Ο γορίλας με συνόδεψε μέχρι την πόρτα του λιονταρόσπιτου. Έκανα μερικά βήματα προς τα μέσα κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά. Το πρώτο μου μάθημα στο «Κιτς για αρχαρίους».
Ένιωσα ένα χέρι να με χτυπάει στον ώμο.
«Επιτέλους Μυτιληνιέ, καλώς ήρθες», είπε χωρίς να αντικρύσει ακόμη ο ένας τον άλλο.
Γυρνάω γεμάτος ανυπομονησία. Γι’ άλλη μία φορά, κάποιος εκεί πάνω μου έκανε πλάκα.
«Εσύ είσαι ο Μανουέλ ;;;;;;;»
«Παναγία μου! Ο Πόθ!!!!!»
Ο Μανουέλ ή Μανωλάκης υπήρξε άριστος φίλος και παλιός συμφοιτητής! Τον είχα χάσει για χρόνια. Γιάπης του κερατά, ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενα να πετύχω στο πουθενά!
«Εεεε…. τι γίνεσαι;»
«Εγώ; Εσύ… Πως τα κατάφερες πάλι;»
Είχα τα χάλια μου. Μου έδωσε χρόνο να ξεπλύνω τα σημάδια της περιπέτειας από πάνω μου και με περίμενε στο μπαλκόνι, το στόμα του λιονταριού. Ήταν η δεύτερη φορά που ο Μανωλάκης εμφανιζόταν ως σωτήρας. Την Σενεγάλη προηγήθηκε μια δύσκολη κατάσταση στο λιμάνι του Ηρακλείου, χρόνια πριν.
Αφού του διηγήθηκα την Οδύσσεια όπως την θυμόμουν, έβγαλε ουίσκι και στρώσαμε μια παρτίδα τάβλι.
Είχα απορία πως στην ευχή βρέθηκε στο Ντακάρ.
Μου εξήγησε πως είχε κάποια προβλήματα με το ποτό. Η δουλειά του πήγαινε πολύ καλά, όμως το ποτό τον κρατούσε πίσω. Του προσέφεραν μια θέση στην Αμερική και σκέφτηκε πως μια μεγάλη αλλαγή θα βοηθούσε να μετριάσει το πάθος του. Τα μάζεψε και ετοιμαζόταν να πετάξει για Νέα Υόρκη. Καθώς περίμενε πίνοντας στο μπαρ του αεροδρομίου, ένας άγνωστος του μίλησε για μία τεράστια ευκαιρία.
Με ένα εκατομμύριο δολάρια, θα μπορούσε να αγοράσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της λιμνοθάλασσας του Λακ Ροζ. Εκείνος δελεάστηκε. Τα άφησε όλα πίσω. Πούλησε κάτι στρέμματα ελιές στην Κρήτη και δανείστηκε από τις καλές δημόσιες σχέσεις του. Και σταδιακά, έγινε μεγιστάνας του αλατιού στην Αφρική! Μάλιστα, αποδείχτηκε πως το αλάτι στα κάσιους του Νίονιου, προερχόταν από τις αλυκές του Μανωλάκη.
Τελικά, όλα τα πάθη οδηγούν στη Σενεγάλη!
«Θα σε φανταζόμουν καλύτερα στην Νέα Υόρκη. Στο κέντρο του κόσμου.»
«Έτσι νόμιζα. Όμως… δεν έχεις παρά να κοιτάξεις εδώ.»
Μου έδειξε προς το νησάκι.
«Το Goree. Στοιχηματίζω πως το ακούς πρώτη φορά. Βλέπεις για τον Δυτικό κόσμο, το χτίσιμο της Αμερικής ξεκινά από το Elis island. Λάθος!»
«Δεν καταλαβαίνω», του απάντησα.
