Μια συνηθισμένη μέρα της Μαρμότας. Ξυπνά κάθε μέρα νωρίς κατά τις 8:30. Μέχρι να συνειδητοποιήσω (χωρίς αποτέλεσμα) ποιος είμαι και που πάω, θα πάει 9:00. Έως να ξεπιαστώ ή να πειστώ πως δεν κάνει κρύο, φτάνουμε στις 9:30. Ντύνομαι και ξεκινώ. Πάντα κάτι προκύπτει και χτυπάει 10:00.
Σήμερα είχα να εξαργυρώσω μια επιταγή και να σκαρφιστώ τρόπους να καλύψω μια άλλη. Δεν προλάβαινα. Μόνο ένα λογαριασμό πήγα και πλήρωσα. Φτάνω έξω από το μαγαζί 10:20. Μέχρι να πάρω τσιγάρα από απέναντι, να κάνω δημόσιες σχέσεις με τη γειτονιά και να καλημερίσω τη Νίκη από δίπλα, θα ξεκλειδώσω το μαγαζί ακριβώς στις 10:30. Άλλη μια μέρα ξεκινά.
Συνήθως ο πρώτος πελάτης, ξεπερνά το οπτικό εμπόδιο των βιβλίων και με μια απίστευτη φυσικότητα θα σου ζητήσει ένα ζευγάρι αντικλείδια! Ίσως επειδή ο κλειδαράς από δίπλα, στο στενό, έχει δημοκρατικά τοποθετήσει μια επική ταμπέλα πάνω από το κεφάλι σου. Δεν πτοούμαι. Ανοίγω τα μαραφέτια μου και προβληματίζομαι αν σήμερα είναι επιτέλους η μέρα που θα συμμαζέψω. Δεν περνάει πολύ ώρα και τηλεφωνώ στου Τόνυ, να μου φέρει καφέ.
«Εσύ είσαι πάλι. Τι θες ρε φίλε;»
«Να δω αν είσαι καλά. Καλημέρα. Φέρε και έναν μέτριο.»
«Έλα. Νταξ…», τουτ τουτ τουτ
Πρέπει να ξυπνήσω στα εναπομείναντα 30 λεπτά μέχρι να καταφτάσει ο φραπές.
Δεν τα καταφέρνω ποτέ.
Τις περισσότερες φορές έχω πελάτη. Και τυχαίνει να είναι ο πιο τζαζεμένος της ημέρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χθεσινό φοιτητριάκι με το ράστα μαλλί. Αλήθεια, άσχετο. Ξανάγινε της μόδας το «Legalise it» υφάκι;
Αν και το βλέμμα μου φωνάζει «Σκότωσε με.-Λύτρωσε με», το κοριτσάκι δείχνει αδίστακτο. Κρατάει δυο δεμένα τετράδια με εξώφυλλο Είναι λέει προβληματισμένο ποιο να διαλέξει! Το θέλει λέει για δώρο!
Προσπαθώ να ψελλίσω. Οι λέξεις βγαίνουν σαν να είμαι μεθυσμένος δυσλεκτικός. Σε ελεύθερη απόδοση:
«Τι να σας πω; Καταλαβαίνετε.»
Γελάει, ευτυχώς για να σιγοντάρω από δίπλα χωρίς να παρεξηγηθεί.
«Αυτό με τα κλαδιά, το κόκκινο πρέπει να είναι από Αφρική. Δείχνει πιο easygoing. Το άλλο με τα βουνά και το νερό πρέπει να είναι πιο σοβαρό. Δείχνει περισσότερο οργανωτικό.»
Το αθλιότερο απ’ όλα είναι πως όντως αυτό της είπα! Δεν άντεξα.
«Αλλά να σας αφήσω να αποφασίσετε. Είναι 3 ευρώ.»
Και την γράφω. Βάζω τον Kosmos και κοιτάζω όσο μπορώ τα email.
Για την ιστορία, διάλεξε το κόκκινο. Σιγά μην το ήθελε δώρο. Είχε ξεχάσει και το πορτοφόλι. Ήρθε μετά από ένα τέταρτο και το πήρε.
Φτάνει και ο καφές και η μέρα επισήμως ξεκινά.
Αρχίζω να δουλεύω τις παραγγελίες. Και λοξοκοιτάζω έξω. Είχα καλομάθει. Να περάσει το μικρό χαριτωμένο, να χαιρετήσει και αν είμαι άδειος να μπει μέσα. Να μου φτιάξει την μέρα
Αλλά που;
Το μικρό χαριτωμένο έχει φύγει εδώ και μια εβδομάδα και θα αργήσει να γυρίσει. Μάταια ψάχνω μήπως το εντοπίσω. Εμφανίζεται … ο Μπάρκουλης.
«Όλα εδώ θα μείνουν.» ή «Είσαι άρχοντας.» οι μόνιμες ατάκες του.
Η συνέχεια ποικίλει. Θα μείνει μέχρι να εμφανιστεί ο πρώτος φίλος και/ή πελάτης.
(Θα εμπλουτιστεί στη συνέχεια)
Σήμερα είχα να εξαργυρώσω μια επιταγή και να σκαρφιστώ τρόπους να καλύψω μια άλλη. Δεν προλάβαινα. Μόνο ένα λογαριασμό πήγα και πλήρωσα. Φτάνω έξω από το μαγαζί 10:20. Μέχρι να πάρω τσιγάρα από απέναντι, να κάνω δημόσιες σχέσεις με τη γειτονιά και να καλημερίσω τη Νίκη από δίπλα, θα ξεκλειδώσω το μαγαζί ακριβώς στις 10:30. Άλλη μια μέρα ξεκινά.
Συνήθως ο πρώτος πελάτης, ξεπερνά το οπτικό εμπόδιο των βιβλίων και με μια απίστευτη φυσικότητα θα σου ζητήσει ένα ζευγάρι αντικλείδια! Ίσως επειδή ο κλειδαράς από δίπλα, στο στενό, έχει δημοκρατικά τοποθετήσει μια επική ταμπέλα πάνω από το κεφάλι σου. Δεν πτοούμαι. Ανοίγω τα μαραφέτια μου και προβληματίζομαι αν σήμερα είναι επιτέλους η μέρα που θα συμμαζέψω. Δεν περνάει πολύ ώρα και τηλεφωνώ στου Τόνυ, να μου φέρει καφέ.
«Εσύ είσαι πάλι. Τι θες ρε φίλε;»
«Να δω αν είσαι καλά. Καλημέρα. Φέρε και έναν μέτριο.»
«Έλα. Νταξ…», τουτ τουτ τουτ
Πρέπει να ξυπνήσω στα εναπομείναντα 30 λεπτά μέχρι να καταφτάσει ο φραπές.
Δεν τα καταφέρνω ποτέ.
Τις περισσότερες φορές έχω πελάτη. Και τυχαίνει να είναι ο πιο τζαζεμένος της ημέρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χθεσινό φοιτητριάκι με το ράστα μαλλί. Αλήθεια, άσχετο. Ξανάγινε της μόδας το «Legalise it» υφάκι;
Αν και το βλέμμα μου φωνάζει «Σκότωσε με.-Λύτρωσε με», το κοριτσάκι δείχνει αδίστακτο. Κρατάει δυο δεμένα τετράδια με εξώφυλλο Είναι λέει προβληματισμένο ποιο να διαλέξει! Το θέλει λέει για δώρο!
Προσπαθώ να ψελλίσω. Οι λέξεις βγαίνουν σαν να είμαι μεθυσμένος δυσλεκτικός. Σε ελεύθερη απόδοση:
«Τι να σας πω; Καταλαβαίνετε.»
Γελάει, ευτυχώς για να σιγοντάρω από δίπλα χωρίς να παρεξηγηθεί.
«Αυτό με τα κλαδιά, το κόκκινο πρέπει να είναι από Αφρική. Δείχνει πιο easygoing. Το άλλο με τα βουνά και το νερό πρέπει να είναι πιο σοβαρό. Δείχνει περισσότερο οργανωτικό.»
Το αθλιότερο απ’ όλα είναι πως όντως αυτό της είπα! Δεν άντεξα.
«Αλλά να σας αφήσω να αποφασίσετε. Είναι 3 ευρώ.»
Και την γράφω. Βάζω τον Kosmos και κοιτάζω όσο μπορώ τα email.
Για την ιστορία, διάλεξε το κόκκινο. Σιγά μην το ήθελε δώρο. Είχε ξεχάσει και το πορτοφόλι. Ήρθε μετά από ένα τέταρτο και το πήρε.
Φτάνει και ο καφές και η μέρα επισήμως ξεκινά.
Αρχίζω να δουλεύω τις παραγγελίες. Και λοξοκοιτάζω έξω. Είχα καλομάθει. Να περάσει το μικρό χαριτωμένο, να χαιρετήσει και αν είμαι άδειος να μπει μέσα. Να μου φτιάξει την μέρα
Αλλά που;
Το μικρό χαριτωμένο έχει φύγει εδώ και μια εβδομάδα και θα αργήσει να γυρίσει. Μάταια ψάχνω μήπως το εντοπίσω. Εμφανίζεται … ο Μπάρκουλης.
«Όλα εδώ θα μείνουν.» ή «Είσαι άρχοντας.» οι μόνιμες ατάκες του.
Η συνέχεια ποικίλει. Θα μείνει μέχρι να εμφανιστεί ο πρώτος φίλος και/ή πελάτης.
(Θα εμπλουτιστεί στη συνέχεια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου