Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007

Exit Πο8 : Άγιος Βασίλης

Το γκάλοπ του Δεκεμβρίου
Για το αρχείο.

Στην ερώτηση «Πιστεύετε στον Άγιο Βασίλη ;» απαντήσατε:

Ναι αμέ : 73 ψήφοι (32 %)
Όχι δα : 19 ψήφοι (8 %)
Δεν τον είδα / Δεν τον ξέρω : 86 ψήφοι (37 %)
Εγώ είμαι ο Άγιος Βασίλης : 52 ψήφοι (23 %)
Τα σχόλια από κάτω.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2007

Κο3μοΠό8: Stephen Marley

Ο Μπάμπης ο Μάρλευ είχε επισήμως πολλά παιδιά. Για την ακρίβεια δεκατρία! Αυτό δε σημαίνει πως όπου έβρισκε φως έμπαινε. Όχι.
Τρία τα έκανε με την γυναίκα του την Ρίτα βεβαίως. Άλλα δυο τα είχε καβάτζα η Ρίτα από προηγούμενους δεσμούς ενώ τα υπόλοιπα.... οκτώ τα έσπειρε από εδώ και από εκεί! Μπράβο στο κουράγιο του, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας σήμερα.
Όπως συμβαίνει στους περισσότερους γόνους θρύλων, σχεδόν όλα τα τέκνα του Μάρλευ ακολούθησαν (εξαργύρωσαν) το όνομα που είχε ο πατέρας τους στην πιάτσα.
Αυτός που ξεχώρισε κάπως είναι ο Ζίγκης ενώ κάτι πήγαν να κάνουν και ο Δαμιανός και ο Ιούλιος των Μάρλευ. Όχι πολλά πράγματα πάντως και τα λίγα που ξεχώρισαν ήταν διασκευές του αείμνηστου. Είναι δηλαδή σαν να εμφανίζεται κάποιος Γιωργάκης στη συντονιστική και να είναι για σφαλιάρες, οπότε για να σώσει το τομάρι του θα πετάξει ένα «Ανδρέας» και θα χειροκροτήσουν τα συντρόφια.
Τόσο χάλια το σόι των Μαρλεάδων, λίγο καλύτερα από αυτό των Παπανδρέου. Όμως επειδή είναι ιεροσυλία να συγκρίνω κοτζάμ Μπάμπη με τον Μιμίκο, ας κλείσει η παρένθεση.
Μια τοσοδούλα λεπτομέρεια, όλα τα Μαρλεάκια είναι Αμερικάνοι πολίτες (θα μου πεις και τα άλλα τα....) με τα Thanksgiving και τα 4th of July. Στις Σιχαμένες Πολιτείες γεννήθηκαν και εκεί ζουν ακόμη. Οπότε κανείς δεν περίμενε να κάνουν παπάδες, παρά μόνο αρπαχτές.
Σε αντίθεση με τους αδερφούς του, ο Στέφανος ξεκίνησε σεμνά και ταπεινά, δίχως τις φιλοδοξίες και τα καραγκιοζιλίκια των υπολοίπων. Ήταν μουσικός παραγωγός και αναλάμβανε την επιμέλεια δίσκων. Επειδή ως γνωστό, η δουλειά του δεν απέδιδε τα εκατομμύρια, πήρε κι αυτός τον κακό τον δρόμο.
Έτσι, την περασμένη άνοιξη «ένας ακόμη Μάρλευ» κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο “Mind Control”. Το αλμπουμάκι κέρδισε για την πλάκα του πέντε βραβεία Grammy και συγκαταλέγεται ως ένα από τα καλύτερα του 2007, όχι μόνο στον χώρο.
Αν και η έννοια του album έχει εκφυλιστεί με το παγκόσμιο ιστό, ας θεωρηθεί πως το “Mind Control” ανήκει στα 4-5 δισκάκια που μου άρεσαν φέτος.
Άκουσα για πρώτη φορά το ομώνυμο κομμάτι αρχές καλοκαιριού στον ράδιο και μανιωδώς ξεκίνησα να μαζεύω και τα υπόλοιπα όπου τα εύρισκα.
Σε γενικές γραμμές, η πλειοψηφία των τραγουδιών παραπέμπει ευθέως στον ήχο του μπαμπά, ενώ αν είχε προσεχθεί σε κάποια σημεία και ο στίχος θα έκανα αναφορά για αριστούργημα.
Ο Στέφανος είναι εμφανώς παιδί του πατέρα του. Στη φωνή, στην γκάμα των τραγουδιών (κλαψιάρικα, πολιτικά, ρασταφάρι), στα πάντα. Ή τουλάχιστο τον έφτιαξαν έτσι και το αποτέλεσμα βγήκε υποφερτό. Γιατί όπου υπάρχει ζήτηση, εμφανίζεται και η αντίστοιχη προσφορά.
Για να μην φλυαρώ αδίκως, θα σταθώ σε μερικά τραγούδια και θα κλείσω.
“Mind Control” – Ιδανικό για αντι-global πανηγυράκια, μετά τον Μανωλάκη τον Τσάο, τα ταγάρια και τους μπερέδες. Ένα κομμάτι που ονομάζεται «Πλύση Εγκεφάλου» δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικό. Περιέχει εύηχα τσιτάτα με αγαπημένο μου το “corruption of your thoughts, destruction of your soul”.
“Iron Bars” – Με την συμμετοχή του Ιουλίου Μάρλευ. Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες. “Let me out, let me out, I’m an angry lion”. Λίγο dancehall αλλά παλεύεται.
“Lonely Avenue” – Για ξενύχτια νταλκαδιάρικα. “Stand in love, don’t fall in love!”
“Fed Up” – Μερικές φορές σε πιάνουν οι τύψεις.
“Inna di Red” – Καθαρό ρασταφάρι κομμάτι. Δύσκολο να καταλάβεις καθαρά τι λέει ο ποιητής. Κι αν κάποτε τα καταφέρεις, δεν λέει και πολλά πράγματα! Πιάνει τα Τζα και κάπου λέει ένα πετυχημένο:
“None shall escape Jah judgment / Jah judgments gonna call on you”
Όλα αυτά τα γραφικά που έκαναν την Ιαμαική γνωστή δηλαδή. Επίσης κλαψιάρικο αλλά ακούγεται.
Υπάρχουν και αρκετά άλλα που πιθανόν να τραβούσαν την προσοχή σας, όπως το “Traffic Jam” μαζί με τον Δαμιανό, το οποίο είναι καθαρά dancehall, αλλά αυτά δεν μου αρέσουν, οπότε...
Εκτός του “Mind Control”, Υπάρχουν δυο κομμάτια τα οποία γουστάρω κάμποσο και με την ευκαιρία να τα προσθέσω:
“Chase Dem” – κομμένο και ραμμένο για εκλογές, για παραλία και για κάψιμο! Από τα αγαπημένα μου.
“In Love with you” – ντουέτο με την Erykah Badu, για μέλωμα.
Να σας δώσω τους στίχους από τα τραγούδια του Mind Control.
Και να κλείσω εδώ, μιας και τα μουσικά δεν τα διαβάζει κανένας!
Πάντως, ο Στέφανος των Μάρλευ είναι καλός!

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007

Σιωπηλό χωριό

Γαλοπούλειο ζέσταμα & επανένταξη.
Μια παραβολή έχω για σήμερα. Δανεική, ένας θεός ξέρει από ποιόν και από πότε. Αν δεν σας την έχω αναφέρει εκ του σύνεγγυς, έφτασε ο καιρός να την μοιραστώ με τα καλώδια ως μεσολαβητές.

Περίοδος μετά τον εμφύλιο. Η Ελλάδα χαρακωμένη από μίσος και ερωτηματικά. Ακόμα και αν δεν ήταν έτσι, σίγουρα ήταν γεμάτη ορφανά. Ένα από αυτά κατέληξε υπό την εποπτεία ενός ερημίτη μοναχού, σε ένα μικρό μοναστήρι κάπου στην ορεινή ενδοχώρα.
Όχι μακριά, υπήρχε ένα χωριό όπου ο μοναχός επισκεπτόταν τακτικά για ν’ αγοράσει προμήθειες. Λιγομίλητος, δεν είχε κουβέντες με κανέναν. Αφού μάζευε τα αναγκαία για την επιβίωση και τη φροντίδα του μικρού επέστρεφε χωρίς να γνωρίζουν οι χωρικοί ποιος ακριβώς έμενε στο απομονωμένο μοναστήρι.
Ο πιτσιρίκος μεγάλωσε στα πρότυπα του κηδεμόνα του. Όταν έφτασε σε θέση να μπορεί να ξεμυτίσει αυτόνομα, ο μοναχός του ανέθεσε να πηγαίνει εκείνος για τις προμήθειες στο χωριό. Έτσι, κάποια μέρα εμφανίστηκε ξαφνικά με το γάιδαρο στην πλατεία του χωριού.
Τον ρώτησαν τον σκοπό της παρουσίας του εκεί, αλλά αυτός είχε μάθει να μην μιλάει. Παραξενεύτηκαν και προσπαθούσαν να ξεγελάσουν την περιέργειά τους παρατηρώντας τον πιτσιρίκο να φορτώνει τα σακιά στο ζωντανό. Τότε, κάποιος διαπίστωσε πως το γαϊδούρι άνηκε στον μοναχό.
Δίχως τις απαιτούμενες απαντήσεις, οι κάτοικοι του χωριού ψιθύριζαν μεταξύ τους ότι μπαρούφα είχαν εύκαιρη. Για να καταλήξουν στο άκυρο συμπέρασμα πως ο μικρός απέναντι τους διατηρούσε απρεπείς δεσμούς με τον μοναχό.
«Σε πήδηξε ο παπάς!» ξεστόμισε ένας από το πλήθος.
Οι υπόλοιποι ξέσπασαν σε γέλια και επαναλάμβαναν τη φράση. Ο πιτσιρίκος κινήθηκε προς το μέρος τους, όμως όταν αντιλήφθηκε πως σταδιακά όλοι υιοθετούσαν την μαλακία που άκουσαν, το μετάνιωσε και ντροπιασμένος γύρισε πίσω στο μοναστήρι.
Ο μοναχός τον ηρέμησε και του συνέστησε να βρει το κουράγιο να τους αντιμετωπίσει. Εξήγησε πως πρόκειται για μια δυνατή δοκιμασία και για να καταφέρει να ορθώσει το ανάστημα έναντι των επικριτών του, θα έπρεπε να συνεχίσει να επισκέπτεται το χωριό.
Έτσι, την επόμενη φορά που χρειάζονταν προμήθειες, ο μικρός τράβηξε ξανά προς το χωριό. Μάταια έψαχνε λύση, καθώς οι χωρικοί συνέχιζαν το ίδιο τροπάριο.
«Σε πήδηξε ο παπάς!» φώναζαν όταν τον εντόπιζαν.
Εν χορό τον λοιδορούσαν μέχρι που τον ανάγκαζαν να φύγει. Εκείνος άλλοτε ένοιωθε μειονεκτικά και άλλοτε εκνευριζόταν. Όμως ουδέποτε έβρισκε τον τρόπο να αντιταχθεί σ’ ένα τσούρμο χωρικών που με τα λανθασμένα συμπεράσματα τους ξεσπούσαν στον ανυπεράσπιστο πιτσιρίκο.
Σε κάθε παρουσία του στην πλατεία, πρόσβαλαν λεκτικά τον παραγιό, ίσως επειδή με αυτόν τον τρόπο τους δινόταν η ευκαιρία να δείχνουν ενωμένοι παρά τις μεταξύ τους διαφορές και διαφωνίες.
«Σε πήδηξε ο παπάς!» ακουγόταν και όλοι μαζεύονταν στην πλατεία παραμερίζοντας στιγμιαία τη μιζέρια τους.
Ο μικρός αποτελούσε άλλοθι της μικροπρέπειας τους και δίχως διάθεση αυτοκριτικής τον έφερναν σε δύσκολη θέση και το διασκέδαζαν. Ένα βλακώδες συμπέρασμα είχε εξελιχθεί σε μια συνήθη και υποκριτική συμπεριφορά της κοινωνίας του χωριού. Οι επαναλαμβανόμενες προσβολές είχαν γίνει ο κανόνας και οι πάντες συμπεριλαμβανομένου του πιτσιρικά είχαν συνηθίσει.
Μέχρι που μια μέρα, όλοι ξέχασαν τις αφορμές και την χρησιμότητα αυτής της συμπεριφοράς. Αποφάσισαν να μην ασχοληθούν ξανά με τον μικρό, ασχέτως αν είχαν δίκιο.
Από την άλλη, ο πιτσιρικάς ανέβηκε στο γάιδαρο και τράβηξε για την πλατεία. Προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε πως παρά την πολυκοσμία, κανένας δεν γύρισε να του δώσει σημασία. Οι πάντες συνέχιζαν σιωπηλοί τις εργασίες τους.
Περίεργο. Έκανε έναν γύρο αλλά δεν συνέβη τίποτα. Τους χάζευε απορημένος όμως δεν τράβηξε ούτε ένα βλέμμα. Ούτε ψίθυροι, ούτε προσβολές.
Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Του φαινόταν αφύσικο. Άρχισε να προβληματίζεται. Δεν μπορούσε να διανοηθεί τους λόγους της έλλειψης επιθετικότητας. Τόσο καιρό είχε συνηθίσει να βρίσκεται στο επίκεντρο, όμως εκείνη τη στιγμή φαινόταν σαν να μην υπήρχε. Τα πήρε στο κρανίο!
Ξεκαβάλησε και κοντοστάθηκε στο κέντρο της πλατείας. Για πρώτη φορά άφησε να βγουν λέξεις από το στόμα του.
«Ναι ρε! Με πήδηξε ο παπάς!» γκάριζε.
Έδεσε τον γάιδαρο. Άφησε τα σακιά με τις προμήθειες και έφυγε δίχως να επιστρέψει στο μοναστήρι. Δεν τον ξαναείδε κανείς.

Πολλά θα μπορούσε να σχολιάσω. Αλλά ας βγάλει ο καθένας τα δικά του συμπεράσματα. Κατά καιρούς ξεθάβω την παραπάνω ιστορία, όχι απαραίτητα για όμοιες καταστάσεις. Είναι θέμα οπτικής κάθε φορά. Κάτι προέκυψε, οπότε με την ευκαιρία, σκέφτηκα μήπως την χρειάζεται και κανένας άλλος.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007

Καλά Χριστούγεννα

25η Δεκέμβρη 2007
Αν και διανύομε καιρούς όπου η παγκόσμια ειρήνη ισορροπεί κυριολεκτικά σε ένα κορδόνι - string, θα σας παρακαλούσα να παύσετε για λίγο να σκύβετε στα προβλήματα που παρενοχλούν τον ύπνο σας.
Να ορθώσετε το ανάστημά σας απέναντι στους καθημερινούς πειρασμούς και να αναλογιστείτε πως με τολμηρές αποφάσεις δίχως διακρίσεις θα καταφέρουμε να υποδεχθούμε όλοι μαζί ενωμένοι την χαρά που προσφέρεται ετούτη την Άγια ημέρα.

Κλείστε τα μάτια και θυμηθείτε πως:
- Στην Κωλομβία είναι καλοκαίρι αυτή την εποχή.
- Ο γαύρος θα παίξει με Τσέλση την άνοιξη.
- Η Ν@τασα Ρ@γιου είναι βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου.
- Άλλος ένας George Junior ορέγεται εξουσία.
- Την φλόγα του Πεκίνου θα ανάψει ένας «Κινέζος».
- Το Μικρό Χαριτωμένο είναι υπαρκτό πρόσωπο.
- Ο Πο8 φλερτάρει με την μαλάκυνση.