«Το Ντακάρ Πόθ είναι το δυτικότερο άκρο της Αφρικής. Για το χτίσιμο της Αμερικής ζητούσαν σκλάβους. Οι περισσότεροι από αυτούς μεταφέρθηκαν εδώ από ολόκληρη την ήπειρο. Για να μην την κοπανήσουν, τους φυλάκιζαν στο απομονωμένο νησί. Γι’ αυτό έχει κανόνια. Και από εκεί τους στοίβαζαν στα καράβια για το Νέο Κόσμο.»
«Η’ στον Άλλο Κόσμο…»
«Στο πέρασμα του χρόνου, το Goree άλλαξε χέρια. Πέρασαν και Γάλλοι και Άγγλοι και Πορτογάλοι. Όλοι τους στόχευαν στο φρούριο. Που ποτέ δεν άλλαξε χρήση. Πάντοτε υπήρξε μια αστείρευτη πηγή σκλάβων.»
«Και σήμερα;»
«Είναι μία αδιάψευστη μαρτυρία, ένα μνημείο της ανθρώπινης εκμετάλλευσης. Ίσως επειδή το άγαλμα της Ελευθερίας το χτίσανε πρώτα οι σκλάβοι από το Goree. Για να το βλέπουν οι μετανάστες από το Elis island.»
Με είχε αποστομώσει. Βρισκόταν ήδη με θέα στο κέντρο του κόσμου.
…
Είχα κοιμηθεί σαν άρχοντας. Μόνο οι μελανιές θύμιζαν τι είχε προηγηθεί. Μετά το πρωινό βρεθήκαμε στο κέντρο του Ντακάρ για τα διαδικαστικά. Λυπήθηκα όταν η ασφαλιστική δεν με αποζημίωσε για την Μαρίκα Μ.
«Πλοίο με κουπόνια;» Καραγκιόζηδες!
Λένε πως το ράλι Παρίσι-Ντακάρ είναι το δυσκολότερο στον κόσμο. Κάτι φλώροι με τα μηχανάκια. Χα! Έχετε δοκιμάσει την πτήση Ντακάρ-Παρίσι χωρίς κοινοτικό διαβατήριο;
Αφήσαμε τον γορίλα (που παρεμπιπτόντως τον έλεγαν Αλιού) να διευθετήσει τα γραφειοκρατικά. Ο Μανωλάκης ξηγήθηκε και εδώ. Γυρίζαμε την πόλη. Φτώχεια και εξαθλίωση παντού. Όμως δεν το έδειχναν. Έβλεπες φάτσες χαρούμενες και μια φωτεινή πολυχρωμία.
Μέσα στην πολυκοσμία, ήχοι και φωνές σε μία μίξη Γαλλικών και της τοπικής Γόλοφ. Έτσι και αλλιώς δεν καταλάβαινα τίποτα.
Ο Μανωλάκης επέμενε να μου δείξει τις επιχειρήσεις του από κοντά. Με γκαζωμένο το γερμανικό του αμάξι δεν αργήσαμε να φτάσουμε στις αλυκές της Λακ Ροζ. Μόλις μας αντιλήφθηκαν οι εργάτες, σήμανε συναγερμός. Μας υποδέχτηκε ο Ψηλέας που τρόμαξε να με γνωρίσει καθαρό.
«Βλέπεις γιατί ήρθα εδώ. Κοίτα παντού. Όλα μου ανήκουν.»
Αντιφατικό. Ο ιδεαλιστής της χθεσινής βραδιάς είναι ο σκληρός εκμεταλλευτής του σήμερα. Μου είχε φερθεί άψογα. Ήταν δύσκολο και ανήθικο να του επισημάνω την διαφορά.
«Κοντά χίλια άτομα δουλεύουν από μένα», μονολογούσε
«Οι περισσότεροι παίρνουν πέντε με δέκα ευρώπουλα την εβδομάδα. Υπολόγισε. Πολλά λεφτά. Αλλά ξέρω τι σκέφτεσαι.»
«Μανωλάκη…», είπα διστάζοντας να ολοκληρώσω.
