Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2007

Με τον Λένιν στο Ντακάρ (το δύο)



Πόσο καιρό ήμουν αναίσθητος; Τα ρούχα μου σκισμένα. Το κορμί καμβάς από μελανιές και αλμύρα σε μια θάλασσα από σκουριά και φιστίκια. Όπου ψηλάφιζα, έβρισκα φιστίκια! Επικρατούσε μία διαπεραστική μυρωδιά νικοτίνης από τα ποτισμένα πακέτα. Διψούσα και ήθελα να ξεράσω. Σκαρφάλωσα και βγήκα στην πρύμνη της Μαρίκας Μ, που είχε γίνει ένα με την ακτή.
Ένα τσούρμο ξυπόλητα μαυράκια έτρεχαν πάνω κάτω κρατώντας τα πολύτιμα σακουλάκια του αδικοχαμένου Νίονιου. Καλή του η ώρα.
Περπάτησα πάνω στη λευκή χοντρή άμμο. Προσπέρασα τα πιτσιρίκια. Ένα πράσινο παμπάλαιο φορτηγό ήταν σταματημένο. Οι τύποι φαίνονταν εργάτες που έκαναν διάλλειμα. Με πλησιάζει ένας τρομακτικός τύπος. Δύο μέτρα, πετσί και κόκαλο. Χαμογέλασε και με καλωσόρισε.
«Monsieur estranger! Bienvenue a Senegal.»
Γ@μώ την ατυχία μου! Και επέμεναν τότε: «Πιάνο και Γαλλικά». Που να το φανταστώ;
«Σενεγκάλ! Γες. Yousou N’Dour, Salif Keita, Ismael Lo. Όμορφα!»
«Tourist…», με κοίταξε με λύπηση και έκανε να φύγει προς τους δικούς του.
«Περίμενε! Γουέιτ. Νίονιος ιζ ντεντ…»
«Nionios?»
«Άσε μεγάλη ιστορία. Πήνατς. Σηκώνει τσιγάρο..», κοίταξα την τσέπη στο πουκάμισο του.
«Cigarette? No Nionios. Marlboro!»
Κάτσαμε με τους υπόλοιπους στη σκιά. Μου μιλούσανε, μα δεν καταλάβαινα Χριστό. Όταν υπέθεσα πως ψάχνουν να μάθουν από πού βαστάει η σκούφια μου, έκανα παιχνίδι. Και άρχισε πάλι το «me Jane, you Tarzan» με χειρονομίες.
«Εγώ … Μουά… Έλληνας. Ελλάς… Greece… Greco… Griechenland… Ynan… Αλιάγας… Βέφας Χάουζ… », ότι θυμόμουν έλεγα
Συνεδρίασαν. Γυρνάει έντρομος ο ψηλέας. Με κοιτάζει στα μάτια.
«Grec;»
«Ναι ρε φίλε! Μπράβο», ενθουσιάστηκα.
Όμως κόπηκε γρήγορα η χαρά. Σηκώθηκαν και κράτησαν απόσταση σαν να είχα λέπρα. Αχ Ελλάδα, όπου κι αν βρεθώ με πληγώνεις! Μιλούσαν συνωμοτικά και χαμηλόφωνα.
«Μανουέλ…», μόνο αυτό μπόρεσα να επεξεργαστώ.
Έπειτα, ένας βγάζει ένα κινητό και μιλάει ανήσυχος Σωπαίνει και ακούει υποτακτικά την άλλη άκρη. Ήρθε προς το μέρος μου και μου το έδωσε.
«Ναι… Ουί… Ποιος;», αποκρίθηκα στο άγνωστο
«Τι Ουί ρε π@πάρα. Έλληνας είσαι;»
«Μάλιστα. Ναυάγησα προσφάτως. Βρίσκομαι στη Σενεγάλη.»
«Τι μου λες; Εγώ μένω στο Ντακάρ. Κι αυτό Σενεγάλη είναι. Εσύ είσαι κοντά στη Λακ Ροζ, μια λιμνοθάλασσα. Έχω δικές μου αλυκές εκεί.»
«Χαίρομαι πάρα πολύ. Εις ανώτερα. Ίσως … λέω ίσως … να μπορέσετε να με βοηθήσετε την δεδομένη χρονική στιγμή …»