Σας αγαπάω (σχεδόν) όλους,
αλλά ας μην το κάνουμε θέμα.

Συνέβηκαν αρκετά, καθαρό μυαλό δεν υπάρχει.
Θα επανέλθω σύντομα.

Μέρες που είναι, κλείστε το γυαλί
και βγείτε καμιά βόλτα.

Εγώ έχω σε λίγο ραντεβού με το Πνεύμα.
Καλές γιορτές.
Tom Waits - Diamond In Your Mind
Αφιερωμένο!

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι

Στα χρόνια τα παλιά, στα χρόνια τα ανέμελα.
Οι νύφες οι ωραίες, οι θυγατέρες οι καλές έβγαιναν βόλτα τις Κυριακές. Με τις ομπρελίτσες για τον ήλιο και τα σοσόνια. Φορούσαν ανοικτά χρώματα, με τις δαντέλες και τα γάντια. Οι ευέλπιδες νέοι την είχαν στημένη στα παγκάκια και περίμεναν τον έρωτα να τους χτυπήσει την πόρτα.
Άλλοι καιροί, άλλα ήθη στα χρόνια του Αττίκ.
Το «χύμα» δεν είχε ανακαλυφθεί, οι ανάγκες διαχρονικές. Οι βαριεστημένοι νεανίες έτριβαν το ξερό τους να σκαρφιστούν τρόπο να προσεγγίσουν τον θηλυκό πειρασμό που καρτερικά ανεβοκατέβαινε την περαντζάδα.
Μετά τα πονηρά χαμόγελα και τα ραβασάκια, η πρώτη επαφή ήταν ένα αγκάθι. Με δειλές κινήσεις πλησίαζαν το αντικείμενο του πόθου τους. Εκείνη, με πόδια ερμητικά κλειστά, καθισμένη πλαγίως στο γρασίδι διάβαζε ένα βιβλίο που θα επέτρεπε να γίνει παιχνίδι στη συνέχεια.
Ο νέος αράδιαζε ένα κάρο ατάκες για να επιδείξει τη ρομαντική του πλευρά μέχρι το σημείο όπου εντελώς φτιαγμένη, η νεαρά έκανε ανήθικο νόημα με τις βλεφαρίδες και το ζευγάρι χανόταν στις φυλλωσιές.
Στα χρόνια τα ανέμελα, στα χρόνια τα παλιά.
Η ιεροτελεστία του ζευγαρώματος υπήρξε απαιτητική και περιπετειώδης. Κλειδί στην υπόθεση και την μελλοντική έκβαση του φλερτ, ο τίτλος του βιβλίου. Όσο πιο πονηρό, τόσο πιο γρήγορο το τίναγμα της ανθισμένης αμυγδαλιάς.

Επιστροφή στο σήμερα, στα χρόνια του Ντιβιντί.
Τα δεδομένα δείχνουν διαφοροποιημένα ως ένα βαθμό. Νύφες και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια. Η ουσία του φλερτ και η βαριεστιμάρα φαίνεται να παραμένουν σταθερές αξίες.
Η γυναίκα έπαψε να κακαρίζει στο γρασίδι, σήκωσε το τόξο και βρέθηκε στον ρόλο του κυνηγού. Όσο θηλυκά δεν το αντιλήφθηκαν ακόμη, είτε είναι εκτός συναγωνισμού, είτε εκτός πραγματικότητας, με σοβαρό ενδεχόμενο να ξεπεραστούν από τον χρόνο και την βαρύτητα.
Τα θέατρα του νυφοπάζαρου έχουν μεταφερθεί σε καφέ, μπαρ και για να μην παρασυρθώ σε κοινοτυπίες, σε κάθε περίπτωση όπου διασκεδάζει ο κόσμος σήμερα. Μια πρόσφατη εκδοχή των σημείων συνάντησης αποτελούν τα ίντερνετ καφέ.

Ο Άδωνις, ο ήρωας της αποψινής μας ιστορίας είναι πρόσωπο υπαρκτό. Για να καταπολεμήσει την ανυπαρξία του, επιλέγει να ξοδεύει ώρα μπροστά σε μια οθόνη, συνευρισκόμενος με όμοιους του και σε καμία περίπτωση έγκλειστος στους τέσσερις τείχους.
Με μια γρήγορη ματιά, ο Άδωνις δεν διαφέρει σε τίποτα από τα υπόλοιπα καγκούρια που λυμαίνονται τον χώρο. Όμως η εικόνα του διαφέρει αρκετά από την πραγματικότητα. Ο Άδωνις τυχαίνει να εργάζεται ανάμεσα σε δυο βιβλιοπωλεία. Αγαπημένη του συνήθεια, να αφιερώνει χρόνο σε αυτά, δίνοντας στυγνά το ένα στο άλλο! Στο ενδιάμεσο καταφέρνει με επιτυχία να επικοινωνεί με ανθρώπους καλλιεργημένους, εκκεντρικούς ή πνευματώδεις. Χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, χάρη σε μια ιδιάζουσα αντίληψη των πραγμάτων, έχει το προνόμιο να καταλαβαίνει οτιδήποτε είναι αποτυπωμένο σε απλή και κατανοητή γι’ αυτόν γλώσσα. Σχεδόν πάντα μπορεί να σου βγάλει off τη βαρεμένη μαντάμ με τα τρία ντοκτορά και τα επτά πτυχία. Αρκεί να είναι σε θέση να τα αποτυπώσει.
Ο Άδωνις έμαθε να χτυπάει τα πλήκτρα, μονάχα για να μπορεί να επικοινωνεί διαδικτυακά. Έφτασε να γνωρίζει τα πάντα, εκτός από ένα μικρό κουμπάκι κάτω δεξιά που έχει την τελεία!
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα καγκούρια γύρω του, ο Άδωνις δείχνει σοβαρός. Ενώ οι άλλοι κρύβονται στο καβούκι τους για να κατεβάσουν την τσοντούλα τους ή να αναλωθούν στα μπαμ μπουμ, ο Άδωνις είναι χαλαρός. Θα παίξει το τάβλι του, θα αναζητήσει μοναχικές ψυχές για chat. Τέλος πάντων, θα ασχοληθεί με κάτι αξιοπρεπές.
Μοναδική παραφωνία είναι πως πολλές φορές θα καθίσει να διαβάσει το παρών blog. Μάλιστα κυρίες και κύριοι! Ο Άδωνις είναι τακτικός αναγνώστης μου. Δεν θέλει κόπο, τρόπο θέλει, τα ξανάπαμε. Ήλπιζε πως κάποτε θα γράψω γι’ αυτόν. Και σήμερα τα κατάφερε.
Συχνά πυκνά θα βρει κάτι να διαβάσει. Κι αν πάλι ξενερώσει, θα γυρίσει να βρει κάποιο από τα παλιά και αγαπημένα. του
Έτσι και εκείνη την πρόσφατη βραδιά. Αντί να παίξει τάβλι και να κάνει chat, γύρισε στο thinkpo8. Η διαφαινόμενη τέταρτη συνέχεια του Ουώλτερμπερυ Κλιφς δεν είχε αναρτηθεί ακόμη. Βαριόταν.
Δίπλα του ένα άγνωστο γκομενάκι, φοιτήτρια που ξέμεινε μέχρι αυτή την εποχή στο νησί. Την είχε παρατηρήσει και νωρίτερα, πριν ασχοληθεί με το πως θα σκότωνε την δικτυακή του ώρα. Πρέπει να είχε μείνει κάμποσο.
Όταν ξανασήκωσε τα μάτια του από το γυαλί, η κοπέλα παρέμενε στην ίδια θέση. Την κέρασε καραμέλες αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να της πιάσει κουβέντα. Οι δυο πιγκουΐνοι κλείστηκαν ξανά στον κόσμο τους.
Ο κόσμος στο καφέ έδειχνε να αραιώνει. Τρεις κι ο κούκος, όμως και οι δυο φυλούσαν το πόστο τους. Ησυχία.
Ο Άδωνις, πικραμένος από τις μηδαμινές εξελίξεις στο thinkpo8, έψαξε και βρήκε δυο διαχρονικά αγαπημένα του κομμάτια. Το «Ρούνι το gourmet γουρούνι» και το «Ο Μουλάς,οι παρθένες και τα ξυραφάκια». Τα εκτύπωσε για να δείξει στον περίγυρο πως είναι ένας intellectual τύπος και όχι κανένας τελειωμένος που παίζει καραγκιοζάκια.
Ξεκίνησε να τα διαβάζει και να αναπολεί την πρώτη φορά που τα είχε πιάσει στα χέρια του. Γελούσε μόνος και δυνατά, διαταράζοντας την παγωμάρα που επικρατούσε στο άδειο μαγαζί.
Ήταν τότε, που για πρώτη φορά το γκομενάκι έπιασε κουβέντα στον Άδωνι και όχι το αντίστροφο. Τον ρώτησε τον λόγο που χαχάνιζε σαν κότα.
«Διαβάζω κάτι π@παριές», είπε και μοιράστηκε μαζί της τα χαρτιά.
Πιστός στην πρακτική του, δεν δίστασε να δώσει για άλλη μια φορά τον συντάκτη των κειμένων καθώς και τον τόπο εργασίας του.
Η κοπέλα πρέπει να γέλασε με τη σειρά της.
Ο πάγος μεταξύ τους είχε σπάσει.
Εκείνος πρότεινε να συνεχίσουν με ένα ποτάκι και δίχως αντιρρήσεις οι πιγκουΐνοι βρέθηκαν στο απέναντι μπαράκι να μπεκροπίνουν. Το ένα έφερε το άλλο κι έπειτα από πολλά ποτήρια έφυγαν για το διαμέρισμα.
Με το αλκοόλ να περιφέρεται, το ζεύγος ελευθέρωσε το κτηνώδες πόθο που έκρυβε και εξελίχθηκαν σκηνές απείρου κάλλους. Επικρατούσε πολικό ψύχος, οπότε μην παραξενευτείτε εάν ο κρυουλιάρης Άδωνις φόρεσε τσίτσιδος το γουναρικό και κουνώντας το χρυσαφικό παρίστανε τον κλώνο του Puff Daddy!
Λεπτομέρειες δεν ρώτησα. Πρέπει να είχε σεξ.

Πολλοί παρακαλούν να τους εντάξω σε κάποια από τις ιστορίες μου. Ο Άδωνις δεν αποτελεί εξαίρεση. Όμως όλοι μαθαίνουν πως δεν γράφω κατά παραγγελία. Δε μου βγαίνει. Παρά τα απανωτά Χ, εκείνος επέμενε να μου μοιράζεται ιστορίες, αληθινές ή μη. Με την ελπίδα πως κάποια μέρα θα άλλαζα γνώμη.
Δεν θα τα είχε καταφέρει, παρά τον καφέ που κέρασε, δείγμα πως η εξιστόρηση του πλησίαζε στην πραγματικότητα. Το αντιλαμβανόσουν από την ευθυμία που κουβαλούσε μαζί με τον δίσκο.
Ίσως να έχασε λίγο στον ρεαλισμό ή στην μεταφορά του, αλλά το σκηνικό μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Επειδή μου παρουσιάστηκε μια εντελώς διαφορετική πτυχή.
Υπολόγιζα πως μερικά κείμενα μπορεί να αρέσουν σε συγκεκριμένους κάθε φορά ανθρώπους. Όμως να είναι η αιτία να συνευρεθούν στο κρεβάτι, ομολογώ πως δεν το είχα καν φανταστεί.
Μάλιστα, έγινε και αυτό!
Πο8, ο συγγραφέας του έρωτα!
Άντε μετά να μην τη ψωνίσεις!
Last night a Rooney saved my life!
Την κοπέλα δεν έτυχε να τη δω ακόμα, μιας και το περιστατικό είναι φρέσκο. Ας την αφήσουμε όμως στην απ’ έξω. Ήδη πρέπει να τράβηξε πολλά.
Όσο για τον Άδωνι.
Είχες, δεν είχες με συγκίνησες μέρες που είναι.
Καλά Χριστούγεννα φιλαράκο.

Υ.Γ. Το κέρασμα που λέγαμε; Σαν τον Θεόφιλο με κατάντησες. Που ζωγράφιζε για ένα πιάτο φαγητό. Εγώ βολεύομαι και με ένα καφέ στην ώρα του!

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

Καρουζέλλης

“You can’t teach an old gas man new tricks”
Όταν έφτασαν οι κακοί ιμπεριαλιστές στο Κανταχάρ, προσπάθησαν να εκπολιτίσουν τους άγριους βουνίσιους Αφγανούς. Άντε τώρα να μάθεις εγγλέζικα φλωροπαίχνιδα στον τσοπάνο με την τρίχα την τραγίσια τη γυαλιστερή.
Τι τένις, τι rugby, τι κρίκετ, τι ποδόσφαιρο… τίποτα.
Λίγο πριν απογοητευτούν και φύγουν για άλλους τριτοκοσμικούς τόπους, τα παιδάκια της αυτοκρατορίας είπαν να ξεδώσουν στο σπορ της ελίτ.
Πήραν από τους ντόπιους άλογα, χωρίστηκαν σε δυο ομάδες, έστησαν δυο τέρματα και έβγαλαν τα μπαστούνια.
Ο Σερ Πρόκτορ πέταξε στη σέντρα ένα μπαλάκι που φυλούσε ευλαβικά… κάπου, τα καθαρόαιμα αφήνιασαν καθώς οι αναβάτες άρχισαν να το κυνηγούν μανιασμένα σε όλο το μήκος και πλάτος του οροπεδίου.
Μόλις αντιλήφθηκαν την κλοπή των ζωντανών, οι αξύριστοι έσπευσαν στα καλόπαιδα να τα ζητήσουν πίσω. Έγινε τσαμπουκάς μεγάλος και πρέπει να μάτωσαν μύτες (χωρίς τον λαιμό).
Για να σώσει το τομάρι του, ο Σερ Πρόκτορ εξήγησε πως το παιχνίδι λέγεται πόλο και τους το έμαθε κάποιος… Μάρκο Πόλο. Τότε οι τσοπάνηδες κοίταξαν τα τεφτέρια τους και διαπίστωσαν πως ο Μάρκο είχε αποκτήσει Αφγανικό διαβατήριο χρόνια πριν. Κατέληξαν πως όταν οι πρόγονοί τους έπαιζαν αυτό το πόλο, οι ασπρουλιάρηδες ζούσαν στα δέντρα και έτρωγαν βαλανίδια.
Τους αρκούσε για να χαρίσουν τη ζωή στον κλαψιάρη Σερ Πρόκτορ, που μάζεψε το μπαλάκι… κάπου και εξαφανίστηκε με τα μπαστούνια.
«Αφού έμαθαν τα άλογα πόλο, γιατί όχι και εμείς;» σκέφτηκαν.
«Χωρίς το μπαλάκι πως;» προβληματίστηκαν.
«Τη προβατίνα!» αναφώνησαν και συμβιβάστηκαν.
Και έτσι έγινε. Έκτοτε οι τραγοτρίχιδες σημείωναν το σκορ κάθε φορά που η προβατίνα περνούσε ολόκληρη τη γραμμή.
Με τα χρόνια το άθλημα εξελίχτηκε. Όταν η τιμή της προβατίνας ακρίβυνε, την αντικατέστησαν με κατσικάκι.
Συντηρητικοί και προοδευτικοί διαφώνησαν και η νομαδική φυλή διασπάστηκε. Σε προβατοπολίστες και κατσικοπολίστες. Οι αντιρρήσεις μετατράπηκαν σε μίσος και ξέσπασε εμφύλιος.
Κάποια στιγμή κάποιοι κέρδισαν και κάποιοι έχασαν.
Οι νικητές πολίστες εισέβαλαν στο Κανταχάρ και το κατέλαβαν από τους ηττημένους πολίστες. Η ανάγκη για μια νέα εθνική ομοψυχία ήταν επιτακτική. Πως θα έφταναν σε οριστική εκεχειρία οι δύο πλευρές; Με κατσικάκι ή με προβατάκι; Προς τι ο αλληλοσπαραγμός;
«Μην απελπίζεστε αδέρφια. Αφού ότι και να ρίξουμε στη σέντρα, θα το ξεσκίσουμε στο τέλος. Γιατί να μην παίξουμε με τον κυβερνήτη:::»
Ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος που με ακαριαία αντανακλαστικά επευφήμησε τον εμπνευστή της. Θεσπίστηκε ο τρίτος πόλος.
Ο (πρώην) κυβερνήτης του Κανταχάρ μια ζωή παρακαλούσε να ζήσει το παιχνίδι μέσα στο γήπεδο και όχι από τις κερκίδες. Το όνειρό του πραγματοποιήθηκε κατά το ένα δεύτερο. Μιας και από την καρωτίδα και κάτω ήταν μέσα, ενώ από τη καρωτίδα και πάνω περίμενε αλλαγή.
Προς στιγμή υπήρξε σύγχυση. Το άθλημα έδειχνε να διαφοροποιείται για ακόμη μια φορά. Αναζητούσαν ένα νέο όνομα για ν’ αντικαταστήσουν τα αποσχιστικά παλαιά. Το αδόκιμο «Κυβερνοκανταχαροπόλο» ζάλιζε και δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να υπερκαλύψει το «κατσικοπόλο» ή το «προβατοπόλο».
Η λύση ήρθε πάλι από τους θεατές που απεγνωσμένα περίμεναν τον αγώνα να ξεκινήσει και το κοράκι να σφυρίξει.
«Πες το Καρουζέλ’ να τελειώνουμε»
Όλοι συμφώνησαν πως επρόκειτο για μια στρατηγικής σημασίας πρωτοβουλία στην επαναπροσέγγιση με τον Δυτικό Πολιτισμό.
Το κοράκι πέταξε ακριβοδίκαια το κουφάρι στο κέντρο της ορεινής αλάνας και το παιχνίδι ξεκίνησε επιτέλους.
Δεν έχει σημασία ποιος κέρδισε, οι ομάδες ήταν μικτές.
Το Καρουζέλ’ ήταν αγώνας επίδειξης.

Αυτά για την ώρα.
Γιατί διαφορετικά αν είχα ασχοληθεί απόψε με τον Καρουζέλλη,
θα στεναχωρούσα κάποιους άλλους τσοπάνηδες.
Και δεν ταιριάζει με το κλίμα.
Που να στήνανε παγοδρόμιο οι αυθεντικοί «gas men».
Θα αναστέναζε η Ανταρκτική!
Το ξανάπαμε.
Δεν θα σας πηδήξω εγώ τις γιορτές.
Από αλλού θα το βρείτε καημένοι περαστικοί!

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

Στην αγορά του Al Vasili


(ακολουθεί μαγνητοσκοπημένο trailer)
Τι έκρυβε πραγματικά η σκιά των Διδύμων; ΄
Τι αποκαλύφθηκε μετά την Εντεκάτη;
Ποιός καλύπτει τον πραγματικό Al Vasili;
Γιατί τον διατηρούν ζωντανό;
Αν είστε καλά παιδάκια,
Αν κάνετε την προσευχή σας.
Η ΜΟΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΘΑ ΣΚΑΣΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ !!
Κρυφτείτε ή έστω προετοιμαστείτε!
Ο ΘΕΟΣ ΣΥΓΧΩΡΕΙ - Ο AL VASILI ΟΧΙ

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

Η Λέσχη του Ουώλτερμπερυ Κλιφς (μέρος τρίτο)

Ο Κάρλτον δεν κατάλαβε τι ακριβώς τον χτύπησε. Ούτε το γιατί. Καθισμένος στο γραφείο του έπιανε τα μάγουλά του. Από τα απανωτά χαστούκια του Σκάιλς είχαν γίνει κατακόκκινα.
Ο Δομίνικος με την μπλε φόρμα είχε ξαπλώσει κανονικότατα στον δερμάτινο καναπέ, που είχε την ίδια μοίρα με το πιτσιλισμένο χαλί. Πιάνοντας σταυρωτά τους ωμούς, ακουμπούσε στο πανάκριβο δέρμα με τους αγκώνες και χάζευε τον διευθυντή με ένα ναζιάρικο βλέμμα.
Μόλις ο Κάρλτον αντιλήφθηκε την παρουσία του, εκνευρίστηκε ξανά.
«Είναι η πρώτη φορά που θυμάμαι να λιποθυμώ, Ουίλκινς», τον αγριοκοίταξε.
«Είσαι τόσο κόκκινος πτωχέ μου μπαμπουίνε!»
«Θα σοβαρευτείς επιτέλους; Πόσο είσαι; Εξήντα; Εξηνταπέντε;»
«Δεν έχει σημασία.»
«Τι έχει σημασία για εσένα;»
«Ψυχραιμία Καρλτονάκο. Είσαι… είσαι… σαν τον κώλο της μαϊμούς!» του επισήμανε και λύθηκε μόνος του στα γέλια.
«Σε βαρέθηκα πια. Τη φάτσα σου… τα φράγκα σου… τη μαλακία που κουβαλάς… τα πάντα».
«Πρόσεξε τι λες. Γιατί μπορεί να πραγματοποιηθεί», σοβάρεψε ο λόρδος.
«Γιατί μας παίζεις όλους έτσι; Το χαίρεσαι;»
«Ως έναν βαθμό… ναι!»
«Είσαι από εκείνους που νομίζουν πως αγοράζουν τα πάντα με το πορτοφόλι τους! Όχι παλίοβλαχε! Τη μία μου κατουράς την είσοδο, την άλλη μου εμφανίζεσαι τσίτσιδος…»
«Εντάξει έγινες σαφής.»
«Σήμερα το παίζεις μπογιατζής! Τι άρρωστος παλιμπαιδισμός!»
«Χρωστάω μια εξήγηση. Αυτό είναι σίγουρο. Αλλά όχι επειδή παριστάνεις τον γυμνασιάρχη. Όχι…»
«Και οι λεφτάδες φίλοι σου; Και εκείνοι στο κόλπο;» τον διέκοψε απότομα.
«Σκάσε επιτέλους. Άσε με να σου εξηγήσω!», φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε με αποτέλεσμα να κοκκινίσει και ο ίδιος.
Επικράτησε σιγή. Ο Δομίνικος σηκώθηκε όρθιος και τους σέρβιρε από ένα διπλό ουίσκι. Μετακινήθηκε στην πολυθρόνα δίπλα στο γραφείο.
«Είχα σκοπό να σου πω τα πάντα. Για να κλείσει η ιστορία. Για να γνωρίζεις να τη διηγείσαι μέχρι το τέλος.»
«Ποια ιστορία;»
«Τελικά είσαι μεγάλος κόπανος. Σου αξίζει να φύγω και να μείνεις μια ζωή στο σκοτάδι», αντέδρασε.
Η ανάγκη του Κάρλτον να πάρει εξηγήσεις, έστω και αν προερχόταν από τα ακαταλαβίστικα του Ουίλκινς, τον έκανε να παραμερίσει τα νεύρα του και να σιωπήσει. Άκουγε πλέον με προσοχή.
«Για να το ξεκαθαρίσουμε, οι Τάρπλει και Σκάιλς δεν υπήρξαν ποτέ φίλοι μου. Δεν είχα ποτέ φίλους. Είναι οι διαχειριστές της περιουσίας μου.»
«Εννοείς πως οι πλουσιότεροι Εγγλέζοι επιχειρηματίες είναι υπάλληλοί σου; Τότε αυτό σε κάνει πάμπλουτο».
«Ζάμπλουτο για την ακρίβεια».
«Έχει διαφορά;»
«Για ένα πάμπλουτο; Τεράστια».
«Παρακάτω…»
«Μη μου λες παρακάτω, γιατί… πρόσεχε. Θυμάσαι μήπως πως γνωριστήκαμε;»
«Σαν να ήταν χτες».
«Ήταν μια μέρα πριν το ραντεβού σου. Με τους επενδυτές που θα πουλούσες το κωλοχανείο σου. Ή μήπως ξέχασες πως ήσουν καταχρεωμένος;»
«Θες να πιστέψω πως τότε παραλίγο να πουλήσω την ιστορία της οικογένειας μου σ’ έναν γεροπαράξενο με ζαρωμένα παντελόνια και ένα ξεσκισμένο αδιάβροχο;»
«Λίγο με νοιάζει. Και τότε και τώρα», ειρωνεύτηκε .
«Η ουσία είναι πως εκείνο το βροχερό βράδυ είχα φτάσει εδώ για να σε γνωρίσω».
«Να με ψυχολογήσεις για να έχεις το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις. Να επιθεωρήσεις το νέο σου απόκτημα. Το γνωστό…»
«Μπα, καμία σχέση. Εξάλλου ήταν τόσο μικρή επένδυση για τα δεδομένα μου. Ήσουν τόσο πνιγμένος που η εξαγορά δεν θα έπαιρνε πάνω από δέκα λεπτά. Ούτε καν θα παρευρισκόμουν εγώ. Άλλος ήταν ο λόγος που βρέθηκα εδώ».
«Δηλαδή;»
«Η περιέργεια καλή ώρα. Όμως πώς να το πω για να μη σε θίξω…»
«Τώρα σε πιάνουν οι ντροπές; Τόσα χρόνια με έχεις ξεσκίσει!»
«Καλά τότε… Δε μου λες ρε Καρλτονάκο, τώρα πια που τα βλέπεις εκ του ασφαλούς. Έχεις ακούσει ποτέ να χρεοκοπεί ένα καζίνο;;;;»
«Μην τα ισοπεδώνεις όλα», απάντησε ξεροκαταπίνοντας
«Έχω ακούσει για λουκέτο σε καζίνο για διάφορους λόγους. Ποτέ όμως λόγω χρεών!»
«Ίσως επειδή…»
«Δεν χρειάζεται να μου εξηγείσαι για τίποτα. Είχα μπροστά μου ένα βουνό από περιπτώσεις. Ομολογώ πως μόλις κοίταξα το καζίνο Μάγερς, λύθηκα στα γέλια. Μπράβο ρε μπαγάσα!»
«Και τι μ’ αυτό;»
«Σκέφτηκα πολλά. Ήθελα σαν τρελός να γνωρίσω από κοντά τον φωστήρα που πέτυχε το ακατόρθωτο! Ξέρεις κάνω συλλογή με φωτογραφίες μου δίπλα σε πολύ μαλάκες! Που να δεις εκείνη που έχω δίπλα στον Μπους! Συλλεκτική!», ξεράθηκε
«Δεν βγήκαμε κάποια φωτογραφία όμως».
«Θα μπορούσαμε χαλαρά. Ξενέρωσα όταν μου απαγόρεψαν την είσοδο. Δεν σου κρύβω πως τσαντίστηκα».
«Ευτυχώς που γνωριστήκαμε και γλύτωσα το ρεζιλίκι».
«Ειλικρινά δεν βοήθησες πολύ. Με το πάκο θα γνωριζόμασταν ούτως ή άλλως. Όμως, όταν μιλήσαμε συνειδητοποίησα τους λόγους εκείνους που σε οδήγησαν σε τόσο μεγάλη αποτυχία».
«Αν είναι να συνεχίζεις να μ’ εξευτελίζεις, θα προτιμούσα να σταματήσεις εδώ».
«Όχι, δεν είχε να κάνει με το πόσο έξυπνος είσαι. Όταν παρά την θηλιά στο λαιμό, προσπάθησες να με καλμάρεις, διαπίστωσα πως πράγματι ενδιαφερόσουν για τη δουλειά σου. Μονάχα που δεν το διάλεξες ο ίδιος από την αρχή».
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Το καζίνο χρειάζεται αρπακτικά. Και εσύ κάθε άλλο παρά αρπακτικό ήσουν. Δεν σου το έμαθε κανείς όταν έπρεπε. Ξαφνικά βρέθηκες στο τιμόνι ενός καραβιού που αδυνατούσες να κουμαντάρεις. Ήσουν καταδικασμένος από το καλημέρα».
«Και τι ήθελες να κάνω;»
«Ειλικρινά, δεν είμαι σε θέση να κρίνω. Αλλά μπορώ να σε καταλάβω. Επειδή, αν θες, βρισκόμουν σε παρόμοια κατάσταση κάποτε».
«Μάλιστα. Τώρα δένει. Θεώρησες πως με τη δύναμη των χρημάτων σου είχες αποκτήσει θεϊκά χαρακτηριστικά. Και διάλεξες να κάνεις πρακτική εις βάρος μου»
«Είσαι βλάκας, γνωστό! Παίρνεις τα πάντα εγωκεντρικά. Καημένε μπαμπουίνε! Δεν είχες καμία ελπίδα να επιβιώσεις. Ούτε στη φάμπρικά σου ούτε πουθενά».
«Φυσικά, εσύ είσαι ο Δομίνικος Ουίλκινς! Ο άνθρωπος που προβλέπει τα πάντα».
«Μακάρι να ήμουν αυτός που λες. Δεν είχα καμία απολύτως πρόθεση να ασχοληθώ με την περίπτωσή σου. Προέκυψε στην πορεία».
«Βέβαια, εσύ έψαχνες έναν φίλο κι εγώ ένα θαύμα».
«Κάπως έτσι. Μόνο που δεν έψαχνα έναν οποιοδήποτε φίλο. Χρειαζόμουν έναν φίλο αρπακτικό. Και τον βρήκα».
«Ο μικρός τι σου έφταιγε;»
«Σε τίποτα δεν έφταιγε. Παρά τις διαβεβαιώσεις μου, δεν έχαψες ποτέ πως θα έχανα όλα μου τα λεφτά εκείνο το βράδυ. Καλά έπραξες και μου έστειλες ότι πιο αδίστακτο είχες. Το ίδιο θα έκανα στην θέση σου. Δεν ήταν ο Χάρολντ Έλις που αναζητούσα. Περισσότερο ο χαρακτήρας του».
«Τον είδες σήμερα; Σου έμοιαζε με αδίστακτο; Ακόμη και αν τον βρήκες τότε, ο Χάρολντ κάθε άλλο παρά αρπακτικό κατάντησε».
«Αλλάζει ο άνθρωπος Καρλτονάκο. Ο μικρός άλλαξε αντίστροφα μ’ εσένα.. Μαλάκωσε».
«Αυτό ήθελες;»
«Ναι. Απόλυτα. Και σιγουρεύτηκα απόψε».
«Μπράβο. Εξαιρετική δουλειά», χειροκρότησε με αμηχανία.
«Παραλίγο. Φοβάμαι πως ξεφύγαμε λιγάκι στο τέλος, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το αναμενόμενο».
«Καζίνο Μάγερς, ένα σουπερμάρκετ ψυχών!»
Ο Κάρλτον δεν ήξερε αν έπρεπε να θυμώσει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να είναι ευγνώμων. Δίχως την παραμικρή υποψία, ανακάλυψε πως τόσο καιρό υπήρξε μια μαριονέτα στα χέρια του εκκεντρικού λόρδου.
«Ακόμη κι αν τα λεγόμενα σου στέκουν. Έπρεπε να σπαταλήσεις άσκοπα τρία χρόνια από τη ζωή σου για ένα ανόητο παιχνίδι. Και μπόλικο χρήμα. Προς τι; Για να επιβεβαιωθείς;»
«Περίπου. Απλά, μερικά πράγματα απαιτούν χρόνο».
«Όλο θεωρίες. Μα, πραγματικά! Θέλεις να πιστέψω όλες αυτές τις πίπες που μου αράδιασες;»
«Σήμερα έφτασε η ώρα».
«Για ποιο πράγμα;»
«Δυο όρους σου έθεσα. Τους οποίους τήρησες μέχρι τέλους. Σου ζήτησα εχεμύθεια και δεν με πρόδωσες. Όπως επίσης…»
«Τα πρωτοσέλιδα του Γκάρντιαν!»
«Α, γεια σου! Πες μου πως τα κράτησες!»
Ο Κάρλτον σηκώθηκε από την καρέκλα του και άνοιξε ένα συρτάρι του ξύλινου φοριαμού που βρισκόταν παραδίπλα. Ξέθαψε μια στοίβα από τα τσαλακωμένα πρωτοσέλιδα που ο Δομίνικος τύλιγε τα πάκα των εκατό χιλιάδων λιρών σε κάθε επίσκεψή του. Τα άφησε να σκορπίσουν στην άκρη του γραφείου.
«Μπράβο μπαμπουίνε! Πίστευα πως θα κρατούσες τον λόγο σου… Μέτρα τα τώρα!»
Αν και δυσανασχέτησε, ο διευθυντής ήταν σίγουρος πως για να μάθει τη συνέχεια, έπρεπε να ικανοποιήσει τις παραξενιές του Ουίλκινς. Άρχισε να μετράει σιωπηλά. Εκείνος έπαιζε με την τιράντα του, που είχε πια το άσπρο χρώμα της μπογιάς. Καθώς ο Κάρλτον έφτανε προς το τέλος, ο Δομίνικος ανοίγει τον μάρσιπο της φόρμας, έβγαλε ακόμη έναν πάκο και τον πετάει στη σωρό.
«Με αυτό χίλια. Σωστά;»
«Τώρα, ναι. Χίλια πρωτοσέλιδα», συμφώνησε ξετυλίγοντας το τελευταίο.
«Αυτό μας κάνει πάνω κάτω… ακριβώς εκατό μύρια λίρες».
Ο Κάρλτον διαπίστωσε για πρώτη ίσως φορά πως ο Δομίνικος είχε συνεισφέρει ένα τρομακτικά μεγάλο ποσό στο καζίνο.
«Και ήρθα να τα πάρω πίσω».
«Αυτό είναι αδύνατον Λόρδε Ουίλκινς», δαγκώθηκε ο κουστουμαρισμένος διευθυντής.
«Γιατί;»
«Τα λεφτά τα χάσατε στον τζόγο…»
«Ποια λεφτά βρε μπαμπουίνε;; Ήρθα να μαζέψω τα πρωτοσέλιδα μου!»
Η καρδιά του Κάρλτον γύρισε ξανά στη θέση της.
«Θες να αφήσω πειστήρια; Να λένε μετά πως ένα εκκεντρικός πλούσιος έχασε εκατό μύρια; Που; Στο ηλίθιο blackjack; Αμαρτία δεν είναι;»
Προσπέρασε το άφωνο διευθυντή και έπιασε τους χαρτοφύλακες που είχαν αφήσει οι Τάρπλευ και Σκάιλς. Τους άνοιξε για να διαπιστώσει πως δεν περιείχαν απολύτως τίποτα. Άρχισε να τοποθετεί μέσα τα πρωτοσέλιδα.
«Τόση φασαρία απόψε. Για τόσα ανύπαρκτα χιλιάρικα», έριξε την μπηχτή για την σοφίτα.
«Χρωστά μια συγνώμη. Και ένα μεγάλο ευχαριστώ».
«Απ’ όσο ξέρω, δεν χρωστάς απολύτως τίποτα. Ξεχρεώσαμε. Κι αυτό εδώ, είναι δικό σου», έδωσε ένα πάκο από χαρτί.
«Τα συμβόλαια της μεταβίβασης!»
«Βεβαίως, της μεταβίβασης για 100 εκατομμύρια. Με συγχωρείς για την αναστάτωση. Πρέπει να πηγαίνω».
«Μια τελευταία ερώτηση».
«Είναι πράγματι η τελευταία Καρλτονάκο».
«Η παραμονή πρωτοχρονιάς σου βγήκε τυχαία. Ή το είχες μελετήσει κι αυτό;»
«Η αλλαγή του χρόνου σηματοδοτεί μια μετάβαση. Ή τουλάχιστο έτσι θέλουμε να πιστεύουμε εμείς οι αστοί. Εσύ δες το σαν μια νέα αρχή. Η ζωή σου δίχως τον Δομίνικο Ουίλκινς, Λόρδο του Ουώλτερμπέρυ. Σωστά;»
Οι δυο άσπονδοι φίλοι αντάλλαξαν μια τυπική χειραψία.
Κρατώντας τους χαρτοφύλακες, ο Δομίνικος έκλεισε για τελευταία φορά την πόρτα πίσω του. Κατεβαίνοντας τις σκάλες κοιτούσε τις παραστάσεις από το Καζίνο των Μάγερς. Γνώριζε πως εκείνες θα έπαιρνε μαζί του, αποχαιρετώντας για τα καλά τον χώρο που πέρασε επεισοδιακά τρία ολόκληρα χρόνια.

Οι Τάρπλευ και Σκάιλς είχαν φορτώσει τις βαλίτσες του Χάρολντ στην πολυτελή λιμουζίνα που τους είχε φέρει μέχρι το καζίνο.
«Μπορείτε να φύγετε παιδιά. Θα τα πούμε μεθαύριο Δευτέρα. Στο γραφείο. Εσύ μικρέ, είπαμε. Θα μείνεις μαζί μου γι’ απόψε».
Το ακριβό αμάξι απομακρυνόταν και οι δυο συνεταίροι τραβούσαν τον δρόμο τους για το Λονδίνο. Ο Έλις παρέμενε στο σκοτάδι. Περιμένοντας παρέα με τον παράξενο φίλο του, να εμφανιστεί το συνηθισμένο ταξί.
«Τι ώρα είναι μικρέ;»
«Κοντεύει εννιά και μισή».
«Μάλιστα. Οριακά προλαβαίνουμε».
«Τι;»
«Να βρεθούμε σπίτι για την αλλαγή του χρόνου. Αλήθεια, έχεις γιορτάσει ποτέ την αλλαγή του χρόνου;»
«Ομολογώ πως όχι. Πάντοτε βρισκόμουν σ’ ένα καζίνο».
«Άντε τυχεράκια. Μπες μέσα…», άνοιξε την πόρτα από το μαύρο ταξί που μόλις είχε καταφτάσει.
«Μήπως πρέπει να συζητήσουμε κάποιες λεπτομέρειες;»
«Πρέπει. Έλα κάνε πιο μέσα, να μπω και εγώ. Έχω ξοδέψει αρκετό σάλιο απόψε. Δεν το περίμενα. Όμως, πριν αρχίσουμε ξανά… Έχεις πετάξει ποτέ με ελικόπτερο; Εγκυκλοπαιδικά ρωτάω!»
Μερικές στροφές μακριά από το καζίνο, ένα ιδιωτικό ελικόπτερο περίμενε του δύο φίλους.
«Ολοταχώς για το Ουώλτερμπέρυ Κλιφς», πρόσταξε.
Ο πιλότος έβαλε μπροστά τους έλικες και στον δρόμο, ο Δομίνικος εξιστόρησε στον Χάρολντ πως είχαν τα πράγματα το προηγούμενο διάστημα.
Μέχρι να ολοκληρώσει, είχαν προσγειωθεί σε μια ερημική περιοχή. Τα απόκρημνα βράχια έκοβαν την θάλασσα και ένας απομονωμένος κυλινδρικός φάρος αγνάντευε το ανοικτό πέλαγος από ψηλά.
Ολομόναχος σαν τον ιδιοκτήτη του.

(συνεχίζεται)

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

Διατηρείτε τους αναγνώστες σας ζωντανούς

Οι Βορειοφινλανδοί ήταν ανέκαθεν φίλοι μας!

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Ρέγγε και ψιχάλες

«This version is way from creation»
Ξαναείπε ο Ντένις Αλκαπόν και οι ουρανοί ξεθύμαναν. Για να επιτρέψουν στο νερό να κάνει τον κύκλο του. Όπως και η ζωή από μόνη της.
Δεν γνωρίζεις πάντα πότε ακριβώς θα ξεσπάσει η καταιγίδα. Ούτε πότε περίπου θα σου προκύψει η αναποδιά.
Όμως και στις δύο περιπτώσεις περιμένεις να εμφανιστεί η λιακάδα, αργά ή γρήγορα.
Πολλά ήθελα να σας πω εδώ. Αλλά θα τα κρατήσω για άλλη φορά.
Ρέγγε και ψιχάλες. Αφύσικο και όχι συνηθισμένο. Μερικές φορές το «κάθε πράγμα στον καιρό του» παύει να υφίσταται και μπλέκει τον υπερρεαλισμό με την πραγματικότητα.
Ίσως επειδή οι δυνατές σουρεάλ εικόνες προέρχονται από την πεζή καθημερινότητα. Απλά εμείς αδυνατούμε να τις αποδώσουμε στον βαθμό που τους αρμόζει.
Καταλήξαμε πρόσφατα με τον Μάικ και γυρίσαμε ευτυχισμένοι σπίτια μας…

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2007

Η Λέσχη του Ουώλτερμπερυ Κλιφς (μέρος δεύτερο)

Ο Χάρολντ Έλις δεν κατέληξε στον τζόγο. Απεναντίας, κυριολεκτικά μεγάλωσε δίπλα σ’ αυτόν, σ’ ένα καζίνο, όχι πολύ μακριά από αυτό των Μάγερς. Ο πατέρας του ήταν κρουπιέρης σε ένα από τα μεγαλύτερα καζίνο της Βρετανίας, όπου γνώρισε την μητέρα του, η οποία εργαζόταν στις ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις της επιχείρησης.
Το ζευγάρι διέμενε μόνιμα στα δωμάτια προσωπικού του καζίνο και έτσι ο Χάρολντ δεν γεννήθηκε για τον τζόγο, αλλά κυριολεκτικά γεννήθηκε στον τζόγο. Από μικρός έζησε τις συγκινήσεις που προσέφεραν στους θαμώνες τα γυαλιστερά τραπέζια. Όπως επίσης συνειδητοποίησε τα ανθρώπινα δράματα που εξελισσόταν λίγο αργότερα ή λίγο παραπέρα.
Από μικρός έμαθε να ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε δυο γενικές κατηγορίες. Σε αρπαχτικά και σε θύματα. Δεν άργησε να καταλήξει πως έπρεπε να γίνει ένα αιμοβόρο αρπαχτικό. Λειτουργούσε καθαρά το ένστικτο της επιβίωσης και μόνο. Βαδίζοντας προς την ενηλικίωση έβλεπε πως τα ισχυρότερα αρπαχτικά είναι εκείνα που φαινομενικά μοιάζουν με θύματα.
Ουδέποτε επέλεξε να καθίσει στην αντίπερα όχθη του τραπεζιού. Ίσως επειδή ήξερε το άσχημο τέλος που μπορούσε να έχει. Δεν παρέκλινε από την οικογενειακή παράδοση και έγινε ένας περιζήτητος ντήλερ. Στα 22 αποφάσισε να αφήσει το σπίτι του, δηλαδή το λονδρέζικο καζίνο για να ακολουθήσει τον δικό του μοναδικό δρόμο. Που δεν ήταν άλλος από το επαρχιακό καζίνο του κύριου Κάρλτον.
Ήταν φρέσκος στη δουλειά του, όμως ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Πράος χαρακτήρας, άφηνε τους πελάτες να μονοπωλούν τη συζήτηση, να νιώθουν κάπως. Αλλά ουδέποτε τους άφηνε να τον παρασύρουν. Γινόταν φίλος με όλους, ίσως επειδή παρέμενε λιγομίλητος. Όμως δεν δενόταν με κανέναν. Γιατί έτσι ήταν η δουλειά του. Στο τέλος έπρεπε να τους τα φάει χοντρά, να κερδίσει λεφτά για το αφεντικό του. Από την κάβα υπολόγιζε τα κέρδη και από εκεί και έπειτα του αναλογούσε το ένα δέκατο. Για να συμπληρώσει τον πενιχρό βασικό μισθό του. Έτσι είχε η συμφωνία με το καζίνο, έτσι είχε μάθει και έτσι έπρεπε να πράξει.
Η εμπειρία του ήταν σχεδόν έμφυτη. Ήξερε ακριβώς πώς να φερθεί σε κάθε πελάτη. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Κάρλτον σήκωσε το τηλέφωνο και τον κάλεσε εκείνο το βράδυ στο γραφείο του, για να τον ρίξει πλάι στον Λόρδο του Ουώλτερμπερυ. Ήταν ο άνθρωπός του, το παιδί για τις δύσκολες αποστολές.
Εξ αρχής, ο Δομίνικος μοιράστηκε με τον Χάρολντ τις ηττοπαθείς προθέσεις του.
«Και γιατί παίζεις τότε;» ρώτησε μόλις το έμαθε
«Για να κερδίσω χρόνο και μόνο. Όχι την παρτίδα.», το αποστόμωσε ο εκκεντρικός γέρος.
«Είσαι σπάνια ράτσα Ουίλκνις!», διαπίστωσε
«Ανήκουμε και οι δύο στην ίδια.»
«Ένα αρπαχτικό παίζει για να πλουτίσει. Ή έστω για τις συγκινήσεις. Τι σόι αρπαχτικό λες πως είσαι όταν απλά παρατείνεις τον χρόνο που θα σε κατασπαράξουν τα όρνεα;»
«Είμαι ένα χορτασμένο αρπαχτικό πιτσιρίκο. Και από χρήμα και από αδρεναλίνη. Η μοναξιά είναι που με στοιχειώνει και αυτή προσπαθώ να κερδίσω. Όχι την μπάνκα».
Τόσο ηλίθια απάντηση δεν μπορούσε να την χωνέψει ο ξύπνιος ντήλερ.
«Δεν σε καταλαβαίνω, πραγματικά».
«Ωχ, πρήξε μας τα αρχίδια όσο θέλεις Χάρολντ Έλις. Μονάχα μοίραζε…», αντιδρούσε ο Δομίνικος και η κουβέντα έληγε πάντα στο ίδιο σημείο.
Όσο κι αν προσπαθούσε να κατατάξει τον πελάτη του σε κάποια γνωστή κατηγορία, κατά βάθος του ήταν αδύνατο μιας και ο εκκεντρικός λόρδος ήξερε πάντα πώς να κρυφτεί. Οι δυο τους μιλούσαν για νύχτες ατέλειωτες κρατώντας στα χέρια τους την τράπουλα. Όμως ο Δομίνικος ποτέ δεν εξιστορούσε τη ζωή του. Πάντοτε μιλούσε με παραβολές. Πρωτάκουστες και αρρωστημένες, αλλά πάντοτε διδακτικές με τον τρόπο τους..
Αν και διατηρούσε επιφυλάξεις, ο Χάρολντ έβλεπε τον γέρο να χάνει κάθε βράδυ όλες του τις μάρκες. Όταν ξεφορτωνόταν και την τελευταία, σηκωνόταν με ένα κουρασμένο χαμόγελο, φανερά καταπονημένος από το ξενύχτι και την ένταση. Για πρώτη και τελευταία φορά κοίταζε τον κρουπιέρη στα μάτια και επαναλάμβανε την ίδια φράση:
«Σου αρέσει η θάλασσα πιτσιρίκο;»
Χωρίς να περιμένει για την απάντηση, δίπλωνε το αδιάβροχο και κατηφόριζε για την έξοδο.
Το παιχνίδι δεν είχε πια νόημα για τον Χάρολντ. Γνώριζε από την αρχή τη έκβαση. Μάζευε τις υγρές μάρκες και τις επέστρεφε στο λογιστήριο. Για να καταγραφεί ένα απίθανο δεκαχίλιαρο στο προσωπικό του μισθό. Τρελά λεφτά για έναν μεροκαματιάρη. Όλοι έδειχναν ικανοποιημένοι. Ο Κάρλτον και ο υπάλληλός του θησαύριζαν χωρίς κόπο ενώ ο Ουίλκινς έβρισκε αυτό που έψαχνε στη σοφίτα.
Ο Χάρολντ έπαψε να δουλεύει στα τραπέζια. Η χημεία που είχε με τον ευεργέτη του καζίνο του έδινε την πολυτέλεια να μοιράζει αποκλειστικά γι’ αυτόν, όποτε και για όσο εκείνος αποφάσιζε να τραβήξει φύλλο. Το αφεντικό του, που βασιζόταν στον χαρακτήρα του, προφανώς δεν ήθελε να διαταράξει τις μισθολογικές ισορροπίες στο προσωπικό ούτε να προδώσει την κότα με τα χρυσά αυγά. Έτσι το όλο σκηνικό βόλευε τους πάντες όπως είχε.
Μόλις η κατάσταση είχε ρουτινιάσει, ο Χάρολντ έδειχνε να νοιάζεται μόνο για το ενδιάμεσο. Δηλαδή, τις παραβολές του Ουίλκνις. Ενώ όταν εκείνος επαναλαμβανόταν, ο Χάρολντ άρχισε δειλά να αποκαλύπτει τον εαυτό του προσπαθώντας να ανακαλύψει τον μόνιμο «αντίπαλό» του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η σχέση τους στηριζόταν στην ειλικρίνεια, ακόμη κι αν αυτή ήταν μονόπλευρη. Ο Χάρολντ έπαψε σταδιακά να εμφανίζει το σκληρό του πρόσωπο και νοιαζόταν περισσότερο για τον άνθρωπο παρά για τον πελάτη. Ήταν η μοναδική περίπτωση που είχε κάνει έναν φίλο στην τσόχα.

Σε αντίθεση με το αφεντικό του, που φοβόταν για το χρυσάφι που περιφερόταν στα λημέρια του, ο Χάρολντ έδειχνε να ανησυχεί για τον ίδιο τον Δομίνικο. Φοβόταν πως η αψυχολόγητη συμπεριφορά του μπορούσε εύκολα να τον οδηγήσει σε προβλήματα.
Δίχως δουλειά, περίμενε υπομονετικά στο δωμάτιό του και μονολογούσε:
«Θα το φας το κεφάλι σου γέρο».
Κάθε τόσο το τηλέφωνο χτυπούσε και επαναλάμβανε διαρκώς στον Κάρλτον πως τίποτε αξιοσημείωτο δεν είχε συμβεί στην τελευταία τους συνάντηση. Έπειτα από άπειρες και πανομοιότυπες απαντήσεις, μια διαφορετική εξέλιξη φάνηκε στον ορίζοντα.
«Έλα μικρέ. Εγώ είμαι».
«Τα είπαμε κύριε Κάρλτον. Δεν συνέβη τίποτα».
«Δεν σε πήρα γι’ αυτό. Χέσε τον κωλόγερο. Αν αυτός δεν θέλει μία, εγώ δεν θέλω δέκα. Αλλαγή σχεδίου».
«Δηλαδή;»
«Έχω κάτω δυο φραγκάτους. Πολύ φραγκάτους. Τους Τάρπλευ και Σκάιλς, από την ομώνυμη επενδυτική εταιρία».
«Εεε; Και τι θέλετε να κάνω; Αφού δουλεύω αποκλειστικά με τον Δομίνικο».
«Δούλευες θες να πεις. Τον βλέπεις πουθενά τον λέτσο; Οι τύποι κρατούν από πεντακόσια χιλιάρικά έκαστος. Θα παίξουν στη σοφίτα».
Ο Χάρολντ έδειχνε μπερδεμένος. Από τη μία το αφεντικό του είχε δίκιο. Ο λόρδος ήταν άφαντος. Από την άλλη δεν του έκανε η καρδιά να τον πουλήσει. Μετά από τρία και κάτι χρόνια έπρεπε να φορέσει ξανά το επαγγελματικό του προσωπείο. Εκείνο που ο Ουίλκινς είχε καταφέρει με υπομονή και μαεστρία να του αποσπάσει.
«Δώστε μου πέντε λεπτά κύριε Κάρλτον…», είπε και έκλεισε τη γραμμή.
Τα ονόματα των Ροι Τάρπλευ και Σκοτ Σκάιλς ήταν πασίγνωστα, ακόμη και για τύπους του καζίνο που ήταν κρυμμένοι στο δικό τους κόσμο. Οι φήμες τους παρουσίαζαν ως τους πιο πετυχημένους, πλούσιους και αδίστακτούς επιχειρηματίες στην Αγγλία. Η γκλαμουριά που απέκτησε το καζίνο Μάγερς φαίνεται να τους τράβηξε προς τα εκεί.
Το παιχνίδι είχε χοντρύνει. Και για άλλη μια φορά ο Κάρλτον καλούσε τον Έλις να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Μονάχα που τα δεδομένα είχαν αντιστραφεί.
Ο παλιός ονειροπόλος διευθυντής μετεξελίχθηκε σε ένα τεράστιο αρπακτικό. Άλλωστε δεν υπήρχε λόγος να καλοπιάνει πια έναν γεροπαράξενο που εξακολουθούσε να τον στολίζει με «μπαμπουίνε» και «βλάκα». Είχαν ανέβει οι μετοχές του.
Ο ψυχρός επαγγελματίας ντήλερ είχε μαλακώσει τόσο ώστε να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τα σκληρά καρύδια. Ουσιαστικά, η δύναμη της συνήθειας ήταν εκείνη που έκανε το αφεντικό του να απευθυνθεί πρώτα σ’ αυτόν.
Οι συναισθηματισμοί δεν έχουν θέση σ’ ένα καζίνο.
Ο Χάρολντ ήταν ταραγμένος. Πήρε βαθιά ανάσα και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Αναλογίστηκε τι ακριβώς του είχε συμβεί. Δεν έκανε για περαιτέρω συγκινήσεις της τσόχας. Το πήρε απόφαση. Σε καμιά περίπτωση δεν θα περιφρονούσε τον Ουίλκνις, που εκτός από την όποια σοφία που του μετέδωσε, του έδωσε την ευκαιρία να βάλει στην άκρη ένα τεράστιο ποσό.
Μήπως άραγε ήταν καιρός να μάθει αν του αρέσει η θάλασσα;
Μια θάλασσα την οποία μόνο ακουστά είχε, βρισκόμενος από τα γεννοφάσκια του έγκλειστος στο παλάτι δίχως παράθυρα.
Έπρεπε να απαλλαχθεί από τύψεις προδοσίας. Ήταν σίγουρος πως η μόνη λύση ήταν να υπερασπιστεί τον Δομίνικο μέχρι τέλους. Και θα το έκανε με τον τρόπο που αρμόζει σ’ ένα γέννημα θρέμμα της χλιδάτης κόκκινης μοκέτας.
Με άγνοια κινδύνου και κοιτώντας στα μάτια τον αντίπαλο.
Το τηλέφωνο χτυπάει και πάλι.
«Κλέισε, έρχομαι», είπε δυνατά και κοφτά.

Οι δυο επιχειρηματίες κάθονταν σταυροπόδι στον δερμάτινο καναπέ με το ουίσκι στο χέρι. Ήταν αρκετά αστείοι αν τους έβλεπες αχώριστους. Ο Ρόι Τάρπλει, ένας θηριώδης χοντρομπαλάς με άγρια μούσια. Ο Σκοτ Σκάιλς, ένας κατάλευκος κοντός σπανός ξανθομάλλης. Ντυμένοι στην τρίχα και με την φήμη τους να προηγείται, ήταν συνηθισμένοι να τους υποδέχονται με κωλοτούμπες παντού. Και το καζίνο των Μάγερς δεν αποτελούσε εξαίρεση.
Ο Κάρλτον προσπαθούσε με τρισάθλιες χαριτωμενιές να διασκεδάσει την αναμονή. Έβλεπε τους δυο χαρτοφύλακες με τα ζεστά λεφτά στο γραφείο του και ονειρευόταν όρθιος πως σύντομα θα καταλήξουν στο παστωμένο χρηματοκιβώτιο του.
Η πόρτα χτυπά και χωρίς απάντηση ο Χάρολντ πετάγεται στο κέντρο του δωματίου αποφασισμένος. Έριξε μια παγερή ματιά στους δυο γνωστούς άγνωστους και απευθύνθηκε με τσαμπουκά στο αφεντικό του.
«Τέρμα, παραιτούμαι».
«Τι λες μικρέ… Κάτσε κάτω», απάντησε αυστηρά και εμφανώς αιφνιδιασμένος.
«Κάθισε. Να σου συστήσω τους κυρίους Τάρπλευ και Σκάιλς», συνέχισε .
«Βρε καλώς τα αρχίδια μας τα δυο», τους λοιδόρησε με περίσσιο θάρρος.
«Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Αλήτη!», τα πήρε ο Τάρπλευ που τινάχτηκε όρθιος για τσαμπουκά.
«Ρε δε γαμιέσαι, μωρή Λουλού!», συνέχισε να αυθαδιάζει ο μικρός, δευτερόλεπτα πριν ο χοντρός τον πετάξει βίαια στο ντουβάρι πίσω.
Ο Κάρλτον με τίποτα στον κόσμο δεν περίμενε τέτοια συμπεριφορά από το δεξί του χέρι.
«Ώπα, αρκετά. Χαλαρώστε κι οι δυο σας», σταμάτησε τον θεόρατο οδοστρωτήρα ο Σκάιλς.
«Πραγματικά λυπάμαι. Δεν καταλαβαίνω τι τον έπιασε! Κύριοι…», απολογήθηκε πνιγμένος ο Κάρλτον.
«Πάμε! Σήκω να φύγουμε. Έπρεπε να μείνουμε στο Λονδίνο», παραπονέθηκε ο Τάρπλει στον συνέταιρο του.
«Κύριοι! Μισό λεπτό. Παρεξήγηση. Θα τα διορθώσω όλα. Αμέσως!», έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα.
Περιέργως, οι δυο κυριλέ τύποι γύρισαν ξανά στον καναπέ και κάτι φάνηκε να ψιθυρίζουν μεταξύ τους.
Ο Κάρλτον βρήκε ευκαιρία και σήκωσε από το πάτωμα τον ζαλισμένο Χάρολντ.
«Δεν έχεις πια θέση εδώ. Μάζεψε τα και φύγε», του είπε οργισμένος.
Ο ντήλερ δάκρυσε και καθώς αντιστεκόταν τα σπρωξίματα του πρώην αφεντικού του, άρχισε να σπαράζει:
«Τα γάμησες όλα. Πρόδωσες εμένα! Το άβατο της σοφίτας! Το Δομίνικο!»
«Αρκετά.»
«Πάνω απ’ όλα… τον ίδιο σου τον εαυτό!»
Μην μπορώντας να υπερνικήσει τον Χάρολντ, ο Κάρλτον κάλεσε από την ενδοσυνεννόηση την ασφάλεια.
Και τότε ήταν που παρά τις απανωτές σφαλιάρες, ο ατσαλάκωτος διευθυντής άρχισε να τρέμει από τα νεύρα του.
«Κύριε Κάρλτον. Είναι κάτω αυτός ο γέρος. Ο τακτικός! Κάνει πάλι τα γνωστά του καραγκιοζιλίκια. Τι να τον κάνουμε;»
«Τι κάνει;»
«Αυτή τη φορά είναι ντυμένος μπογιατζής. Έχει ένα κουβά μπογιά και γράφει παντού;»
«Μαζέψτε τον. Τώρα! Φέρτε τον επάνω. Ελάτε και εσείς μαζί…»
Το είχε πάθει το εγκεφαλικό!
Οι συνεταίροι ξίνισαν τις μούρες τους ακούγωντας το νέο κατόρθωμα του Ουίλκινς.
«Μα τι γράφει;» ρώτησε ο Σκάιλς.
Ο Κάρλτον, άγνωστο γιατί, μετέφερε το ερώτημα στον φρουρό που βρισκόταν σε ανοικτή ακρόαση.
«Μισό λεπτό… Δομίνικος … Ουίλκνις…. Λόρδος του…»
«Ουώλτερμπερυ!!!» είπαν όλοι ανεξαιρέτως με μία φωνή!
«Τον ξέρετε ;;;» πετάχτηκε ο Χάρολντ.
Μέχρι να λάβει απάντηση οι μπράβοι είχαν παραδώσει το Δομίνικο σηκωτό στο γραφείο. Με το που αντιλήφθηκαν την παρουσία του, οι Τάρπλευ και Σκάιλς σηκώθηκαν απότομα σαν ηλεκτρισμένοι και έδιωξαν τους «αχθοφόρους».
Ο γέρος που έσταζε άσπρη μπογιά στο χαλί, όση δεν απορρόφησε η μπλε φόρμα εργασίας περπάτησε προς τον προστατευόμενό του.
«Δομίνικε!» , φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει ο Κάρλτον. Και σωριάστηκε λιπόθυμος.
«Θα μας πεθάνεις όλους τρελόγερε», παραπονέθηκε ο Χάρολντ που επίσης τα είχε χαμένα. Τον αγκάλιασε.
«Πίσω βρε! Ποιος στα έμαθε αυτά;», αντέδρασε ο Δομίνικος.
«Πήγαινε μάζεψε ότι έχεις. Σήμερα θα κοιμηθείς σπίτι μου», τον παρότρυνε και έδωσε εντολή στον Τάρπλει να τον βοηθήσει.
Αφού ο Σκάιλς επανάφερε το Κάρλτον, άφησε τους δυο άντρες μόνους. Ψύχραιμα, όσο γινόταν, ο κακομοίρης διευθυντής έψαχνε για απαντήσεις.

(συνεχίζεται)
(Πιθανόν να θέλει αρκετές διορθώσεις. Βγήκε κατευθείαν)

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

Η Λέσχη του Ουώλτερμπερυ Κλιφς (μέρος πρώτο)

«Δεν αρκεί να επιτύχεις. Πρέπει και οι υπόλοιποι να αποτύχουν.» - Γκορ Βιντάλ
...
Παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Όλοι έδειχναν ανάστατοι στο μικρομεσαίο καζίνο των Μάγερς. Ο κύριος Κάρλτον, ο διευθυντής, παρά το σφιχτό και ψεύτικο χαμόγελο υποδοχής προς τους πελάτες, φαινόταν πως κάτι τον ανησυχούσε. Μιλούσε διαρκώς στην ενδοσυνεννόηση με τους τσεκαδόρους όμως εκείνος που έψαχνε ήταν εξαφανισμένος.
Ο Κάρλτον Μάγερς προβληματιζόταν. Δεν ήξερε αν είχε φτάσει το τέλος μιας χρυσής εποχής για την επιχείρησή του ή επρόκειτο για ακόμη μία παραξενιά του Δομίνικου Ουίλκινς. Του καλύτερου πελάτη όλων των εποχών.
Είχαν περάσει τρία χρόνια και κάτι ψιλά από την πρώτη τους συνάντηση, μια φθινοπωρινή νύχτα με βροχή. Όταν μια παρεξήγηση στη ρεσεψιόν οδήγησε στην γνωριμία των δύο αντρών.

Ήταν τότε που το ξεπεσμένο καζίνο των Μάγερς φλέρταρε με το λουκέτο. Ο Κάρλτον, ο τελευταίος συνεχιστής της οικογένειας ήταν και τότε απελπισμένος. Βρισκόταν σε ένα στενάχωρο σταυροδρόμι. Έπρεπε να δώσει το μαγαζί του κοψοχρονιά. Αν δεν τα κατάφερνε στις εξευτελιστικές διαπραγματεύσεις , η μόνη του επιλογή ήταν να διώξει το προσωπικό και να τερματίσει μια μακροχρόνια παράδοση.
Έως την στιγμή που τον ενημέρωσαν για ένα επεισόδιο στην είσοδο. Η ασφάλεια είχε απαγορεύσει την είσοδο σε έναν τύπο γύρω στα εξήντα. Ντυμένος σαν λεχρίτης, με λασπωμένα παπούτσια και ένα κίτρινο νάιλον αδιάβροχο, ο Δομίνικος έβριζε αδιακρίτως και ζητούσε απεγνωσμένα να μιλήσει με τον υπεύθυνο. Ο Κάρλτον έφτασε εσπευσμένα στο επεισόδιο. Για να μην ενοχληθούν οι λιγοστοί πελάτες, έσυρε ευγενικά τον τσατισμένο γέρο προς το μπαρ, μήπως και καταφέρει να τον καλμάρει.
«Κουστουμάτε μπαμπουίνε! Άκου να σου πω. Ήρθα για ένα blackjack στο μαγαζί σου. Και εσύ; Με πετάς στον δρόμο;», παραπονέθηκε
«Έχετε απόλυτο δίκιο…», αναστέναξε ο Κάρλτον, ταξιδεύοντας νοητά στα προβλήματά του.
«Τι δίκιο ρε μπαμπουίνε! Άφησα το Λονδίνο για το μπουρδέλο που έχετε για καζίνο. Και εσύ;»
«Έχετε δίκιο…», επανέλαβε δίχως διάθεση να του δώσει σημασία.
Ο Δομίνικος αφού του εξαπέλυσε ένα κάρο προσβολές σε ένα μανιασμένο μονόλογο, σταδιακά έδειχνε να ξεθυμαίνει. Έριξε τους τόνους και για πρώτη φορά έκανε μια ερώτηση όπου μπορούσε να πάρει απάντηση.
«Είσαι μπαμπουίνος! Το βλέπω. Είσαι ο υπεύθυνος. Το βλέπω Όμως ποιος είσαι πραγματικά;»
«Μεγάλη κουβέντα είπες… Κάρλτον Μάγερς, ιδιοκτήτης και ο διευθυντής σας για σήμερα.»
«Έτσι είσαι πάντοτε;»
«Τι θες επιτέλους βρε τρελόγερε; Blackjack; Να! Πάρε αυτές τις μάρκες και τράβα στα τραπέζια στο βάθος», έβγαλε ένα σωρό και σηκώθηκε για να αποσυρθεί στο γραφείο του.
«Περίμενε! Έλα εδώ. Αυτό νομίζεις; Πως είμαι από αυτούς τους ζήτουλες που κάνουν φασαρία για να ζητιανέψουν με τσαμπουκά. Έλα εδώ είπα!», είπε και αφού τον πρόλαβε με ταχύ βήμα, τον γράπωσε από το γιακά.
«Τι κάνεις εκεί; Πας καλά άνθρωπέ μου; Άσε με», αντέδρασε ενοχλημένος.
«Πάμε στο γραφείο σου. Τώρα!», πρόσταξε ο Δομίνικος και ο Κάρλτον προχώρησε, μονάχα επειδή ήθελε να αποφύγει τις ματιές των παρευρισκομένων.
Η πόρτα έκλεισε και ο Κάρλτον κάθισε στο γραφείο του, με το βλέμμα καρφωμένο σ’ αυτό. Ο Δομίνικος παρέμενε όρθιος με το κίτρινο αδιάβροχο να εξακολουθεί να στάζει στη ακριβή κόκκινη μοκέτα.
«Τι θα θέλατε επιτέλους από τη ζωή μου κύριε…», ψέλλισε.
«Δομίνικος Ουίλκινς. Έτσι με βαφτίσανε απ’ όσο γνωρίζω.»
«Τι θα θέλατε Δομίνικε Ουίλκινς; Λοιπόν…»
«Μάλλον εσύ κάτι θέλεις Καρλτονάκο.»
«Πόσο θα συνεχιστεί αυτή η παρωδία; Σας το είπα και πριν. Εντάξει όλα. Τα τραπέζια είναι έξω. Συγνώμη αν σας πρόσβαλα προηγουμένως.»
«Καλά ντε! Εντάξει. Πόσα;»
«Πολλά. Όμως δεν βρίσκω τον λόγο που θα πρέπει να εξηγούμαι στον καθένα…»
«Το κατάλαβα Καρλτονάκο πως οι νταλκάδες σου είναι οικονομικοί.»
«Μπράβο γέρο. Είσαι μεγάλο ταλέντο. Άντε τράβα στο blackjack τώρα που έλυσες το μυστήριο.»
«Σου είπα ψέματα πριν. Δεν ήρθα για blackjack…», αποκάλυψε ο Δομίνικος για να εισπράξει μια άγρια ματιά.
«Ήρθα για έναν φίλο. Για την ακρίβεια, να βρω έναν καινούριο φίλο.»
«Και νομίζεις πως τα κατάφερες…», έσκασε ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Χρόνια στον τζόγο. Θα συνάντησες πολλές περιπτώσεις. Σήμερα θα έχεις μια ακόμη ιστορία να διηγείσαι. Την καλύτερη!»
«Πως είσαι τόσο σίγουρος; Δεν μπορώ να καταλάβω…»
Ο Δομίνικος έβγαλε και κρέμασε το αδιάβροχο. Σέρβιρε τον εαυτό του ένα ποτό. Κάθισε και άφησε να πέσει ένα πακέτο στο σημείο του γραφείου όπου ο Κάρλτον είχε μόνιμα καρφωμένη τη ματιά του.
«Τι είναι τούτο;», αποκρίθηκε και άρχισε να περιεργάζεται το πακέτο που ήταν τυλιγμένο με το πρωτοσέλιδο την Γκάρντιαν.
«Το ξεκίνημα μιας δυνατής φιλίας.»
Ο Κάρλτον ξετύλιξε προσεκτικά και ανακάλυψει αμέτρητα χαρτονομίσματα των εκατό λιρών. Ξαφνιάστηκε.
«Πόσα;»
«Πάνω κάτω… ακριβώς εκατό χιλιάρικα.»
«Θεέ μου. Που τα βρήκες εσύ τόσα;»
«Χρόνια στο κουρμπέτι, δεν σου έμαθαν να αποφεύγεις τις αδιάκριτες ερωτήσεις;»
«Ναι… μάλιστα… έχετε δίκιο.»
«Άντε πάλι ξανά απ’ την αρχή! Άκου Καρλτονάκο. Μην το κουράζουμε. Κράτησε τα και πέσε τις μάρκες. Κόψε το γλείψιμο και τους πληθυντικούς. Σε παρακαλώ πολύ!»
«Έχετε δίκιο… έχεις δίκιο Ουίλκινς. Απλώς, μου ήρθε ξαφνικό. Δεν το περίμενα.»
«Μάλλον δεν θα στο έμαθαν στο κολέγιο. Σημείωσε το στο γιάπικο τεφτέρι σου..»
«Τι πράγμα:»
«Γράφεις; Όταν αναζητούμε κάτι όσο τίποτα, συνήθως προκύπτει κάτι εντελώς διαφορετικό και αναπάντεχο.»
«Μοιάζει με εκείνο που έγραψε ο Κοέλο. Όταν…»
«Ωχ, αν είναι να μου τσαμπουνάς μαλακίες, φεύγω από τώρα! Είσαι βουτηγμένος στα σκατά μέχρι το λαιμό πτωχέ μου μπαμπουίνε και προσπαθείς να μου το παίξεις ονειροπόλος;»
«Κατά βάθος μπορεί να είμαι.»
«Να σου πω εγώ… Το σύμπαν που επικαλείσαι συνωμοτεί μόνο σε μια περίπτωση. Όταν αναζητάς τα χρέη! Τότε να είσαι βέβαιος πως θα έρθει ο ουρανός ανάποδα και θα τα’ αποκτήσεις!»
«Πλάκα έχεις!»
«Εσύ πάλι καθόλου! Πιάσε μου τις μάρκες.»
Ο Κάρλτον ξεκλείδωσε ένα μεταλλικό συρτάρι και ετοίμασε έναν δίσκο με μάρκες των εκατό.
«Πολλά λεφτά. Είσαι φιλόδοξος απόψε», σχολίασε.
«Απεναντίας, έχω σκοπό να τις χάσω όλες. Τα λεφτά μένουν σ’ εσένα.»
«Τι λες; Αυτό όντως μου είναι πρωτόγνωρο!»
«Σου εξήγησα εξ αρχής πως ήρθα γιατί ψάχνω έναν φίλο.»
«Και απ’ ότι φαίνεται τον κέρδισες!»
«Μη βιάζεσαι. Υποψιαζόμουν πως είσαι βλάκας.»
«Στη δική μου γλώσσα αυτό που κάνεις ονομάζεται εξαγορά.»
«Τελικά δεν είσαι βλάκας. Είσαι πολύ βλάκας! Αυτό αντιλήφθηκες ανόητο πλάσμα; Και μετά αναρωτιέσαι γιατί πάει κατά διαόλου η φάμπρικα!»
«Δώσε μου να καταλάβω. Γίνε σαφέστερος.»
«Δεν είσαι εσύ ο φίλος που αναζητώ. Είσαι το μέσον που θα τον αποκτήσω.»
«Τότε, που αποσκοπούν τα εκατό χιλιάρικα:»
«Στο να μου κάνεις πλάτες. Κανένας άλλος δεν πρέπει να μάθει πως είμαι ο Δομίνικος Ουίλκνις. Τα υπόλοιπα είναι δική μου υπόθεση.»
«Σιγά το δύσκολο. Εξάλλου αμφιβάλω αν γνωρίζει κάποιος αυτό το όνομα.»
«Έτσι συμβαίνει συνήθως. Ο κόσμος ξέρει του πολύ πλούσιους, ίσως και τους λιγότερο πλούσιους. Τους υπερβολικά πλούσιους είναι που δεν μαθαίνει ποτέ»
«Και… εσύ είσαι ένας από…αυτούς:», κρατήθηκε ώστε να μην γελάσει κοιτώντας τον γέρο που ήταν ντυμένος σαν λέτσος.
«Όχι βέβαια. Και αν είμαι, εσύ θα πρέπει να το έχεις ξεχάσει ήδη.»
«Πες πως έγινε. Τι χρειάζεσαι.»
«Έναν καλό ντήλερ και ένα ήσυχο μέρος.»
Ο Κάρλτον, κάλεσε τον καλύτερο υπάλληλο που είχε. Τον χαρισματικό Χάρολντ Έλις, έναν ντήλερ με απεριόριστη υπομονή. Σίγουρα θα την χρειαζόταν για να αντιμετωπίσει το τρελοκομείο που καθόταν απέναντί του. Τηλεφώνησε και πρόσταξε να ετοιμάσουν την σοφίτα όπου χρησίμευε για ιδιωτικό τραπέζι και άνοιγε μόνον για τους σημαντικούς πελάτες.
«Τίποτε άλλο;»
«Ναι. Μια τελευταία χάρη.»
«Ότι θέλεις.»
«Τα περιτυλίγματα από τα πακέτα που σου φέρνω. Θέλω να τα φυλάσσεις με οποιοδήποτε κόστος. Να κρατάς λογαριασμό. Μια μέρα θα σου κάνω μια συμαντική ερώτηση. Και πρέπει να είσαι έτοιμος να απαντήσεις.»
«Εντάξει, ότι πεις», κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε. Άλλωστε τα πάντα φάνταζαν τόσο εξωγήινα και απροσδόκητα.
Σε λίγα λεπτά, η πόρτα χτύπησε. Ο Χάρολντ Έλις χαιρέτησε τους δύο άντρες και κράτησε στα χέρια του τον γεμάτο με μάρκες δίσκο. Όλα ήταν έτοιμα.
«Αγαπητέ Δομίνικε, είστε πραγματικός;», ρώτησε ο Κάρλτον καθώς έφευγαν
«Το ψάχνω και ο ίδιος, πτωχέ μου μπαμπουίνε. Αν το μάθω ποτέ θα σ’ ενημερώσω. Για την ώρα είμαι ο Δομίνικος Ουίλκινς, λόρδος του Ουώλτερμπερυ. Μεταξύ μας πάντα!»
«Άλλο πάλι και τούτο…», σχολίασε παρατηρώντας τον ουρανοκατέβατο νυχτερινό επισκέπτη να κλείνει την πόρτα πίσω του.
Ο Έλις οδήγησε τον Δομίνικο στην σοφίτα.
Μια ανελέητη και χοντρή παρτίδα blackjack ξεκίνησε στο καζίνο Μάγερς. Κράτησε ως το επόμενο μεσημέρι. Ατελείωτο χαρτί και κουβέντα ανάμεσα στον Δομίνικο και το Έλις. Ο Λόρδος Ουίλκινς κάποια στιγμή έχασε και τα εκατό χιλιάρικα, πήρε το κίτρινο αδιάβροχο παραμάσχαλα και έφυγε σαν κύριος μέσα στα ζαρωμένα του παντελόνι καλώντας ένα ταξί.
Ο Κάρλτον, ενθουσιασμένος από την οικονομική ένεση, ματαίωσε τις διαδικασίες πώλησης του καζίνο. Αγνάντευε την αφετηρία μιας νέας και υποσχόμενης εποχής.
Έκτοτε, σχεδόν κάθε βράδυ ο Δομίνικος εμφανιζόταν με επεισοδιακό πάντα τρόπο και κατέληγε στο γραφείο του διευθυντή, όπου έσκαγε το πάκο. Εκατό χιλιάδες λίρες ακριβώς, τυλιγμένες με το πρωτοσέλιδο της Γκάρντιαν.
Ο Έλις και το αφεντικό του κράτησαν τον λόγο τους και δεν μοιράστηκαν με κανέναν τις σπάταλες νύχτες της σοφίτας. Γνώριζαν εκ των προτέρων πως παρά τις επίμονες ερωτήσεις τους, ο Δομίνικος δεν θα έδινε ποτέ τις απαντήσεις που έψαχναν.
Αλλά δεν τους ένοιαζε. Έμεναν στην διεστραμμένα πλούσια εξέλιξη και καρπώνονταν τα οφέλη της.
Το καζίνο σώθηκε, φτιάχτηκε και απέκτησε γκλαμουριά στα τρία και κάτι χρόνια που επακολούθησαν από την μυστηριώδη άφιξη του εκκεντρικού λόρδου. Μεγάλοι και τρανοί κατέφθαναν από παντού για να δοκιμάσουν την τύχη τους και να ζήσουν συγκινήσεις. Όμως κανένας τους δεν έμαθε για την σοφίτα. Μονάχα ένας υπάλληλος και ένας πελάτης είχαν δικαίωμα να βρίσκονται εκεί. Ούτε καν ο ιδιοκτήτης.
Οι δυο θαμώνες του τραπεζιού με τον καιρό έγιναν φίλοι.
Μια δυνατή και ειλικρινής φιλία

Παραμονή Πρωτοχρονιάς και ο Δομίνικος είχε να φανεί για μια εβδομάδα. Ουδέποτε απουσίασε για τόσο μεγάλο διάστημα. Ο Κάρλτον και ο Έλις ανησυχούσαν. Μετά από τόσα πρωτοσέλιδα του Γκάρντιαν, ο ευεργέτης τους ήταν εξαφανισμένος.

(συνεχίζεται)

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Τόσο ωραία σαν ψεύτικα

Απόγευμα Σαββάτου, με κρύο και ψιλόβροχο. Ιδανικές συνθήκες για γράψιμο. Θέλω να μοιραστώ τόσα πολλά. Κι όμως θα προκύψουν τόσο λίγα. Ίσως επειδή οι εικόνες και οι ιδέες ανακατεύονται και γυρνάνε ανέμελα στο ωραίο μου πλυντήριο, αλλά σκοντάφτουν στον κόπο και τον τρόπο με τον οποίο θα εξέλθουν αυτού.
Κάτι σκάρωνα. Ας κάνω ένα διάλειμμα.
Η μουσική παίζει ανάκατα από τον τορβά. Ξάφνου, προκύπτει ένα αποσπάσιμα από μία παλιά ραδιοφωνική εκπομπή του Πανούση. Μην κολλάτε σε ονόματα και καταστάσεις. Προσπαθήστε να αναλογιστείτε προς στιγμή το περιεχόμενο:

Αμερικ@νικη μουσική παρακαλώ.
«Santa Claus go home
we don’t like you
Santa Claus go home
go to Hell, f*ck you
Yes!!!»
Ακραία επι-κοινωνικά φαινόμενα.
Το Βορειοαμερικ@νικο Έθιμο έχει ριζώσει βαθιά στην πατρίδα μας.
Για όλα μετράει το μέγεθος και η ποσότητα. Ποσότητα!
Ψεύτικα πλαστικά δέντρα ανάμεσα σε καθρέφτες, στα αίθρια των εμπορικών κέντρων.
Των εμπορικών κέντρων αδυνατίσματος της μνήμης των καταναλωτών.
Εκατοντάδες είδωλα δέντρων σ’ ένα υπέροχα φωτισμένο ψεύτικο δάσος.
Λίγα αληθινά πράγματα είναι τόσο ωραία σαν ψεύτικα.

Η μικροκοσμική μου ειρωνεία ήρθε στο καπάκι, όταν έπαιξε το
“Snow" από Red Hot Chili Peppers!
Αρκεί να βρείτε κάπου τους στίχους. Αρκετά με την απομαγνητοφώνηση.
Το ωραίο με όλους (εμάς ;;; εσάς ;;; εκείνους ;;;) που θέτουνε σε λειτουργία τον παράφρων αυτόματο πιλότο και πουλάνε τρέλα, φθηνά ή ακριβά, δικαίως ή αδίκως, με προθέσεις ή μη, είναι το εξής:
Μια άρνηση ή μια ειρωνική διάθεση ή μια σύνθεση φαινομενικά ασύνδετων εικόνων μπορεί να οδηγήσει σε κάτι εντελώς διαφορετικό με ένα αυστηρά συγκεκριμένο τρόπο. Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Δεν πιστεύω πως προσπαθώ να αντιγράψω τον Τζιμάκο. Αν το επιχειρούσα λογικά θα είχα αποτύχει. Απλά, υπάρχουν στιγμές όπως αυτή όπου θα έλεγα πως υπάρχει μια αρμονική συγκυριακή ταύτιση.
«Λίγα αληθινά πράγματα είναι τόσο ωραία σαν ψεύτικα»
Πραγματικά με άγγιξε..
Ένα φτηνό παιχνίδι με τις λέξεις… να βγάζει τόσο πλούτο!

Αν δεν ακολουθούσε το καθάρισμα και στόλισμα στο μαγαζί το πρωινό της Κυριακής ίσως να μην έδινα σημασία.
Δεν είμαι εγώ για γιορτές. Γενικότερα. Δε μου πάει. Τώρα όμως, από το νέο μου πόστο κάτι πρέπει να γίνει. Ειδάλλως ελλοχεύει ο κίνδυνος να σε ξεράσει το σύστημα.
Πέρυσι, τα πρώτα μου Χριστούγεννα στο μαγαζί είχα σκαρφιστεί μια ιδέα που ουδέποτε υλοποιήθηκε. Η κοινή γνώμη ήταν, είναι και θα παραμείνει… κοινή! Και προπάντων εφήμερη. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε… έδειχνε τέλος πάντων προβληματισμένη από την κατάσταση στον Λίβανο. Μέχρι τις γιορτές το θέμα είχε φυσικά ξεχαστεί. Για μέρες σκεφτόμουν πως αντί για στολίδια, έξυπνο θα ήταν να αναρτήσω την λιβανέζικη σημαία με τον κέδρο στη μέση. Και από κάτω, να μοιραστώ με τους περαστικούς μια απορία μου:
«Αυτό το γ@μόδεντρο ποιος θα το στολίσει ;”
Όοοχι. Ποιος είμαι εγώ που θα χαλάσει το πανηγύρι; Και γιατί να κυνηγάω μύγες στον όλο πανικό εξαιτίας μιας απερισκεψίας;
Φυσικά και κώλωσα για άλλη μια φορά. Και μάλλον μου βγήκε σε καλό.
Για φαντάσου όμως….
Κανείς μας δεν κάνει την αυτοκριτική του. Τουλάχιστο όταν πρέπει. Είναι ένας κανόνας που σπάνια σημειώνονται εξαιρέσεις.
Πυγολαμπιόνια γουστάρετε; Αγιο Βασίληδες ψάχνετε;
Αυτό που θέλετε θα το πάρετε. Αν όχι από εμένα, πιθανόν λίγο παρακάτω.
Τι πραγματικά θα σας ικανοποιούσε, ούτε λόγος.
Πιστός στην παράδοση, σκέφτηκα το κάτι τις μου και φέτος. Πολύ θα ήθελα να σας το αναγγείλω, όμως πολύ φοβάμαι πως έχω ξεφύγει τόσο όσο χρειάζεται για να την πραγματοποιήσω! Καλό (γενικό;) είναι να μην την βλέπω κάπου γραμμένη γιατί θα επιμείνει να με τσιγκλάει.
Ίσως την μάθετε κατόπιν εορτής.

Η αναβλητικότητα άλλοτε εξυπηρετεί και άλλοτε όχι. Αν και είχα προγραμματίσει να ξεκινήσω τις εργασίες την προηγούμενη εβδομάδα, το αναπόφευκτα κουραστικό εγχείρημα του πυγολαμποστολισμού μετατέθηκε για απόγευμα Σαββάτου, μέχρι να καταλήξει εν συνεχεία στο αυριανό πρωινό.
Κρίμα γιατί το έχω ήδη μετανιώσει. Θα μπορούσα άνετα να δω μια καλή γνωστή σήμερα το μεσημέρι. Κάτι που δεν έγινε γιατί είχα περίπου πείσει τον εαυτό μου πως θα ξεκινούσα απόψε. Η συνάντηση μεταφέρθηκε «στις καλένδες», ενώ αν/όταν διαβάσει αυτές τις γραμμές και θυμηθεί με ποιόν έχει να κάνει ελπίζω να με συγχωρήσει.
Αυτά για την ώρα. Έχω κέφια πολλά και θέλω να γράψω. Συμβαίνει σχεδόν πάντα, άμα πρέπει να κάνω κάτι διαφορετικό από το γράψιμο!
Τώρα, αν τελικά προκύψει κάτι, θα το κρίνει η ιστορία.

Δεύτερες Σκέψεις

Έτσι για αλλαγή. Εδώ δεν θα γράψω κάτι.
Μάλλον θα σβήσω.
Διότι ξανακοίταξα το Κοχύλι του κόσμου.
Δεν πρόκειται για απλά ένα κακογραμμένο κείμενο.
Αλλά για ένα σκορποχώρι λέξεων μιας σκέψης που δεν γράφτηκε ποτέ. Και επειδή εξακολουθώ να αμφιβάλλω εάν εγώ ο ίδιος ανέβασα τέτοιο κομμάτι, θα μετριάσω τις όποιες ανησυχίες και πολύ απλά θα το εξαφανίσω.
Ας αφήσω την επικεφαλίδα.
Για να θυμίζει την κακή παρένθεση.
Δεν είναι και τόσο κακό. Πολιτικά ορθό δεν μοιάζει.
Ο λόγος, όσο ελεύθερος κι αν είναι, εφόσον δεν συνοδεύεται από στοιχειώδη ερεθίσματα των εγκεφαλικών μας κυττάρων, παύει να ονομάζεται λόγος.
Λέγεται κάπως αλλιώς.
Η αυτολογοκρισία μερικές φορές γλυτώνει καταστάσεις.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2007

Γουη Σπηκ Γκρηκ

Αν και απάντησα με ειλικρίνεια στο αντίστοιχο σχόλιο, ας το ανεβάσω στη βιτρίνα μήπως και βρεθεί λύση.
Ρε παλικάρια, έχουμε πρόβλημα.
Πάνε οι καλές εποχές που τα βλέπαμε όλα στα ελληνικά. Πάει λίγος καιρός που μου τα βγάζει στα εγγλέζικα. Δεν τις σκάλιζα τις επιλογές, αλήθεια σας λέω!
Ξυπνάω ένα πρωί και Αλέκος το thinkpo8!
Είναι δάκτυλος των εβραιομασώνων!
«Ποστ ε κόμεντ» και «Άουρ μπωλς αρ μούβιν»
Δεν το έκανα εγώ! Αθώος κύριε πρόεδρε!
«Χήρ μι φέρστ, μπητ μι νεξτ»!
Αφήστε το άλλο.
Παλαιότερα, κοιτούσα τα email και έβλεπα ειδοποιήσεις. Έλεγε καθαρά:
«Ο Μπαρμπαστάθης ο σουγιάς σου άφησε ένα μήνυμα».
Και του απαντούσα όταν μπορούσα.
Τώρα τίποτα. Κατά τύχη τα διαβάζω τα σχόλιά σας.
Κοιτάζω τα «σέτινς» όμως «νάθιν».
Τεχνοφοβικός δεν είμαι. Αλλά είναι υπεράνω των δυνάμεών μου.
Γι’ αυτό ας παρουσιαστεί κάποιος φενταγίν του σόφτγουερ να μου κάνει «κονσάλτιν» μήπως και ξαναδούμε τις Ρωμιές μέρες. Ξέρετε που θα με βρείτε.
Για την ώρα…
«δις μπλογκ ιζ άντερ μιουτέσιον»!

Ο δικτάτορας




Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

Ξεκούρδιστο Πορτοκάλι

(Ανοικτή επιστολή σ’ έναν τηλεκαταδότη)
...
Πολύτιμε ρουφιάνε, αναντικατάστατε συνεργάτη,
σου γράφω πάλι από ανάγκη.
Γνωρίζω πολύ καλά πως όταν επιστρέψεις στην βάση σου, θα διαβάσεις αυτές τις λιγοστές γραμμές. Τότε θα καταλάβεις πως μία και μόνο φράση σου αρμόζει:
Εύγε λαμπρέ μου νέε!
Ειλικρινά δεν περίμενα τέτοια ραγδαία βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών σου. Συνεχίζεις να με εκπλήσσεις ευχάριστα ρουφιανιά στη ρουφιανιά. Ακόμη και όταν χρειάστηκε να βρεθείς εκτός τειχών με αναρρωτική άδεια, έδειξες άλλη μια φορά πως ζεις για να δουλεύεις.
Σου παραθέτω την αμέριστη ευγνωμοσύνη μου προς το πρόσωπό σου. Έχεις γεννηθεί γι’ αυτή τη δουλειά. Είναι μάλλον θέμα γονιδίων!
Πολύ ορθά έπραξες και δεν δίστασες να μ’ ενημερώσεις απ’ ευθείας για το γνωστό καυτό ζήτημα. Κρίμα, διότι μόλις είχα δειλά εξέλθει από το ουτοπικό καβούκι στο οποίο επιμελώς κρύβομαι για την αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων.
Δεν διστάζω να σου εκμυστηρευτώ πως ο μέσος γεροντάκος δεν μπορεί παρά να λυγίσει από το βάρος τέτοιων συγκλονιστικών αποκαλύψεων. Έτσι και εγώ. Σκέφτομαι να αυτοκτονήσω. Επειδή οι τιμές των φαρμάκων εκτοξεύτηκαν, αναζήτησα εναλλακτικές λύσεις. Και δεν άργησα να τις εντοπίσω.
Θα γίνω αυτόχειρας με αναβράζουσες βιταμίνες C!
Μην το εκλάβεις ως δέσμευση. Περισσότερο δες το ως απειλή.
Μια γαβάθα κρύο νερό είναι αρκετή. Μια ντουζίνα φιαλίδια πρέπει να επαρκεί.
Φσσσσττ….
Οι πορτοκαλί ταμπλέτες θα διαλύονται στο υδρογόνο δύο οξυγόνο. Κουνώντας τη γαβάθα για ανακάτεμα, μικρές φυσαλίδες σκορπούν στον χώρο.
Φσσσσττ….
Η διαδικασία συνεχίζεται. Το μείγμα είναι σχεδόν έτοιμο. Θα το βάλω σε μία γιγάντια κανάτα. Στολισμένη με πολύχρωμες ομπρέλες και ένα καλαμάκι-γεώτρηση. Θα βγω στο μπαλκόνι και θα χαζεύω αγέρωχος την μποφοριασμένη θάλασσα. Σαν αναρχοαυτόνομο γκομενάκι στο παρασόλι.
Και θα ρουφάω τζούρες. Γουλιά και προδοσία!
Φσσσσττ….
Δεν θα φταις εσύ πιστέ μου ρουφιάνε. Έκανες το καθήκον σου ως όφειλες. Πολλές επιλογές είναι καθαρά εκπρόθεσμες και συγκυριακές.
Φσσσσττ….
Την ώρα που θα φτάνεις σε αυτές εδώ τις γραμμές θα έχω κατεβάσει τρία γαλόνια βιταμίνη C. Θα τα βλέπω όλα πορτοκαλί. Και θα ακούω φωνές από ψηλά!
Όχι τόσο ψηλά όσο φαντάζεσαι. Πιο χαμηλά. Από τον βράχο.
«Αυτός είναι τελικά ο Παράδεισος;», θα αναρωτιέμαι ανοικτά
«Μπα… υπερβιταμίνωση», θα σχολιάζει μια κακιασμένη φωνή.
...
Δεν πειράζει προικισμένο μου ξεφτέρι. Μην έχεις τύψεις.
Είσαι τυχερός πως έχει φτάσει 7 ευρώπουλα το φιαλίδιο. Ακόμη και στις πιο απεγνωσμένες σκέψεις σήμερα, πρέπει να διαθέτεις ανάλογο budget!
Είμαι πανέτοιμος για ομοιοπαθητική μέθοδο θεραπείας.
Έχω διαπιστώσει πως κάποιος απεγνωσμένος ενδέχεται να ξεπέσει, απλά παρακολουθώντας τα ευρωπαϊκά παιχνίδια της ΑΕΚ.
Αλλά, ας μην πιάσω τέτοιο πάτο! Δεν αξίζει.
Πιθανό να υπάρχει ταύτιση συμφερόντων, όμως θα τη βρω τη λύση.
Εσύ συνέχισε ανενόχλητος το έργο σου!

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

Ανήθικα πυγολαμπιόνια

Παίξ’ το ξανά Σαμ.
Αρχές Δεκέμβρη.
Η Μυτιλήνη φορούσε δειλά τα γιορτινά της σύμφωνα με το εβραιομασωνικό έθιμο. Πανομοιότυπες εικόνες παντού. Ένα καταπράσινο έλατο στημένο στο σαλόνι, πραγματικό από καταπάτηση δασικής έκτασης ή ψεύτικο με σιλικόνες από του Πριζουνίκ. Στολισμένο με κάθε λογής μπιχλιμπίδια και φωτάκια. Στρατηγικά τοποθετημένο δίπλα στο παράθυρο με την κουρτίνα επιμελώς μαζεμένη. Για να μπορεί να μεταφέρει το Χριστουγεννιάτικο κλίμα στους περαστικούς.
Για τους περισσότερους η αλλαγή που παρατηρείται στον χώρο, αν και χοντροκομμένη, δηλώνει τη μετάβαση προς την εορταστική περίοδο. Με φύκια ή μεταξωτές κορδέλες, κάθε σπιτικό προσπαθεί να συνεισφέρει όπως μπορεί στη λάμψη και τη ζεστασιά που προσδίδουν τα φωτισμένα παράθυρα στην παγωμάρα του χειμωνιάτικου δρόμου.
Είπα οι περισσότεροι;
Λοιπόν… είναι και κάποιοι… υπάρχει μια μικρή μερίδα του πληθυσμού που απορρίπτει τις Χριστιανορθόδοξες παραδώσεις και το μεγάλο ξεπούλημα. Δεν θα εξετάσουμε ενδελεχώς τα όποια επιχειρήματα μπορεί να αντιτάξουν ενάντια στην υποκρισία. Είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους να διατηρούν όποιες πεποιθήσεις γουστάρουν, πανομοιότυπα με εκείνους που επιθυμούν διακαώς την έλευση των εορτών για να εξωτερικεύσουν την χαρά. Η άρνηση αποτελεί χαρακτηριστικό του ανθρώπου όπως και η επίδειξη.
Πρώτες μέρες ενός Δεκέμβρη. Πρώτες πρωινές ώρες, καθημερινή.
Ο Νυχίδας και ο Παρανυχίδας ακολουθούν μια μεγάλη παρέα προς το σπίτι ενός φίλου. Για το after μιας βραδιάς, πηγμένης στα καταγώγια και στο ποτό. Ξέγνοιαστοι και ευτυχισμένοι, οι δύο νέοι είχαν κάνει ένα γλυκό μεθύσι. Αφού ανάλωσαν κάμποσο χρόνο σε αυθόρμητες ατάκες και ανόητους θεατρινισμούς, έφτασε η στιγμή να αποσυρθούν και ξεκίνησαν για τον μακρύ δρόμο της επιστροφής, λίγο πριν το χλωμό ξημέρωμα.
Συζητούσαν και μετρούσαν τις μέρες που απέμεναν μέχρι να αφήσουν το νησί για να περάσουν τις διακοπές πλάι στις οικογένειες και τους φίλους τους, πίσω στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Ζαλισμένοι από το ημίγλυκο κρασί κοντοστάθηκαν ελάχιστα μέτρα παρακάτω.
Η φρέσκια μπογιά που απλωνόταν στους τοίχους του γέρικου σπιτιού το καθιστούσε ανέπαφο στο πέρασμα του χρόνου. Ο άγνωστος ιδιοκτήτης του έδειχνε φιλόδοξος και σίγουρα απεκατεστημένος. Πρέπει να αφιέρωσε μπόλικο χρόνο και χρήμα ώστε να το επαναφέρει σε αυτή τη κραταιή επιβλητικότητα.
Όμως δίχως σχολαστικότητα, ο περαστικός διέκρινε ότι ο ιδιοκτήτης είχε υποπέσει στη γνωστή παγίδα της αλλοτρίωσης και του αόρατου ανταγωνισμού με τον γείτονα. Αφού είχε κάνει αριστοτεχνική δουλειά με την πρόσοψη του σπιτιού, τα χάλασε με τη διακόσμηση. Είχε τοποθετήσει αμέτρητες στοιβάδες με καρφωμένα καλώδια και λαμπάκια, σχηματίζοντας ένα κοινότυπο έλατο που αναβόσβηνε ρυθμικά σε ποικίλους χρωματισμούς.
Αμαρτία από το Θεό πρέπει να σκέφτηκαν. Κοντοστάθηκαν από την απέναντι πλευρά του στενού δρόμου και το χάζευαν για αρκετά λεπτά. Ακραία δημιουργικοί, στην πλέον ριζοσπαστική τους εποχή οι νέοι προβληματίζονταν. Κάτι απροσδιόριστο χαλούσε την εικόνα. Ήταν σαν να έχτιζες το Κρεμλίνο και στην κορυφή του τρούλου να τοποθετούσες… μια ανεμοδούρα – κοκοράκι!
Ούτε καν διανοήθηκαν να το μεταφράσουν πολιτικά. Ως μια ακόμη ταξική αδικία. Εξάλλου και οι ίδιοι δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονταν στους αδικημένους της κοινωνίας. Η διαφωνία τους πήγαζε αποκλειστικά στο εικαστικό του θέματος.
Δεν αντάλλαξαν κουβέντες. Το ποτό μιλούσε. Και το ποτό βοηθούσε. Αρκούσε για να προσπεράσουν πιθανά ηθικά και νομικά κολλήματα. Φύσηξαν την αλκοόλη στα ξυλιασμένα γυμνά ακροδάχτυλα και έπιασαν δουλειά!
Όσο το δυνατόν αθόρυβα, μετακίνησαν τους πράσινους πλαστικούς κάδους που εντόπισαν παραδίπλα. Σκαρφάλωσαν πάνω τους και με επιδέξιες χειρουργικές κινήσεις ξήλωναν τα καρφάκια, επανατοποθετώντας τα. Σύντομα είχαν ολοκληρώσει το αναπάντεχο νυχτερινό τους εγχείρημα. Αφού εξαφάνισαν κάθε ίχνος που θα μαρτυρούσε το πέρασμά τους από τη γειτονιά, επέστρεψαν στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Δεν μπορούσαν και πιθανόν δεν ήθελαν να αποθανατίσουν την παρέμβαση. Κοιτούσαν αμίλητοι και κρυωμένοι αλλά σαφώς ικανοποιημένοι. Αντάλλαξαν ένα βλέμμα. Σαν να ήθελαν να επιβεβαιώσουν την συνενοχή στην αποτροπιασμένη ενέργειά τους. Χαμογέλασαν αθώα και τράβηξαν για τα σπίτια τους πλημμυρισμένοι από δημιουργική ευφορία.
Την επόμενη ημέρα του παγερού Δεκέμβρη, επισκέφτηκαν ξανά το σπίτι του φίλου όπου ενέπνεε για λιώσιμο και κραιπάλη. Η παρέα με παρόμοια σύσταση από την προηγούμενη επεισοδιακή νύχτα μόλις είχε παραγγείλει σουβλάκια και κατέστρωνε τα καινούρια σχέδια της για διασκέδαση.
Το τηλέφωνο χτυπάει. Στην άλλη άκρη ο ψαρωμένος διανομέας προσπαθούσε μάταια να εντοπίσει τον αποδέκτη της παραγγελίας, χαμένος στα δαιδαλώδη δρομάκια.
«Βλέπεις κάτι σκουπιδοτενεκέδες αριστερά της οδού &*&*&*& και ευθεία πάνω», έδινε οδηγίες ο οικοδεσπότης.
«Προχώρα ευθεία μέχρι να συναντήσεις ένα ανακαινισμένο σπίτι», συνέχισε
Πρέπει να δημιουργήθηκε πρόβλημα στη συνεννόηση καθώς ο διανομέας κάλεσε ξανά.
«Έφτασες στο σπίτι που είπαμε. Περίμενε! Τι βλέπεις»; Φώναξε για να ακουστεί μέσα στην βαβούρα της παρέας ο οικοδεσπότης.
«Να σου πω εγώ τι βλέπει…», σιγοντάρισε ο Νυχίδας. Για να συμπληρώσει ο Παρανυχίδας:
«Κόκκικο και κίτρινο και μπλέ…».
Σχεδόν τραγουδιστά και γεμάτοι καμάρι, καυχήθηκαν ταυτόχρονα:
«Μια ψ#λή δυόμισι μέτρα!»

Έπειτα από δυο βραδιές, αντιλαμβανόμενος την ντροπή που εκπεμπόταν από τα ντουβάρια του, ο καημένος ιδιοκτήτης επανάφερε τα λαμπάκια στον αρχικό του σχηματισμό. Αφού πρώτα δεκάδες ανυποψίαστοι περαστικοί διακατέχονταν από ένα πολιτισμικό σοκ που προκαλούσε ένας γιγαντιαίος… εν πάση περιπτώσει βίωναν ένα «εγκεφαλλικό» επεισόδιο!
Ο Νυχίδας και ο Παρανυχίδας πρέπει να μεγάλωσαν αρκετά από τότε. Τους φαντάζομαι σήμερα κουρεμένους και ξυρισμένους να αρχίζουν την μέρα τους μέσα στο πουκάμισο και τον χαρτοφύλακα. Λογικά θα έκοψαν το ποτό και ποιος ξέρει; Μπορεί να έφτιαξαν τις δικές τους οικογένειες. Με προγούλι και κοιλίτσα, αγκαλιά με ένα ζεύγος κουτσούβελα, θα στολίζουν πια τα δικά τους σπιτικά .
Η νέα τους ζωή δεν τους επιτρέπει να διατηρούν απομεινάρια παραβατικότητας και αυθαιρεσίας. Ενδεχομένως οι διαφορετικές συνθήκες να τους επέβαλαν να θάψουν κάθε ίχνος δημιουργικής και καινοτομικής διάθεσης.
Όμως για ένα πράγμα είμαι πεπεισμένος και διατεθειμένος να υπερασπιστώ μαχόμενος. Ότι δηλαδή, όποτε βρεθούν αντίκρυ στα έντονα πυγολαμπιόνια θα επαναφέρουν εικόνες. Τα νιάτα και την σκοπιά από την οποία έβλεπαν τον κόσμο τότε. Την απερίγραπτη καλλιτεχνική τους φλέβα. Και τους μηδαμινούς ενδοιασμούς κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Δεν είμαι βέβαιος για το τι ακριβώς συμβαίνει γύρω μας. Αν δηλαδή ο μικρόκοσμος μας είναι αυτός που διαφοροποιείται πρώτος ή αν εμείς οι ίδιοι αλλάζουμε. Προφανώς κάθε δράση πρέπει να παραπέμπει και σε μία συγκεκριμένη ηλικία. Διαφορετικά ακυρώνεται από τη γέννηση της.
Η ιστορία θα μπορούσε να είναι αληθινή με τις ίσες πιθανότητες να είναι φανταστική. Όσοι παιδικοί κόσμοι αναπόφευκτα και να γκρεμίστηκαν μ’ ένα αθώο πέρασμα μπροστά από μερικές συστάδες από ανήθικα χρωματιστά πυγολαμπίονια, ένα είναι σίγουρο:
Ανάμεσά μας κυκλοφορεί κόσμος που υποδέχεται τα Χριστούγεννα με δέος!

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Του Αγίου Δεκεμβρίου

«Το πελώριο, γκρίζο θηρίο που το λένε Δεκέμβρη είχε καταπιεί τον μικρό βιβλιοπώλη ζωντανό. Θαμμένος στην κοιλιά αυτού του πνιγηρού μήνα, ο Πο8 αναρωτιόταν αν θα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει.»
Τι ωραία να ξεκινάς τον μήνα με τον «Κλέφτη του Πάντοτε» από Κλάιβ Μπάρκερ. Έστω σε παράφραση.
Δεν παίζει ρόλο που η εορταστική περίοδος, από εμπορική σκοπιά, ξεκίνησε κάπου στα μέσα Νοέμβρη. Ο δωδέκατος πάντα μου βγάζει το εορταστικό. Ανεξαρτήτως διάθεσης.
Άλλοτε βγαίνει ο Σκρούτζ, άλλοτε το κοριτσάκι με τα σπίρτα ή άλλοτε ο μολυβένιος στρατιώτης. Δυο χρόνια τώρα κάτι δεν πάει καλά. Όλη την περίοδο την αναλώνω στο μαγαζί Πέφτει πολύ τύλιγμα και αρκετό παραμύθι. Αλλά δεν παραπονιέμαι. Εντάξει, θα έρθουν και τα λεφτά που πιθανόν να καβαντζωθούν για αργότερα, αλλά δεν είναι αυτό. Περισσότερο χαίρομαι που ανακαλύπτω ξανά φάτσες εξαφανισμένες, ενώ στις υπόλοιπες, τις παλιές, διακρίνεις μια ευφορία που σπάει τη ξινίλα και τη μιζέρια.
Γενικότερα τον Δεκέμβρη γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι με κάποιο τρόπο θα περάσεις ευχάριστα. Πέραν από τα Τσινγκλμπελς, τα κακιασμένα πυγολαμπίονια, τον χοντρομπαλά μεθύστακα που μοιάζει με τον γέρο της Κυράς Μαρίκας, της τσιβδής, τις νεράιδες, τις πριγκίπισσες και τα ξωτικά. Υποψιάζεσαι πως κάτω από τόνους σαβούρας και πλαστικού, απέναντι από το ψεύτικο και άκαιρο καρακιτσαριό βρίσκεται κάτι. Μικρό ή μεγάλο, σημαντικό ή μη. Και το οποίο ενδεχομένως να σκαρφιστεί τρόπο να σου παρουσιαστεί.
Υπάρχει σωτηρία, υπομονή πρέπει να έχουμε. Ίσως να εμφανιστεί στο μηδέν, όπως τον Μαγκάιβερ, μην απογοητεύεστε. Και τα λόγια αυτά έχουν βαρύτητα αν προέρχονται από κάποιον που εδώ και αρκετό καιρό ασπάστηκε την εκκλησία του «Γρου Σου Ζειν»!
Εδώ είμαστε και τον Δεκέμβρη. Θα τα λέμε. Μακάρι να βγάλει σύντομα ο κέρσορας τα Πράντα. Σκοπεύω να σας δωρίσω ένα – δυο κομματάκια, προορισμένα για το δέντρο. Όμως χρειάζεται χρόνο και μεταμεσονύχτιες ώρες.
Όσο για το πως θα περάσω τον τελικό προορισμό του μήνα, μόνο εικασίες διατίθεμαι να κάνω. Σίγουρα θα αποφύγω το μοντέλο της Σικελικής οικογένειας. Ομολογουμένως μου ταιριάζει περισσότερο ο ρόλος της Annie, του ορφανού από το μιούζικαλ! Μου βρίσκονται κάποιες ιδέες που απέχουν κάμποσο από την υλοποίηση και διατηρούνται επιμελώς στο στάδιο της φαντασίωσης. Και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα μείνουν μέχρι εκεί!
Σε αυτό το ανυποψίαστο σημείο, να ευχαριστήσω δημόσια τον Πάνο των 9. Ας του το ρουφιανέψει κάποιος, θα καταλάβει εκείνος!
Άντε παλικάρια, καλό μήνα.
Υ.Γ. Μην αμελήσετε να ξαναψηφίσετε παρακαλώ πολύ. Εδώ γίνεται κοινωνιολογική έρευνα υψηλού επιπέδου.