«Όχι Πόθ. Δεν εκμεταλλεύομαι κανέναν. Αν δεν τους έδινα εγώ ψωμί, μπορεί και να μην έτρωγαν καθόλου. Τουλάχιστο όχι στη Σενεγάλη.»
«Όμως …»
«Ναι καλά. Ίκα, σύκα και λοιπές δυτικές μ@λακίες. Δεν τα έχουν ανάγκη! Εδώ είναι Αφρική. Πες πως τα υιοθετώ. Να δεις πως σύντομα θα αρχίσουν τα δανειάκια και οι καρτούλες. Είδες, οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι είναι ευημερία. Και είναι ευτυχισμένοι. Γιατί να τους τα στερήσω;»
«Μα…»
«Άσε τα μα. Απλά απάντησε. Τι θες να είσαι; Ένας φτωχός-πλούσιος ή ένας πλούσιος-φτωχός; Κοίτα γύρω σου. Σε αντίθεση μ’ εσένα εκείνοι διάλεξαν το δεύτερο. Ποιος είμαι εγώ για να τους αλλάξω;»
Με αποστόμωσε. Και η κουβέντα έκλεισε χωρίς απάντηση. Ο Μανωλάκης είχε ένα διαφορετικό σκεπτικό. Δεν μου έπεφτε λόγος.
Στο γυρισμό του θύμισα ένα τσιτάτο του Λένιν:
«Ένα ψέμα, όταν λέγεται κατ’ εξακολούθηση, γίνεται η αλήθεια.»
Θα περίμενα να μου το επιστρέψει αντιστραμμένο. Δεν το έκανε.
«Ζούμε σε μία κοινωνία όπου οι περισσότεροι είναι σκλαβωμένοι από τα πάθη τους. Και με τα πάθη αυτά πορεύονται μέχρι τέλους. Λίγοι είναι οι οραματιστές. Όμως και αυτοί παγιδεύονται από τις ιδέες τους και τελικά ασφυκτιούν.»
Δεν τον ρώτησα ποτέ που ταξινομούσε τον εαυτό του. Αχρείαστο.
Τρεις μέρες πέρασα στο Ντακάρ. Εκτός από τις ξεναγήσεις ο Μανωλάκης είχε ξηγηθεί το αεροπλάνο μέχρι την Μυτιλήνη, δανεικά και άπειρα πακέτα τσιγάρα. Λίγο πριν φύγω ζήτησα να δω το Goree από κοντά.
Φτάσαμε με το φέρυ. Ήταν όντως ένα νησί-φρούριο. Με τις οχυρώσεις, τα κανόνια και τις μπάλες. Περπατήσαμε τα δρομάκια. Λίγα κατοικημένα σπίτια και αναπαλαιωμένες αποθήκες, σημερινά μουσεία και ξενώνες. Ένα νησάκι μνημείο, με επιγραφές και αγάλματα σκλάβων. Πλησιάζαμε στην κεντρική πλατεία. Εκείνος χαμογελούσε κάπως ειρωνικά. Ζήτησε να του εξηγήσω ξανά τον σκοπό του ταξιδιού. Φύσηξα τον καπνό και του επανέλαβα πως έπρεπε να κόψω το τσιγάρο. Σταματήσαμε στο κέντρο της πλατείας. Σε ένα μεγάλο έθνικ δέντρο υπήρχε μια σκονισμένη επιγραφή. Πλησιάσαμε. Δεν χρειάστηκε μετάφραση όπως στις προηγούμενες. Έγραφε:
«Πλατεία Λένιν»
Ήταν ότι πιο εξωπραγματικό και απρόβλεπτο μου είχε συμβεί.
Γελάσαμε δυνατά. Χωρίς επεξηγήσεις.
Είχα πάρει την απόφασή μου.
Ένιωσα ένα χέρι να με χτυπάει στον ώμο.
«Επιτέλους Μυτιληνιέ, καλώς ήρθες», είπε χωρίς να αντικρύσει ακόμη ο ένας τον άλλο.
