτερικούς συνεργάτες, τους γραφίστες, τους φωτογράφους και όλους τους λιγότερο γνωστούς συντελεστές της εφημερίδας, κατέληγες στο πληθυσμό ενός χωριού.
Σιγά τα νέα...
Ένα μικρό χωριό δούλευε μια εβδομάδα, καταγράφοντας και αναλύοντας διάφορα θέματα. Πάλευε με προθεσμίες, αγχωνόταν και ίδρωνε ώστε την Κυριακή πρωί το φύλλο να φτάσει στα περίπτερα... ακριβώς πέντε κιλά! Γραμμάριο λιγότερο!
Όνειρο ζωής για αρκετούς από τους αρθρογράφους, να γράφουν σε κάποιο έντυπο ευρείας κυκλοφορίας και στα κείμενα να παραθέτουν τις γνώσεις, τις ιδέες ή το ταλέντο τους.
Άραγε, έχουν συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει ακριβώς; Κι αν όντως το έχουν κάνει, μήπως το έχουν χωνέψει; Ή απλά επιδίδονται στην διαδεδομένη τακτική της στρουθοκαμήλου;
Παπάδες να γράψουν, αν η φυλλάδα που τους ταίζει ψίχουλα δεν προσφέρει εμπορική ταινία, αποκλείεται να διαβαστούν. Υποθέτω πως όποτε παραδίδουν τα υπό έκδοση κομμάτια τους, αρκούνται σε μια σύνθετη προσευχή.
Γιατί δεν αρκούν μονάχα αγοραστές για το μελάνι τους. Θα πρέπει οι αγοραστές με την σειρά τους, να ξετυλίξουν την ζελατίνα και μέσα από τον ωκεανό λέξεων, να ταιριάξουν την διάθεση τους με μισή σελίδα κειμένου.
Με απόλυτη βεβαιότητα, ήξερα μια αναγνώστρια λιγότερη. Δίπλα μου καθόταν! Ετοιμαζόταν μάλιστα να σύρει στο μηχάνημα ένα πρόσφατο κομμάτι της συλλογής της για τις ανάγκες μιας μεταμεσονύκτιας προβολής.
Η αλήθεια είναι πως με κουράζει πλέον να κάθομαι παθητικά απέναντι από μια οθόνη. Οποιαδήποτε πρόθεση για κουβέντα χάθηκε από την στιγμή που πάτησε το κουμπί στο τηλεχειριστήριο. Μόκο....
Βραβευμένη Αμερικάνικη ταινία, παραγωγής 2005, με γνωστούς ηθοποιούς, διάρκεια 114 λεπτά.
Τι να πεις σε 114 λεπτά, σχεδόν δυο ώρες; Θα δεις τα ίδια, θα ακούσεις τα ίδια, όμως δεν θα ανταλλάξεις ούτε μια κουβέντα, προσηλωμένος στην οθόνη. Άντε να φας κανά ποπκόρν, να χαιδέψεις κανά μπουτάκι... μέχρι εκεί.
(Άσχετο με το θέμα μας: η λαιμαργία, κάθε είδους δεν σε κάνει σινεφίλ! υστερόγραφο: κουλτουριάρηδες της πλάκας...)
Στο τέλος της ταινίας, αν δεν βαρυστομαχιάσεις απ’ το τζανκαναριό ή δεν έχεις ήδη εγκαταλείψει την πλοκή για να ικανοποιήσεις πρωτόγονα ένστικτα, δεν μένουν και πολλά να συζητήσεις.
Είναι ανόητο και καθόλου εποικοδομητικό. Αφού ξόδεψες άλλες δυο παθητικές ώρες από την ζωή σου, θα βρεθείς να συζητάς ξανά όλα εκείνα που είδες.
Δεν έχει νόημα να κουβεντιάζεις κοινές παραστάσεις. Νομίζω.
Το ζητούμενο είναι να ανταλλάσσεις διαφορετικές.
Για την ιστορία και επειδή δεν χρειάζεται να εκθέτουμε κόσμο με υπονοούμενα, κάπου στα μισά βαρέθηκα, χασμουρήθηκα και την κοπάνησα.
Σιγά τα νέα...
Επιστρέφοντας, κάτι έμεινε. Ήταν καθημερινή. Πέρασα από ένα περίπτερο και είδα κρεμασμένες τουλάχιστον είκοσι πολιτικές εφημερίδες, ξέχωρα οι καμιά δεκαριά αθλητικές, οι πεντέξι οικονομικές και οι λοιπές κουτσομπολίστικες.
Κατά τα φαινόμενα, ποικιλία απόψεων και ιδεών υπάρχει.
Οι αναγνώστες είναι εκείνοι που αγνοούνται.
Από περιέργεια, έψαξα τα νούμερα. Οι μεγάλες εφημερίδες που βγάζουν ξέχωρα κυριακάτικο φύλλο, χονδρικά πουλάνε περισσότερο την ημέρα της γιορτής και σχόλης από τις υπόλοιπες αθροιστικά!
Ας αναλογιστεί κανείς ότι τα Σάββατα πλέον οι εφημερίδες κατακλύζονται από «ανεπανάληπτες προσφορές» και ζυγίζουν επίσης πέντε κιλά. Για την συλλογή της φίλης μου και μόνο!
Παλαιότερα ίσως να έλεγες πως πήρες την τάδε εφημερίδα και να σε ρωτούσαν «Τι γράφει». Σήμερα, αισθητά λιγότεροι θα σε ρωτήσουν «Τι δίνει». Και αυτό διότι δεν θα έχουν δει το τρέηλερ!
Σημείο των καιρών;
Σημάδι του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού;
Ή μήπως ένας ανελέητος πόλεμος επιβίωσης υπεράριθμων εφημερίδων σε μια γλώσσα με περιορισμένο και ανύπαρκτο αναγνωστικό κοινό;
Την απάντηση μάλλον την γνωρίζετε καλύτερα από εμένα.
Οπότε ας το αφήσουμε ως έχει.
Σιγά τα νέα...
Η σοβαρή εφημερίδα που έτυχε να ξεφυλλίσω στης φίλης μου, φιλοξενούσε ένα εκτενές αφιέρωμα για την κατάσταση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Το βρήκα εξαιρετικά κατατοπιστικό, έστω και ως λαθραναγνώστης.
Αμφιβάλλω εάν οι μισοί από τις μερικές εκατοντάδες χιλιάδες αγοραστών κατάφεραν να ρίξουν ένα βλέφαρο στο άρθρο. Ο δημοσιογράφος που υπέγραφε ίσως να γινόταν κάποτε μεγάλη φίρμα σε μια άλλη χώρα και γλώσσα.
Στην Ελλάδα υποσκελίστηκε από τον Πιτ, τον Ντε Νίρο, την Βέφα και την Καλομοίρα! Αυτοί είμαστε; Ή μήπως αυτοί καταντήσαμε να δείχνουμε;
Άντε, η ανάγνωση να μου πήρε κανένα τέταρτο. Εκατό λεπτά λιγότερο από την ηχηρή πατάτα που έπαιζε στο μηχάνημα.
Ο τύπος έχει χάσει την χρησιμότητά του. Έχει πάψει να ενημερώνει. Και δεν φταίνε οι συντελεστές ή οι εκδότες. Το ίδιο το σύστημα έχει οδηγήσει σε αυτή την κατάσταση. Στην παρατεταμένη αλλοτρίωση.
Σιγά τα νέα...
Χρόνια διατηρώ αυτή την υποψία. Δεν πρόκειται για κάτι νέο ή ξαφνικό. Πιθανόν να μην συμμετείχα στο όλο ρεύμα εθελοντικής αποχαύνωσης. Στη διαδικασία συλλογής, στις βιβλιοθήκες, στις δισκοθήκες ή στις ταινιοθήκες.
Όμως οι ενδείξεις ήταν τόσο καιρό μπροστά στα μάτια μας.
Στα τρέηλερ!
Τρίτη βράδυ επέστρεψα σπίτι. Έκτοτε φρόντισα να δίνω σημασία στις διαφημίσεις. Κυρίως των εφημερίδων.
Από το απόγευμα Τετάρτης, όλοι οι μεγάλοι παίκτες παρουσίαζαν την πραμάτεια τους για την ερχόμενη Κυριακή. Το σκηνικό δεν θύμιζε απλά βίντεο κλαμπ. Είχε απευθείας παραπομπές.
Μια από δαύτες, που ουσιαστικά καθιερώθηκε από τα DVD της, είχε κάνει ένα βήμα παραπάνω. Δεν έδινε απλά μια εμπορική ταινία. Την συνόδευε και από τις δύο συνέχειες. Πακέτο!
Άλλη μία, από τις εγκυρότερες ειδησεογραφικά έδειχνε χωρίς ίχνος εκφώνησης πλάνα από τις δυο υπερπαραγωγές για όλα τα γούστα!
Παρόμοιο κλίμα και στις υπόλοιπες. Άλλες μια ταινία και καλή, άλλες πάρε ότι γουστάρεις με πέντε μόνο ευρώ!
Κάπως έναλλακτική, μια σχετικά καινούρια. Όχι πως δεν έδινε ταινία, προς Θεού! Απλά, ίσως επειδή δεν πρόλαβε να κλείσει εργολαβία με μεγάλο κινηματογραφικό στούντιο, πόνταρε σε.... ένα βιβλίο. Τις αναμνήσεις μιας ξεχασμένης στάρλετ της εφήμερης πολιτικής σκανδαλολογίας. Μέχρι εκεί. Τσόντα είναι η σωστή λέξη, ανεξαρτήτως ορισμού!
Κατεβαίνοντας στο περίπτερο ανακάλυψα κάποιες μικρότερες. Ακολουθώντας μια διαφορετική, παλιά μόδα, εξακολουθούσαν να προσφέρουν πορνό. Έτσι, πρωτοσέλιδο μπορούσε να γράφει π.χ. για την εθνική οικονομία και χαμηλά στην ζελατίνα να σε κάρφωνε κάποια τελειωμένη σιλικονάτη καμπαρετζού!
Πολυφωνία ή μη, η αγαμία ανένδοτη!
Ίχνος ειδήσεων ή περιεχομένων.
Μονάχα μια απέραντη βόλτα στο Χόλυγουντ.
«Εντελώς δωρεάν».
Θέλετε αποδείξεις;
Ρίξτε το στην τηλεθέαση και μάλλον θα καταλήξουμε στα ίδια.
Σιγά τα νέα...
Όσα στοιχεία μπορεί να αντλήσει κάποιος παρατηρώντας τις διαφημίσεις σε μια κοινωνία, άλλα τόσα θα καταφέρει διερευνώντας τον τύπο της.
Υποθέτω πως όχι απλά βαδίζουμε. Ζούμε! Που ακριβώς;
Στην κοινωνία του ποπ κορν!
Μασουλάμε και καταπίνουμε ότι υπάρχει στο σακουλάκι.
Δεν μεταβάλλονται οι συνήθειες. Τα σακουλάκια ανανεώνονται.
Καλό ή κακό;
Για ποιόν με περάσατε; Για τον φωτεινό παντογνώστη;
Που να ξέρω, παίζω κι εγώ με τα άλλα παιδάκια.
Όμως αποστρέφομαι τους ομοιόμορφους κόσμους.
Τι να κάνεις μια κοινωνία γεμάτη διανοούμενους ή ηλίθιους, προοδευτικούς ή συντηρητικούς από την στιγμή που δεν σου δίνεται η δυνατότητα να διαλέξεις ράτσα;
Κάπως μου κάνει.
Την μία Espresso, την άλλη Ριζοσπάστη και μετά ο Κόσμος του Επενδυτή!
Από την στιγμή που δεν νοιάζεται κανείς για το περιεχόμενο, ακούγεται λογικό. Υγιές δεν είναι!
Αντί επιλόγου, εκτεθειμένος στα τηλεοπτικά σποτ και κατόπιν ώριμης σκέψης, άρτιας καταναλωτικής συμπεριφοράς, τα έβαλα κάτω και αποφάσισα να αγοράσω το περιοδικό που δίνει τον «Ράφτη του Παναμά».
Σιγά τα νέα...
Το περιοδικό απευθύνεται... σε εγκύους και νέες μαμάδες!

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Η γριά και τα σαλιγκάρια (πρώτο μέρος)

Να το φτιάξω λίγο. Τα χοντρά τουλάχιστον!

Βγήκε περισσότερο χάλια από όσο υπολόγιζα.

Οι άτυχοι που το διαβάσατε ήδη, έχετε δωρεάν μια δήλωση μεταμέλειας!

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008

Exit Ποθ: Πλανητάρχης

Έκλεισε η ψηφοφορία του Νοεμβρίου.
Όταν ερωτηθήκατε εάν...
«Θα θέλατε να ήσασταν πλανητάρχης;»
όσοι μπήκατε στον κόπο να δώσετε μια απάντηση, καταλήξατε στα εξής:

«Εγώ είμαι αυτός» 2 ψηφ. (11 %)
«Γιατί όχι;» 5 ψηφ. (28 %)
«Για μια μόνο ημέρα» 3 ψηφ. (17%)
«Όχι, μα στην ανάγκη» 1 ψηφ. ( 5%)
«Βρε ουστ!» 7 ψηφ. (39%)

Είναι γλυκιά η εξουσία...

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

Κο3μοΠό8: Cage the Elephant

Πρέπει τώρα να γράψω δυο σειρές για ετούτους εδώ...
Με δυο λέξεις;
«Καλοί είναι» ή με προτροπή ένα «ακούστε τους».
Αφού τους ακούσετε, ενδεχομένως χτυπηθείτε και προσπαθήσετε να θυμηθείτε τι ακριβώς ήπιατε την προηγούμενη βραδιά στα καταγώγια που συχνάζετε... σταματήστε!
Πατήστε το «στοπ», έπειτα το «ετζέκτ» και πιάστε το δισκάκι στα χέρια σας.
Εφόσον ψωνίζετε από του Τζήφρα ή αρκείστε στο να σημειώνετε διακριτικά, θα διαβάστε ένα “Cage the Elephant”. Αν το διαβάσατε εις διπλούν, δεν πρόκειται για πλεονασμό. Έτσι λένε το συγκρότημα, έτσι βάφτισαν την πρώτη τους δουλειά.
Cage the Elephant.
Ή «Μπαγλαρώστε τον Ελέφαντα»
Ή ακόμη καλύτερα «Του Ελέφαντα το Κάγκελο»!
Ένα μάτσο πιτσιρίκια από τον Αμερικάνικο Νότο, με λίγο Hillbilly (ποιμενικό ροκ κατά Μηλιώκα) ήχο, θορυβώδη φανκ και σκόρπιες κραυγές. Στα πρώιμα βήματά τους, δυο-τρεις επιτυχίες και υλικό για τα άγρια φοιτητικά πάρτι.
Σαν τον μαλάκα με την αφάνα, στο διαφημιστικό μιας κάρτας, που χορεύει μοναχός έχοντας πάρει δάνειο. Και που με το σκατό που κουβαλάει, θα ξεπληρώσει καραφλός!
Το “In one Ear” φαινομενικά στοχεύει στους απανταχού παρτάκηδες.
Ένα μελλοντικά ξεχασμένο, old school κομμάτι που αμυδρά θα επαναφέρει ξεφτισμένα νιάτα.
Έτσι ξεκίνησαν πολλοί, ν’ αρχίσω την απαρίθμηση;
Δεν έχει νόημα να ξεδιπλώσω μια λίστα με ονόματα.
Εκτός ίσως από ένα.: Red Hot Chili Peppers!
Ο συνδυασμός μισό ραπάρισμα-μισό τραγούδι που ανέδειξε τους Πέπερς, δείχνει να υιοθετείται σε υποφερτή αναλογία και δεν μπουχτίζει.
Τώρα, αν διψάτε για άλλα ονόματα ας πω μερικά: Cake και White Stripes!
Άγνωστο αν οι Ελέφαντες θα φτάσουν ή έστω θα πάρουν μυρωδιά από την επιτυχία των παραπάνω. Τόσοι έδειχναν ικανοί αλλά ελάχιστοι το πέτυχαν.
Όμως το συγκρότημα από το Κεντάκι έχει ήδη μια σχετικά ανορθόδοξη κατάκτηση.
Έγιναν γνωστοί στην Βρετανία, την στιγμή που δεν τους γνώριζε κανείς στη χώρα τους.
Εκείνο όμως που ξεχωρίζει στους Cage είναι... ο στίχος!
Βάλτε ξανά το δισκάκι και δοκιμάστε να πιάσετε τι θέλει να πει ο ποιητής.
Και ο ποιητής τα λέει σταράτα!
Η ορολογία τους φαντάζει άκρως ελληνική, σε βαθμό που δειλά αρχίζω να πιστεύω τους προφήτες των τελεμάρκετιν που διαλαλούν την ελληνικότητα των πάντων!
«In one ear, and right out of the other…»
Μπενάκης και Βγενόπουλος που λένε στο χωριό μου!
Χρησιμοποιώντας μια έξυπνη μέθοδο, οι Cage εξηγούν γιατί παίζουν μουσική και νομίζω πως πρέπει να είναι ικανοποιημένοι με το τελικό αποτέλεσμα.
Το “Ain’t no rest for the wicked” επιβάλλεται για απαγγελίες μετά την προσευχή, στα σχολεία! Μια ξεκούραστη και διασκεδαστική ιστορία, ένα μάθημα ζωής. Μια παραβολή για τον κόσμο μετά την ύφεση!
Όλα τα τραγούδια του δίσκου έχουν ψωμί στους στίχους. Θα μπορούσα να διαφωνήσω λίγο στο «James Brown» όπου παίζουν κάπως ειρωνικά με χαρακτηριστικές ατάκες του εκλιπόντος θρύλοι.
Επίτηδες δεν επικεντρώθηκα στην εκπληκτική στιχομυθία των Cage.
Περισσότερο για να σας δοθεί ο χρόνος να την ανακαλύψετε με το πάσο σας!
Ακόμη και αν αισθάνεστε απομακρυσμένοι από εποχές ανέμελες,
οι Cage the Elephant έχουν τον τρόπο τους....

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Η Καταδίκη του Αιδεσιμότατου Χαναάν Μπανάνα

Θα γινόταν άνετα ένα ωραιότατο mockumentary.
Ένα ψεύτικο δηλαδή, κατασκευασμένο ντοκιμαντέρ με δόσεις αλήθειας και εντατική σοβαροφάνεια. Που απώτερο σκοπό έχει να μπερδέψει τους ανυποψίαστους όσο αφορά την ορθότητα των δεδομένων ή να διασκεδάσει τους γνώστες παράλληλων καταστάσεων.
Περίεργο είδος γραφής, άλλοτε απαιτητικό και άλλο τυφλοσούρτης. Με τον εκάστοτε συντάκτη να προσπαθεί να ισορροπεί μεταξύ χαρακτηρισμών όπως «έξυπνος» αλλά και «εξυπνάκιας¨.
Η σημερινή ιστορία δεν είναι μοκ. Είναι πραγματική.
Ο Χαναάν Μπανάνα είναι υπαρκτό πρόσωπο, που πρωταγωνίστησε στην νεώτερη ιστορία της πατρίδας του αλλά και λίγο παραέξω.
...
Αφρική.
Με αφετηρία τα τέλη του ’50 και με τις τελευταίες πινελιές κάπου στα ξεκινήματα του ’80, η Μαύρη Ήπειρος αποκτούσε σταδιακά τα δικά της συντάγματα και εθνικούς ύμνους. Έστω προσχηματικά, οι αποικιοκράτες Ευρωπαίοι εγκατέλειπαν κτήσεις και προτεκτοράτα, αφήνοντας ανοικτές πληγές στην τύχη τους.
Σύνορα που χαράχθηκαν περισσότερο για να εξυπηρετήσουν πηγές πλούτου και θέατρα αστείρευτης εκμετάλλευσης, έπρεπε πλέον να αποκτήσουν εθνική οντότητα και οι διάφορες φυλές που βρίσκονταν εντός αυτών έπρεπε να ομογενοποιηθούν και να πορευτούν σε έναν νέο κόσμο, εγκαταλελειμμένο από αυτοκρατορίες δυνάστες.
Μια τέτοια ανομοιογενής περιοχή υπήρξε η Νότια Ροδεσία.
Για να μην μπερδεύονται οι Εγγλέζοι στον αχανή παγκόσμιο χάρτη, για λόγους ευκολίας αποφάσισαν να την αποκαλούν και Βρετανική Ροδεσία μιας και γειτόνευε με μια άλλη αγαπημένη τους, την Νότια Αφρική, εκεί κάτω, χαμηλά.
Χαρισματικός και γλυκομίλητος ο κύριος Μπανάνα σπούδασε δάσκαλος. Έπειτα τον κέρδισε η διακονία και στα 26 του χρίστηκε Μεθοδιστής ιερέας. Με αυτή του την ιδιότητα κήρυξε σε όλη την επικράτεια. Σκαρφαλώνοντας την ιεραρχία, του παρουσιάστηκε η δυνατότητα να ταξιδέψει στο εξωτερικό σε αποστολές. Κάπως έτσι βρέθηκε σε Ασία και Ευρώπη.
Στα τέλη του ’60, φτασμένος κληρικός πλέον, μπλέχτηκε με τα κινήματα που αμφισβητούσαν και μάχονταν την Βρετανική διοίκηση, όπου και αποτέλεσε ηγετική φυσιογνωμία των αυτονομιστών πίσω από τον Ροβέρτο Μουγκάμπε που είχε επωμιστεί με το ένοπλο και οργανωτικό κομμάτι της απελευθέρωσης.
Όταν οι αρχές αποπειράθηκαν να καταπνίξουν την εξέγερση φυλακίζοντας τα πρωτοπαλίκαρα, ο Μπανάνα τα μάζεψε και έφυγε στην Αμερική. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές και το 1976 επέστρεψε ως αιδεσιμότατος.
Το παπαδαριό στην Αφρική, πέρα από την πνευματική καθοδήγηση σε ένα εκτεταμένο αναλφάβητο ποίμνιο, συχνά παρείχε και πολιτική καθοδήγηση, συντονίζοντας την δράση των ακτιβιστών.
Η απήχηση που είχε ο Μπανάνα στη Ροδεσία, τον κατέστησε αυτόματα εχθρό του κράτους, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί αρκετές φορές, για μικρά χρονικά διαστήματα.
Δυο κυρίαρχα ρεύματα, ένοπλες απελευθερωτικές οργανώσεις και μετέπειτα πολιτικά κόμματα, το ZANU και το ZAPU πρωταγωνίστησαν στην απαλλαγή της Ροδεσίας από τους Βρετανούς.
Η ανεξαρτησία επιτεύχθηκε μόλις το 1980 και η νέα χώρα ονομάστηκε... Ζιμπάμπουε.
Στην πρώτη κυβέρνηση, όλοι θα περίμεναν τον Μουγκάμπε αρχηγό. Όμως, η παρουσία πολλών διαφορετικών εθνοτήτων και ο φόβος μιας μελλοντικής εμφύλιας διαμάχης έδειχνε προς μια λύση ενωτική, προς ένα πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής.
Ο Χαναάν Μπανάνα, λόγω καταγωγής (προερχόταν από μειοψηφική φυλή) και λόγω πρότερης αντιστασιακής δράσης, κρίθηκε ως καταλληλότερος για την θέση.
Έτσι, με τις πλάτες των υπολοίπων ο Μπανάνα εκλέχθηκε δημοκρατικά ως ο πρώτος Ζιμπαμπουανός Πρόεδρος, με τον Μουγκάμπε Πρωθυπουργό.
Καλός, χρυσός, ο Μπανάνα επέδειξε έργο που μάλλον δεν ενδιαφέρει κανέναν. Αλλά η περίοδος όπου κυριολεκτικά μεγαλούργησε ήταν μια.
Δεν θέλει ιδιαίτερη επεξήγηση, η λέξη «μπανάνα» είναι διεθνής. Επίσης, ως γνωστό η εξουσία φθείρει την δημόσια εικόνα του κατόχου της.
Με τις πρώτες στραβές του νέου τους προέδρου, οι πολίτες της Ζιμπάμπουε κορόιδευαν διαρκώς τον ηγέτη τους, περιπαίζοντας με το ευάλωτο επώνυμο. Ο συντηρητικός αιδεσιμότατος ενοχλήθηκε σε τέτοιο βαθμό που δύο χρόνια αργότερα εξωθήθηκε ώστε να περάσει κανονικό νόμο με τον οποίο ρητά...
«απαγορεύεται ο εμπαιγμός του ονόματος Χαναάν Μπανάνα»
Φωτογραφικά!
Οι παραβάτες φυλακίζονται και ο νόμος ισχύει μέχρι σήμερα!
Άλλα ήθη, άλλα έθιμα, ο Μπανάνα συνέχισε να απολαμβάνει την αποδοχή του κόσμου και κυβέρνησε επτά ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1987.
Κυριότερο πολιτικό του μέλημα, η ένωση των δύο ομάδων πρώην ανταρτών. Πράγματι, πριν αποχωρήσει από την προεδρία, το κατάφερε, μια επιτυχία που υπό κανονικές συνθήκες θα τον προήγαγε σε εθνοπατέρα και εξέχουσα φυσιογνωμία της ηπείρου. Το όνομα Μπανάνα έπαιζε διαρκώς όποτε ο ΟΗΕ έβγαινε προς αναζήτηση μεσολαβητών κύρους για τις διάφορες εμπόλεμες ζώνες στην Αφρική.
Παραμονή πρωτοχρονιάς 1988, ο Μπανάνα δικαιωμένος πλήρως, παρέδωσε τα ηνία της χώρας στον Μουγκάμπε. Εκείνος με την σειρά του, θεωρώντας πλεονασμό τα δυο αξιώματα, πέρασε νέο σύνταγμα που αποδίδοντας την εξουσία αποκλειστικά στον Πρωθυπουργό, καταργώντας την Προεδρία.
Γι’ αυτό, ο Μπανάνα πέρασε στην ιστορία ως ο πρώτος και τελευταίος πρόεδρος της Ζιμπάμπουε. Όλως τυχαίως ο Μουγκάμπε παραμένει μέχρι σήμερα, τριάντα χρόνια μετά ως ο μόνος πρωθυπουργός της χώρας.
Πάντα... δημοκρατικά εκλεγμένος.
Τόσο ξεκάθαρα, που η περίπτωση Μουγκάμπε απασχολεί έντονα την παγκόσμια κοινή γνώμη μετά τις πρόσφατες «εκλογές». Ψιλά γράμματα της ιστορίας, ως αναρμόδιοι να κρίνουμε τόσο εξωτικές καταστάσεις, ας δώσουμε του χρόνου μια ευκαιρία για να καταγράψει την αληθινή εικόνα...
Η παρουσία του αιδεσιμότατου Μπανάνα πιστεύω θα ήταν απαξιωτικά αδιάφορη για τους περισσότερους, εφόσον...
... δεν προέκυπτε ένα μεγάλο σκάνδαλο που βγήκε στο φως το 1997.
Εκτός από την διαχρονική απαγόρευση διακωμώδησης του «Μπανάνα», η ποινική δικονομία της Ζιμπάμπουε περιλαμβάνει και ένα άλλο αδίκημα:
Τον σοδομισμό!
Ως ενημερωμένοι και ενεργοί πολίτες, δώστε την δική σας ερμηνεία, μήπως και γλυτώσω από ανυπόστατες ομοφοβικές κατηγορίες.
Με αφορμή την δολοφονία ενός πρώην σωματοφύλακά του, ο Μπανάνα βρέθηκε μπλεγμένος σε σωρεία αδικημάτων σεξουαλικής φύσης. Κρίθηκε ένοχος για έντεκα από αυτά (δυο εκ των οποίων για σοδομισμό) και φυλακίσθηκε, αυτή τη φορά όχι για την αντιστασιακή του δράση.
Σύμφωνα με την ετυμηγορία του δικαστηρίου:
«Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο Μπανάνα καταχράστηκε την ισχύ του αξιώματος και εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά αρκετούς υφισταμένους του (από υπηρετικό προσωπικό μέχρι ασφαλίτες)»
Στις κατηγορίες, περιλαμβάνονταν υποθέσεις και από τα ιεραποστολικά του χρόνια, όπου συνήθιζε να διαιτητεύει αθλητικούς αγώνες.
Ο ίδιος καταδίκασε δημόσια την ομοφυλοφιλία ενώ χαρακτήρισε τις κατηγορίες ως παθολογικά ψεύδη, που υποκινούμενα από τους αντιπάλους του είχαν ως στόχο την πολιτική του αποκαθήλωση.
Τα ενοχοποιητικά στοιχεία θεωρήθηκαν τόσο ισχυρά που φυλακίστηκε άμεσα. Βγήκε προσωρινά με εγγύηση και την κοπάνησε για την Νότιο Αφρική, καθώς πίστευε ότι ο Μουγκάμπε του την φυλούσε και θα τον καθάριζε με την πρώτη ευκαιρία.
Το καθεστώς (συγνώμη, κυβέρνηση) του Μουγκάμπε απασχολεί τους δυτικούς κυρίως επειδή εφαρμόζει ένα αντεστραμμένο Απαρτχάιντ, κατηγορώντας τους εναπομείναντες λευκούς ως τη μοναδική αιτία για τα κακά που συμβαίνουν στην περιοχή. Ωστόσο, αρκετοί υποστηρίζουν η ίδια κοινωνία της χώρας, ένα συνοθύλευμα διαφορετικών φυλών αποτελεί από τη φύση του ένα βαθύτατα συντηρητικό περιβάλλον.
Ο Μαντέλα, παλιός φίλος του Μπανάνα, έπεισε στον φυγά να επιστρέψει στην πατρίδα του και να αντιμετωπίσει της κατηγορίες, μεσολαβώντας προσωπικά ώστε να διασφαλιστεί ισονομία.
Κάτι που έγινε. Ο Μπανάνα γύρισε και δικάστηκε ξανά. Υπό τις διεθνιστικές πλάτες του Νέλσον, ο πρώην σκανταλιάρης πρόεδρος έφαγε δέκα χρόνια, τα εννέα με αναστολή. Από τον ένα χρόνο στην φυλακή, ο Μπανάνα έμεινε μέσα τον μισό κι αυτό σε ελάσσονος ασφαλείας κελί, όπου του επιτρεπόταν συχνά πυκνά να βγαίνει έξω για τα ψώνια του!
Δεν χάρηκε πολύ την αποφυλάκισή του, καθώς δυο χρόνια αργότερα, το 2003 πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 67 ετών. Άλλοι λένε στο Λονδίνο, άλλοι στη Ν.Αφρική.
Σε ένα πρόχειρο ραδιοφωνικό επικήδειο το πρώην φιλαράκι, σύντροφος και τελικά πολιτική του νέμεση, ο Ροβέρτος Μουγκάμπε δήλωσε πως ο Μπανάνα υπήρξε «ένα δώρο για το έθνος».
Παρόλα τα αναπάντεχο κολακευτικό σχόλιο, ο αιδεσιμότατος Χαναάν Μπανάνα δεν κηδεύτηκε με τις προβλεπόμενες τιμές ενός πρώην ηγέτη και αυτό διότι σύμφωνα με τον αρμόδιο για το τελετουργικό «ήταν ηθικό το ζήτημα».
...
Δύσκολο να βγάλεις συμπέρασμα για μια ιστορία τόσο μακρινή. Ήταν άραγε ο Μπανάνα μια ύψιστη πολιτική φυσιογνωμία που βρέθηκε στην αφάνεια εξαιτίας των σεξουαλικών του προτιμήσεων (ιδιαιτεροτήτων αν θέλετε); Επειδή αρεσκόταν να τον δίνει που και που;
Ή μήπως επρόκειτο για ένα άρρωστο υποκείμενο που καταχράστηκε την εξουσία που του εμπιστεύτηκε ένας βαθιά συντηρητικός λαός;

Όπως και να έχει πραγματικά, ελάχιστα μ’ ενδιαφέρει.
Απλά, τώρα τελευταία με έχει πιάσει μια ανασφάλεια. Έπρεπε να φτάσω τριάντα χρονών για να προβληματιστώ κατά πόσο είμαι ομοφοβικός. Ή όχι.
Μιλάω για την ανεκτικότητα μου στους γύρω και όχι τις προσωπικές μου προτιμήσεις. Εκεί νομίζω πως έχω μια υποψία...
Το δύσκολο είναι το άλλο, το πρώτο, γιατί συνήθως κρίνεσαι από τους υπόλοιπους.
Αντί λοιπόν να ξεκινήσω έναν μακρόσυρτο αδιάφορο μονόλογο με διάθεση για αυτοκριτική, είπα να μοιραστώ τούτη την ιστορία που ανακάλυψα τυχαία.
Δεν ξέρω, της βρήκα κάτι αδιευκρίνιστα ενδιαφέρον.
Έχει; Δεν έχει;
....
φωτογραφία: Παράδοση-παραλαβή της προεδρίας.

Αριστερά ο Μουγκάμπε, δεξιά ο Μπανάνα.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Χορτάρι, θείτσες και προθεσμίες

