Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Στα έγκατα του Κλάιν Μάιν

Εκδιωγμένοι από το βασίλειο της Μαύρης Κάλτσας, οι Από Κάτω ήταν αναγκασμένοι να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στα υγρά και σκοτεινά λαγούμια των ορυχείων του Κλάιν Μάιν. Οι τσοπάνηδες φρουροί, ακολουθώντας την εντολή του βασιλιά Χατζαράκη σφράγισαν για πάντα τη μοναδική είσοδο με μια τεράστια κοτρόνα.
Οι τέσσερις αυλικοί, ο τροβαδούρος Γόη Μπόι, ο αρχιτσοπάνος Μητσάρας, μαζί με τον ταβερνιάρη Ψηλό και τον θησαυροφύλακα Βακ έβλεπαν στο βάθος το φως να εξαφανίζεται μαζί με την ελευθερία τους. Και ακριβώς δίπλα, ο Χαμαιλέων, ο υποχθόνιος σύμβουλος που είχε πέσει μόνος του στον λάκκο που έσκαβε για τους υπόλοιπους.
Οι λαμπερές ακτίνες του ήλιου που έλουζαν την οροσειρά του Ψολάν Μπουρντάν δεν υπήρχαν πια γι’ αυτούς. Οι αυλικοί στράφηκαν εναντίον του ρουφιάνου με άγριες διαθέσεις. Εκείνος, ανήμπορος να ξεφύγει, προσπάθησε στον λιγοστό χρόνο μέχρι το λυντσάρισμα να σώσει το τομάρι του. Συνέστησε ψυχραιμία, υπαινίχθηκε πως εξαιτίας των σπρωξιμάτων του ο βασιλιάς άλλαξε γνώμη στη γκιλοτίνα, ενώ πρότεινε να ενωθούν όλοι τους σαν μια γροθιά για να ανταποκριθούν στις διαφαινόμενες δυσκολίες. Ευρισκόμενοι σε σύγχυση λόγω των αλλεπάλληλων εξελίξεων, τον πίστεψαν, διατηρώντας όμως μια μόνιμη καχυποψία απέναντί του.
Αφού διαφύλαξαν μια στοιχειώδη εκεχειρία, οι πέντε Από Κάτω έπρεπε μέσα στο σκοτάδι να επανασχεδιάσουν την ζωή τους από τα θεμέλια. Ο Μητσάρας φάνηκε να γνωρίζει τα κατατόπια μιας και επισκεπτόταν συχνά τα ορυχεία για να ξεμοναχιάζει τις απογοητευμένες πριγκιποπούλες και τις ζουμερές χωριατοπούλες. Έτσι, κινήθηκε λίγα μέτρα στα τυφλά και εντόπισε κάτι επαναφορτιζόμενους πυρσούς που είχε καβαντζάρει παλαιότερα! Επικράτησε ενθουσιασμός.
Τότε όλοι διαπίστωσαν το μέγεθος των ορυχείων. Αμέτρητες και ατέλειωτες σήραγγες. Επρόκειτο για εγκαταλελημένα ανθρακωρυχεία. Απόρησαν για την χρησιμότητα τους καθώς κανένας στη Μαύρη Κάλτσα δεν χρησιμοποιούσε κάρβουνο. Ο Βακ ξεροκατάπιε. Έσπασε τη σιωπή του και ομολόγησε. Όταν είχε αναλάβει για πρώτη φορά τα οικονομικά του καθήκοντα υπήρξε υπέρμετρα φιλόδοξος. Ας μην ξεχνάμε πως έχτιζε μια αυτοκρατορία. Για να αυξήσει την χαμηλή παραγωγή και συνάμα τα κέρδη, προέβη σε μία μεγάλη απάτη. Προμηθευόταν κρυφά κοινό φτηνό άσπρο μαλλί και έβαζε τις γυναίκες να το βάφουν με το κάρβουνο. Κανένας έμπορος δεν το κατάλαβε και η Μαύρη Κάλτσα θησαύριζε!
Επόμενη απορία ήταν ποιοι δούλευαν στα ορυχεία. Ο Ψηλός ήξερε. Ως ταβερνιάρης, ήταν ο μοναδικός που διατηρούσε υποτυπώδη επαφή με το Κλουβί καθώς αγόραζε φραγκοστάφυλα από τους μοναχούς. Εξήγησε πως πριν εμφανιστούν στην επιφάνεια οι Πισωγλέντηδες, υπήρξαν σκληροτράχηλοι ανθρακωρύχοι. Όσο έσκαβαν βαθύτερα στο βουνό, η τιμή του κάρβουνου αυξανόταν. Μέχρι που μια μέρα έφτασε τα 100 ζευγάρια κάλτσες το βαγόνι. Ο Βακ αντιλήφθηκε πως η περεταίρω παραπλάνηση δεν συνέφερε και έκοψε μαχαίρι το νταλαβέρι. Εκστομίζοντας την ηρωική φράση: «Όχι άλλο κάρβουνο»! Τότε, αφημένοι στη μοίρα τους, οι άλλοτε ασταμάτητοι εργάτες άρχισαν να τρελαίνονται. Έσκαβαν αδιάκοπα τα λαγούμια τους από τη μια άκρη της Μαύρης Κάλτσας στην άλλη. Λίγο οι ανθυγιεινές συνθήκες, λίγο η ανεργία, δεν ήθελε και πολύ για να αποκτήσουν άρρωστες συνήθειες. Σχηματίζοντας το γνωστό τάγμα, εξήλθαν με περίεργες διαθέσεις και τρομοκρατούσαν τα προβατάκια μέχρι που τους μάντρωσε ο Μητσάρας.
Το παζλ έδειχνε να συμπληρώνεται. Όμως ο Γόη Μπόι που δεν φανταζόταν τόση βρώμα στη Μαύρη Κάλτσα έδειχνε ενοχλημένος. Επισήμανε ότι χωρίς φαγητό δεν θ’ άντεχαν για πολύ. Έθεσε θέμα ηγεσίας! Ο Χαμαιλέων που μέχρι τότε περίμενε υπομονετικά στη γωνιά του σηκώθηκε. Δεν έδειχνε ξαφνιασμένος αφού γνώριζε τα πάντα. Ως αυθεντικός δωσίλογος, απείλησε ν’ αποκαλύψει άλλα τόσα. Ήξεραν πως είχε επιπλέον ράμματα για την γούνα του καθενός τους. Με συνοπτικές διαδικασίες αναγκάστηκαν να του αναθέσουν την αρχηγία.
Το ηθικό ήταν πεσμένο και με τον ρουφιάνο επί κεφαλής έδειχνε να πέφτει όλο και περισσότερο. Ο Χαμαιλέων έπρεπε να το αντιμετωπίσει. Υποστήριξε πως κανείς δεν ήταν τόσο κακός όσο φαινόταν. Θυμήθηκε τότε που πήγαινε για πρώτη φορά την Ευλαμπία στο παλάτι. Αν και ήξερε από πριν την έκβαση που θα είχε η γνωριμία, είχε κάνει μια συμφωνία. Έταξε τάχα στο νυμφίδιο πως θα την έκανε αυτός βασίλισσα. Με μοναδικό αντάλλαγμα να του το ξεπληρώσει, στηρίζοντας τον όταν τα πράγματα θα δυσκόλευαν. Αποκάλυψε πως στην αίθουσα του θρόνου υπήρχε ένα ξεχασμένο πηγάδι που οδηγούσε υπόγεια στα λαγούμια του Κλάιν Μάιν. Θα το χρησιμοποιούσε ο ίδιος στα δύσκολα. Όμως δεν πρόλαβε.
Πίστευε πως όσο πουτανάκι και να ήταν, η Ευλαμπία θα τηρούσε την υπόσχεση της, αρκεί να της έκοβε. Έτσι έφτασαν στο σημείο κάτω από το παλάτι. Τίποτα. Περίμεναν δίχως άλλη επιλογή.
Ξαφνικά το εκτυφλωτικό φυσικό φως από ψηλά τους τυφλώνει. Ενθουσιάστηκαν. Γέμισαν ελπίδα. Το Γόη Μπόι αρπάζει την κιθάρα και δίνει το ρυθμό. Οι Από Κάτω αρχίζουν να τραγουδούν:
Βασιλιά αγάπα,
την ντροπή σταμάτα.
Και η δύναμή σου,
Είν’ οι αυλικοί σου.
Ένας σωρός από ξύλινα ταπεράκια και φλασκιά έσκασαν στο έδαφος. Φρέσκο ζεστό φαγητό, νερό και φραγκοστάφυλα! Δίχως να λάβουν απάντηση, το στόμιο του πηγαδιού έκλεισε. Αλλά δεν τους ένοιαξε. Ήταν ευχαριστημένοι που δεν του εγκατέλειψε η τύχη τους.
Ο Μητσάρας έσυρε το δέμα παρακάτω. Ο Ψηλός ετοίμασε φραπέ φραγκοστάφυλο και ο Βακ φρόντισε να μην σπαταλήσουν αμέσως τις προμήθειες Έπειτα έκατσαν στο σκοτάδι και έλεγαν ιστορίες από τα χρόνια τους στην Μαύρη Κάλτσα. Δίχως να έχουν την αίσθηση του χρόνου, οι συζητήσεις κρατούσαν μέχρι την στιγμή που θα τους τύφλωνε ξανά το φως από ψηλά. Έτσι μετρούσαν τις μέρες. Φαινόταν πως η Ευλαμπία έβρισκε την ευκαιρία να τους τροφοδοτεί κρυφά κατά την Μεσημεριανή Κραιπάλη, όταν όλοι οι υπόλοιποι μαζεύονταν στην πλατεία.
Και οι μέρες περνούσαν μέχρι που συμπλήρωσαν χρόνο. Η ζωή στα λαγούμια κυλούσε αβασάνιστα και άσκοπα. Χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για τις εξελίξεις στην επιφάνεια, οι Από Κάτω μιλούσαν αδιάκοπα και κατάφεραν να δεθούν, ξεπερνώντας τις διαφορές τους. Ο Χαμαιλέων αναφερόταν διαρκώς στην στιγμή που ενωμένοι θα κατάφερναν με κάποιο τρόπο να επανέλθουν στην Μαύρη Κάλτσα. Και σαν μια γροθιά πλέον θα μπορούσαν να μετατρέψουν ένα μικρό επαρχιακό βασίλειο σε μια πανίσχυρη αυτοκρατορία. Αναπροσδιορίζοντας το οροπέδιο του Ψολάν ως νέο ομφαλό της υφηλίου.
Όμως αντί να συνεχιστούν τα μεγαλεπήβολα σχέδια, έφτασε η μέρα εκείνη που ξενέρωσε τους πάντες. Μάταια τραγουδούσαν και περίμεναν άλλη μια ανθρωπιστική βοήθεια να σκάσει από ψηλά. Το στόμιο του πηγαδιού δεν είχε ανοίξει. Προφανώς η Βασί-λυσσα τους είχε εγκαταλείψει. Πως τα φέρνει η ζωή καμιά φορά;
Από τη μία στιγμή στην άλλη, η πονόψυχη Ευλαμπία ξαναέγινε το αδηφάγο νυμφίδιο που δεν νοιαζόταν για τίποτε εκτός από το σεξ. Η πείνα άρχιζε να θερίζει και τα λεπτά είχαν αποκτήσει ξανά την σημασία τους. Ξεχασμένοι από όλους, οι Από Κάτω βρέθηκαν στην αρχική τους φάση. Χωρίς φως, χωρίς τροφή και χωρίς μέλλον. Μόνον που αυτή τη φορά ήξεραν. Γνώριζαν καλά ποια θα ήταν η μοίρα τους.
Και ήταν δικαιολογημένα εκνευρισμένοι. Ο Μητσάρας βαρούσε με μανία τα ξύλινα δοκάρια. Ο Ψηλός άρχισε να εξαπολύει καντήλια αδιακρίτως. Ο Χαμαιλέων έβλεπε ακόμα ένα πανούργο σχέδιο να μην υλοποιείται και μουρμούριζε. Ο Βακ έκατσε σε μια γωνιά και κουνούσε το κεφάλι σφυρίζοντας. Το ταλαντούχο Γόη Μπόι ένιωθε πως η καριέρα του έφτανε στο τέλος της και γρατζουνούσε νευρικά την κιθάρα.
Όλοι μαζί έδειχναν την οργή τους. Περισσότερο στην Ευλαμπία που τους εγκατέλειψε. Αποδέχθηκαν το πεπρωμένο τους και μαζεύτηκαν ξανά για κουβέντα. Πίστευαν πως θα είναι και η τελευταία τους. Εξιστορούσαν τις περιπέτειες που είχε ο καθένας τους με την Βασί-λυσσα. Και γελούσαν για ώρες ώστε να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις. Τουλάχιστο θα αποχαιρετούσαν τη ζωή με ευφυολογήματα.
Το Γόη Μπόι εμπνεόταν από τα λεγόμενα και πειραματιζόταν με τις νότες. Είχε βάλει στόχο να κλείσει την αυλαία με ένα ολοκαίνουριο κομμάτι. Χωρίς διάθεση για λόγια. Έβγαινε μονάχα μουσική. Και καθώς ολοκλήρωνε την σύνθεση νότα στη νότα, αντιλαμβανόμενος πως έμενε από δυνάμεις, αποφάσισε να το παίξει σωστά. Θα ήταν το ρέκβιεμ της συντροφιάς! Μια ωδή στη Μαύρη Κάλτσα.
Το ονόμασε: ζεϊμπέκικο της Ευλαμπίας! Και άρχισε για την πρώτη και μοναδική του εκτέλεση.
Έπαιζε φορτισμένος και αξιοποιώντας στο έπακρο το χάρισμα που ομολογουμένως είχε. Οι υπόλοιποι έπαψαν να γκρινιάζουν και μαγεύτηκαν. Όπως συνήθως, τα κομμάτια του Γόη Μπόι συνοδεύονταν και από παράπλευρες γεωδυναμικές επιπτώσεις!

(Φυσικά και λείπει ένα κομμάτι εδώ. Όποτε μπορέσω)

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Σοβιετική Έμπνευση

Τον Σοβιετικό εθνικό ύμνο σας τον φύλαγα για φινάλε στον Λένιν. Μετάνιωσα γιατί δεν ήθελα δράματα και συγκινήσεις. Τον άφησα ν’ αυγατίζει στον τορβά. Μέχρι απόψε.
Είναι από εκείνες τις νύχτες που ψάχνεις να πιαστείς. Από μια εικόνα. Μια ατάκα. Μια σκέψη. Ένα αίσθημα. Κάτι τέλος πάντων.
Τυχαίνει ν’ ακούσω μεταξύ άλλων και το ξεχασμένο αυτό ατμοσφαιρικό άσμα. Αρκούσε. Τέθηκε σε λειτουργία ο αυτόματα παράφρων πιλότος. Σβιιιιιν !!!
Δεν θα φτάσουμε σε βαθυστόχαστες αναλύσεις. Ούτε θα προκύψει κάποιο νόημα.
Μόνο παιχνίδια προέκυψαν. Ανόητα, ανακατεμένα και ανούσια παιχνίδια.
Εν αρχή πάντα το κίτρινο σφυροδρέπανο στην άπλετη κόκκινη σημαία. Να κυματίζει αγέρωχο στα χέρια ενός απλού στρατιώτη.
Το τραγούδι δεν σταματάει να παίζει.
Εμφανίζεται ο μουστακαλής γίγαντας Τσατσένκο να ξαπλώνει κατά λάθος τον Δράκο στο ξύλινο παρκέ, τότε στο ’87. Άουτς…
Αστεράκια τριγυρίζουν πέρα δώθε. Για να καταλήξουν στην στολή ενός βαθμοφόρου. Στην τελετή λήξης της Μόσχας το ’80. Και καθώς το πλάνο μεταφέρεται στην ανθρώπινη κερκίδα, εκατοντάδες εθελοντές σχηματίζουν ένα κυλιόμενο δάκρυ της μασκότ Μίσσα να κυλάει. Σκοτάδι
Το δάκρυ σκάει στο δάπεδο ενός κωλόμπαρου στην επαρχία, όπου η Σβετλάνα ολοκληρώνει το νούμερό της. Το πλήθος επευφημεί. Και το χειροκρότημα εξελίσσεται σε σούρσιμο τρένου.
Σε αυτόν τον σπαραχτικό ήχο καθώς ξεκινάει από την αφετηρία, διασχίζοντας τον Υπερσιβηρικό με τελικό σταθμό το Βλαδιβοστόκ.
Με την ίδια πάντα μουσική. Τον ίδιο σκοπό. Και ακούγεται η μαχητική φωνή του ντελάλη:
«Αγρότη, εργάτη, φοιτητή. Μην σταματάς να αγωνίζεσαι. Πες Όχι στην αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων. Δώσε το αγωνιστικό Παρών απόψε στις 7. Στο Πάρκο Αγίας Ειρήνης θα μιλήσει η γραμματέας του ΚΚΕ, Αλέκα Π@παρήγα.»
Ωεεεεεεε!!!
Και ο ενθουσιασμός μετατρέπεται σε ύλη που εξατμίζεται ψηλά. Και ο ουρανός γίνεται διάστημα. Όπου ο Σπούτνικ διαγράφει άγνωστη πορεία. Με την Λάικα να κοιτάζει απορημένα αλλά χαρούμενα από το θολωμένο τζάμι.
Όπως ο πατέρας μου, τότε στα μέσα του ’70. Από ένα παράθυρο στο Ανατολικό Βερολίνο , νύχτα Χριστούγεννα. Στολίζοντας το δέντρο με σοκολατάκια και ρίχνοντας ματιές στο μικρό αλλά νταβραντισμένο πορτοκαλί Renault που τους είχε βγάλει ως εκεί. Και πέφτει χιόνι που σκεπάζει το χρώμα.
Ο ύμνος συνεχίζει. Ένα χέρι καθαρίζει την ασπρίλα.
Ένας άστεγος με γούνινο παλτό διαβάζει κάποια ξεχασμένη προπαγανδιστική αφίσα, τυπωμένη σε τετραχρωμία. Και παραδίπλα χιλιάδες παιδάκια με μονότονες σχολικές ποδιές να σιγοντάρουν ένα ποίημα για τη Μαμά Πατρίδα.
Το ίδιο ποίημα που ειρωνικά σφύριζε ο Ρωσοπόντιος στον σταθμό των λεωφορείων, πουλώντας την πραμάτεια του κατάχαμα, σε ένα καρό τραπεζομάντιλο. Μπάμπουσκες, υφάσματα και αντιασφυξιογόνες μάσκες. Όμοιες με εκείνες που ψάχναμε μάταια να αγοράσουμε κάποτε με τον Τάσο. Γιατί το θεωρούσαμε μαγκιά και ήμασταν τσογλάνια. Που όμως δεν βρήκαμε και συμβιβαστήκαμε με μία λαμπερή φανέλα με μεγάλα άσπρα γράμματα.
Έγραφαν «CCCP». Όπως στο εθνόσημο του τερματοφύλακα Ντασάεβ. Την ώρα που το έτρωγε από τον παικταρά τον Βαν Μπάστεν στον τελικό του ’88. Και έμενε άγαλμα.
Σαν το πέτρινο άγαλμα του μαρμαρωμένου Λένιν. Την στιγμή της αποκαθήλωσης του. Μερικά χρόνια μετά στην κεντρική πλατεία της Πράγας. Με τον γερανό να βγάζει μια μεταλλική κλάψα.
Που έμοιαζε με την φωνή της Μαρίγιας. Της Ουκρανής που τα έφερε η ζωή να συγκατοικήσουμε για ένα ολόκληρο καλοκαίρι το ’98. Και που μου έφτιαχνε μπροστ (;), μια πιπεράτη σούπα βοδινού με αρκετό λίπος.
Και ένιωθα σαν πολιτικός κρατούμενος με το δίσκο του, σε κάποιο γκουλάγκ στη Σιβηρία, έπειτα από ώρες καταναγκαστικών έργων. Και έπρεπε να φάω γρήγορα. Πριν βαρέσει το κουδούνι. Όχι για να συνεχιστεί η εργασία …
… αλλά να ξεκινήσει η παράσταση. Σε ένα επιβλητικό τσιμεντένιο θέατρο στο Μινσκ. Όπου εκεί, είχα την τιμητική μου! Με είχε καλέσει λέει ο μοχθηρός Ζαμπαλούγιεφ που ήθελε να ρίξει την Αναστασία. Βγήκα μετά τις Tattoo.
Διηύθυνα την χορωδία του Κόκκινου Στρατού. Ένα μάτσο καλλίφωνους φαντάρους.
Το ίδιο τραγούδι. Στον ίδιο σκοπό!
Γυρίζω πλάτη στο κοινό και χτυπάω την μπαγκέτα στο ξύλο. Η φιλαρμονική ξεκινά και τα παλικάρια βγάζουν την μελωδικά βροντερή φωνή. Και με συνεπαίρνει η ατμόσφαιρα. Και κουνάω ανάλαφρα τα χέρια στον αέρα, αριστερά και δεξιά. Νιώθω να κρατώ ένα αναμμένο τσιγάρο.
Με έκπληξη παρατηρώ πως τα κοντοκουρεμένα ξανθά παλικάρια αλλάζουν σταδιακά μορφή. Και χωρίς να σταματήσει η φωνή εμφανίζονται γνώριμες φιγούρες. Ο Γκορμπατσόβ, ο Προτάσοβ και ο Χατζηπαναγής! Τρελαίνομαι!
Τα χέρια να κουνιούνται πέρα δώθε συνεχώς.
Νιώθω περίεργα. Αντιλαμβάνομαι πως βρίσκομαι αξύριστος και απεριποίητος χωρίς ρούχα. Στο κέντρο του θεάτρου. Με το T-shirt και το σώβρακο. Αλλά δε με ένοιαζε! Είχα πορωθεί!
Οι φιγούρες συνέχιζαν να τραγουδάνε με την καθοδήγησή μου. Ο Γέλτσιν, ο Αμπράμοβιτς και ο Ντομπροβόλσκι δεν καταλάβαιναν από τέτοια! Ήταν η στιγμή μας!
Ο ύμνος τελειώνει. Το κοινό μας αποθεώνει. Γυρνάω να υποκλιθώ. Δεν υπήρχε κανένας! Το χειροκρότημα ήταν κονσέρβα!
Με δυσκολία διακρίνω μια φιγούρα στα πίσω καθίσματα. Θα μπορούσα να τον αναγνωρίσω πάντα. Ήταν ο Σήφης ο Στάλιν με την χοντρομουστάκα του. Κάνει νόημα να σταματήσει η παράσταση. Επιστρέφω προς την χορωδία. Πουθενά, είχε εξαφανιστεί!
Ανοιγοκλείνω τα μάτια. Το τσιμεντένιο θέατρο δεν υπήρχε. Βρισκόμουν καταμεσής της παράγκας μου. Κουνούσα ακόμα τα χέρια! Ο υπολογιστής ανοικτός. Ο ύμνος έπαιζε ακόμη και ασταμάτητα.
Η ώρα είχε περάσει.
Μια καταπληκτική βραδιά! Μια μοναδική εμπειρία.
Κάθισα να σας την γράψω εν συντομία. Και ας παρέλειψα ένα κάρο μ@λακίες.
Τι να ήταν άραγε η Σοβιετική Ιδέα;
Μικρή σημασία έχει. Υπάρχουν δυο εκδοχές. Όπως και οι πλευρές σε ένα ασημένιο ρούβλι. Η μοναδική αλήθεια που επιφυλάσσομαι να εκφράσω είναι πως κάποτε τουλάχιστο, μια ιδέα εκφρασμένη από ένα έμβλημα, μία σημαία ή έναν ύμνο ενέπνεε και έδινε δύναμη σε μυριάδες ανθρώπους. Ενώ συνάμα κάλυπτε και μια πληθώρα εγκλημάτων και αυθαιρεσίας. Μέχρι να μεταλλαχθεί σε ένα πεπαλαιωμένο cult.
Όμως ο σκοπός που μοιράζομαι τα παραπάνω δεν είναι ηθικοπλαστικός. Καμιά σχέση. Δεν είχα τέτοια πρόθεση. Εξάλλου ο καθένας σας έχει τις δικές του εικόνες, εμπειρίες και ακούσματα.
Απλά, θέλω να υποστηρίξω με θέρμη πως ένα εντελώς τυχαίο ερέθισμα κάτω από κατάλληλες συνθήκες μπορεί να σε βάλει σε απίθανα τριπάκια, όπως συνέβη σ’ εμένα απόψε. Και να σε γεμίσει με άσχετα και ασύνδετα συναισθήματα.
Πραγματικά πέρασα καλά μ’ έναν περίεργο τρόπο. Και σκέφτηκα να σας το εκμυστηρευτώ. Όσο γινόταν!
Αμφιβάλω αν βγαίνει νόημα από τα παραπάνω.
Ήταν μια Σοβιετική Ένωση! Μια Σοβιετική Έμπνευση της στιγμής!
Ντασταρόβιε.

Υ.Γ. Ακούγεται στη διαπασών και διαβάζεται μόνο με:
Russian Red Army Choir – Soviet National Anthem
Αφιερωμένο σε όλους εκείνους που διέκοψαν την φαρμακευτική αγωγή από ισχυρά ψυχοφάρμακα!

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007

Το βασίλειο της Μαύρης Κάλτσας

Ανάμεσα στην κυκλική οροσειρά του Ψολάν Μπουρντάν, σχηματίζεται το οροπέδιο της Μαύρης Κάλτσας. Εκεί υπήρχε ένα μικροσκοπικό βασίλειο. Οι άντρες έβοσκαν τα θρυλικά μαύρα πρόβατα του Ψολάν ενώ οι γυναίκες έγνεθαν το μαλλί και έπλεκαν μαύρες κάλτσες. Ξακουστές για την ποιότητα τους, οι κάλτσες έγιναν ανάρπαστες παντού. Καραβάνια κατέφθαναν συνέχεια για να μεταφέρουν το πολύτιμο εμπόρευμα σε μακρινούς προορισμούς. Με την καθοδήγηση του Βακ, του λιγομίλητου οικονομικού συμβούλου η πόλη ευημερούσε. Επίσης, λόγω της απομονωμένης θέσης του, το βασίλειο δεν είχε εξωτερικούς εχθρούς και έτσι δεν είχε γνωρίσει πολέμους.
Ήταν όλοι τους ευτυχισμένοι και ξέγνοιαστοι.
Μόλις είχε προκύψει νέος βασιλιάς, ο γενειοφόρος Χατζαράκης. Αναθρεμμένος για ηγεμόνας, ήταν απόλυτα φυσικό, ο Χατζαράκης να χρειαζόταν ισχυρή καθοδήγηση για να διατηρεί επαφή με την πραγματικότητα. Οι πρόγονοί του φρόντισαν να υπάρχει στο πλευρό του ο σωστός υποχθόνιος ρουφιάνος που την κατάλληλη στιγμή να έδινε λύσεις. Έτσι παράλληλα είχαν μεγαλώσει έναν συνομήλικο του, μεταδίδοντας του τις αρχές της συνομωσίας και την ικανότητα να καρφώνει πισώπλατα με άνεση. Εκείνος, μετέπειτα έγινε γνωστός ως Χαμαιλέων και αποτελούσε το δεξί χέρι του Χατζαράκη στις ένδοξες μέρες. Ουσιαστικά ο Χαμαιλέων ήταν αυτός που έλυνε και έραβε στο βασίλειο της Μαύρης Κάλτσας, αφήνοντας για βιτρίνα τον μ@λάκα.
Ξέχασαν να αναφέρω πως τα πρόβατα του Ψολάν ήταν ιδιαιτέρως ευαίσθητα. Χρειαζόντουσαν υγρασία και έπρεπε να μείνουν ανενόχλητα. Ο βασιλιάς τα είχε χαρακτηρίσει ιερά ζώα και κανένας δεν τολμούσε να τα πειράξει. Μοναδική απειλή, το τάγμα των Πισωγλέντηδων μοναχών με τις περίεργες ορέξεις. Ο Μητσάρας, ο αυτοκρατορικός αρχιτσοπάνος, τους μάντρωσε για πάντα στο Κλουβί, μία φάρμα που καλλιεργούσαν φραγκοστάφυλα. Έτσι ικανοποιήθηκαν όλοι.
Γενικά η κοινωνία ήταν ανεκτική και ευτυχισμένη. Για να ανταμείψει τους σκληρά εργαζόμενους χωρικούς, ο βασιλιάς θέσπισε την Μεσημεριανή Κραιπάλη. Όπου μαζεύονταν στην πλατεία και συγκεκριμένα στο κουτούκι του Ψηλού. Εκείνος τους έφτιαχνε έναν μοναδικό φραπέ από τα φραγκοστάφυλα. Ουσιαστικά, η Κραιπάλη ήταν ένα μοχθηρό σχέδιο του Χαμαιλέοντα για να μαθαίνει καθημερινά τα νέα και τις σκέψεις των υπηκόων, ώστε να τους ελέγχει και να εκβιάζει καταστάσεις όταν έπρεπε.
Σε κάθε Κραιπάλη, ο επίσημος τροβαδούρος, το χαρισματικό Γόη Μπόι διασκέδαζε το πλήθος με αγαπημένες επιτυχίες. Τον χειμώνα γρατζουνούσε στην κιθάρα του ένα remix του ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας και κατά έναν περίεργο τρόπο, έβρεχε! Το καλοκαίρι, την εποχή της αναπαραγωγής, τραγουδούσε το «Άστρα μη με μαλώνετε» και ζευγάρωναν οι πάντες! Πρόβατα και χωρικοί.
Κάποια στιγμή, το θερινό άσμα φτάνει στα αυτιά του βασιλιά και του ξυπνά το βιολογικό ρολόι. Ήταν κρίμα να μην μοιράζεται τόση ευτυχία. Αποφάσισε να βρει γυναίκα. Ο Βακ έδωσε εντολή και άρχισαν να καταφτάνουν πριγκίπισσες από κάθε γωνιά του κόσμου. Ο Χαμαιλέων αντιλήφθηκε πως το συμπεθεριό με ξένη αυτοκρατορία θα περιόριζε την ισχύ της εξουσίας του. Έτσι σε κάθε περίπτωση έβαζε λόγια στον Χατζαράκη και εκείνος τις απέρριπτε. Οι υποψήφιες έφευγαν πικραμένες, αφού πρώτα τις περνούσε ο Μητσάρας ένα χέρι.
Επικράτησε απογοήτευση και εκνευρισμός. Ο Ψηλός διέδιδε πως θα έλθουν δύσκολοι καιροί και ο Χαμαιλέων που φοβόταν πιθανή εξέγερση των τσοπάνων, έπρεπε να δώσει την λύση. Κατέληξε στην Ευλαμπία, το νυμφίδιο του χωριού που δούλευε γκαρσόνι στο κουτούκι και υπήρξε η μούσα του Γόη Μπόι. Ήξερε πως μια γυναίκα που είχε το μυαλό της αποκλειστικά στο σεξ, δύσκολα θα επηρέαζε τον βασιλιά σε θέματα διακυβέρνησης. Η Ευλαμπία διέθετε την ψεύτικη αθωότητα της Βουγιουκλάκη, την πουτανιά της Τζέημσον και το IQ της Μενεγάκη, επαρκή στοιχεία για να τυλίξει τον βασιλιά της Μαύρης Κάλτσας. Επίσης απέπνεε την ξινίλα της Κοντολίζας, οπότε ήταν το εύκολο θύμα σε περίπτωση μελλοντικής ρήξης με τον λαό.
Και έτσι έκλεισε στόματα. Με την πρώτη ευκαιρία έφερε την Ευλαμπία στο παλάτι και ο μ*νόδουλος Χατζαράκης την ερωτεύτηκε αμέσως. Η μεγαλοπρεπής γαμήλια τελετή κράτησε για μήνες. Χαρές και πανηγύρια. Η Μαύρη Κάλτσα μεσουρανούσε. Το βασιλικό ζευγάρι έγινε γνωστό παγκοσμίως για τις άγριες νύχτες ακολασίας που ακολούθησαν.
Η αυξανόμενη συχνότητα με την οποία έφταναν τα καραβάνια είχε γιγαντώσει την ζήτηση. Ο Βακ διέταξε το Γόη Μπόι να κόψει το κεφάλι του και να βρει ένα σκοπό ώστε τα πρόβατα να παράγουν περισσότερο μαλλί. Ήταν τότε που ο Μητσάρας μίλησε στον Ψηλό για sex & drugs και σκαρφίστηκαν από κοινού ένα τραγούδι που έμεινε μετέπειτα γνωστό ως “Satisfaction”. Το Γόη Μπόι ανακάλυψε την ροκ εντ ρολ! Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά. Τα πρόβατα άφηναν αστραφτερό μακρύ μαλλί για να χτυπιούνται στο ρυθμό και η παραγωγή κάλτσας υπερδιπλασιάστηκε!
Η έκδηλη ευημερία δεν κράτησε όμως για πολύ. Σύντομα ο Χατζαράκης έχασε τον αρχικό ενθουσιασμό. Με το δίκιο του. Η αχόρταγη Βασί-λυσσα Ευλαμπία δεν δίστασε να ξενοκοιτάξει μόλις ένιωσε παραμερισμένη. Μονίμως ανικανοποίητη τριγυρνούσε τα βράδια στην πλατεία σαν βαμπίρ, αποφασισμένη να κατασπαράξει με τις αγριεμένες της ορμές τους ανυποψίαστους χωρικούς.
Οι φήμες ξεκίνησαν να κυκλοφορούν η μια πίσω από την άλλη. Όταν κάποτε έφτασαν στα αυτιά του βασιλιά. Εκείνος το πήρε ψύχραιμα και της μίλησε. Εξήγησε πως λόγω της θέσης του δεν ανεχόταν τέτοιου είδους κουτσομπολιά από το πλήθος. Ζήτησε διακριτικότητα και της υποσχέθηκε πως θα εθελοτυφλούσε. Όμως το κακό είχε απογίνει. Η Βασί-λυσσα Ευλαμπία εξακολουθούσε στο ίδιο σκοπό. Αλήτευε τις νύχτες και δεν άφηνε τίποτα όρθιο στο πέρασμά της! Ήταν η αρχή του τέλους.
Κάθε Μεσημεριανή Κραιπάλη, τα κατορθώματα της Ευλαμπίας έδιναν έναυσμα για χαρές και πανηγύρια, μόνο που αυτή τη φορά ήταν πικρόχολα. Ο άλλοτε κραταιός βασιλιάς είχε πια ξεπέσει στα μάτια του κόσμου. Μάλιστα, το Γόη Μπόι έγινε διεθνή φίρμα με το «Στείλε περιστέρι στον κερατά. Καλύτερα τώρα παρά μετά»! Ο Χατζαράκης είχε γίνει καρπέτα και είχε χάσει το κύρος του. Πλέον, δεν προσπαθούσε να σώσει τα προσχήματα. Ζήλευε και αυτό του προξενούσε οργή. Δεν εμπιστευόταν κανέναν και υποψιαζόταν τους πάντες. Διψούσε για αίμα και εκδίκηση.
Απελπισμένος καθώς κινδύνευε να χάσει το πρόσχημα που του χρησίμευε για να εξουσιάζει, ο Χαμαιλέων φόρεσε την κουκούλα του και κινήθηκε ανάμεσα στο πλήθος. Αργά ή γρήγορα, από πέσιμο ή χέσιμο, ο βασιλιάς ήταν καμένος. Έπρεπε να εντοπίσει έγκαιρα το επόμενο πιόνι και να στρώσει το έδαφος.
Κοίταξε τον Μητσάρα. Ως αρχιτσοπάνος θα είχε τους τσοπάνους με το μέρος του. Η εξουσία θα άλλαζε χέρια αναίμακτα. Όμως θα επικρατούσε μια στρατοκρατούμενη Μαύρη Κάλτσα.
Κινήθηκε προς τον Ψηλό. Το κουτούκι τον έκανε αρκετά δημοφιλή. Ήταν χαλαρός και θα είχε πολλούς υποστηρικτές. Όμως ήταν φανερό πως θα τον διάβρωνε η εξουσία.
Άκουσε τον Γόη Μπόι. Η μουσική λένε εξημερώνει τα πλήθη. Όμως σύντομα θα μετέτρεπε το οροπέδιο του Ψολάν σε Γιουροβίζιον.
Ο Βακ είχε να παρουσιάσει έργο. Είχε χτίσει την ευημερία. Αν όμως κατείχε την εξουσία θα έχανε την επαφή με την πραγματικότητα. Θα θέσπιζε ένα κάρο φόρους και θα γινόταν μισητός. Σαν τον Σημίτη ένα πράμα.
Προς στιγμή σκέφτηκε την ίδια την Ευλαμπία. Αλλά όχι. Αυτή με την προϊστορία που είχε, ήταν σίγουρο πως θα τα γ@μούσε όλα!
Ήξερε πως η εξουσία ως θέση επιφυλάσσει κινδύνους και κρατάει λίγο. Χωρίς εναλλακτικές, είχε καταλήξει στο δύσκολο δίλλημα. Θα στήριζε το Χατζαράκη ως το τέλος με το ρίσκο να μην τα καταφέρει και να τον ακολουθήσει στον πάτο. Ή θα έκανε την καρδιά του πέτρα και θα αποφάσιζε να πάρει την τύχη της Μαύρης Κάλτσας στα χέρια του για όσο του επιτρεπόταν. Αποφάσισε το δεύτερο.
Πριν ξεκινήσει τις δολοπλοκίες για το πραξικόπημα, έπρεπε να εξαφανίσει από το προσκήνιο τους τέσσερις πιθανούς διεκδικητές του θρόνου. Καθώς θα αποτελούσαν μελλοντική απειλή.
Στην κατάσταση που βρισκόταν ο βασιλιάς δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Τον πάτησε εκεί που πονούσε. Του έριξε μπηχτές. Τον έπεισε πως μόνο αυτοί ήταν οι εραστές της Ευλαμπίας. Τον διαβεβαίωσε πως αν τους ξεφορτωνόταν, τα πράγματα θα κυλούσαν φυσιολογικά όπως πριν.
Ο Μητσάρας, πασίγνωστος μπήχτης ήταν σχεδόν βέβαιο πως είχε απλώσει χέρι. Ο Ψηλός δεν αποκλείεται να την πότισε κρυφά σφηνάκι από σαμπούκα φραγκοστάφυλου για να την εκμεταλλευτεί. Ο Γόη Μπόι την είχε μούσα του και σίγουρα της αφιέρωνε τραγούδια για να την ξανακερδίσει. Όσο για τον Βακ, όποιος δεν μιλάει πολύ είναι βασικός ύποπτος.
Άστραψε και βρόντηξε. Σε λίγα λεπτά, οι τέσσερις δελφίνοι γονάτιζαν δεμένοι χειροπόδαρα ενώπιον του άρχοντα. Διέταξε να τους μεταφέρουν αμέσως στην πλατεία. Έδωσε ρεπό στον δήμιο. Θα τους αποκεφάλιζε ο ίδιος ο Χατζαράκης. Για εξιλέωση. Ο Χαμαιλέων έτριβε σατανικά τα χέρια του. Τα είχε καταφέρει. Εδώ που έφτασαν τα πράγματα είχε το πάνω χέρι.
Στην γκιλοτίνα της πλατείας περίμενε η Ευλαμπία. Όπως φάνηκε, όντως είχε πάει και με τους τέσσερις. Εκλιπαρούσε για την ζωή τους. Ο Χαμαιλέων σκουντούσε τον βασιλιά, ώστε να μην υποκύψει όμως το πλήθος τους συμπαθούσε και τους αποθέωνε. Ο πικραμένος βασιλιάς λύγισε και άλλαξε γνώμη. Δήλωσε πως απλά δεν τους ήθελε στην επικράτειά του. Θα τους εξόριζε για πάντα. Αν όμως έφευγαν για άλλες πολιτείες, η εξιστόρηση των κατορθωμάτων τους θα τον ρεζίλευαν. Έτσι τους καταδίκασε να ζήσουν μόνιμα και απομονωμένα κάτω από το έδαφος. Στα λαγούμια των ορυχείων του Κλάιν Μάιν.
Απόλυτα συμβιβασμένοι με την τύχη τους, σκούπισαν το ιδρωμένο σβέρκο τους και σηκώθηκαν. Όμως ήθελαν να πάρουν εκδίκηση από τον ύπουλο αυλικό. Υποκλίθηκαν στον Χατζαράκη και ταυτόχρονα σημάδεψαν με το δάχτυλο τον Χαμαιλέοντα. Υπαινίχθηκαν πως κάποιος στην Μαύρη Κάλτσα είναι φίδι κολοβό και του συνέστησαν να προσέχει. Το πλήθος έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης. Εκείνος στράφηκε προς το δεξί του χέρι που είχε φορέσει την κουκούλα και έχωσε τον λαιμό στους ώμους του καμπουριάζοντας. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια πήγαν στράφι.
Δεν τον έπαιρνε. Για να γλυτώσει περεταίρω κατηγορίες, ο Χαμαιλέων παραδέχτηκε πως και εκείνος είχε περιποιηθεί κάμποσες φορές το νυμφίδιο. Στραβοκοίταξε τους τέσσερις και πήγε πλάι τους.
Οι τσοπάνηδες φρουροί συνόδεψαν τους πλέον πέντε εξόριστους στην είσοδο των ορυχείων του Κλάιν Μάιν και έπειτα σφράγισαν την είσοδο.
Είχαν περάσει στην ιστορία ως οι Από Κάτω.
Ότι ακολούθησε ήταν προδιαγεγραμμένο.
Χωρίς τα στηρίγματα του, ο Χατζαράκης φαινόταν εντελώς ανίκανος.
Κανείς δεν ήξερε να παίξει το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας όπως το Γόη Μπόι. Επήλθε ξηρασία. Τα πρόβατα ζεσταινόντουσαν και δεν έβγαζαν χίπικο μαλλί χωρίς το “Satisfaction”. Η παραγωγή έπεσε και τα καραβάνια ελάττωσαν τις επισκέψεις τους.
Η Ευλαμπία συνέχιζε στους γνωστούς ρυθμούς και η ζήλια του βασιλιά μεγάλωνε. Το κουτούκι δεν σέρβιρε πια τον γνωστό φραπέ φραγκοστάφυλο. Για να μετριάσει τον εκνευρισμό των υπηκόων στου, ο Χατζαράκης σε κάθε Κραιπάλη αποκεφάλιζε και έναν πιθανολογούμενο εραστή της Βασί-λυσσας Ευλαμπίας. Οι χωρικοί είχαν αλλάξει συνήθειες. Χωρίς τον Βακ, τα οικονομικά πήγαιναν κατά διαόλου. Η φτώχεια είχε χτυπήσει τους πάντες.
Το μεγαλύτερο πλήγμα επήλθε όταν έσπασε η κλειδαριά του Κλουβιού με τους Πισωγλέντηδες μοναχούς που τυπικά φυλούσε ο Μητσάρας. Οι μοναχοί ξεχύθηκαν με άγριες διαθέσεις στο οροπέδιο. Τα άμοιρα προβατάκια μαρτύρησαν κυριολεκτικά. Όσα κατάφεραν να επιζήσουν ξέπεσαν σε βαθιά κατάθλιψη και γκρίζαρε η άλλοτε γυαλιστερή προβιά. Τα καραβάνια δεν ξαναφάνηκαν.
Μέχρι να εκδιωχθούν οι Πισωγλέντηδες, είχε απομείνει μονάχα ένα μικρό κοπάδι. Εξάλλου, με τις συνεχείς εκτελέσεις, είχε αφανιστεί ολόκληρος ο αντρικός πληθυσμός της Μαύρης Κάλτσας. Οι γυναίκες απηύδησαν και εγκατέλειψαν με τη σειρά τους το βασίλειο για άλλες πολιτείες. Μαζί και η νυμφομανής Ευλαμπία.
Αυτό ήταν.
Ένα ντόμινο από λανθασμένες αποφάσεις είχαν οδηγήσει το πάλαι ποτέ κραταιό βασίλειο πρώτα στην παρακμή και έπειτα στην πλήρη κατάρρευση.
Η Μαύρη Κάλτσα δεν υπάρχει πια. Τουλάχιστο όπως το γνώρισαν οι περισσότεροι.
Ο Χατζαράκης κατάφερε να διατηρήσει τον θρόνο του.
Σ’ ένα βασίλειο χωρίς υπηκόους.
Σ’ ένα βασίλειο με μια ντουζίνα γκρίζα πρόβατα.
Η Ευλαμπία είναι σίγουρο πως θα παρασιτοζωούσε στις πλάτες κάποιου άλλου γενειοφόρου βασιλιά.
Όσο για τους αγαπητούς Από Κάτω. Ποιος ξέρει;
Μπορεί να μάθουμε, μπορεί και όχι.

Στο παλιό μου συγκάτοικο Γιαννάκη.
Με αφορμή μια πρόσφατη απορία του.
Πρόσωπα και καταστάσεις φανταστικά βεβαίως.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

Σε λάθος συχνότητα

Τι να σας πω ορέ παλικάρια;
Δεν το συνήθιζα. Τώρα τελευταία έχει γίνει μια πραγματικότητα.
Συναναστρέφομαι με αρκετό κόσμο. Ο καθένας σας κινείται σε διαφορετική συχνότητα. Δεν είναι κακό. Κάθε άλλο μάλιστα. Η εναλλαγή προσδίδει μια διαφορετικότητα. Απαραίτητη για να μην ισορροπείς εκνευριστικά. Να μην βαρεθείς εαυτό.
Σήμερα εμφανιστήκατε από παντού και μαζεμένοι. Οι καλοί, οι κακοί και οι άσχημοι. Καλά κάνατε. Πάντα ευπρόσδεκτοι είσαστε. Μου ήρθε ξαφνικό. Επήλθε ένα ισχυρό πολιτισμικό σοκ. Δεν κατάφερα να ανταπεξέλθω στις συνθήκες. Μίλησα και έγραψα με όλους σας. Ζήτημα είναι αν κατάφερα να επικοινωνήσω ουσιαστικά έστω με έναν από εσάς.
Προς το τέλος έκανα μια προσπάθεια της απελπισίας, όμως είναι γνωστό πως όταν εκβιάζεις κάτι, σπάνια σου πετυχαίνει.
Δεν βαριέσαι, σας ευχαριστώ όλους για τις καλές προθέσεις και σας θυμίζω πως συμπαθώ τους περισσότερους από εσάς. Έτσι, απλά για να μην χαλαρώσετε.
Θα μείνω σε μία ατάκα της στιγμής που απέστειλα προσφάτως, χωρίς να σας απασχολεί ιδιαιτέρως το που και το γιατί. Δεσμεύομαι να την χρησιμοποιήσω σε ανύποπτο χρόνο και για αδιευκρίνιστο σκοπό. Απλά μου άρεσε και έχει ως εξής:
«Θα σε θυμάμαι ως… το Αλτσχάιμερ»
Για την ώρα πρέπει να συμφιλιωθώ με τον κακό εαυτό μου. Και να τον πείσω πως αύριο πρέπει να εμφανιστεί αυτός για την χαμαλοδουλειά!
Πέτυχα μια διαφήμιση με pop art. Θυμήθηκα τον Ζαν Μισέλ Μπασκιά (Basquiat), μεγάλο μούτρο. Ανακαλύψτε τον μόνοι σας. Καλό θα σας κάνει. Ίσως καταλήξετε πως το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε κάποιον εξαιρετικά παρανοϊκό χαρακτήρα είναι να στερέψει από παράνοια! Και ψάχνοντας για λύσεις, να συμβιβαστεί σε κοινότοπα τραγικά αδιέξοδα.
Αντί να σας περιγράψω ένα περίεργο παρτάκι με γυμνόστηθες γκαρσόνες που φορούσαν μακριές αέρινες φούστες, μπορντό κουρτίνες και εμφάνιση των καλεσμένων με βαρκάκια από την καταχνιά, ομολογώ προτίμησα να περάσω ένα δίωρο ακανόνιστου σερφ με τον εν λόγω ζωγράφο.
Αυτό το σαββατοκύριακο ίσως ακυρώσω αντιλήψεις και γράψω το κάτι τις σας. Περισσότερο για να μην απογοητεύσω όλους εσάς που ήδη αποφασίσατε να μην εξαντλήσετε την (συννεφιασμένη;) Κυριακή στις παρελάσεις και την υπολοχαγό Νατάσσα. Σε σιδερωμένα παντελόνια και αντιστασιακούς ηθοποιούς με φαβορίτα κάγκελο.
Αυτά τα λίγα για τα παρτάλια φίλους, φίλες και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις που συνεχίζουν σκόπιμα ή ασυναίσθητα να ασχολούνται με την μίζερή μου φύση. Τους ευχαριστώ για το εθιμοτυπικό του θέματος. Και να μην ανησυχούν, θα μου περάσει.

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007

Αι Λοβ Γιου Χάνι Μπάνι

Μια συνηθισμένη μέρα της Μαρμότας. Ξυπνά κάθε μέρα νωρίς κατά τις 8:30. Μέχρι να συνειδητοποιήσω (χωρίς αποτέλεσμα) ποιος είμαι και που πάω, θα πάει 9:00. Έως να ξεπιαστώ ή να πειστώ πως δεν κάνει κρύο, φτάνουμε στις 9:30. Ντύνομαι και ξεκινώ. Πάντα κάτι προκύπτει και χτυπάει 10:00.
Σήμερα είχα να εξαργυρώσω μια επιταγή και να σκαρφιστώ τρόπους να καλύψω μια άλλη. Δεν προλάβαινα. Μόνο ένα λογαριασμό πήγα και πλήρωσα. Φτάνω έξω από το μαγαζί 10:20. Μέχρι να πάρω τσιγάρα από απέναντι, να κάνω δημόσιες σχέσεις με τη γειτονιά και να καλημερίσω τη Νίκη από δίπλα, θα ξεκλειδώσω το μαγαζί ακριβώς στις 10:30. Άλλη μια μέρα ξεκινά.
Συνήθως ο πρώτος πελάτης, ξεπερνά το οπτικό εμπόδιο των βιβλίων και με μια απίστευτη φυσικότητα θα σου ζητήσει ένα ζευγάρι αντικλείδια! Ίσως επειδή ο κλειδαράς από δίπλα, στο στενό, έχει δημοκρατικά τοποθετήσει μια επική ταμπέλα πάνω από το κεφάλι σου. Δεν πτοούμαι. Ανοίγω τα μαραφέτια μου και προβληματίζομαι αν σήμερα είναι επιτέλους η μέρα που θα συμμαζέψω. Δεν περνάει πολύ ώρα και τηλεφωνώ στου Τόνυ, να μου φέρει καφέ.
«Εσύ είσαι πάλι. Τι θες ρε φίλε;»
«Να δω αν είσαι καλά. Καλημέρα. Φέρε και έναν μέτριο.»
«Έλα. Νταξ…», τουτ τουτ τουτ
Πρέπει να ξυπνήσω στα εναπομείναντα 30 λεπτά μέχρι να καταφτάσει ο φραπές.
Δεν τα καταφέρνω ποτέ.
Τις περισσότερες φορές έχω πελάτη. Και τυχαίνει να είναι ο πιο τζαζεμένος της ημέρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χθεσινό φοιτητριάκι με το ράστα μαλλί. Αλήθεια, άσχετο. Ξανάγινε της μόδας το «Legalise it» υφάκι;
Αν και το βλέμμα μου φωνάζει «Σκότωσε με.-Λύτρωσε με», το κοριτσάκι δείχνει αδίστακτο. Κρατάει δυο δεμένα τετράδια με εξώφυλλο Είναι λέει προβληματισμένο ποιο να διαλέξει! Το θέλει λέει για δώρο!
Προσπαθώ να ψελλίσω. Οι λέξεις βγαίνουν σαν να είμαι μεθυσμένος δυσλεκτικός. Σε ελεύθερη απόδοση:
«Τι να σας πω; Καταλαβαίνετε.»
Γελάει, ευτυχώς για να σιγοντάρω από δίπλα χωρίς να παρεξηγηθεί.
«Αυτό με τα κλαδιά, το κόκκινο πρέπει να είναι από Αφρική. Δείχνει πιο easygoing. Το άλλο με τα βουνά και το νερό πρέπει να είναι πιο σοβαρό. Δείχνει περισσότερο οργανωτικό.»
Το αθλιότερο απ’ όλα είναι πως όντως αυτό της είπα! Δεν άντεξα.
«Αλλά να σας αφήσω να αποφασίσετε. Είναι 3 ευρώ.»
Και την γράφω. Βάζω τον Kosmos και κοιτάζω όσο μπορώ τα email.
Για την ιστορία, διάλεξε το κόκκινο. Σιγά μην το ήθελε δώρο. Είχε ξεχάσει και το πορτοφόλι. Ήρθε μετά από ένα τέταρτο και το πήρε.
Φτάνει και ο καφές και η μέρα επισήμως ξεκινά.
Αρχίζω να δουλεύω τις παραγγελίες. Και λοξοκοιτάζω έξω. Είχα καλομάθει. Να περάσει το μικρό χαριτωμένο, να χαιρετήσει και αν είμαι άδειος να μπει μέσα. Να μου φτιάξει την μέρα
Αλλά που;
Το μικρό χαριτωμένο έχει φύγει εδώ και μια εβδομάδα και θα αργήσει να γυρίσει. Μάταια ψάχνω μήπως το εντοπίσω. Εμφανίζεται … ο Μπάρκουλης.
«Όλα εδώ θα μείνουν.» ή «Είσαι άρχοντας.» οι μόνιμες ατάκες του.
Η συνέχεια ποικίλει. Θα μείνει μέχρι να εμφανιστεί ο πρώτος φίλος και/ή πελάτης.

(Θα εμπλουτιστεί στη συνέχεια)

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2007

Νηλς Κώλγκερλσον

Το ψυγείο είναι μόνιμα γεμάτο με ποτά. Δεν είναι για μένα. Σπάνια πίνω. Τα έχουμε ξαναπεί. Περισσότερο για τους περαστικούς και τους μουσαφίρηδες. Ίσως ακόμα για να βλέπω μπροστά μου συνέχεια κουτάκια και μπουκάλια, χωρίς να διακατέχομαι από σύνδρομο στέρησης.
Μέρα με βροχή και ποδόσφαιρο. Επέστρεψα σπίτι μουλιασμένος ως το κόκαλο. Όπως συνηθίζω σε παρόμοιες περιπτώσεις, το ρίχνω στη ρέγγε ή στα Μπαχαμέζικα για τον Τόνυ τον καφετζή . Για ένα γρήγορο και ξέγνοιαστο στέγνωμα!
Δεν θα έγραφα. Είπα να δω κανένα στιγμιότυπο και να την πέσω ειρηνικά. Για να βοηθήσω την κατάσταση, θεώρησα σκόπιμο να πιω μία από τις ξεχασμένες μπύρες. Προτιμώ τις πράσινες, όμως είχαν περισσέψει μονάχα κόκκινες. Δεν βαριέσαι, είναι για καλό σκοπό είπα και την αράζω. Μια στιγμή…
Φτου!!! Σηκώνω το κουτί και γράφει «04-07». Εντάξει, αργά ή γρήγορα το πίστευα πως θα το γυρίσω στα ληγμένα. Όμως όχι έτσι. Όχι μ’ αυτό τον τρόπο!
Έψαξα για άλλη. Όλες όμως ήταν της ίδιας παρτίδας. Ξενέρωσα. Κλείνω τα Ροναλντίνια και φτιάχνω ένα μεταμεσονύχτιο καφεδάκι! Τα αποτελέσματα τα διαβάζετε!
Όποτε συναντώ ληγμένα, μου έρχεται στο μυαλό ένα και μόνο πρόσωπο.
Ο… Νηλς Κώλγκερσον.
Υπαρκτό πρόσωπο, με όνομα και διεύθυνση κάπου στον Πειραιά. Χρυσό παιδί. Ψηλός, ξανθωπός, χτισμένος, ματσωμένος και μονίμως ετοιμόλογος. Χωρίς χτυπητές αδυναμίες. Ο ιδανικός σύντροφος για κάθε γυναίκα. Ο τέλειος γείτονας στο Μπέβερλυ Χιλς.
Δεν είχαμε ποτέ ανταγωνιστικές σχέσεις. Ίσως επειδή τον γνώρισα τη γλυκόπικρη περίοδο του διαδυκτιακού στοιχήματος. Και εκεί του έριχνα σίγουρα ένα κεφάλι, στέλνοντας τον αναπληρωματική σταρ Ελλάς με το καλημέρα.
Κάποια στιγμή ήρθε στο νησί για διακοπές. Με την γυναίκα του. Ο Νηλς πρέπει να είναι γύρω στα 35 σήμερα. Πήρε τηλέφωνο και πέρασε από το μαγαζί, όπου συναντηθήκαμε για πρώτη φορά από κοντά. Είχε κίνηση και κανονίσαμε για μία μπύρα στα γρήγορα.
Ενδιαφέρον τύπος όμως μου θύμισε έντονα έναν κόσμο απ’ τον οποίο πλέον έχω αποστασιοποιηθεί. Προς το τέλος της, η κουβέντα είχε ψοφήσει. Κοιτούσα αριστερά και δεξιά. Ο γυναικείος πληθυσμός δικαίως κρυφοκοίταζε το Νηλς. Του το επισήμανα. Διατηρώντας μια πάγια μετριοφροσύνη, υπαινίχθηκε πως μπορεί να κοιτούσαν εμένα. Έπιασα και διάβασα το μπουκάλι του.
«Σίγουρα δεν σου πάσαραν ληγμένη μεξικάνικη;»
Πάντα διατηρώ αμφιβολίες για τους ατσαλάκωτους. Σαν να έβλεπα τον Μπράντον και την Κέλυ να κλαίνε μπροστά στα κανάλια.
«Το καλύτερο παιδί. Που να το φανταστούμε;»
Ακολούθησε η απομυθοποίηση. Δεν θυμάμαι ακριβώς πως καταλήξαμε να μιλάμε για βίτσια. Όμως για να σας το διηγούμαι ακόμα σημαίνει πως μου έκανε εντύπωση.
«Η γυναίκα μου ταξιδεύει συχνά. Είναι γιατρός και πάει σε συνέδρια.»
Ωχ, κάτι βρωμούσε στη λεωφόρο του Μέλροουζ!
«Νιώθω μοναξιά. Όμως την αγαπώ. Δεν γίνεται να την απατήσω. Ξέρεις τι κάνω;»
Πήρε και ένα ένοχα τρυφερό ύφος. Κοίτα να δεις που θα μου προέκυπτε κρυφός ο Νηλσονάκος!. Πάει χάλασε η πιάτσα. Μαζεύτηκα.
«Γυναίκες με περιστοίχιζαν μια ζωή. Σ’ εκείνη βρήκα όλα όσα έψαχνα. Με καλύπτει παντού, εκτός … Εκτός από … Έχω ένα βίτσιο.»
Όχι. Μη. Καλό ήταν και το ποδόσφαιρο!
Κρατούσα δυνάμεις. Και σκεφτόμουν πώς να τον αντιμετωπίζω.
«Γουστάρω τις ξένες. Μη φανταστείς χαρακτηριστικά. Τις γουστάρω όλες. Ξανθιές, μελαχρινές. Μαύρες, άσπρες. Όλες! Αρκεί να μην μιλάνε ελληνικά ή γλώσσα που να μπορώ να καταλάβω.»
Άκυρος ο συναγερμός. Ευτυχώς!
Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι για να ακούσω την συνέχεια. Για το αρχείο.
«Μόλις φύγει η σύζυγος, κλείνω αμέσως ραντεβού με βιζιτούδες. Τις φέρνουν σπίτι. Δε με νοιάζει.»
Ακέραιος χαρακτήρας.
«Τις ζητάω να μιλάνε αυστηρά στην γλώσσα τους. Ξαπλώνω και με καβαλάνε. Αρχίζουν τα ακαταλαβίστικα και φτιάχνομαι.»
Είχα κάποιους ενδοιασμούς και του επισήμανα πως κατά τις γραφές, το βίτσιο του εξακολουθεί να θεωρείται κέρατο.
«Όχι είναι διαφορετικά. Στα συζυγικά καθήκοντα ή σε μια υποτυπώδη σχέση, γνωρίζεις με ποια έχεις να κάνεις. Ή την ανακαλύπτεις. Και με κάποιο τρόπο αποκτάς αναστολές. Μεγάλες ή μικρές.»
Τα λεγόμενα είχαν μια βάση άλλα δεν έπειθε.
«Με την ξένη είναι αλλιώς. Δεν την ξέρω. Ποτέ με την ίδια. Της δίνω απόλυτη ελευθερία. Μου μιλάει και δεν έχω παραμικρή υποψία αν με βρίζει ή με εξυψώνει. Ούτε τι ζητάει. Καίγομαι να μάθω! Δεν μπορώ όμως και διεγείρομαι! Την αφήνω να λέει και να κάνει τα δικά της. Αυτό με εξιτάρει! Φτάνω στα άκρα.»
Και το συμπέρασμα;
«Ξεδίνω. Φυσικά μετά δεν θυμάμαι πολλά. Με βοηθάει να διατηρώ τον γάμο μου ισορροπημένο. Εσύ δεν μου είπες όμως….»
Καληνύχτα Νηλς Κώλγκερσον! Τους χαιρετισμούς μου στην κυρία Όλσεν!
Ο κόσμος είναι πονηρός. Όχι οι σκέψεις μας. Να το θυμάσαι αυτό.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

Κο3μοΠό8: Με τον Λένιν στο Ντακάρ (ost)

Η τριλογία που κάποιοι περιμένατε ολοκληρώθηκε.
Πρώτο Δεύτερο Τρίτο
Αφιερωμένη σε όλους εκείνους που ζουν με τα πάθη τους
... και στον Νιόνιο που κρύβουν μέσα τους!

Συγνώμη για την καθυστέρηση. Να επανορθώσω.
Ορίστε ένα O.S.T. Με τυχαία σειρά:
Toure Kunda - Nobel
The Mothers – Breathe Together
Salif Keita / Cesaria Evora – Yamore
Baka Beyond - Migrations
Majek Fashek – Promised Land
Ali Farka Toure – Savane
Ali Farka Toure / Toumani Diabate – Monsieur Maire de Niafunke
Ismael Lo – Dibi Dibi Rek
Tinariwen – Assouf
Baaba Maal – Souka Nayo
Kaissa – Nika Pata Lambo
Angelique Kidjo / Peter Gabriel – Salala
Sierra Leone Refugee All Stars – I’m Not a Fool
Youssou N’dour / Neneh Cherry – Wake Up
Akon – Mama Africa
Femi Kuti / Jaguar Wright – Fight to Win
Mokobe / Manu Chao / Amad – Politique
Youssou N’Dour – Jealous Again
One Giant Leap – Ma Africa
Amadou & Mariam – Pa Paix

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2007

Στο 90'

Το ματσάκι σχόλασε.
Το κοράκι το σφύριξε το πέναλτι.
Μια ευκαιρία.
Στο πλεχτό και σε δοξάζουν.
Στα περιστέρια και σε γιουχάρουν.
Δικό σου.
Πάρε ανάσα.
Μέτρα βήματα.
Μόνος σου.
Στρώσε το χόρτο.
Εσύ και η μπάλα.
Μη φοβάσαι.
Πίσω σου είμαι.
Φοράμε την ίδια φανέλα.
Μη γυρίσεις.
Συγκεντρώσου, γάμησέ μας όλους.
Στο σουτ.
Χάσουμε ή κερδίσουμε, μαζί σου.
Πάρε φόρα.
Ότι είναι να γίνει, θα γίνει.
Δεν σε φοβάμαι μορτάλι.
Γιατί είσαι φίλος, είσαι συμπαίκτης
Γιατί είσαι ο καλύτερος του κόσμου.
Βγάλε τον αέρα.
Σημάδευε το δοκάρι.
Μόνο μην αργείς.
Παίρνω σειρά.
Και σε χρειάζομαι.
Όσο τίποτα.

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007

Ρούνι,το μικρό gourmet γουρούνι

Που είσαι εσύ βρε;
Εσύ είσαι ο Ρούνι; Έλα εδώ μικρέ πουστράκο! Ωωωω, μικρό μου γουρουνάκι.
Αααα, θα σε μαλώσω. Κομμάτια είσαι.
Ξέρω, ξέρω πέρασες από το κρεωπολείο. Και σου είχα πει, μακριά από αυτόν τον μπινέ, μια μέρα θα σε κόψει φέτες.
Πέρασε μέσα μικρέ πουστράκο. Για να σε δω....
Καλέ εσύ είσαι παγωμένος! Συγνώμη. Εγώ φταίω που διατήρησα το δέσιμο μας στον πάγο. Έλα, ξεκόλλα! Ένα τεταρτάκι στα μικροκύματα και θα αναθερμάνουμε την σχέση μας.
Μην φοβάσαι τίποτα. Είσαι σε καλά χέρια Ήρθες στο κατάλληλο άνθρωπο. Ρε συ, εγώ θα σε φτιάξω καλά. Ούτε αύριο ούτε μεθάυριο. Όοοχι μικρέ αλητάμπουρα. Ο Πο8 θα σε κάνει σταρ. Εδώ και τώρα!
Έλα κάθισε... Να, εδώ. Στο γουοκ. Take a wok on the wild side.
Λάδια και μαλακίες. Που μου πας. Για παλαιστής;
Άστο Ρούνι, στο λέω εγώ. Δεν αξίζει. Εσύ είσαι αναθρεμμένος για τα σαλόνια. Θες να ακολουθήσεις τις μάζες; Δεν μου κάθεται καλά.
Μπανάκι μικρό μου γουρουνάκι. Με αιθέρια. Μην αντιστέκεσαι στο σουσαμέλαιο. Εντάξει, τσούζει λιγουλάκι. Κάτσε να σε τρίψω με λίγο κόκκινο πιπέρι να σου φύγει το άγχος. Ναααα, είδες που σ’αρέσει μικρέ πουστράκο. Έλα να σε γυρίσω και από την άλλη. Wok on!
Τώρα μάλιστα. Τέλειο μάυρισμα. Θα σε βλέπουν στη φάρμα και θα λένε
«Καλώς το ινδικό χοιρίδιο. Ο Γκάντι stir fry».
Σήκω. Κάθισε στην άκρη. Τούτο εδώ είναι κόλιανδρο. Να του σπάσουμε λίγο τον τσαμπουκά, γιατί πάει να σου φάει την πρωτιά. Έννοια σου, εδώ στο γουδί το έχω. Έχεις προτίμηση στο πιπέρι;
Οκ, μάυρο είπες, μάυρο θα βάλω.
Ααα, ξέχασα να σου πω. Απόψε έχεις πρεμιέρα με το κάρυ. Δυστυχώς δεν βρήκα φρέσκο. Θα παίξει σε μαγνητοσκόπηση.
Μόνο, ξέρεις θα πρέπει να ανεχτείς κρεμμύδια και ντομάτες.
Τι ;; Όχι ρε Ρουνι τώρα. «Θα φύγω», κατευθείαν.
Υποσχέθηκα να σε κάνω σταρ. Φυσικά και θα παίξουν κομπάρσοι. Δεν σηκώνω μαγκιές. Να, κοίτα. Όλοι για εσένα δουλέυουν. Στο γουδί και αυτοί.
Παιχταρά μου. Τους ρίχνω για ζέσταμα. Ετοιμάσου βγαίνεις!
Αλάτι λίγο για το «καλή τύχη».
Σε αφήνω μέχρι να δέσεις με το καστ. Είσαι μεγάλος μόρτης Ρουνάκο. Το ήξερα. Πάμε όλοι μαζί τον Γιωργάκη τον Κλίντον!
…if you hear any noise
…it’s just me and the boys
…get down
Νομίζω είσαι έτοιμος για τα πρώτα σου βήματα ... στο Bollywood!
Ρε Ρουνι. Σόρυ ρε φιλάρα. Ξέχασα. Μια χούφτα σταφίδες. Τι ψυχή έχουν; Αν θες στις ρίχνω. Δυο λεπτά θα πάρει. Για το φολκλόρ ρε Ρούνι.
Είσαι παιχταράς. Είσαι ο πρώτος! Ξεχώριζες. Μπράβο ρε Ρούνι. Και ας τους άλλους να γίνουν σουβλάκια στον Παράσχο...
Μέσα στην σάλτσα την καφέ είσαι άρχοντας.
Πήρα πρωτοβουλία. Πρέπει να φανείς. Θα παίξεις με το άνωστο μπασμάτι. Χωρίς φανφάρες. Μόνο λίγο βούτυρο και λεμόνι.
Θα σου χαλάσω εγώ την πρεμιέρα;;;;
Όοοχιιιι.
Βγαίνεις Ρουούνι...... στο φως με το πιρούνι!
...
(Απορία: Σχιζοφρενής γεννιέσαι ή γίνεσαι;)

Γρου Σου Ζειν (το τρις)



Η (Γρουσουζ) Ίνα, ο μάστερ και ο Δρόμος ο λιγότερο γρουσουζεμένος!

Εδώ. Στο Πο8οκάναλο. Μείνετε συντονισμένοι.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2007

Ο αλήτης στην χώρα των θαυμάτων

Τι έχουν τα έρημα και ψοφάνε ;;;
Μόλις συμπλήρωσα ένα δύσκολο δεκαήμερο. Είχε πίεση. Είχε ένταση. Είχε πολλά. Μέχρι και το ρόλο της «συνυφάδας» έπαιξα σε ένα φίλο που είχε νταλκάδες.
Ήταν όμως και η σύντομη επιστροφή ενός μικρού και χαριτωμένου πλάσματος. Και επικράτησε ισορροπία. Για λίγο.
Γιατί το μικρό έφυγε πάλι και δεν θα αργήσω να βαριέμαι θανάσιμα.
Υλικό υπάρχει για δυο ζωές. Οπότε αγαπητό αδηφάγο κοινό, πολύ σύντομα θα επανέλθω στα συνήθη διαμάντια της παγκόσμιας παπαρολογοτεχνίας όπως άκουσα προσφάτως.
Μην ξεχνάτε πως έχουν εξασφαλιστεί τα δικαιώματα του αξεπέραστου Γρου Σου Ζι και υπάρχουν και κάτι χρωστούμενα.
Και ας ακούγεται σαν διαφήμιση του φιλμνέτ.
Να ξέρετε πάντως, πως πίσω από την εικόνα του απλοϊκού καλοσυνάτου διεστραμμένου βιβλιοπώλη κρύβεται μία πονεμένη ιστορία. Το thirty ντέρτι του.

Και για να μην το πολυκουράσω. Παλικάρια, άλλο ήθελα να γράψω, αλλά κωλώνω. Ψιλό. Για την ώρα. Δεν είναι ώριμες οι συνθήκες. Αφήστε που υπάρχουν ρουφιάνοι παντού! Άλλη φορά.