Γυρνάω γεμάτος ανυπομονησία. Γι’ άλλη μία φορά, κάποιος εκεί πάνω μου έκανε πλάκα.
«Εσύ είσαι ο Μανουέλ ;;;;;;;»
«Παναγία μου! Ο Πόθ!!!!!»
Ο Μανουέλ ή Μανωλάκης υπήρξε άριστος φίλος και παλιός συμφοιτητής! Τον είχα χάσει για χρόνια. Γιάπης του κερατά, ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενα να πετύχω στο πουθενά!
«Εεεε…. τι γίνεσαι;»
«Εγώ; Εσύ… Πως τα κατάφερες πάλι;»
Είχα τα χάλια μου. Μου έδωσε χρόνο να ξεπλύνω τα σημάδια της περιπέτειας από πάνω μου και με περίμενε στο μπαλκόνι, το στόμα του λιονταριού. Ήταν η δεύτερη φορά που ο Μανωλάκης εμφανιζόταν ως σωτήρας. Την Σενεγάλη προηγήθηκε μια δύσκολη κατάσταση στο λιμάνι του Ηρακλείου, χρόνια πριν.
Αφού του διηγήθηκα την Οδύσσεια όπως την θυμόμουν, έβγαλε ουίσκι και στρώσαμε μια παρτίδα τάβλι.
Είχα απορία πως στην ευχή βρέθηκε στο Ντακάρ.
Μου εξήγησε πως είχε κάποια προβλήματα με το ποτό. Η δουλειά του πήγαινε πολύ καλά, όμως το ποτό τον κρατούσε πίσω. Του προσέφεραν μια θέση στην Αμερική και σκέφτηκε πως μια μεγάλη αλλαγή θα βοηθούσε να μετριάσει το πάθος του. Τα μάζεψε και ετοιμαζόταν να πετάξει για Νέα Υόρκη. Καθώς περίμενε πίνοντας στο μπαρ του αεροδρομίου, ένας άγνωστος του μίλησε για μία τεράστια ευκαιρία.
Με ένα εκατομμύριο δολάρια, θα μπορούσε να αγοράσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της λιμνοθάλασσας του Λακ Ροζ. Εκείνος δελεάστηκε. Τα άφησε όλα πίσω. Πούλησε κάτι στρέμματα ελιές στην Κρήτη και δανείστηκε από τις καλές δημόσιες σχέσεις του. Και σταδιακά, έγινε μεγιστάνας του αλατιού στην Αφρική! Μάλιστα, αποδείχτηκε πως το αλάτι στα κάσιους του Νίονιου, προερχόταν από τις αλυκές του Μανωλάκη.
Τελικά, όλα τα πάθη οδηγούν στη Σενεγάλη!
«Θα σε φανταζόμουν καλύτερα στην Νέα Υόρκη. Στο κέντρο του κόσμου.»
«Έτσι νόμιζα. Όμως… δεν έχεις παρά να κοιτάξεις εδώ.»
Μου έδειξε προς το νησάκι.
«Το Goree. Στοιχηματίζω πως το ακούς πρώτη φορά. Βλέπεις για τον Δυτικό κόσμο, το χτίσιμο της Αμερικής ξεκινά από το Elis island. Λάθος!»
«Δεν καταλαβαίνω», του απάντησα.
«Το Ντακάρ Πόθ είναι το δυτικότερο άκρο της Αφρικής. Για το χτίσιμο της Αμερικής ζητούσαν σκλάβους. Οι περισσότεροι από αυτούς μεταφέρθηκαν εδώ από ολόκληρη την ήπειρο. Για να μην την κοπανήσουν, τους φυλάκιζαν στο απομονωμένο νησί. Γι’ αυτό έχει κανόνια. Και από εκεί τους στοίβαζαν στα καράβια για το Νέο Κόσμο.»
«Η’ στον Άλλο Κόσμο…»
«Στο πέρασμα του χρόνου, το Goree άλλαξε χέρια. Πέρασαν και Γάλλοι και Άγγλοι και Πορτογάλοι. Όλοι τους στόχευαν στο φρούριο. Που ποτέ δεν άλλαξε χρήση. Πάντοτε υπήρξε μια αστείρευτη πηγή σκλάβων.»
«Και σήμερα;»
«Είναι μία αδιάψευστη μαρτυρία, ένα μνημείο της ανθρώπινης εκμετάλλευσης. Ίσως επειδή το άγαλμα της Ελευθερίας το χτίσανε πρώτα οι σκλάβοι από το Goree. Για να το βλέπουν οι μετανάστες από το Elis island.»
Με είχε αποστομώσει. Βρισκόταν ήδη με θέα στο κέντρο του κόσμου.
…
Είχα κοιμηθεί σαν άρχοντας. Μόνο οι μελανιές θύμιζαν τι είχε προηγηθεί. Μετά το πρωινό βρεθήκαμε στο κέντρο του Ντακάρ για τα διαδικαστικά. Λυπήθηκα όταν η ασφαλιστική δεν με αποζημίωσε για την Μαρίκα Μ.
«Πλοίο με κουπόνια;» Καραγκιόζηδες!
Λένε πως το ράλι Παρίσι-Ντακάρ είναι το δυσκολότερο στον κόσμο. Κάτι φλώροι με τα μηχανάκια. Χα! Έχετε δοκιμάσει την πτήση Ντακάρ-Παρίσι χωρίς κοινοτικό διαβατήριο;
Αφήσαμε τον γορίλα (που παρεμπιπτόντως τον έλεγαν Αλιού) να διευθετήσει τα γραφειοκρατικά. Ο Μανωλάκης ξηγήθηκε και εδώ. Γυρίζαμε την πόλη. Φτώχεια και εξαθλίωση παντού. Όμως δεν το έδειχναν. Έβλεπες φάτσες χαρούμενες και μια φωτεινή πολυχρωμία.
Μέσα στην πολυκοσμία, ήχοι και φωνές σε μία μίξη Γαλλικών και της τοπικής Γόλοφ. Έτσι και αλλιώς δεν καταλάβαινα τίποτα.
Ο Μανωλάκης επέμενε να μου δείξει τις επιχειρήσεις του από κοντά. Με γκαζωμένο το γερμανικό του αμάξι δεν αργήσαμε να φτάσουμε στις αλυκές της Λακ Ροζ. Μόλις μας αντιλήφθηκαν οι εργάτες, σήμανε συναγερμός. Μας υποδέχτηκε ο Ψηλέας που τρόμαξε να με γνωρίσει καθαρό.
«Βλέπεις γιατί ήρθα εδώ. Κοίτα παντού. Όλα μου ανήκουν.»
Αντιφατικό. Ο ιδεαλιστής της χθεσινής βραδιάς είναι ο σκληρός εκμεταλλευτής του σήμερα. Μου είχε φερθεί άψογα. Ήταν δύσκολο και ανήθικο να του επισημάνω την διαφορά.
«Κοντά χίλια άτομα δουλεύουν από μένα», μονολογούσε
«Οι περισσότεροι παίρνουν πέντε με δέκα ευρώπουλα την εβδομάδα. Υπολόγισε. Πολλά λεφτά. Αλλά ξέρω τι σκέφτεσαι.»
«Μανωλάκη…», είπα διστάζοντας να ολοκληρώσω.
«Όχι Πόθ. Δεν εκμεταλλεύομαι κανέναν. Αν δεν τους έδινα εγώ ψωμί, μπορεί και να μην έτρωγαν καθόλου. Τουλάχιστο όχι στη Σενεγάλη.»
«Όμως …»
«Ναι καλά. Ίκα, σύκα και λοιπές δυτικές μ@λακίες. Δεν τα έχουν ανάγκη! Εδώ είναι Αφρική. Πες πως τα υιοθετώ. Να δεις πως σύντομα θα αρχίσουν τα δανειάκια και οι καρτούλες. Είδες, οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι είναι ευημερία. Και είναι ευτυχισμένοι. Γιατί να τους τα στερήσω;»
«Μα…»
«Άσε τα μα. Απλά απάντησε. Τι θες να είσαι; Ένας φτωχός-πλούσιος ή ένας πλούσιος-φτωχός; Κοίτα γύρω σου. Σε αντίθεση μ’ εσένα εκείνοι διάλεξαν το δεύτερο. Ποιος είμαι εγώ για να τους αλλάξω;»
Με αποστόμωσε. Και η κουβέντα έκλεισε χωρίς απάντηση. Ο Μανωλάκης είχε ένα διαφορετικό σκεπτικό. Δεν μου έπεφτε λόγος.
Στο γυρισμό του θύμισα ένα τσιτάτο του Λένιν:
«Ένα ψέμα, όταν λέγεται κατ’ εξακολούθηση, γίνεται η αλήθεια.»
Θα περίμενα να μου το επιστρέψει αντιστραμμένο. Δεν το έκανε.
«Ζούμε σε μία κοινωνία όπου οι περισσότεροι είναι σκλαβωμένοι από τα πάθη τους. Και με τα πάθη αυτά πορεύονται μέχρι τέλους. Λίγοι είναι οι οραματιστές. Όμως και αυτοί παγιδεύονται από τις ιδέες τους και τελικά ασφυκτιούν.»
Δεν τον ρώτησα ποτέ που ταξινομούσε τον εαυτό του. Αχρείαστο.
Τρεις μέρες πέρασα στο Ντακάρ. Εκτός από τις ξεναγήσεις ο Μανωλάκης είχε ξηγηθεί το αεροπλάνο μέχρι την Μυτιλήνη, δανεικά και άπειρα πακέτα τσιγάρα. Λίγο πριν φύγω ζήτησα να δω το Goree από κοντά.
Φτάσαμε με το φέρυ. Ήταν όντως ένα νησί-φρούριο. Με τις οχυρώσεις, τα κανόνια και τις μπάλες. Περπατήσαμε τα δρομάκια. Λίγα κατοικημένα σπίτια και αναπαλαιωμένες αποθήκες, σημερινά μουσεία και ξενώνες. Ένα νησάκι μνημείο, με επιγραφές και αγάλματα σκλάβων. Πλησιάζαμε στην κεντρική πλατεία. Εκείνος χαμογελούσε κάπως ειρωνικά. Ζήτησε να του εξηγήσω ξανά τον σκοπό του ταξιδιού. Φύσηξα τον καπνό και του επανέλαβα πως έπρεπε να κόψω το τσιγάρο. Σταματήσαμε στο κέντρο της πλατείας. Σε ένα μεγάλο έθνικ δέντρο υπήρχε μια σκονισμένη επιγραφή. Πλησιάσαμε. Δεν χρειάστηκε μετάφραση όπως στις προηγούμενες. Έγραφε:
«Πλατεία Λένιν»
Ήταν ότι πιο εξωπραγματικό και απρόβλεπτο μου είχε συμβεί.
Γελάσαμε δυνατά. Χωρίς επεξηγήσεις.
Είχα πάρει την απόφασή μου.
2 σχόλια:
Αγαπητέ Kε thinkpo8,
επιτέλους εντόπισα τον διαδυκτιακό σας τόπο..........
Αναμένω εναγωνίως τη συνέχεια ταύτης της ιστορίας.......
Αγωνιστικοί χαιρετισμοί,
Μην κωλώνεις πουθενά,
Ειρήνη υμίν,
Αυτά.
Θα την έχεις σύντομα μαλικάρι μου.
Να ξεπιαστώ λιγάκι πρώτα.
Θα διαφέρει αρκετά από τα άλλα δυο πάντως.
Δημοσίευση σχολίου