Ένα σπονδυλωτό ατόπημα, σε τρεις πράξεις.
Μια θεωρία, μια ιστορία και μια μαλακία
...
1. Η ΘΕΩΡΙΑ
Πρέπει να ετοιμάσω ένα κείμενο 5-6 σελίδων μέχρι την Πέμπτη το βράδυ.
Φαινομενικά, δεν είναι δύσκολο.
Με την απαιτούμενη προσοχή, με λίγη προσπάθεια, σε μερικές ώρες μεταξύ διαλειμμάτων, ενδεχομένως να το ολοκληρώσω, να το διορθώσω, να το διαμορφώσω και να το στείλω περιποιημένο εκεί που το έχουν ζητήσει.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως η έμπνευση μοιάζει με την βροχή στους ινδιάνους. Όποτε επικρατεί ξηρασία, λένε, οι αυτόχθονες ερυθρόδερμοι καταφεύγουν σε τελετουργικά μήπως και αναστρέψουν την κατάσταση. Λιβανίζουν, χορεύουν και τραγουδούν.
Όλα για όλα, στον χορό της βροχής.
Μια στις τόσες, οι εκκλήσεις τους εισακούονται και με την βοήθεια των πνευμάτων, θα βρέξει. Η επαλήθευση, τους δίνει ελπίδα, δημιουργεί προηγούμενο και μάλλον μια δοκιμασμένη λύση ενόψει της επόμενης ανομβρίας.
Εξαρτάται...
Είναι θέμα οπτικής. Το πως δηλαδή αντιλαμβάνεται κανείς το γράψιμο.
Διατηρώντας ένα καλά φυλαγμένο ποδοσφαιρικό παρελθόν, συνήθως χρησιμοποιώ μια διαφορετική παρομοίωση.
Το χαρτί, το λευκό σεντόνι για τους λιγότερο τεχνοφοβικούς, μου δίνει την εντύπωση ενός γηπέδου. Είτε πράσινο κομπλέ, με το ποτισμένο χορτάρι και τις ευλύγιστες σημαίες στα κόρνερ. Είτε χωμάτινη αλάνα, με τις γραμμές σχηματισμένες από κιμωλία και την μπάλα να σηκώνει σύννεφα σκόνης σε κάθε σκάσιμο.
Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Ανεξάρτητα αν η συμμετοχή είναι ενεργή, εντός αγωνιστικού χώρου ή αμφίδρομη παθητική, από την εξέδρα, η συγγραφή μοιάζει με ενενήντα λεπτά παιχνιδιού. Όπως ακριβώς ο αγώνας, έτσι και το κείμενο μπορεί να έχει ένα σωρό διαφορετικές περιγραφές.
«Μάπα», «σούπερ», «στημένο», «ηλεκτρισμένο», «αδιάφορο»... οτιδήποτε.
Οι παίκτες μπορεί να μετρήσουν άπειρα χιλιόμετρα και το ματσάκι να μην βλέπεται. Μπορεί επίσης να αρχίσουν τα εμπνευσμένα τακουνάκια για φτηνό εντυπωσιασμό. Ενώ άλλοτε, είναι υποχρεωμένοι να θυσιάσουν το θέαμα για την ουσία.
Το λεγόμενο παιχνίδι σκοπιμότητας.
Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός αγώνα καθορίζονται σχεδόν αποκλειστικά από την κερκίδα. Ασχέτως πόσα κατέχει ο θεατής, ο αθλητής πρέπει να το διασκεδάζει, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό κατά το δοκούν. Ενώ παράλληλα οφείλει διαρκώς να ξεδιπλώνει το όποιο ταλέντο διαθέτει ώστε να συνεχίσει να κόβει εισιτήρια μαζί με την θέση του στο βασικό σχήμα.
Η έμπνευση δεν είναι το παν.
Ενδεχομένως να προσδίδει μαγεία, τόσο στο χαρτί όσο και στο γήπεδο, όμως υφίστανται αρκετοί επιπλέον τομείς που κρίνουν θέαμα και αποτέλεσμα..
Δεν το κουράζω παραπάνω. Νομίζω πιάσατε το νόημα.
Εξάλλου υπάρχει τόση συνάφεια μεταξύ των δύο...
...
2. Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Αφού απαλλαχτείτε από ινδιάνους και γήπεδο, επανέρχομαι στο κυρίως θέμα.
Τρεις μέρες προσπαθώ να γράψω κάτι της προκοπής.
Αδύνατο.
Δεν μένω άπραγος μπροστά στην οθόνη. Τα δάκτυλα χτυπάνε αδιάκοπα και σεντόνια γεμίζουν σε χρόνο ρεκόρ. Όμως κανένα από τα κείμενα δεν μου κάνει. Τουλάχιστο όχι για την περίσταση.
Εν τάχη, για όλους όσους έχουν χάσει τα καλοκαιρινά κατορθώματα.
Στις αρχές ετούτης της γαμ* χρονιάς, ετοίμασα και έστειλα μια αδημοσίευτη και εξαιρετικά προσεγμένη ιστορία σ’ έναν φίλο. Άκρως αντιπροσωπευτική εκείνων που τέλος πάντων αρέσκομαι να μοιράζω.
Επεδίωκα να δημοσιευτεί, υπήρχε λόγος και δόλος.
Ο φίλος, παλιός γνωστός για να μην παρεξηγηθεί, εργάζεται σε ένα μεγάλο απρόσωπο κωλοχανείο που στεγάζει πολλά έντυπα.
Τον είχα τόσο θάρρος ώστε να ζητήσω να τη μεταβιβάσει όπου νόμιζε πως θα μπορούσε να ευδοκιμήσει, χωρίς να βιάζομαι ιδιαίτερα.
Αποδείχθηκε ότι δεν με κρέμασε. Έτσι, μια μέρα στο μέσον του θέρους, ένας άγνωστος τύπος, λιγάκι τσιβδός σηκώνει το ακουστικό και τηλεφωνά.
Αφού διαπίστωσα από τα συμφραζόμενα πως δεν ήταν βαλτός και δεν έκανε πλάκα, αναφέρθηκε στην ιστορία.
(όπου >>> ασήμαντες πίπες που δεν επηρεάζουν την πλοκή!)
- Πριν λίγο διάβασα το κομμάτι που στείλατε στον Παύλο >>>»
- Μάλιστα >>>. Σας άρεσε;
- >>>. Ναι ήταν ενδιαφέρουσα. >>>
- >>>. >>>. Υπάρχει περίπτωση να την εκδώσετε;
- Όχι.
Ορθά, κοφτά, δίχως >>> !!!
Δεν ξέρω πως προβλέπεται να αντιδρά κανείς όταν απορρίπτεται. Προσεγγίζοντας την όλη φάση όπως της αρμόζει, βρήκα την απάντησή του διασκεδαστική όσο και αιφνιδιαστική. Γέλασα.
Τόσο μακρά εισαγωγή, για μια τόσο άνετη άρνηση;
Κάτι άλλο έπαιζε.
Ρώτησε εάν γράφω ρομαντικές ιστορίες. Δεν ξέρω, μάλλον όχι. Σε καμία περίπτωση με τον τρόπο που ήθελε.
Αλήθεια όμως.... παίζετε συχνά με τις ευκαιρίες που σας παρουσιάζονται;
Εξήγησα πρώτα την κατάσταση και έδειξα ενδιαφέρον.
Καθώς έδινε την κατευθυντήρια γραμμή, θεώρησα πρόκληση να ασχοληθώ με τις >>> που ζητούσε! Ξεκαθάρισε πως επρόκειτο για ένα γνωστό ιλουστρασιόν περιοδικό, όμοιο με αυτά που διαβάζουν οι θείτσες στα κομμωτήρια και κουβαλάνε τα σαχλοκούδουνα στην προκυμαία.
Τις θείτσες τις απεχθάνομαι, ιδιαίτερα όταν μιλάνε πολύ, ενώ τα σαχλοκούδουνα παύουν να μ’ απασχολούν, ειδικά όταν πέσουν τα στήθη και παχύνει η περιφέρεια.
Πιθανόν και εκείνες απ’ την πλευρά τους, να μην είχαν την καλύτερη γνώμη.
Έτσι, μου δινόταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για ειρωνεία και εκδίκηση!
Μου έδωσε περίπου μια εβδομάδα προθεσμία. Στα μισά είχα ολοκληρώσει το εγχείρημα και ήμουν περήφανος για το αποτέλεσμα.
Ένα εντελώς κυνικό κείμενο... εφόσον γνωρίζατε τον συντάκτη!
Όμως, από τη στιγμή που δεν θα τον μαθαίνατε ποτέ... ήταν ένα αξιοπρεπές κομμάτι για κάθε έντυπο με το συγκεκριμένο target group!
Ευχάριστα νέα έφτασαν σε λίγες εργάσιμες.
Το κείμενο έγινε εισιτήριο για το μαγικό κόσμο των ρόλεϋ!
Το κωλόπαιδο εντάχθηκε στο αντίπαλο στρατόπεδο!
Και η αποδοχή γλύκανε ακόμη περισσότερο όταν μου υποσχέθηκε πως θα προέκυπτε αμοιβή! Ήταν μάλλον αυτό που λένε:
«έκανε το χόμπι του επάγγελμα»
Ποιος μίλησε για γράψιμο; Στο άλλο χόμπι αναφέρομαι!
Τα δύσκολα προέκυψαν αμέσως μετά. Στην υπογραφή.
Ήταν κρίσιμο σταυροδρόμι....
Να υπογράψω όπως με γέννησε η μάνα μου;
Ή μήπως να παραμείνω αντερκάβερ και να εκμεταλλευτώ καταστάσεις;
Φυσικά, αν συνδυάζατε το όνομα του περιοδικού και το περιεχόμενο του γραπτού, η ζυγαριά θα έγερνε μονόμπαντα. Ξεφτιλίκι μεγάλο.
Έβγαινε ωραία η εξιστόρηση του σκηνικού, που μέχρι σήμερα δεν βαρέθηκα να λέω. Όμως επί της ουσίας, πέρα από τα χαϊλίκια, δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μόνο... ντροπή.
Ίσως και με αυτό το ίσως έμεινα, να το εμπιστευόμουν στον πατέρα μου. Την μοναδική περίπτωση για την οποία θέλω να βλέπω το όνομά μου αποτυπωμένο. Έκανε τριάντα χρόνια ο φουκαράς μια επένδυση και του βγήκε... δομημένο ομόλογο!
Γαμημένο θα ταίριαζε καλύτερα!
Αχ βρε πατέρα, με την απορία θα μείνεις!
Ο τσιβδός εκδότης ενοχλούσε διαρκώς για να κλείσει την ύλη. Καλός άνθρωπος, λίγο σπασαρχίδης, όφειλα να του δώσω μια τελική απάντηση.
- Έχετε κάποιο ψευδώνυμο;
- Ξέρω εγώ... δεν το σκέφτηκα ποτέ....
- Πες μου ένα για να ξεμπερδεύουμε!
- Βάλε γυναικείο... βάλε... Σούζη Πο8οπούλου!
- (γέλασε) Σίγουρος;
- Όχι!!! Μην κάνεις καμιά χοντράδα! Βάλε ότι θέλεις εσύ...
Κάπως έτσι έκλεισε η συζήτηση. Έμαθα το νέο μου όνομα όταν βγήκε το περιοδικό στα περίπτερα. Μάλιστα, επειδή κάθε συντάκτης είχε την μουτσούνα του από δίπλα, πήραν μια φωτογραφία από μια τριαντάχρονη Κροάτισα, τυχαία από κάποιο Myspace, κάποιο Facebook, δεν έχει σημασία.
Από κείμενο δεν ξέρω, αλλά από φάτσα... κούκλα ήμουν ο π!
Ο Αύγουστος πέρασε και το επίμαχο τεύχος ξεκρεμάστηκε από τα περίπτερα. Λίγο πριν της Παναγίας, ο τσιβδός ξαναχτύπησε.
Πρότεινε να συνεργαστούμε σε μηνιαία βάση. Κώλωσα.
Αν είχα έστω την ελάχιστη πεποίθηση ότι θα μπορούσα να κάνω το ίδιο έγκλημα κατ΄ εξακολούθηση, θα είχα συμφωνήσει. Όμως, κάθε φορά είχα υποχρέωση να γίνομαι κατανοητός και ευκολοδιάβαστος σε ένα συγκεκριμένο κοινό.
Τότε δεν θα μιλούσαμε για μια πρόκληση, για ένα παιχνίδι.
Περισσότερο με βασανιστήριο θα έμοιαζε. Δεν θα τραβούσε για πολύ.
Αφήστε που έμπλεκαν και οι προθεσμίες.
«Θέλω αυτό, το θέλω μέχρι τότε».
Πόσο μ’ εκνευρίζει αυτή η φράση.
Κάποτε ο ξεχωριστός κύριος Παντόφλας είχε αναρτήσει κάτι που διαβαζόταν ως εξής:
«Μου αρέσουν οι προθεσμίες. Φτιάχνομαι με τον θόρυβο που βγάζουν καθώς πετάνε τριγύρω».
(σ.σ. αν δεν το έσβηνες φιλαράκο, θα το μετέφερα αυτούσιο)
Ε, λοιπόν, αν το πάρετε κατά λέξη, εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο!
Φινίτο, το πέρασμά από τα κομμωτήρια θα είχε λήξει.
Η κατά φαντασία (και πάσα μαλ...) trendy δεσποινίδα Σούζη Πο8οπούλου δεν θα συνέχισε ποτέ το έντυπο κρεσέντο της.
...
3. Η ΜΑΛΑΚΙΑ
Παραγωγικότητα και περιεχόμενο.
Συμβαδίζουν ή όχι;
Σχετικά είναι όλα.
Ένα προνόμιο της ξακουστής «γυναικείας» λογοτεχνίας είναι το μέγεθος. Δεν αναφέρομαι σε κάποιο σεξιστικό διαχωριστικό. Κάθε κατηγορία αναγνωστών περιγράφεται από ευδιάκριτα χαρακτηριστικά.
Η ευκολία όταν απευθύνεσαι στο συγκεκριμένο κοινό είναι ότι μπορείς να μεταφέρεις ελάχιστα ουσιώδη σε εκτεταμένο χώρο.
Ας πούμε, γνωστή δοκιμασμένη συγγραφέας θέλει να γράψει το εξής:
«Η ηρωίδα διασχίζει στην κουζίνα, πίνει ένα ποτήρι νερό και επιστρέφει στο δωμάτιο».
Μην σας φαίνεται περίεργο αν για την απλή αυτή πρόταση αναλωθούν καμιά δεκαριά σελίδες! Καθόλου υπερβολικό δεν είναι, υπάρχουν ντοκουμέντα.
Τώρα τι γράφει σε δέκα σελίδες...
>>> >>> >>> >>> !!!
Μάλιστα! Αυτό ακριβώς πρέπει να χωρέσω σε 5 σελίδες και κάτι.
Ακόμη και η φλυαρία ωφελεί, εφόσον γίνεται με στυλ!
Κουραστικό για τους περισσότερους, αλλά οι θείτσες και τα σαχλοκούδουνα το μεταφράζουν εντελώς διαφορετικά. Πιθανόν να σχολιάσουν:
«μου αρέσει ο τρόπος που τα γράφει»
Γιατί;
Γιατί έτσι έμαθαν και έτσι αρέσκονται να λειτουργούν. Η άσκοπη πολυλογία δεν είναι κατακριτέα. Αποτελεί ένα κώδικα επικοινωνίας!
Αυτά υποστηρίζει η σούπερ-ουάου-ανεξάρτητη-Σούζη!
Διανύοντας μακρά περίοδο αφραγκίας και με πρωταρχικό σκοπό να κονομήσει απ’ όπου ήταν εφικτό, το κυνικό άξεστο ρεμάλι, μάζεψε τα κομμάτια του, κατάπιε τον εγωισμό και πήρε γενναίες αποφάσεις.
Άναψε τσιγάρο και κάλεσε τον τσιβδό.
Η Σούζη, το γκλαμουράτο μύθευμα του lifestyle έπρεπε να αναστηθεί!
«Θέλεις λεφτά, γίνε Πο8οπούλου».
Τελεσίγραφο, τίμιο, δίκαιο και... άκρως αποικιακό.
Είναι άσχημο να ξεπουλιέται κανείς.
Αν όμως γίνεται με έμμεσο τρόπο;
Είναι το ίδιο; Νομίζω όχι.
Έτσι, με αυτή την ψευδαίσθηση, αποδέχθηκα εκ νέου προθεσμίες και κατευθυντήριες. Ενημερώθηκα στο περίπου για το τι απασχολεί την σύγχρονη ελληνίδα.... κάτι.
Μέχρι και τι θα πει κοσήλερ πληροφορήθηκα!
Ελεεινή εκπόρνευση!
Το αξιοπρεπές κοπρόσκυλο, με το απεριποίητο μαλλί, τα άγρια γένια και τα πεσμένα παντελόνια, επιστρέφει σπίτι τα βράδια, κλειδώνει πόρτες και σφραγίζει παράθυρα. Μεταμορφώνεται. Προβάρει φούστα-μπλούζα, πασαλείβεται με μεϊκ απ, βγάζει βλεφαρίδες και... προσπαθεί να πείσει ως Σούζη.
Πρωτίστως τον ίδιο του τον εαυτό και έπειτα όλους τους άλλους.
Ο αρθρογράφος-τραβέλι αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις, πιο ζόρικες.
Καίγεται ώστε να διαιωνίσει ένα αμφιλεγόμενου γούστου αστείο.
Να επαναφέρει ένα εφήμερο και άρρωστο alter ego.
Άγνωστο αν θα εκπληρώσει τον στόχο.
Λίγα εικοσιτετράωρα πριν εκπνεύσει η προθεσμία.
Δίχως υλικό ανά χείρας.
Με τον χρόνο αντίπαλο, την τσέπη άδεια και με τον πισινό έρμαιο του τσιβδού εκδότη που διατηρεί την τελική απόφαση, όλα φαντάζουν διαφορετικά.
Το λευκό σεντόνι μοιάζει περισσότερο με θηλιά που σφίγγει παρά με ποδοσφαιρική αλάνα. Η κερκίδα γιουχάρει και άρχισε να αποχωρεί.
Μήπως πρέπει να αρχίσουν τα τακουνάκια;
Ή άραγε θα πρέπει να αλλάξω ρότα και να επιχειρήσω έναν ινδιάνικο χορό της βροχής;
Παρεμπιπτόντως βρέχει, βρέχει πολύ!
Το περιοδικό ετοιμάζεται να παραδώσει την εορταστική του ύλη.
Με την Σούζη ή χωρίς....
Το παιχνίδι διαρκεί ενενήντα λεπτά.
Απομένει ελάχιστος χρόνος μέχρι να γνωστοποιηθεί το αποτέλεσμα.
Θα μάθουμε.
Εμείς, γιατί για εσάς τους απ’ έξω δεν παίρνω όρκο.
Τέλος, αν ολόκληρο το σκηνικό δεν είναι μια χοντρή μαλακία...
Τότε τι είναι;

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Ρηχός Τάφος

Δεν έχω πολλά σήμερα.
Έτυχα ένα απόσπασμα του Shallow Grave, μια ταινία του Γιούαν ΜακΓκρεγκορ, λίγο πριν το Trainspotting. Ωραίο έργο, μου άρεσε περισσότερο. Άψογο στήσιμο, μια ομάδα διαφορετικών ενοικιαστών ανακαλύπτουν πως στο διπλανό δωμάτιο, ένας τύπος πεθαίνει με μια βαλίτσα λεφτά. Δοκιμάζονται σχέσεις και η συμπεριφορά του καθενός φτάνει στα όρια. Μεγάλη επιτυχία, όχι πέρα από το Νησί..
Κάπου θα την βρείτε, δώστε της λίγη σημασία.
Και αν γουστάρετε, βάλτε στο καπάκι το «Ένα απλό σχέδιο» με τους Πάξτον και Θόρτον σε ρεσιτάλ. Μοιάζουν αρκετά, διαφορετική εξέλιξη.
Ποιο είναι το απόσπασμα λοιπόν…

Δεν ντρέπομαι.
Δεν έχω αγάπη, δεν έχω απόρριψη.
Δεν φοβάμαι να δηλώνω τα αισθήματά μου.
Πάρτε την εμπιστοσύνη για παράδειγμα.
‘Η την φιλία.
Αυτά είναι τα σημαντικά στην ζωή.
Αυτά έχουν αξία.
Μόνο αυτά βοηθάνε να προχωρήσεις μπρος.
Αν δεν εμπιστεύεσαι τους φίλους, τότε τι;
Τότε τι;
Αυτό θα μπορούσε να ήταν το τέλος του σκηνικού.
Μα είναι όλη η σκηνή.
..
Μιλούσαν βλάχικα, αυτό κατάλαβα!
Ας μην συνδυαστεί, απλώς μου άρεσε…

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Τέσσερα

Ένας ολιγόλεπτος μονόλογος, καταιγιστικός, σχεδόν σαν παραλήρημα.
Κάπως ανούσιος αλλά ελπιδοφόρος.
Δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας, αλλά ίσως μπορεί να βοηθήσει.
Είναι παραγγελιά!
Για την φίλη Κ, μάλλον επειδή είναι σπουδαίο τάλαντο.

Ιστορία:
Περιμένεις με ιδιαίτερη αγωνία την βαθμολογία στο μάθημα της Παλαιοντολογίας! Μάθημα τέταρτου εξαμήνου με υπεύθυνο τον σύντεκνο καθηγητή Τετράκη. Μοναδικό χρωστούμενο. Περνάς και παίρνεις πτυχίο! Όμως πέρα από την καταξίωση, ο βαθμός κρύβει μια δεύτερη μεγαλύτερη χαρά που θα πρέπει να αποκαλύψεις στο ακροατήριο.
Κρίσιμη λεπτομέρεια, έχεις ήδη δώσει το μάθημα τρεις φορές και κόπηκες με τον ίδιο βαθμό: Τέσσερα.
Αισιόδοξη αλλά ιδιαίτερα τσιτωμένη, βρίσκεσαι στη σχολή καθώς από στιγμή σε στιγμή θα αντικρίσεις το πεπρωμένο σου καρφωμένο στον πίνακα.

Σκηνικό(Όπως κοιτάζεις προς το κοινό):
Στήσου περίπου στο κέντρο.
Δυο με τρία βήματα στα δεξιά σου βρίσκεται ο πίνακας ανακοινώσεων.
Στα αριστερά, αλλά λίγα βήματα παραπάνω (και ελαφρά προς τα πίσω) υπάρχει ένα πηγαδάκι φοιτητών, στους οποίους εξομολογείσαι τον πόνο σου. Φαντάσου τουλάχιστο δυο άτομα, στα οποία θα απευθύνεσαι, μετατοπίζοντας το βλέμμα καθώς αλλάζεις κουβέντα. Μην το ξεφτιλίσεις, απλά πρόσεξε να μην μιλάς σε μια μόνο κατεύθυνση.
Όταν έρθει ο Τετράκης με τα αποτελέσματα, θα έρθει από πίσω, από το βάθος της σκηνής. Γι’ αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια του μονόλογου, φρόντισε να ρίχνεις κλεφτές ματιές και προς τα πίσω. Να θυμάσαι πάντα πως η αγωνία και η προσμονή είναι σημαντικότερη από την εξιστόρηση των κατορθωμάτων σου!
Ανάλογα το πόσο χώρο έχεις διαθέσιμο φρόντισε να φανεί πως έρχεσαι από το βάθος. Άσε μερικά βήματα, ώστε ξεκινώντας να φανεί πως έρχεσαι από κάπου μακριά, πλησιάζοντας τους θεατές.

Έρχεσαι βιαστικά. Χαιρετάς κοφτά το πηγαδάκι και φτάνεις φάτσα με τον πίνακα ανακοινώσεων (το κοινό σε βλέπει στο πλάι).
Κοιτάζεις προσεκτικά αλλά σχετικά γρήγορα, με τα χέρια στην μέση, στις τσέπες, στις κωλότσεπες, όπως σε βολεύει. Ξεκινάς ψάχνοντας πάνω αριστερά και τα μάτια σου κινούνται προς τα δεξιά. Γκριμάτσες.
«Τετράκης; Τετράκης; Τετράκης…», μονολογείς ενώ συνεχίζεις να ψάχνεις.
Αφού δεν βρίσκεις το πολυπόθητο χαρτί, κάνεις σαν να ψαχουλεύεις αυτές τις πολυσέλιδες καρφιτσωμένες ανακοινώσεις.
Γυρίζεις και απευθύνεσαι στο πηγαδάκι,
«Παιδιά, βγήκε ο Τετράκης;»
Καθώς κινείσαι προς το μέρος τους λες
«Αν περάσω, παίρνω πτυχίο. Τέλος!»
«Τέσσερις φορές έδωσα το μάθημα. Πάντα με 4 κόβομαι. Άντε να δούμε…»
Μικρή παύση, σαν να σε ρωτούν για ποιο μάθημα μιλάς. Κομπιάζεις, λίγο σκέρτσο, αλλά σου βγαίνει.
«Παλ… Παλιο… Παλαιοντολογία! Τετάρτου εξαμήνου».
Λες το παράπονο σου, διαφοροποιώντας τον τόνο της φωνής σου.
«Την πρώτη φορά είπε πως ήμουν άπειρη. Τέσσερα. Την δεύτερη φορά είπε πως ήμουν αδιάβαστη. Τέσσερα. Την τρίτη φορά δεν είπε τίποτε. Ξέρεις… Τέσσερα!»
Απευδυσμένη.
«Μα καλά τι έχει αυτός ο άνθρωπος με το Τέσσερα; Θα μου πει κανείς;»
Έχεις πάρει στροφές. Το κορμί και το βλέμμα παίζουν στο χώρο, κοιτώντας προς τις εξελίξεις.
«Το έχει κωλοβαρέσει… Τέταρτη φορά… λέτε να με περάσει;»
Δεν παίρνεις απάντηση, μουτρώνεις και συνεχίζεις.
(πάρε τις ανάσες σου, φρόντισε τα “λόγια του πατέρα σου” να τα πεις με κάπως χοντρή φωνή)
«Εγώ… με το θέατρο ήθελα να ασχοληθώ.
Το είπα στον πατέρα μου, αλλά αρνήθηκε: “πρώτα θα μπεις στο πανεπιστήμιο, μετά κάνε ότι θες” και μπήκα… και είμαι μαζί σας.
Του ανακοινώνω τότε ότι θα παίξω στο θέατρο. Αλλά μου απαντά ξανά “πρώτα πάρε το πτυχίο, μετά κάνε ότι θες”.
Σας ρωτάω εγώ τώρα… πόσο χρόνος υπάρχει μέχρι να μου επιβάλουν καινούριους όρους;
Όοοχι, όχι αυτή τη φορά. Παίρνω πτυχίο και τρέχω να προλάβω την ακρόαση. Τρέχω να ξεφύγω από τα επόμενα “πρώτα”».
Βηματίζεις προς το βάθος και επανέρχεσαι στην παρέα.
«Φεύγω πατέρα, πάω στο θέατρο!»
Παίρνεις μια ανάσα και σιωπάς. Μετά πάλι στο θέμα μας!
«Μα καλά, που είναι αυτός ο μαλάκας ο Τετράκης; Γιατί αργεί τόσο…»
«Είναι και από την Κρήτη. Η παλιοαδερφή!»
Το εξηγείς, για να μην σε παρεξηγήσουν.
«Μπα, δεν έχω κάτι με τους gay. Αλλά αν με κόψει ξανά με τέσσερα, θα της δείξω εγώ της κακιασμένης!»
Απειλείς.
Όσο σκέφτεσαι πως μπορεί να σε κόψει, παίρνεις κι άλλες στροφές, γκαζώνεις.
«Τι τον έπιασε με αυτό το Τέσσερα: Αποθυμένα; Ημερομηνίες; Τι;»
Σκύβεις και μετράς με τα δάχτυλα. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, εκεί σταματάς. Αν μάλιστα, ξεκινήσεις ανάποδα, βολεύει για ένα τρικ καθώς σταματάς στον δείκτη.
«Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος, Απρίλιος….»
«Αυτό είναι. Πρωταπριλιάααα!», δείχνεις ψηλά με το δάχτυλο!
Δεν έχει πολύ νόημα αυτό που κάνεις. Ενέργεια βγάζεις.
Μεταπτώσεις, ηρεμείς. Μαζεύεσαι. Φυσάς. Χώνεις το κεφάλι στους ώμους.
(Πρακτικά, τους ώμους σηκώνεις και χαμηλώνεις λίγο το κεφάλι).
«Τι ώρα πήγε; Έχω να πω μονόλογο…»
Το επεξεργάζεσαι λίγο.
«Κοίτα να δεις! Στις τέσσερις!», χαμογελάς και δείχνεις πιο ήρεμη.
«Θέατρο. Μου αρέσει το θέατρο. Θέλω να βγω στο σανίδι. Να παίξω στην παράσταση. Όλα! Θέλω να δώσω την ακρόαση…»
Δηλώνεις την εμπειρία σου.
«(Γιατί) Μέχρι τώρα το πέρασμά μου από το θέατρο διαρκεί όσο…»
(φτερνίζεσαι)
«Συγνώμη…»
Λες κοφτά και ξεχνάς να συνεχίσεις.
Από το βάθος ακούγεται κάτι που σε κάνει να γυρίσεις απότομα, σαν να ξύπνησες άγρια και ξαφνικά. Σελίδες ηχούν καθώς κάποιος τις μεταφέρει προς τον πίνακα. Γυρνάς εκστασιασμένη, όμως θάβεις όλο τον ενθουσιασμό με τον ερχομό του Τετράκη!
«Γεια σας», του αποκρίνεσαι με ψεύτικο χαμόγελο (σχεδόν σαν γλειφτρόνι) και το βλέμμα σου είναι καρφωμένο καθώς προχωρά. Μένεις λίγο, καθώς καρφιτσώνει τα αποτελέσματα.
Κρατιέσαι και το βλέμμα συνοδεύει ξανά τον Τετράκη καθώς απομακρύνεται πίσω από εκεί που ήρθε.
Μόλις αποκτά απόσταση ασφαλείας, ξεχύνεσαι μανιασμένη προς τον πίνακα. Σαν να θες να φας την σειρά των υπολοίπων (και που αν υπήρχαν θα σε κοιτούσαν κάπως).
Καρφώνεις το δάχτυλο σου στο χαρτί. Το ανεβοκατεβάζεις προσπαθώντας να ισορροπήσεις στην ίδια ευθεία με το όνομά.
Το σταθεροποιείς. Το πρόσωπό σου όλο αγωνία. Παγωμένο. Δείχνεις να παραμιλάς αλλά δεν ακούγεται κάτι. Κινείς τον δείκτη προς τα δεξιά, ώσπου να ανακαλύψει τον βαθμό.
Γυρνάς προς τους δικούς σου. Καμαρώνεις με το γεμάτο χαμόγελο.
Ξεχειλίζεις από χαρά. Δεν χρειάζεται να τους πεις ένα νούμερο.
Ούτε καν να τους ανακοινώσεις την έκβαση.
Λάμπεις ολόκληρη.
Μένεις λίγο έτσι (δεν χρειάζεται να ξημερώσεις κιόλας).
«Πάω θέατρο», δηλώνεις δίχως υπερβολή αλλά με κάμποση υπερηφάνεια.
Απομακρύνεσαι προς τα πίσω βαδίζοντας καμαρωτή.
Σίγουρη.
Έχεις ραντεβού με τα όνειρά σου και έχεις αργήσει.
Κοντεύει τέσσερις!

ΤΕΛΟΣ

Υ.Γ. Αν σου βγει παραπάνω από δυο λεπτά, ζήτα τους μια μικρή εξαίρεση.
Παρακάλεσε να σου δώσουν τέσσερα!
Επίσης μπορείς να βγάλεις τις παλιοκουβέντες, ή να τις προσαρμόζεις στα μέτρα σου, μιας και νομίζω πως παρότι νιντζάκι, δε σου ταιριάζουν ακόμη και αν είναι ελαφριάς μορφής. Τουλάχιστο όχι με τον τρόπο που σε φαντάζομαι πως παίζεις.
Το πρώτο πρόσωπο νομίζω θα σε βοηθήσει περισσότερο από μια οποιαδήποτε διήγηση.
Καλή τύχη σου είπα; .

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Αμελάνωτη μπατσότσαρκα

Δύσκολη νύχτα. Περίεργη και ενοχλητική.
Ενοχές σαν εφιάλτες.
Παραλίγο να χάσω κι ένα από τα λιγοστά υπάρχοντα που μου προσφέρουν ακόμη ευχαρίστηση.
Το μηχάνημα δεν έλεγε να πάρει μπρος.
Όχι, γαμώ την καντεμιά μου!
Έψαχνα για λευκό χαρτί και ένα στυλό να γράφει.
Μήπως και αντικαταστήσει το σεντόνι με τα πλήκτρα.
Έτσι, μου ερχόταν να πάρω τους δρόμους, να μπω στο σκονισμένο, στο προχωρημένο σκοτάδι, σαν τον κλέφτη, να γεμίσω τον σάκο με γραφικά και να αποδράσω από το συνηθισμένο μπλόκο που δουλεύει νυχτοκάματο, λίγα μέτρα παραπέρα.
Ρίσκο μεγάλο.
«Έχετε πιει»;
Αυτό θα ρωτήσουν αν αποτύχω, βάζω στοίχημα.
Άραγε, να απαντήσω επί της ουσίας μ’ ένα κοφτό «Όχ’»;
Ή να προσπαθήσω να πιάσω βαθύτερα νοήματα;
«Μάλιστα. Τον έχω πιει. Προ πολλού! Λες να γράψει το μηχάνημα»;
Δύσκολο να πουλήσεις πνεύμα σε κάποιον, ειδικά εφόσον βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία.
«Δίπλωμα, άδεια, ασφάλεια», ζητάνε συνήθως όταν είναι υποχρεωμένοι να δικαιολογήσουν την παρουσία τους μέσα από διπλότυπα μπλοκάκια.
Το δίπλωμα κάποτε ξεπλύθηκε με μπλε και άσπρους κόκκους και αν σωζόταν μέχρι σήμερα, θα μύριζε λεβάντα, θα είχε την φρεσκάδα πράσινου μήλου και μπορεί να περιείχε 10% δωρεάν προϊόν.
Η άδεια στερείται ανανέωσης και κατ’ επέκταση λόγου ύπαρξης.
Με την ασφάλεια δεν παίζεις, βρίσκεται σε κάποιο συρτάρι φυλαγμένη. Αν μάλιστα μου δώσετε τρεις ευκαιρίες, ενδεχομένως να πετύχω μέχρι και την ακριβή τοποθεσία.
Αλλά είπαμε, οι απαντήσεις βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το περιβάλλον στο οποίο θα ζητηθούν. Στο συγκεκριμένο, κάθε απόπειρα ειλικρίνειας θυσιάζεται στον βωμό της τυπικότητας.
Με την ταυτότητα θα έπαιζα το τελευταίο μου χαρτί. Να γλυτώσω από το μελάνι του νόμου. Και που να καταλάβει ο νόμος πως περιφερόμουν ακριβώς για το ίδιο λόγο, για λίγο μελάνι!
Απουσία γεωφυσικών χαρακτηριστικών, όπως λ.χ. ο χρόνος και η βαρύτητα, με λίγη τεχνοκριτική διάθεση, το όργανο θα μπορούσε να ταυτοποιήσει το σχολιαρόπαιδο της φωτογραφίας με τον αργόσχολο της πραγματικότητας.
«Εσύ είσαι εδώ; Δείχνεις διαφορετικός».
Ερώτηση παγίδα ή απλώς μια διαπίστωση;
«Φυσικά και είμαι διαφορετικός. Αυτός που βλέπεις στην ταυτότητα είχε όνειρα, ή έστω ήταν σε θέση να τα πραγματοποιήσει»!
Σίγα μη μιλούσα. Εκεί που σε παίρνει, αυτός είναι ο κανόνας.
Τώρα, σκέφτηκα οι φρέσκοι βγαίνουν από σχολές, κάτι παραπάνω θα μάθανε. Ήλπιζα, να είχε μελετήσει λίγο από Νταλί, να θυμάται πως ο χρόνος είναι ρευστός και ότι στο πέρασμά του, χαλαρώνει!
Αν η ελπίδα είναι αποτέλεσμα πίστης, τότε ναι, μπορεί εκείνη την στιγμή να το είχα ρίξει στις προσευχές!
«Για εμένα άξιος κριτής είναι μονάχα ο Θεός»!
Να πάει να γαμηθεί! Θα τα πούμε στον παράδεισο μπατσόνι, φέρε και το τεφτέρι σου μαζί!
Έσκυψε απορροφημένος στο μπλοκάκι, έπιασε το στυλό, κάτι έδειχνε να σημειώνει. Πόσο να κόστιζε η απουσία εγγράφων;
«Η επόμενη προσευχή για 50 ευρώ…ή μήπως 75… να το στρογγυλέψουμε στα 100»;
Με εκατό ευρώ την βγάζει για ένα χρόνο μια τυπική οικογένεια στο Μαλάουι! Εκεί άραγε πόσο έχουν τις κλήσεις, ή μάλλον, έχουν τροχονόμους; Δρόμους; Σκέτο νόμους; Έστω υπονόμους έχουν;
«Αχ βρε κόπανε! Αν βρισκόσουν τώρα στο Μαλάουι, δεν θα συνέβαιναν όλα αυτά»!
Την έκβαση την είχα χωνέψει, το ποσό δεν διέκρινα από μακριά.
Σήκωσε το βλέμμα του και με κοιτάει καθώς περίμενα την λυπητερή.
Αλλά…
Δεν με έγραψε!
«Να είστε προσεκτικός την επόμενη φορά», έκανε παρατήρηση.
Σαφώς! Προσεκτικός! Μια άλλη… επόμενη φορά!
Εισακούστηκα; Με λυπήθηκε το όργανο της τάξης; Ή το όργανο του ύψιστου, που το έπρηξα στις μετάνοιες;
Το ρεζουμέ ένα, την γλύτωσα!
Βέβαια, αν ήμουν παρατηρητικός, θα έβλεπα ότι το κρατικό στυλό δεν έβγαζε μελάνι. Στούμπωσε! Έπειτα από αμέτρητα ροζ χαρτάκια που αναλογούσαν σε κάτι χιλιάρικα αδικοκλαμένα ευρώ, η αμίλητη γραφίδα της τάξης, τα είχε φτύσει!
Χώνω το χέρι στο σάκο και του προσφέρω ένα καινούριο, του κουτιού! Μάλλον από ευγνωμοσύνη για την άφεση αμαρτιών. Εγκληματική ενέργεια, αν σκεφτείτε πως ένα στυλό κοντά στο ενάμισι κέρμα, θα μπορούσε να αποδώσει μήνες εσόδων στο δημόσιο ταμείο!
Η κίνηση έγινε με χαμόγελο, βελτιωμένη διάθεση, αλλά σχεδόν αστραπιαία. Γύρισα να φύγω όσο γινόταν γρηγορότερα, να αποφύγω δεύτερες σκέψεις από το όργανο.
«Μισό λεπτό…», είπε πίσω απ’ την πλάτη μου.
Πάρ’ τα μαλάκα χριστιανέ! Κάθε φορά που πάω να κάνω ένα καλό, βρίσκομαι μπλεγμένος!
«Δικό σας το βιβλιοπωλείο;» ρώτησε με φόντο το σκονισμένο.
«Ναι, μάλιστα», όσο παλιώνω, τόσο με κουράζει η αποδοχή.
«Είναι ωραία να έχεις δική σου επιχείρηση, χωρίς κανέναν πάνω από το κεφάλι σου», σημείωσε.
Δεν τον παρεξηγώ. Η άγνοια φτιάχνει άκυρες παραστάσεις. Σκεφτόταν λάθος μεν, εντελώς δικαιολογημένα δε.
Σαν πως είχα ακριβή αίσθηση της αυστηρής και παράλογης ιεραρχίας που αντιμετώπιζε καθημερινά στη δουλειά του;
Όλα σχετικά είναι, στην δεδομένη περίπτωση, εικόνες στο περίπου.
Σε αυτό το σημείο, ενδεχομένως να σήκωνε λιγάκι πνεύμα. Όμως καλό είναι να μην ζορίζω την τύχη μου, ειδικά όταν φαίνεται πως μ’ εγκαταλείπει σταδιακά.
Θα καταφέρναμε να συνεννοηθούμε με τον μπάτσο, άσχετα αν θα καταλήγαμε σε κοινό συμπέρασμα. Αφήστε που με την πάρλα ίσως γλύτωνα κάμποσα τροχοφόρα από μεταμεσονύκτιο έλεγχο!
Όμως, πας κάθε φορά να το παίξεις χριστιανός… τα είπαμε.
Απελευθερωμένος από τον κίνδυνο προστίμου, ένοιωθα χαλαρός. Είχα ξεχάσει τι με βασάνιζε προηγουμένως. Εκείνο που αντί ύπνου με ανέστησε και με ώθησε να τρέχω σαν το τζάνκι βραδιάτικα.

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

Μύλλοι και Βανίλοι

Η Αρχαία Βρώμη.
Ένα σκορποχώρι ήταν τότε. Λίγοι άνθρωποι στην εύφορη κοιλάδα και μια συστάδα καλύβια που πρόδιδε την παρουσία τους.
Δυο οικογένειες έκαναν κουμάντο. Οι Μύλλοι ασχολούνταν με τα σπαρτά, ενώ οι Βανίλοι δούλευαν το σίδερο και την πέτρα.
Πέρασαν γενιές ολόκληρες. Τεχνίτες και γεωργοί, γεννοβολούσαν αδιάκοπα ώσπου το σκορποχώρι έμοιαζε με πόλη. Μια πόλη τόσο πυκνή που δεν μπορούσε να θρέψει όλους τους κατοίκους της.
Παρά την δυσανασχέτηση, οι δυο φαμίλιες κάθισαν από κοινού στο τραπέζι μήπως και καταλήξουν σε λύση. Η Βρώμη δεν χωρούσε τόσο κόσμο, ούτε λόγος. Κάποιοι έπρεπε να φύγουν.
Οι Βανίλοι προσφέρθηκαν να μεταναστεύσουν πέρα από τα βουνά καθώς πίστευαν πως ήταν ικανοί να αναγείρουν έναν νέο παραθαλάσσιο οικισμό. Οι Μύλλοι δέχτηκαν να βοηθήσουν και υποσχέθηκαν να παρέχουν τρόφιμα για όσο διάστημα χρειαζόταν για να στηθεί η νέα αδερφή πόλη.
Έπειτα από τις απαραίτητες προετοιμασίες και σε κλίμα αισιοδοξίας, οι Βανίλοι πήραν τα κουβαδάκια τους και τράβηξαν προς νέες πολιτείες. Ο δρόμος για την θάλασσα υπήρξε μακρύς και δύσβατος.
Οι Μύλλοι χάρηκαν την άπλα που τους παρουσιάστηκε και στρώθηκαν στην δουλειά. Έπρεπε να μαζέψουν προμήθειες για τους πρώην συμπολίτες τους. Ετοίμασαν τα καραβάνια και απλά περίμεναν τον αγγελιοφόρο, να τους καθοδηγήσει στο καινούριο προορισμό.
Κάποτε εκείνος έφτασε πίσω στην Βρώμη, αλλά πολύ διαφορετικά απ’ ότι τον περίμεναν. Μαζί του, γύρισαν και όσοι Βανίλοι γλύτωσαν από το πλιάτσικο των βανδάλων που συνάντησαν στο νέο τους σπιτικό.
Η επιχείρηση μετοίκησης απέτυχε πλήρως. Οι Βανίλοι ήταν ανήμποροι να προφυλάξουν τον εαυτό τους. Ακόμη και αν δοκίμαζαν ξανά σε διαφορετική τοποθεσία, αργά ή γρήγορα θα έπεφταν θύματα επίθεσης.
Στράβωσαν άπαντες καθώς παρά την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, βρέθηκαν να γκρινιάζουν πάλι για την πολυκοσμία. Κι ενώ όλα έδειχναν πως το πιθανότερο σενάριο ήταν η φαγωμάρα να οδηγούσε σε εμφύλιο μεταξύ των οικογενειών, ένας φιλόδοξος νέος πρόβαλε για να αποτρέψει τον επικείμενο αλληλοσπαραγμό.
Ο Βανίλιος Κέρσορας!
Πρότεινε να αντιστραφούν οι ρόλοι. Ζήτησε από τους Μύλλους να οργανωθούν και να την κάνουν σιγά σιγά. Αρχικά, γέλασαν μαζί του και τον ειρωνεύτηκαν. Δημιουργούσε ερωτηματικά πως ακριβώς θα μπορούσε ένα μάτσο ατάλαντων γεωργών να κατασκευάσει μια πόλη ισάξια ή έστω όμοια με την Βρώμη.
Όμως ο Βανίλιος Κέρσορας είχε δουλέψει αρκετά το σχέδιό του. Εξήγησε πως οι σκληροτράχηλοι Μύλλοι ήταν ευκολότερο να κατακτήσουν μια υπάρχουσα πόλη αντί να ξεκινήσουν το χτίσιμο μιας νέας από τα θεμέλια.
«Δεν γαμ… που δεν γαμ… Δε χτίζουμε μια αυτοκρατορία;»
Είπε και έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος Βρωμαίος Αυτοκράτορας!.
Για να δείξει πως στήριζε στο έπακρο το όραμά, ζήτησε από τους δικούς του να σκαρφιστούν τα αποτελεσματικότερα όπλα και τις ισχυρότερες πανοπλίες που είχε δει ανθρώπου μάτι.
Πράγματι, εξοπλισμένοι με ασπίδες και σπαθιά, ντυμένοι με αδιαπέραστα πανωφόρια, οι Μύλλοι χωρίστηκαν σε λεγεώνες και πήραν σβάρνα τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Η πρώτη νίκη ήρθε στο Μυλλάνο. Ακολούθησε η Μυλλούζη και μετά ο κόσμος όλος. Καμία πόλη δεν ήταν τόσο ισχυρή για να αποκρούσει τις τενεκεδένιες βρωμαικές λεγεώνες. Όπου έβρισκαν οχυρώσεις, οι πολέμαρχοι στρατηγοί το εκλάμβαναν ως πρόκληση. Εφεύρισκαν πολιορκητικούς μηχανισμούς και κατακτούσαν αδιάκοπα.
«Με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί», διαπίστωσε σύντομα ο Μυλλίθιος Αύγουστος που είχε επωμιστεί με τα ηνία της αδίστακτης πολεμικής μηχανής.
Η μανία τους ανάγκαζε να στέλνουν πίσω στην Βρώμη λάφυρα και σκλάβους ώστε να πορεύονται απερίσπαστοι προς το επόμενο εμπόδιο.
Με τους σκλάβους, ο Βανίλιος Κέρσορας γέμισε τα παρατημένα χωράφια ενώ χρησιμοποίησε τα λάφυρα για να αναδείξει το άλλοτε σκορποχώρι σε μητέρα όλων των πόλεων.
Πάντα όμως, διατηρούσε έναν φόβο που δεν δίσταζε να μοιράζεται με τους υπόλοιπους. Τις επιδρομές των βανδάλων που είχε ζήσει μικρός.
Η Βρώμη παρέμενε μια ανοχύρωτη πόλη. Όσο οι στρατιές του Μυλλίθιου βρίσκονταν στην περιοχή, ο Κέρσορας ένοιωθε ασφαλής.
Αλλά όσο οι λεγεώνες προέλαυναν σε μακρινές αγεωγράφητες περιοχές, η καρδιά της Βρωμαικής Αυτοκρατορίας έδειχνε μονίμως εκτεθειμένη μπρος στην ξένη απειλή.
Καθώς οι λεγεώνες ταξίδευαν εν πλω προς τον Μυλλοπόταμο, οι πολίτες στην Βρώμη ήταν ιδιαίτερα τρομοκρατημένοι απέναντι στον αόρατο εχθρό.
Ο φόβος τους πλανιόταν γύρω από την πόλη μέχρι που σχημάτισε ένα δαχτυλίδι καπνού. Δίχως δεύτερη σκέψη, οι τεχνίτες Βανίλοι ανέμειξαν το δαχτυλίδι με λάσπη και σχημάτισαν την βάση πάνω στην οποία τοποθέτησαν την πέτρα.
Πέτρα στην πέτρα, με ανησυχίες και λάσπη ο Κέρσορας έχτισε ένα θεόρατο τείχος που σκέπασε το φως του ήλιου. Ήταν τόσο απροσπέλαστο, ήταν τόσο επιβλητικό, ήταν το τείχος που άρμοζε στην πρωτεύουσα του κόσμου.
Με τον ήλιο ξεχασμένο και τον φόβο θεμελιωμένο στην περίμετρο, οι Βανίλοι απέκτησαν αλαζονική συμπεριφορά, θαυμάζοντας διαρκώς το επικό επίτευγμα. Θεωρούσαν εαυτό μεγάλο και τρανό. Δεκάρα δεν έδιναν για τις νίκες των άλλων στα πεδία των μαχών. Μάλιστα, για να παγιώσουν την δήθεν ανωτερότητά, επινόησαν μια δική τους, δύσκολη γλώσσα.
Την Βρωμολατινική!
Εξάλλου, δύσκολα έβρισκαν πλέον κοινά σημεία με τους πάλαι ποτέ συμπολίτες τους. Οι Μύλλοι έδειχναν αιμοσταγείς. Σκότωναν, έκαιγαν, λεηλατούσαν, δρούσαν σαν ζώα. Από ένα σημείο και έπειτα, σίγουρα όχι στο όνομα της αυτοκρατορίας. Περισσότερο γιατί έτσι συνήθισαν, γιατί έμαθαν να θρέφονται με τους θριάμβους τους.
Έτσι, μια μέρα, ωραία και καλά ο Βανίλιος Κέρσορας, τυφλωμένος από τα πλούτη και την ματαιοδοξία των όμοιων του, πήρε την μοιραία απόφαση:
«Κλείστε τις πύλες, αφήστε την πλέμπα εκτός των τειχών».
Η βαριά συμπαγής σιδεριά σφράγισε την είσοδο και οι Βανίλοι κράτησαν την μεγαλοπρεπή πρωτεύουσα για πάρτη τους.
Τα μαντάτα βρήκαν τον Μυλλίθιο Αύγουστο ένα βήμα πριν την Μύλλητο. Εκείνος υποπτευόταν διαρκώς πως κάποια μέρα θα τον πουλούσαν οι κοκορόμυαλοι γραφειοκράτες στα κεντρικά.
Όταν συνέχιζε απτόητος προς την δόξα, φανταζόταν μια πατρίδα, τυλιγμένη στο χρυσό, τους ανθηρούς κήπους, τα λιθόστρωτά, τα ψηφιδωτά, τα λουτρά, τα παζάρια, το κρασί και την ακολασία. Ήξερε και ήθελε να επιστρέψει, όμως δεν μπορούσε να ορίσει τον χρόνο του γυρισμού.
Η άνανδρη προδοσία έδωσε την αφορμή που έψαχνε καιρό.
Μάζεψε τους καταπέλτες και διέταξε τις λεγεώνες του να περικυκλώσουν την Βρώμη. Επί μέρες, οι αήττητες στρατιές του παρατάσσονταν γύρω από τα Βρώμικα Τείχη.
Καμία τακτική δεν ήταν ικανή να τα διαπεράσει. Γεννημένος νικητής, ο Μυλλίθιος ουδέποτε σκέφτηκε να τα παρατήσει. Η κατάκτηση της Βρώμης αποτελούσε μονόδρομο. Για την εξόντωση των εσωτερικών του αντιπάλων, για την απόλυτη κυριαρχία.
Όμως, οι ιπτάμενες κοτρόνες έσκαγαν σαν χάδι στο αλάβωτο οχυρό. Παρά τις επίμονες προσπάθειες, τα φλεγόμενα βέλη δεν μπορούσαν φτάσουν ψηλά ως τις πολεμίστρες.
Απογοητευμένος από την έκβαση της πολιορκίας, ο πολύπειρος στρατάρχης αποφάσισε να προσεγγίσει με περισσότερη μεθοδικότητα.
«Δεν χρειάζεται να ισοπεδώσουμε τα τείχη για να φτάσουμε στην Βρώμη. Μία ρωγμή ίσως αποδειχθεί ικανή ώστε να τα κυριέψουμε», μοιράστηκε με το επιτελείο του.
Μάταιο όμως. Ότι και να δοκίμαζε, δεν πετύχαινε. Μήνες πέρασαν, μήνες γεμάτοι κόπο αλλά δίχως αποτέλεσμα.
Παράλληλα, τα αφύλακτα εδάφη επαναστατούσαν το ένα μετά το άλλο. Χάθηκε ο Μυλλοπόταμος, ενώ μέχρι να φτάσουν τα νέα από την πτώση της Μυλλούζης, απελευθερώθηκε και το Μυλλάνο. Οι άλλοτε απόλυτοι κατακτητές, βρέθηκαν χωρίς σπιθαμή κερδισμένης γης.
Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Μυλλίθιο, που με μόνο όπλο τα εξαντλημένα στρατεύματα, έπρεπε να βάλει ένα οριστικό τέλος στις εμμονές του.
«Εδώ θα γίνει ο τάφος σας», ούρλιαζε στους Βανίλιους πολιορκημένους.
Εν τω μεταξύ, ο Κέρσορας δεν έδειχνε να ιδρώνει καθόλου ακούγοντας τις άδειες απειλές. Είχε προνοήσει να σκάψει μακριά λαγούμια που του εξασφάλιζαν επαρκή τροφή και πολεμοφόδια.
Χαιρόταν επ’ αόριστο την χλιδή της Βρώμης και την αστείρευτη ματαιοδοξία των κατοίκων της, έστω και αν παρέμενε ουσιαστικά φυλακισμένος σε ένα αστραφτερό κλουβί.
Σταδιακά οι Μύλλοι λυσσάξανε της πείνας. Τα σιτηρά ήταν η μοναδική τους τροφή. Οι καραβανάδες, καθημερινά έκοβαν μακαρόνια και τα μαγείρευαν νερόβραστα. Μόλις τους πήραν χαμπάρι οι Βανίλοι, για να τους πλήξουν το γόητρο, τηγάνιζαν κεφτέδες! Με σφεντόνες πετούσαν λιγοστούς προς τους πολιορκητές. Έτσι, για να τους την σπάσουν!
Για να μην δυσαρεστήσει κι άλλο τα λιγούρια μαχητές, ο Μυλλίθιος πρόσταξε να συλλεχθούν και να διανεμηθούν ισάξια. Για να φτάσει σε όλους, διέλυσαν τους κεφτέδες σε ένα καζάνι, πρόσθεσαν σάλτσα ντομάτας και…
Κάπως έτσι η ανθρωπότητα γνώρισε τα μακαρόνια με κιμά!
Όμως ο Μυλλίθιος δεν κατάφερε να γραφτεί ποτέ στην ιστορία, ούτε εξαιτίας εκείνου του μέγιστου επιτεύγματος. Θα μπορούσε να τα μαζέψει και να αποσυρθεί. Αλλά, τυφλωμένος από το πάθος του για θριάμβους, επέμεινε να πολιορκεί.
Οι μήνες περνούσαν και γίνηκαν χρόνια. Τόσα πολλά ώσπου τελικά κανένας δεν θυμόταν τον ακριβή αριθμό. Πεζό μα πάντα στο πρόγραμμα, ο Κέρσορας με τον Μυλλίθιο, κηδεύτηκαν στις δυο αντιμαχόμενες πλευρές των Βρωμαικών Τειχών, γενιές καινούριες φόρεσαν τις πανοπλίες ή στήθηκαν στις πολεμίστρες.
Η πολιορκία δεν έπαψε να υφίσταται.
Μια διαφορετική νοοτροπία είχε επικρατήσει μεταξύ Μύλλων και Βανίλων. Δεν πολεμούσαν για συγκεκριμένο σκοπό ή ιδανικά. Απλά διατηρούσαν τις θέσεις τους, μάλλον από παράδοση.
Όλοι ξέχασαν τα αίτια του εμφυλίου!
Χρόνια αμέτρητα συνέχιζαν να κυλούν, άσκοπα, δίχως ουσία.
Κεφτέδες από τη μία, μακαρονάδες από την άλλη.
Ώσπου…
Μια νέα λέξη ακούστηκε για πρώτη φορά. Μια λέξη που έμοιαζε περισσότερο με κραυγή. Σαν κάλεσμα εκεχειρίας.
Ένας απελπισμένος μάγειρας εκατόνταρχος, αφού είχε σιχαθεί να βράζει σπαγγέτι εκ γενετής, πήδησε τα χαρακώματα και αγνοώντας τον κίνδυνο να του φυτέψουν κανένα βέλος στο στήθος, πλησίασε μια ανάσα από την σφραγισμένη πύλη κρατώντας ένα πακέτο τορτελίνια.
«Καρμπονάααραααα», φώναζε όσο άντεχαν τα πνευμόνια του.
Και ξαφνικά συνέβη το αδιανόητο…
Μια πρωτόγνωρη, μια ιδιαίτερη σιγή. Απόλυτη ησυχία.
«Κρακ… κρακ… κρακ…», ένας ακόμη νέος θόρυβος ήχησε.
Ήταν το γρανάζι. Το γρανάζι της διαβόητης πύλης.
Για πρώτη ίσως φορά, οι στραβωμένοι πολιορκητές είδαν τον πλούτο για τον οποίο μιλούσαν οι πρόγονοί τους.
Το άγνωστο εσωτερικό της Βρώμης.
Ένα αμούστακο παλικάρι ξεπρόβαλε.
«Lacta est refrigerentum», αποκρίθηκε του μάγειρα.
Έπειτα από τόσο βαθύ χάσμα πολιτισμού και αντιλήψεων, οι δύο φαμίλιες έφτασαν να μιλάνε διαφορετική γλώσσα.
«Το γκάλα… είναι στο… πσυγγείο», διευκρίνισε ο ψάρακας σε σπαστά Βρωμαικά.
Μια νέα μέρα, ή καλύτερα, μια νέα συνταγή είχε ανατείλει.

Ως εδώ φτάνει η ιστορία, μετά δεν έγινε κάτι αξιοσημείωτο.

Μάλλον, τα αντιπολεμικά χρονικά της Αρχαίας Βρώμης δεν βγάζουν δίωρη ταινία εποχής με σπαθιά και ξανθομπάμπουρες. Όμως, εύκολα μπορείτε να τα ανακαλείτε όποτε παραγγέλνετε ντελίβερι.
Επειδή είναι σημαντικό στις μέρες μας να γνωρίζετε τι ακριβώς καταναλώνετε!
Όπως επίσης, είναι άκρως πρακτικό να αποφεύγετε να ορθώνετε τείχη γύρω από ανοχύρωτες πόλεις, γιατί έτσι ενδέχεται να προσελκύσετε πολιορκητές…
Και ειδικά, αν το νταβαντούρι κρατήσει κάμποσο, δεν αποκλείεται να την βγάλετε μονάχα με μια καρμπονάρα!

Στο Πακέτο