«Μην γλείφεις. Θα σε βοηθήσω. Από πού είσαι;»
«Μυτιληνιός. Αλλά σύντομα …»
«Την καταδίκη μου μέσα. Γκασμάς! Γύρισα όλο τον κόσμο για να ξεφύγω από εσάς. Βρε! Μέχρι την Σενεγάλη έφτασα. Με ακολουθείτε παντού;»
«Συγνώμη. Κατά λάθος έγινε. Ακούστε κύριε … δεν είμαι πολύ καλά.»
«Έλα ρε. Σιγά τα’ αυγά. Τάβλι ξέρεις;»
«Ξέρω, αλλά …»
«Όμορφα. Είσαι τυχερός. Αν έβγαινες λίγο πιο πάνω, οι Μαυριτανοί αντάρτες θα σε κρεμούσαν ανάποδα και θα σου έκοβαν τα αρχ…»
Γέλασα στον πανικό μου.
«Και αν δεν έρθεις από το σπίτι να παίξουμε μια παρτίδα, σου υπόσχομαι να στα κόψω εγώ. Παλιογκασμά!»
«Εντάξει. Να’σαι καλά. Αλλά πως;»
«Δώσε το τηλέφωνο στον ψηλό. Θα τα κανονίσω όλα. Άντε! Bienvenue a Senegal.»
Για πρώτη φορά ένιωσα ασφάλεια. Ηρέμησα.
Ανέβηκα στην μισογεμάτη από αλάτι καρότσα του φορτηγού μαζί με τους εργάτες και τα πιτσιρίκια. Απομακρυνθήκαμε από την θάλασσα. Η χοντρή άμμος έγινε έρημος και η έρημος μετατράπηκε σε σαβάνα με τα περίεργα δέντρα. Μπαομπάμπ μου τα είπανε. Μεγάλα, με φουσκωμένο κορμό και ράστα κλαδιά. Ατέλειωτη διαδρομή. Τα μικρά τραγουδούσαν ακαπέλα ένα σκοπό και τρώγανε φιστίκια. Οι υπόλοιποι καπνίζαμε σαν αράπηδες.
Μ’ αφήσαν σε έναν ερειπωμένο σταθμό τραίνου. Μου έβγαλαν ένα εισιτήριο, μου άφησαν ένα πακέτο τσιγάρα και εξαφανίστηκαν.
Περίμενα ώρες τον καρβουνιάρη. Μόνος. Δεν με πλησίαζε κανείς
Το τραίνο έφτασε. Ανέβηκα σε ένα ξύλινο βαγόνι. Ψηλά. Σφύριξε και διασχίσαμε την ενδοχώρα. Χώμα κόκκινο. Σαν ένα απέραντο γήπεδο τένις. Ένα απόλυτα άδειο τοπίο, που όμως σε γέμιζε εσωτερικά κατευθείαν.
«Εδώ πρέπει γεννήθηκαν τα μπλουζ.», σκέφτηκα
Και σκόνη, πολύ σκόνη.

Τέρμα. Σταθμός Ντακάρ. Πολυκοσμία και ρέγγε ζωντανά χρώματα.
«Ποιος είσαι ρε Γκασμά;;;», έγραφε ένα χαρτόνι που κρατούσε ένα γορίλας ντυμένος σαν το Μάτριξ.
Τον πλησίασα και του τράβηξα το μανίκι. Μου έκανε χειρονομία να τον ακολουθήσω. Σε λίγα λεπτά το ακριβό γερμανικό αμάξι με άφησε μπροστά σε ένα απίθανο σπίτι.
Από κατεργασμένη πέτρα και άφθονο ξύλο. Ένα σπίτι βγαλμένο από θεματικό πάρκο του Ντίσνει. Φτιαγμένο σαν ένα λιοντάρι που βρυχάται, κοίταζε από ψηλά ένα νησάκι, από την άκρη του γκρεμού. Τεράστιο και κιτς, μα τρομερά επιβλητικό.
«Άντε ακόμα!», ακούστηκε η φωνή του ευεργέτη μου από το υπερπέραν.
«Ωραία είστε εδώ!», φώναξα χωρίς να την έχω εντοπίσει.
«Αφρικανικό Φενγκ Σουι! Έλα μέσα…»

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: