Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Πρωταπριλιάτικη Ραδιοφωνία (πρώτο)

Κατέβηκα στο σταθμό του ηλεκτρικού και ακολούθησα τις κατευθύνσεις που έδωσε ο Αριστείδης στο τηλέφωνο. Διέσχισα την Ανδρομάχης για να στρίψω αριστερά προς την Πολίχνης, στο ύψος του Βερόπουλου.
«Στα εκατό μέτρα θα δεις τη πινακίδα, τρίτος όροφος», είχε πει.
Κοιτούσα τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών μήπως και την εντοπίσω. Πόσο δύσκολο ήταν να ανακαλύψω την ταμπέλα της «Πρωταπριλιάς» σε μια περιοχή που υπήρχαν μονάχα διαμερίσματα;
Κι όμως...
Με το βλέμμα να πλανάται ψηλά, έφτασα στο τέλος της οδού δίχως να τα καταφέρω. Έκανα μεταβολή και συνέχισα τη προσπάθεια με μεγαλύτερη σχολαστικότητα. Ώσπου σε μία είσοδο, πρόσεξα μια τεράστια πινακίδα με το logo του σταθμού. Σε κιτρινωπό φόντο, δυο δάχτυλα σταυρωμένα και το «απριλιά» ολογράφως.
Ολόκληρη πολυκατοικία; Ένας νέος, underground ραδιοφωνικός σταθμός που ακούγεται αποκλειστικά στο internet, να στεγάζεται σε τρεις ορόφους;
Και να σκεφτεί κανείς πως ο Άρης, οι λοιποί συνέταιροι αλλά και οι περισσότεροι συνεργάτες του σταθμού ήταν όλοι τους εργαζόμενοι σε έντυπα και ραδιόφωνα που έκλεισαν ή προέβησαν σε μαζικές απολύσεις εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Έμπειροι επαγγελματίες που σχεδόν στα ξαφνικά έχασαν τις δουλειές τους, έμειναν απλήρωτοι για αρκετούς μήνες και έπρεπε αναπόφευκτα να προχωρήσουν σε αναζήτηση νέου εργοδότη.
Αν δεν υπάρχει διαφήμιση και αν μειώνεται η αναγνωσιμότητα, ο ήδη κορεσμένος τύπος στη χώρα μας είναι ξεγραμμένος, τόσο στα έντυπα όσο και στα ηλεκτρονικά μέσα. Μια ξαφνική μείωση στους διαφημιζόμενους ή εξαφάνιση των καλοπληρωτών πελατών μπορεί να βραχυκυκλώσει το σύμπαν. Και μάλλον αυτό έγινε σε βάθος χρόνου, μέχρι που αρκετά γνωστά έντυπα και σταθμοί έφτασαν στο απροχώρητο.
Πολύς κόσμος που θυσίαζε το πενιχρό μεροκάματο με την ελπίδα πως κάποια στιγμή η κατάσταση θα επανέλθει σε υποφερτά επίπεδα, βρέθηκε τελικά στην ανεργία με χρωστούμενα αρκετά δεδουλευμένα.
Σε αυτή τη κατηγορία άνηκε και ο Άρης, ονομαστός αρθρογράφος σε μια εφημερίδα που έκλεισε νύχτα, αφήνοντας τον ξεκρέμαστο και απλήρωτο για ένα εξάμηνο, όσο διήρκεσε η ψυχοφθόρος διαδικασία του «κλείνω-συνεχίζω».
Δυο δεκαετίες κόντευε εκείνος στα έντυπα, όχι μαλακίες. Μια τακτική στήλη και κάμποσες συνεργασίες του εξασφάλιζαν τα απαραίτητα για να τα βγάλει πέρα. Ίσως για πρώτη φορά στη καριέρα του βρέθηκε στον άσο. Με οικογένεια, νοίκι και πόσα δάνεια να τρέχουν. Τέτοια άκουγα και έπαιρνα κουράγιο.
«Υπάρχουν πολύ χειρότερα» κατέληγα.
Πάνω κάτω, στα ίδια και οι υπόλοιποι. Άφραγκοι και χρεωμένοι, δίχως εισοδήματα μ’ ένα μάτσο υποχρεώσεις να τους κλέβουν τον ύπνο. Από δίπλα, νέα φυντάνια που θυσίασαν τις σπουδές τους για τη δημοσιογραφία και βρέθηκαν σε μια ανύπαρκτη αγορά εργασίας. Μονάχα πλήρη απασχόληση με ψίχουλα υπήρχε για εκείνους και αυτό υπό προϋποθέσεις.
Φριχτές συνθήκες, πραγματικά. Το ταμείο των δημοσιογράφων ανήκει στα πιο υγιή από οικονομικής πλευράς, μου εξηγούσε ένας άλλος φίλος. Ίσως επειδή πρόκειται για ένα επάγγελμα με υψηλό ποσοστό θνησιμότητας ασφαλισμένων πριν τη σύνταξη. Μόνιμο άγχος, απάνθρωπο ωράριο αλλά όνειρο ζωής, αυτό θα πουν πολλοί αν ρωτήσεις.
Παρατηρούσα το τριώροφο κτίσμα και κάτι δεν έστεκε. Εφόσον είχαν ψήσει κάποιο αφελή επενδυτή να τους τα σκάσει, ίσως να κολλούσε. Όμως γνώριζα εκ των προτέρων ότι η «Πρωταπριλια» δημιουργήθηκε με το υστέρημα όλων εκείνων που βρέθηκαν στην απ’ έξω. Άνθρωποι της πιάτσας, αποκλείεται να ξανοίγονταν τόσο, ειδικά σε μια τόσο δύσκολη εποχή για εκείνους.
Κάτι διαφορετικό έπαιζε και είχα τεράστια περιέργεια να το ανακαλύψω.
Προχώρησα προς το εσωτερικό μέχρι το θυρωρείο. Αντί για ρεσεψιονίστ ή έστω ένα σεκιουριτά στην τρίχα, συνάντησα δυο νεαρούς με μαύρα t-shirt που χαμήλωσαν αμέσως τη μουσική για να δουν τι ζητάω από τα μέρη τους. Μόλις τους γνωστοποίησα πως είχα ραντεβού με τον αρχισυντάκτη, εκείνος στην εσωτερική πλευρά του πάγκου, σκούπισε τα χείλη του με την παλάμη ανάποδα για να εξαφανίσει τα απομεινάρια τυρόπιτας που κατανάλωσε λίγο πριν.
Αφού κατάφερε να αδειάσει από τη βιαστική τελευταία μπουκιά, παραμέρισε μερικές στοίβες από φυλλάδια για να σηκώσει το ακουστικό.
Αμφιβάλω αν υπήρχε ιεραρχία εκεί μέσα, παραήταν χύμα το όλο περιβάλλον. Όμως, παρά τα πρώτα σημάδια, ακούγοντας τον πιτσιρικά να απευθύνεται στον Άρη σαν να επρόκειτο για κεφάλι πολυεθνικής, συνειδητοποίησα πως όπου και αν είχα φτάσει, κάτι πρωτοποριακό συνέβαινε. Το κλίμα θύμιζε περιοδικό μόδας, αν βέβαια αφαιρέσεις τις δήθεν ατάκες και τη ψεύτικη γκλαμουριά.
Μου υπέδειξε τον τρίτο όροφο για να ξεκαρδιστεί μόλις ρώτησα που βρισκόταν το ασανσέρ. Το κτήριο φαινόταν ολοκαίνουριο, αλλά δεν αποκλείεται να ήταν από τα αρχαιότερα στη γειτονιά. Έτσι, μάζεψα δυνάμεις και ανηφόρισα...
Σε κάθε όροφο, έριχνα ματιές. Κόσμος σε διαρκή κίνηση να κρατά χαρτιά, τηλέφωνα να χτυπούν ασταμάτητα και βαβούρα από συζητήσεις να έρχεται από διαφορετικά σημεία. Πρέπει να μέτρησα κοντά στα σαράντα κεφάλια. Ακόμη και αν οι μισοί ήταν εργαζόμενοι, η «Πρωταπριλιά» φαινόταν να έχει δυσανάλογα λειτουργικά για το μέγεθός της.
Όταν τα κατάφερα ως πάνω, βρέθηκα σε ένα μεγάλο χώρο, απαλλαγμένο από τοίχους. Έναν ενιαίο χώρο, με πολλά γραφεία, υπολογιστές και ακριβά μηχανήματα. Ο τελευταίος που ζάλισα μου έγνεψε προς το βάθος και πράγματι, κάπου εκεί εντόπισα τον Άρη. Πνιγμένος στον χαρτοπόλεμο και διαρκώς με το ακουστικό στο χέρι. Ήταν της παλιάς σχολής, σιγά μη χρειαζόταν hands-free.
Τον πλησίασα, έκλεισε βιαστικά και σηκώθηκε απότομα για να με πλησιάσει. Πριν προλάβω να τον χαιρετήσω, με χτύπησε ελαφρά στον ώμο, ακούστηκε ένα ασθμαίνων «πάμε» και με προσπέρασε. Τον ακολούθησα με μερικά βήματα απόσταση. Πήγα να του πω κάτι για να σπάσω το ακοινώνητο του θέματος αλλά διαρκώς αντάλλαζε κουβέντες με περαστικούς στις σκάλες. Ενάμισι όροφο παρακάτω, γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω για να απολογηθεί.
«Δεν θα μας άφηναν να μιλήσουμε εδώ μέσα», είπε και συνέχισε.
Μάλιστα...
Ενώ περίμενα κάποιο μικρό γραφειάκι, καταχωνιασμένο σε ελάχιστα τετραγωνικά, είχα βρεθεί μπρος σε ολόκληρο δημοσιογραφικό μέγαρο. Αυτό της Πρωταπριλιάς.
Βγαίνοντας, ο Άρης ειδοποίησε τους νεαρούς πως θα απουσιάσει για καμιά ωρίτσα. Πρότεινε να καθίσουμε στο συνοικιακό μαγειρείο, ακριβώς απέναντι. Ήταν ακόμη νωρίς και δεν είχε πελάτες. Τον βόλευε πολύ, μιας και από το τραπέζι κοντά στο τζάμι, διατηρούσε οπτική επαφή με την είσοδο των γραφείων.
Ζήτησε καφέ σε ένα άδειο μαγαζί που μύριζε παστίτσιο και λαδερά, στιγμές πριν γίνουν διαθέσιμα στους πελάτες.
Είχαμε όση ησυχία χρειαζόταν, αμελητέα εξαίρεση τα μαχαιροπήρουνα που τακτοποιούσε ο υπάλληλος μια στις τόσες. Ήρθε καφές και ο Άρης επιτέλους έδειξε να βρίσκεται μαζί μου και όχι κάπου αλλού.

(συνεχίζεται)