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

Γρου Σου Ζειν (το δις)

Ποιο να είναι πραγματικά το νόημα της ζωής. Υπάρχει απάντηση; Και αν υπάρχει, ποιος θα μπορούσε να μου την δώσει.
Το ξανθό πιπινάκι είχε ξυπνήσει το Σφιγγαετό* μέσα μου. Η αρνητική έκβαση της «εκλογικής μάχης» δημιούργησε ένα σύννεφο μιζέριας στην ατμόσφαιρα. Ήμουν εγώ και τα ντουβάρια.
Τι μου συμβαίνει στ’ αλήθεια;
Αδιευκρίνιστα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα. Και στα χέρια δυο fortune cookies με το ίδιο μήνυμα.
«Γρου Σου Ζι, ο νέος διδάσκαλος, τεχνίτης της αλήθειας»
Και αν αυτός ο τεχνίτης της αλήθειας έχει τις απαντήσεις;
Αν η ανατολική φιλοσοφία έχει εξελιχθεί ώστε να καλύπτει τις ανάγκες μου;
Δεν είχα να χάσω τίποτα. Την έπεσα για ύπνο. Το πρωινό που ξημέρωνε θα ήταν συγκλονιστικό. Η πρώτη μου επαφή με τον Γρουσουζισμό!
...
Ξύπνησα και έφυγα κατευθείαν για το χτεσινό εστιατόριο.
Δωροδόκησα τον Κινέζο σερβιτόρο αγοράζοντας δυο φιάλες Σετσουανέζικου ροζέ. Αυτός μου εξήγησε πως ο Γρου Σου Ζι, εκπροσωπεί το νέο ρεύμα της ασιατικής βαθιάς φιλοσοφίας και τρόπου ζωής. Ένας μεσσίας αγνώστου προελεύσεως και ένα πολιτιστικό ρεύμα που εξαπλώθηκε παντού και ξαφνικά, σαν την νόσο των πουλερικών.
Τα θεμέλια της κοσμοθεωρίας του πηγάζουν από ένα μεταλλαγμένο Ζεν και καταλήγουν στον θεϊκό λόγο του δασκάλου:
Μια Τάο σφαίρα όπου το αρνητικό «Δεν» περιπλέκεται αρμονικά με το θετικό «Θέλω». Συνθέτοντας την πασίγνωστη σφαίρα των Δεν Θέλω.
Δεν κατάλαβα και πολλά, αλλά ενθουσιάστηκα. Ζήτησα να μελετήσω περισσότερα. Όμως με πληροφόρησαν πως ο δάσκαλος δεν επικοινωνεί με την γραφή ούτε τον λόγο. Ο Γρου Σου Ζι μνημονεύτηκε ως ένας low profile ηγέτης που εκφράζεται μονάχα με την κεραμική!
Μάλιστα, οι φονταμενταλιστές του Γρου Σου Ζι υποστηρίζουν πως κάθε πιστός οφείλει να έχει αγγίξει στη ζωή του, έστω και μια φορά κεραμικό του δασκάλου. Κάτι αντίστοιχο με το τίμιο ξύλο ή το προσκύνημα στη Μέκκα!
Ένιωσα μικρός και προβληματίστηκα. Που να βρω Γρουσούζικο κεραμικό; Μήπως έπρεπε να τον επισκεφτώ προσωπικά στο εργαστήρι του; Ή μήπως μπορούσα να προμηθευτώ τις σφαίρες Δεν Θέλω online; Και αν με έπιαναν κότσο;
Ο σερβιτόρος δεν μπορούσε να μου δώσει επιπλέον απαντήσεις. Τον ευχαρίστησα και έφυγα με τα κρασιά παραμάσχαλα. Και μοναδικό στοιχείο, μια διεύθυνση.
...
Ακολούθησα την διεύθυνση. Πήρα τους δρόμους*. Τρόπος του λέγειν, για την Μυτιλήνη μιλάμε. Και βρέθηκα στο τέλος της Ερμού. Εκεί που το εμπόριο συναντά την θάλασσα. Εκεί που η προσφυγιά τα λέει με τους δημιουργούς.
Μπροστά μου ένα εργαστήριο κεραμικών. Εδώ είναι, σκέφτηκα. Μπήκα μέρα.
Ένα παλικάρι πενήντα κιλά προετοίμαζε τον φούρνο για ψήσιμο. Τοποθετούσε διάφορα κεραμικά, χωρίς να μου δώσει σημασία.
«Καλημέρα, ο δάσκαλος είναι εδώ;»
Μου ρίχνει μια αγριεμένη λοξή ματιά. Και με γράφει. Δεν πτοήθηκα.
«Μήπως ξέρετε που βρίσκεται ο Γρου Σου Ζι;», επιμένω δείχνοντάς του το απόκομμα από το fortune cookie.
Τίποτα. Ο πασαλειμμένος με πηλό τύπος με είχε συνδέσει με Τόκυο. Ήμουν τόσο κοντά. Σιγά μην τα παρατούσα. Το γράψιμο συνεχίστηκε για πολλή ώρα.
Τον ρωτούσα, με λοξοκοίταζε και σιωπηλός με έγραφε. Και εγώ επέμενα. Και εκείνος εκνευριζόταν. Είχαμε φτάσει ένα βήμα πριν αφήσουμε τις επαναλήψεις και πιαστούμε στα χέρια.
Λίγο πριν το σημείο όπου θα το έπιανα, θα τον καταχώνιαζα μέσα στον φούρνο του και θα τον άναβα, εμφανίστηκε μία ευγενική κοπελίτσα. Ευτυχώς για τον ίδιο!
...
(η Γρουσούζικη αναζήτηση συνεχίζεται)

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Γρου Σου Ζειν

Ένας φιλόσοφος που θα ήθελε να παραμείνει ανώνυμος, υπολόγισε κάποτε πως σε μία πολιτισμένη κοινωνία, η πιθανότητα να αναδειχθεί μία εξέχουσα προσωπικότητα, περιορίζεται σε ένα προς δέκα δισεκατομμύρια. Αυτό θεωρητικά σημαίνει πως οι πολυάριθμοι Κινέζοι έχουν σήμερα τη δυνατότητα να προσφέρουν έναν μεσσία κάθε δεκαετία!
Το γεγονός ότι πέρα από μυριάδες αυτό-καταστρεφόμενες τοστιέρες και φονικά σιδερωτήρια, οι συμπαθείς κιτρινιάρηδες απέτυχαν να συμβάλουν στην παγκόσμια ιστορία ως όφειλαν, με έβαλε σε σκέψεις.
Μήπως ο λυτρωτής του σήμερα δεν είναι Κινέζος τελικά;
Δεν άργησα να λάβω τα απαραίτητα σημάδια.

Είχα βγει ραντεβού με μια διανοούμενη. Η ατμόσφαιρα ενός κινέζικου εστιατορίου θα ήταν ότι έπρεπε. Χάρτινα φανάρια, αποστειρωμένα τραπέζια, ψιλοκυριλέ σέρβις και μια αδιευκρίνιστη μυρωδιά. Όπως συμβαίνει σε κάθε αξιοπρεπές κινέζικο, υπήρχαν δυο σερβιτόροι. Ο κατανοητός Έλληνας στην παραγγελία και ο ακαταλαβίστικος Κινέζος στον λογαριασμό!
Το παν σ’ ένα δήθεν εστιατόριο είναι να δώσεις στην γυναίκα την πρωτοβουλία. Αν αντιληφθείς πως η κατάσταση ξεφεύγει, συνιστάται να διακόπτεις την διαδικασία με το δοκιμασμένο:
«Εγώ θα φάω spring rolls, τηγανητό ρύζι και γλυκόξυνη σως. Τα υπόλοιπα θα τα φας εσύ!»
Πριν γνωρίσω τον μέγιστο καθοδηγητή, συνήθως συμβιβαζόμουν με το κρασί:
«Κοίτα, τι χαριτωμένο. Αυτό το κόκκινο το φτιάχνουν στο χωριό του Σετσουάν. Οι αμπελουργοί μαζεύονται και τρυγάνε ταυτόχρονα σε ένα βαρέλι. Συνοδεία παραδοσιακής μουσικής. Με φόντο το Σινικό τείχος. Αυτό να πάρουμε!»
Και αφού φαντασιώνεσαι εκατό κοντά ανθρωπάκια να πηδάνε πάνω κάτω στο μούστο του μπουκαλιού απέναντι, χασκογελάς και γνέφεις θετικά, να τελειώνει το πανηγύρι. Εξάλλου, η ζωή είναι (και) μια διαρκής φαντασίωση.
Το γκαρσόνι απομακρύνεται με ένα απαθές βλέμμα σου ψιθυρίζει ένα επίσης παραδοσιακό γ@μοσταυρίδι που του κουτσούρεψες την παραγγελία και που φυσικά εκλαμβάνεις ως καλή όρεξη. Μέχρι να φτάσει η κουτσουρεμένη μας παραγγελία στο λιγδιασμένο αμανίκωτο φανελάκι του σεφ στην πίσω κουζίνα, αρχίζεις την φιλοσοφία.
Ξεκινάς ελαφρά με Κουμφούκιο και φτάνεις στην Τάο σφαίρα, την αρμονική εναλλαγή του Καλού με το Κακό. Και παπαρολογείς αξιοπρεπώς μέχρι το κρασί και τα ορεκτικά.
Έχεις χαλαρή διάθεση και περιμένεις να γευτείς τον καρπό του Μάο στο ποτήρι. Όπως συνήθως, μετά το δεύτερο σφηνάκι, η σοφιστικέ συνοδός σου μεταμορφώνεται σε ένα … φιλήδονο ξανθό πιπινάκι! Και αναστατώνεσαι.
Και η κατάσταση θυμίζει ΠΑΣΟΚ. Συνεχίζεις σε ένα ασταμάτητο κυκλοθυμικό φλερτ. Από τον ενθουσιασμό, στις παύσεις, την απογοήτευση και τον απολογισμό σιγής. Δεν τα παρατάς. Πάλι από την αρχή. Μέχρι που φτάνεις στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Πληρώνει ο πιο αφελής και ενωμένοι πορεύεστε προς την … κάλπη. Όμως την κρίσιμη στιγμή πέφτει ένα:
«Όχι απόψε, έχω πονοκέφαλο.»
Και καταριέσαι τα ψήγματα υπαρκτού σοσιαλισμού. Εύχεσαι το χωριό με τους εκατό Σετσουανέζους να πλημμυρίσει, να το κάνουν κωπηλατοδρόμιο για τους Ολυμπιακούς.
Και γυρίζεις μόνος στην παράγκα. Με σουβενίρ δυο fortune cookies. Αυτά τα γεμιστά με τις ευχές.
Ενώ περιμένεις να γλυκαθείς με κάποιο γλυκόξινο απόφθεγμα του τύπου:
«Κοίταξε τον δράκο μα πρόσεξε μη σε κάψει», ή
«Το τυχερό σου νούμερο γι’ αυτή τη βδομάδα είναι η χυλόπιτα»,
συνειδητοποιείς πως και στα δύο υπάρχει μονάχα ένα όνομα – μία περιγραφή:
«Γρου Σου Ζι, ο νέος διδάσκαλος, τεχνίτης της αλήθειας»

(η ιστορία του διάσημου οραματιστή συνεχίζεται)

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

Ένα παλιό σενάριο

Το θυμήθηκα ξανά, με αφορμή το βιβλίο «Η καλή τρομοκράτισσα» της Λέσινγκ. Παλαιότερα, είχα προσπαθήσει να γράψω και σοβαρά κείμενα!
Αρχές καλοκαιριού του 2000. Τρίτο έτος, μετά την εξεταστική. Είχα εξαφανισθεί για αρκετό διάστημα. Μου είχε καρφωθεί στο μυαλό μια ιστορία περίεργη. Και την έγραψα με σκοπό να την κυκλοφορήσω. Αν δεν υπήρχε η Κάτια, αμφιβάλω αν θα τα κατάφερνα να την ολοκληρώσω.
Παρακολουθούσα τότε μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Την αδόκιμη οικο-τρομοκρατία. Την αντιλαμβανόμουν ως μια εξτρεμιστική πολιτικής αντίδρασης, προέκταση της ήδη υπερβολικής βαθιάς οικολογίας και των μαζικών κινημάτων διαμαρτυρίας ενάντια στην υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος.
Τώρα… πως τα παραπάνω κινέζικα για τους περισσότερους θα περνούσαν σε μία περιπέτεια δράσης με κινηματογραφική πλοκή, ήταν ένα θέμα.
Έπρεπε να έχω ένα εύκολο σημείο αναφοράς. Για να μπορέσω να ελιχθώ. Κατέληξα σε μια παρέα έξι φοιτητών του Περιβάλλοντος (τι πρωτότυπο!) στη Μυτιλήνη που ξαναβρέθηκαν στην πόλη κάμποσα χρόνια αφότου το είχαν εγκαταλείψει. Ένα άτυπο reunion. Δεν ήταν γυαλιστεροί, πάντοτε προτιμώ τους αντιήρωες. Τέσσερις άντρες, δύο γυναίκες
Μια παλιά παρέα που είχε πάρει διαφορετικούς δρόμους και πλέον βίωνε ξεχωριστές καταστάσεις και πραγματικότητες. Έπειτα από την αρχική συγκίνηση και τα flash back, ξεκινά μια μεταξύ τους αυτοκριτική. Που πάμε, που βαδίζουμε, που πήγαν τα ωραία χρόνια κλπ.
Μετά από μια σειρά ρεαλιστικά πολύπλοκων συζητήσεων περί ζωής και οικολογίας προκύπτει πως οι ωραιότερες στιγμές δεσίματος και ευτυχίας ήταν αυτές χωρίς ρεύμα! Φαίνεται ανόητο σε λίγες γραμμές, όμως πιστέψτε με κυλούσε . Οι φίλοι κατέληξαν έπειτα από επιχειρήματα του ακροαριστερού πως η λύτρωση βρίσκεται στο εργοστάσιο της ΔΕΗ, το οποίο δαιμονοποιήθηκε ως σύγχρονο εμπόδιο σε σταθερές αξίες. Και έπρεπε να καταστραφεί. Για το καλό του πολιτισμού, της φύσης, της φιλίας! Είχε πέσει πάρα πολύ δημιουργική δουλειά εδώ για να αποδοθεί!
Χωρίς γνώσεις στις δολιοφθορές και με ένα πράσινο υπερβολικό ιδεώδες, η ομάδα υιοθετεί συνωμοτικούς κανόνες. Υπάρχει μια διαρκής σύγκρουση του πραγματισμού με το αναρχικό έως το τέλος. Που είχε ως αποτέλεσμα το μίσος, την αντιπαράθεση και την εξ αμελείας δολοφονία του ισορροπιστή της παρέας πριν την ημέρα μηδέν του σαμποτάζ.
Όμως το βιβλίο δεν ακολουθούσε γραμμική πλοκή. Ξεκινούσε από το νησί στο σκοτάδι και το εργοστάσιο κομμάτια. Το ζευγάρι που τελικά πήρε την ευθύνη της επιχείρησης αρχίζει την αυτοκριτική των ακραίων ενεργειών και επιλογών τους. Έπειτα εμφανίζεται αποσπασματικά σε τρίτο πρόσωπο η αλυσίδα των γεγονότων που τους οδήγησαν σε αυτό το σημείο. Μέχρι το σκηνικό της έκρηξης. Που αν και εντυπωσιακή, έγινε με συμβατικά και όχι με εξωπραγματικά μέσα.
Από εκεί και μετά το ζευγάρι καταλήγει με τους υπόλοιπους τρεις. Ως ομάδα πλέον κινούνται σε ένα εφιαλτικό κόσμο με επιπτώσεις που δεν διανοήθηκαν να προβλέψουν.
Και με την αλληλεπίδραση τους σταδιακά με 3 νέους χαρακτήρες που αν και είχαν ελάχιστη συμμετοχή προηγουμένως, αποκτούν υπόσταση και πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο χαφιές μιας κατασκευαστικής, ο πράκτορας της ΕΥΠ και ο τυχοδιώκτης συνδετικός τους κρίκος. Ισάριθμες ανατροπές. Και σχετικά ορθολογικά σενάρια συνωμοσίας. Προδοσία, κέρδος και μια τελική σύλληψη.
Ο πράκτορας φαινόταν πως είχε μαρκάρει τον ιδεαλιστή της παρέας από καθαρή τύχη. Ως ύποπτο της (υπαρκτής τότε) 17Ν και μάζευε στοιχεία για την επ’ αυτοφώρω σύλληψη όλων. Ο χαφιές συνεργαζόταν με τον επαγγελματία της παρέας και αντιλαμβανόμενος τυχαία τις συζητήσεις τους, εντόπισε τα τέλεια εξιλαστήρια θύματα. Να εξουδετερώσουν το εργοστάσιο. Μιας και η γερμανική κατασκευαστική είχε σχεδόν ολοκληρώσει ένα νέο στο νησί. Όμως η αποκάλυψη μιας τεράστιας μίζας και ένα πολιτικό σκάνδαλο είχε παγώσει (κάψει) κάθε διαδικασία συνέχισης του έργου. Ο τυχοδιώκτης σε πουλούσε και σε αγόραζε την ίδια στιγμή. Ήταν συμφοιτητής που αποσπασματικά συμμετείχε στις συζητήσεις. Τον μπαγλάρωσε ο πράκτορας για άσχετη απάτη και για να γλυτώσει έδωσε στυγνά τον ιδεαλιστή και τους άλλους. Στην πορεία αποκαλύπτεται πως τα κάνει πλακάκια με τον χαφιέ και τα τσεπώνει. Εξετάζουν όλα τα ενδεχόμενα την Μέρα Μετά και διασφαλίζουν την δυνατότητα μεταφοράς ρεύματος από την Τουρκία. Ενώ η παρέα ανυποψίαστη σχεδίαζε την καταστροφή, ο πράκτορας αντιλαμβάνεται την κομπίνα των δυο φραγκοφονιάδων. Τους απειλεί και συμβιβάζεται με μερίδιο. Α, ρε δημόσιο. Βγαίνει το συμπέρασμα πως ο δολοφονημένος έκτος είχε μυριστεί το παιχνίδι και δεν πέθανε τόσο τυχαία.
Με ένα περίτεχνο βραχυκύκλωμα ντόμινο, ανατινάζεται το εργοστάσιο. Επικρατεί χάος. Οι πέντε πάνε φυλακή, προδομένοι από την σχιζοφρένεια τους, από τα ιδεώδη τους και από τους γύρω.
Και τέλος. Αν μπορεί κανείς να πει πως μια καλή ιστορία έχει προφανές τέλος. Δεν υπάρχει «ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα». Μονάχα «η ζωή συνεχίζεται και χωρίς εμάς».
Το σίγουρο είναι πως δεν θα έβγαινε το «Δυο».

Για την ιστορία. Μου είχε πάρει συνολικά κοντά ένα μήνα. Συνεχούς δουλειάς. Οι διάλογοι ήταν ρεαλιστικοί και όχι σχολής Παπακαλιάτη. Για οδηγό δεν είχα Αμερικανιές hit ‘n’ run. Μελέτησα ότι βρήκα διαθέσιμο για τον Κάρλος το τσακάλι και τις λεγόμενες Δυτικού τύπου τρομοκρατικές οργανώσεις. Μαζί και πέντε περιστατικά που χαρακτηριστήκαν αδόκιμα ως οικο-τρομοκρατικές ενέργειας. Και βγήκε αυτό το μείγμα. Η Ισλαμικού τύπου τρομοκρατία μου ήταν άγνωστη και εξάλλου απείχε πολύ η αποστολή αυτοκτονίας από το όλο σκηνικό. Την δολιοφθορά την έβγαλα μετά από εξιστορήσεις του Βασιλάκη, ενός εκπαιδευτή που γνωριζόμασταν και παίζαμε τάβλι. Κάποια στοιχεία για το εργοστάσιο της ΔΕΗ μου έδωσαν άθελα τους ο Χατζ και η Νάντια που είχαν κάνει θερινή πρακτική εκεί. Δεν το έχω επισκεφτεί ποτέ. Δυο φορές που είχα στερέψει πήγα και το κοιτούσα. Πλάκα στη πλάκα, είχα ασχοληθεί τόσο που θεωρητικά θα μπορούσα να την κάνω μόνος μου την δολιοφθορά!
Το δυσκολότερο κομμάτι ήταν η κατάληξη της παρέας. Αν δεν υπήρχε δίπλα η Κάτια να κρατήσει κάποια ισορροπία, είτε θα τα παρατούσα νωρίς είτε θα τρελαινόμουν! Τελικά το είχα ολοκληρώσει σε περίπου 110 σελίδες δωδεκάρια και το είχα περάσει ένα χέρι διορθώσεις. Ήθελε και άλλες, γιατί υπολόγιζα να το δώσω στο Νάσο, από τους ελάχιστους ανθρώπους που ήμουν πρόθυμος να ακούσω γενικότερα.
Δεν έγινε ποτέ. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν από τα εντονότερα και πλέον δημιουργικά που πέρασα. Υπήρχε και ένας έρωτας μορουλίνι-γωγουλίνι. Ήδη από τον Αύγουστο είχα μεταφερθεί σε έναν εντελώς διαφορετικό. Του τζόγου. Σε ένα τριπάκι που κράτησε πάρα πολύ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Για μετά.
Το «reunion» όπως είχε ονομαστεί πρόχειρα δεν τυπώθηκε ούτε μία φορά. Έμεινε σε ένα folder. Και χάθηκε σε ένα κρασάρισμα. Όπως πολλά άλλα κατά καιρούς. Ανήκει στα λίγα χαμένα ή μισοτελειωμένα μου που θα ήθελα να ασχοληθώ ξανά. Ασχέτως αν θα σας άρεσε ή όχι. Όμως όπως εξακολουθεί να μου υπενθυμίζει ο Μιχαλάκης ο genius, «αν δεν τα βγάλεις εσύ, θα τα βγάλει κάποιος άλλος». Δυστυχώς, σε αυτή την περίπτωση με ξεπέρασαν τα γεγονότα. Δίχως να υπάρχει προφητική τάση ή διάθεση.

Ένα χρόνο μετά σκάνε οι Δίδυμοι και η τρομοκρατία περνάει στην ημερησία διάταξη.
Η «ασύμμετρη απειλή» μεταμορφώνει για πάντα τον Δυτικό κόσμο και κατ’ επέκταση τις όποιες διαθέσεις της διαφαινόμενης «οικο-τρομοκρατίας»
Δυο χρόνια μετά πιάνουν τους Κουφοντίνες και απομυθοποιείται η ελληνική «σκεπτόμενη ιδεολογική τρομοκρατία».
Την ίδια εποχή διαβάζω το «Μοριτούρι» του Γιασμίνα Χάντρα και απογοητεύομαι με τον εαυτό μου.
Κάποια στιγμή βλέπω στην τηλεόραση το «Fight Club», χάνω το κείμενο και φτάνω στο «Δε γ@μιέται».
Πέρυσι διαβάζω το «Σάλιμαρ ο Κλόουν» του Σαλμάν Ρούσντι και αποκλείω την επαναπροσέγγιση του θέματος μετριάζοντας την υπερβολή.
Προχτές, διαβάζω την προσέγγιση της παρέας στην Λέσινγκ.
Εν κατακλείδι:
Η Λέσινγκ πήρε το Νόμπελ. Εγώ απλά τον πούλο!
Ντροπή και αίσχος που η Ακαδημαϊκή νομενκλατούρα αγνόησε τον μέγιστο Λιόσα για την σκατόγρια!
Για τιμωρία γεμίστε spam :
«Ο Λιόσα είναι Ιρανός! Γιατί αλλιώς δεν βλέπει φως!»
Και κλείνω με ένα βλακώδες σενάριο συνομωσίας-κουίζ:
*Ο λίγος και αυτοεξόριστος Παμούκ πήρε το Νόμπελ γιατί στα βιβλία του απλά ανέφερε χωρίς ιστορικο-πολιτική θέση, το τουρκικό ταμπού, την σφαγή των Αρμενιών. Ένα χρόνο μετά με αφετηρία Γαλλία και ΗΠΑ, η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει συνταγματικά το γεγονός.
Βρείτε τι έγραψε η σκατόγρια για το Ιραν μήπως και μάθουμε τι θα γίνει του χρόνου!!!!*
Όσο για του χρόνου. Το Νόμπελ το βλέπω μεταξύ Δημουλίδου-Βαμβουνάκη-Μειμαρίδου-Διβάνη. Παίρνει σειρά το σκοπιανό!

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

Νόμπελ Λογοτεχνίας 2007

Επί του πιεστηρίου.
Ετοιμαζόμουν να την κοπανήσω από το μαγαζί. Έσκασε η είδηση πως ακαδημία Νόμπελ απένειμε το βραβείο λογοτεχνίας στην Βρετανίδα Ντόρις Λέσινγκ (Doris Lessing). Το εν λόγω βραβείο απονέμεται για το συνολικό έργο ενός συγγραφέα και όχι για κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο του.
Γεννημένη κάπου στην Περσία το 1919 (88 ετών!), η Λέσινγκ βραβεύτηκε λέει γιατί:
«υπήρξε μια επική συγγραφέας της θηλυκότητας, η οποία με σκεπτικισμό, φλόγα και οραματική δύναμη υπέβαλε ένα διχασμένο πολιτισμό σε αυστηρό έλεγχο»
Η Περσία και το Ιράν βλέπω να παίζει πολύ τον χειμώνα που έρχεται. Άρχισε να προβάλλεται και το κινηματογραφικό Περσέπολις της Σατράπι. Στα πολιτιστικά τουλάχιστον...
Γιατί αν αρχίσει στα πολιτικά, την κάτσαμε τη βάρκα. Ευτυχώς απέχουμε κάπως από τις εκλογές των Σιχαμένων.
Μικρή λεπτομέρεια, η γιαγιά τσέπωσε ενάμιση μύριο πετροδόλαρα. Σε καλή μεριά!
Για περισσότερες λεπτομέρειες, ψάξτε το χαρτί περιτυλίγματος των DVD την Κυριακή.
Κοιτώντας μια ματιά στην βιβλιογραφία της, δείχνει αρκετά ενδιαφέρουσα. Ειδικά το φετινό (σε μετάφραση) «Η καλή τρομοκράτισσα» (εκδ.Οδυσσέας), μου λέει πολλά. Ο συγκεκριμένος εκδοτικός βγάζει καλό υλικό τελευταία.
Δεν μου ξύπνησε το εμπορικό δαιμόνιο, δεν το έχω το βιβλιαράκι. Μπορεί να έχω 1-2 παλαιότερα.
Απλά, θυμήθηκα μια ιστορία. Θα την ανεβάσω σύντομα.
Και μία παράκληση:
«Αγαπητή Ακαδημία. Διαθέτοντας υπόλοιπο περίπου 20-30 χρόνων στη ζωή μου, θα σας παρακαλούσα να αναθεωρήσετε τις αντιρρήσεις σας για θέσπιση ενός νέου βραβείου. Του Νόμπελ Μ@λακίας! Με μεγάλη μου χαρά θα παραβρεθώ στην πρώτη βράβευση και θα αποδεχθώ την τιμή που θα μου κάνετε, εκπροσωπώντας επάξια τη χώρα μου. Στα λεφτά θα τα βρούμε. Όσο για την αιτιολόγηση, μην σας απασχολεί. Όλο και κάτι θα προκύψει. Φιλικά, think Πο8.»

Οικόπεδο αντιπαροχή

Μικρέ,
έχεις ένα οικοπεδάκι μικρό.
Εντός σχεδίου. Με άπλετη θέα.
Δικό σου είναι. Άλλη ιστορία που το βρήκες.
Και δεν το βγάζεις από το μυαλό.
Το βλέπεις, το σκέφτεσαι, το ονειρεύεσαι.
Και κάνεις σχέδια.
Χωρίς να είσαι σε θέση να τα υλοποιήσεις.
Μονάχα σχέδια.
Μέχρι που μία μέρα σε πλησιάζει ένας εργολάβος.
Στο ζητάει αντιπαροχή.
Θέλει να χτίσει έναν πύργο.
Σου τάζει το ρετιρέ για αντάλλαγμα.
Δέχεσαι. Και περιμένεις τον πύργο να χτιστεί.
Και φτάνει το συνεργείο. Και πιάνει δουλειά.
Φτιάχνουν τα θεμέλια.
Φτιάχνουν και το ισόγειο, τον πρώτο και το δεύτερο.
Όμως το έργο σταματά.
Πλακώνουν πολεοδομίες, εφορίες, αστυνομίες …
Τα πράγματα δεν δείχνουν καλά.
Δεν το υπολόγισες.
Και ψάχνεις τον εργολάβο.
Αλλά πουθενά, άφαντος.
Οι υπογραφές είχαν πέσει.
Λούζεσαι τα πάντα εσύ.
Μα δεν τα παρατάς.
Φτύνεις αίμα, τρέχεις, υποχρεώνεσαι.
Και κάποια στιγμή το έργο συνεχίζεται.
Συνεχίζεις μόνος, χωρίς τον εργολάβο.
Και οι εργάτες χτίζουν ασταμάτητα.
Χωρίς τελειωμό.
Δεν το υπολόγισες.
Η οικοδομή σου δεν έχει ρετιρέ.
Τα σχέδια δεν δείχνουν τέλος!
Ξαναψάχνεις τον εργολάβο. Άφαντος.
Οι υπογραφές είχαν πέσει, θυμάσαι;
Και το έγραφε ρητά.
«Ότι πει ο εργολάβος».
Μιλάς με τους εργάτες. Όμως δεν ακούν κανέναν.
Ασταμάτητοι.
Δεν το υπολόγισες και αυτό.
Συγχαρητήρια.
Στο οικόπεδό σου χτίζεται ένα φιλόδοξο έργο.
Ο Πύργος της Βαβέλ!
Το τι θα κάνεις έπειτα είναι δικό σου θέμα.
Υπάρχουν εναλλακτικές.
Δεν προκύπτει γνωμικό.
Μπορεί και να χέστηκα.
Δεν το υπολόγισες ;

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007

Οικωλογικές Ανησυχίες

Ένα οικολογικό θρίλερ

Γνωρίζεις κάποιον αρκετά. Από την καλή και την ανάποδη. Τα θετικά και τα αρνητικά. Όμως πάντα θα κολλήσεις σε μία μικρή, ασήμαντη λεπτομέρεια. Και θα την υιοθετήσεις για πάντα. Ως σήμα κατατεθέν.
Δεν συνηθίζω να κάνω συστάσεις, όμως μιας και είμαστε πολλοί, θα ήθελα να σας παρουσιάσω τον Κωνσταντίνο. Σοβαρό παιδί, μετρημένος, επιστήμονας …. μπα όχι. Παρ’ το ξανά!
Από εδώ ο Κωνσταντίνος. Έχω γνωρίσει πολλούς που έχουν πάει στο Στρασβούργο. Κάποιους που δούλεψαν στο Ευροκοινοβούλιο εκεί. Μπορεί και να ξέρω και λίγους βουλευτές. Αλλά ποτέ, μα ποτέ ξανά δεν είχα γνωρίσει κάποιον που να έχει αφοδεύσει στους κήπους του Ευροκοινοβουλίου. Ναι μαντάμ, ο Κωνσταντίνος έχει βρεθεί στο κέντρο της Ευρώπης και έχει κάνει αυτό που κατάλαβες!
Αμούστακο παιδί, μαθητής λυκείου, είχε βρεθεί εκεί για εκπαιδευτική ξενάγηση. Η ώρα είχε περάσει και οι δάσκαλοι μάζευαν τα παιδιά στην είσοδο για να γυρίσουν πίσω με τα πούλμαν. Είχαν αργήσει. Ο Κωνσταντίνος ένοιωσε το κάλεσμα της φύσης. Αδυνατώντας να καταπιέσει το εγώ του, έβλεπε τον χρόνο να εξαντλείται και έπρεπε να δράσει άμεσα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ελίχθηκε περίτεχνα πίσω από τους θάμνους και χάθηκε στις φρεσκοκουρεμένες φυλλωσιές. Κάτω από ένα απόμακρο δέντρο άφησε για πάντα το στίγμα του στην Ενωμένη Ευρώπη! Ο Κωνσταντίνος υπήρξε γνήσιο παιδί της φύσης, με αρκετές λιγότερο συμβολικές επιχειρήσεις στο ενεργητικό του.
Αν και δεν τον γνώριζα τότε, έχω ακούσει πολλές φορές την ιστορία, τόσο από τον ίδιο όσο και από το περιβάλλον του.
Πρόσφατα, με αφορμή ένα μεταπτυχιακό, είχε για πρώτη φορά την ευκαιρία να μελετήσει τη φύση με τον επιστημονικό τρόπο. Και ήταν ενθουσιασμένος με οτιδήποτε σχετικό.
«Έλα σήκω Ποθ, αύριο Κυριακή πάμε birdwatching»!
Προσπάθησα να του εξηγήσω πως θα πρόκειται για σκληροπυρηνικούς βαρεμένους οικολόγους. Με κοντά παντελονάκια και τον φακό παραμάσχαλα. Που θα αρχίσουν να αυνανίζονται ομαδικά μόλις δουν τίποτα ερωδιούς! Άδικος κόπος.
«Αποκλείεται. Δεν ακούω τίποτα. Αν δεν έρθεις κοντά στην φύση, δεν θα την κατανοήσεις ποτέ σου.»
Διαφωνούσαμε έντονα. Σχεδόν μαλώσαμε. Όμως η φιλία υπερνικά κάθε εμπόδιο.
«Θα πάμε. Για τα γκομενάκια!», συμφωνήσαμε ομόφωνα
Και ξεκινήσαμε. Χαράματα Κυριακής. Σε μία Πλαγιά. Εγώ, ο Κωνσταντίνος και καμιά τριανταριά περίεργοι. Αρχηγός της αποστολής, ο Φίλιος, κατ’ άλλα και γ@μώ τα παιδιά. Δίπλα του, τσιράκι κάποιος Σωτηράκης, ένας αξύριστος νάνος και μία θηριώδης καλοδιατηρημένη ξανθιά με μεγάλο στήθος, τσαρτεροτσόλι σε φουλ σεζόν.
Ο Κωνσταντίνος μου είχε απαγορεύσει αυστηρά να εξωτερικεύομαι γιατί θα του χαλούσα το momentum. Γι’ αυτό περιορίστηκα σε σκέψεις.
«Σήμερα θα παρακολουθήσουμε ένα είδος εξαιρετικά σπάνιο, το Σφιγγαετό του Αιγαίου. Εκτιμάται ότι μόνο 40-50 τέτοια πουλιά υπάρχουν αυτή τη στιγμή στον κόσμο.»
*Με αυτό το όνομα, απορίας άξιο που επέζησε μέχρι σήμερα.*
«Γεννιέται και ζευγαρώνει αποκλειστικά σε αυτή εδώ την περιοχή τον τέταρτο χρόνο ζωής του. Όμως ζει μακριά από το νησί ολόκληρο το υπόλοιπο διάστημα.»
*Σαν τον υφυπουργό Αιγαίου ένα πράγμα.*
«Ας μιλήσει καλύτερα η Ούρσουλα Πάρκινσον, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης που ζει και μελετάει τον Σφιγγαετο στην Λέσβο τα τελευταία 13 χρόνια.»
«Στο είπα πως είναι Σουηδέζα»,τον σκούντησα.
«Ο ορισμός της γυναίκας»,θαύμασε και κρεμόταν από τα χείλη της
*Το ήξερα πως το MTV χάλασε κόσμο*
«Ο Σφιγγαετός είναι εξαιρετικής σημασίας πουλί. Ο κύκλος ζωής του είναι ακραία ποιητικός. Εξαιτίας μίας γεννητικής ανωμαλίας, μπορεί να εκσπερματώσει μία και μοναδική φορά. Μετά οξυγονώνεται υπερβολικά το αίμα και πεθαίνει ακαριαία.»
*Πράγματι σπάνιο. Ένα είδος χωρίς μοιχεία, αδερφές και μ@λακες!*
«Έτσι, σε λίγο, εδώ στην Πλαγιά θα βιώσουμε μια πρωτόγνωρη διαδικασία ζευγαρώματος ενός σμήνους Σφιγγαετών. Αφού όπως θα έχετε διαβάσει στα εγχειρίδια από ανακυκλωμένο χαρτί που κρατάτε, αναπαράγονται ομαδικά.»
*Μία φορά αλλά του δίνουν και καταλαβαίνει.*
«Θα σας παρακαλέσω να μεταφερθούμε παραπέρα, στο αλσύλλιο ώστε να πάρουμε σωστή θέση διακριτικής παρακολούθησης», προέτρεψε ο Φίλιος.
Ο ήλιος ανέτειλε.
Ταμπουρωμένοι στα δέντρα, ακούγαμε τον Σωτηράκη να λέει τα δικά του και ρίχναμε φευγαλέες ματιές στα ευαισθητοποιημένα κοριτσόπουλα.
«Ο Σφιγγαετός του Αιγαίου δεν είναι απλά μία πτυχιακή για μένα. Αποτελεί έργο ζωής. Είναι πολύ περήφανα πουλιά. Εάν αντιληφθούν την παρουσία άλλων ζώων τη δεδομένη στιγμή στη περιοχή, δεν θα ζευγαρώσουν ποτέ! Γι’ αυτό πρέπει να μείνετε απόλυτα σιωπηλοί.»
«Καθαρίσαμε την Πλαγιά από όποια περιττώματα εντοπίσαμε. Επίσης, ποτίσαμε το χώμα με ειδικές ερεθιστικές φερμόνες. Ένα οικολογικό Βιάγκρα για να είμαστε σίγουροι πως τα αρσενικά θα εκπληρώσουν στο έπακρο τα συζυγικά τους καθήκοντα.»
Δεν είχα πιει καφέ. Νυσταλέος, άκουγα τον κακομοίρη νάνο σα να με είχε υπνωτίσει. Ξεχάστηκα.
Όλα ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν. Οι τηλεφακοί στήθηκαν στα τρίποδα. Ο Σωτηράκης θα έπαιζε μια φλογέρα-κράχτη που θα έλκυε τα πτηνά.
Αρχίζει η τσόντα, σκέφτηκα.
Γύρισα για να το μοιραστώ με τον Κωνσταντίνο. Εξαφανισμένος! Στράφηκα στην Ούρσουλα. Πουθενά!
Τον είδα να πλησιάζει από τους θάμνους. Αλλά… μία στιγμή! Το γνώριζα αυτό το ένοχο βλέμμα!
«Τι έκανες εκεί ρε;», του έκανα νόημα
«Άσε…», κούνησε το κεφάλι
Τι ντροπή! Τι αθλιότητα!
Ο Σωτηράκης ξεκίνησε τη φλογέρα σαν ένας μεταμοντέρνος σάτυρος.
Επικράτησε ενθουσιασμός και ακολούθησε νεκρική σιγή.
Έφθασαν τα θηλυκά, που κατέλαβαν θέσεις μάχης. Η ατμόσφαιρα απέπνεε έναν ερωτισμό. Κόντευα να σκάσω. Δεν μπορούσα να κρατήσω τέτοιο μυστικό. Όμως, δεν μπορούσα να καρφώσω τον φίλο μου.
Η ώρα της κρίσεως είχε φτάσει. Πλησίαζαν τα αρσενικά. Δεν άντεξα. Μ’ έπιασε το φιλότιμο.
«Τρέξτε πουλάκια. Φύγετε. Είναι παγίδα!», κραύγασα με όλη μου τη δύναμη.
Ακαριαία, οι πράσινοι Φενταγίν με περικύκλωσαν και κυριολεκτικά με φίμωσαν. Ήμουν εξουδετερωμένος.
Τα αρσενικά πετούσαν κυκλικά πάνω από τα θηλυκά. Ο Χορός του Ζαλόγγου! Αδυνατούσα να επέμβω πλέον. Οι άρρωστοι θαύμαζαν έναν εκ προμελέτης θάνατο.
Τ’ αρσενικά προσγειώθηκαν. Dead man walking!
Όμως, αν υπάρχει Θεός, βρισκόταν εκεί την κατάλληλη στιγμή!
Πήραν μυρωδιά αυτό που φοβήθηκα. Αντιλήφθηκαν την παρουσία μας και χάλασε η δουλειά!
Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Ο Φίλιος νόμιζε πως ο νάνος βοηθός δεν καθάρισε καλά την περιοχή και τον έλουσε με τις διεγερτικές φερμόνες. Ο Σωτηράκης τράπηκε σε φυγή στο δάσος και στον πανικό του συνέχιζε να φυσάει τη φλογέρα. Ο Κωνσταντίνος πετάχτηκε δίπλα στην απαρηγόρητη Ούρσουλα. Εγώ; Birdwatching!
Οι αρσενικοί Σφιγγαετοί κυνήγησαν τον Σωτηράκη. Σε λίγο εμφανίζεται πίσω κάτασπρος κουβαλώντας σωρούς από νεκρά πουλιά.
Το έργο έλαβε τέλος. Λυπηρό αλλά αληθινό. Βιβλική οικολογική καταστροφή. Ο Σφιγγαετός του Αιγαίου δεν πετάει πια στον ουρανό.
Και γνωρίζω ποιος ευθύνεται….

Υ.Γ.: μία δυνατή φιλία χτίζεται πάντoτε σε ένοχα μυστικά!

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Το βλέπω Χ

Αγαπητό αναγνωστικό κοινό,

Πονάει ο σβέρκος μου. Τρεις μέρες τώρα. Νιώθω σαν τον τύπο στη φωτογραφία. Δεν κατεβαίνει κάτι εύκολα. Υπάρχουν δυο τρεις σκέψεις κατά νου, όμως προτιμώ να τις αφήσω για λίγο αργότερα. Για την ώρα βολευτείτε με rugby.
Το rugby που λέτε γεννήθηκε στην Αγγλία. Απευθυνόταν σε ανθρώπους χαμηλής κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Οι ευγενείς βλέπετε, το είχαν ρίξει στο κρίκετ, στο τένις και στο μπάντμιντον. Οι παίκτες έβγαζαν στα χωράφια τον πιο βίαιο εαυτό τους, σε ένα άθλημα που δεν είχε νόμους και κανόνες πέραν του βασικού: να μην πεθάνει κανείς με την λήξη.
Το rugby δεν διεκδίκησε και δεν απέκτησε ποτέ την αίγλη που του αναλογούσε. Φοβερά δύσκολο και εξαντλητικό.
Μετά την βιομηχανική επανάσταση, στα μέσα του 19ου αιώνα, οι εργάτες που ήδη σπαταλούσαν σημαντική ενέργεια στο απάνθρωπο ωράριο τους, προτίμησαν ένα λιγότερο απαιτητικό λαϊκό άθλημα για διασκέδαση. Έτσι σταδιακά εγκατέλειψαν το δύσμοιρο rugby και ασχολήθηκαν με το διαδεδομένο για την εποχή ποδόσφαιρο. Δεν είναι τυχαίο πως οι πρώτοι σύλλογοι σχηματίσθηκαν από εργάτες στο σιδηρόδρομο ή τα ορυχεία.
Σύμφωνα με το δόκτωρ Sittingcole, το ποδόσφαιρο όπως το γνωρίζουμε, θα μπορούσε να είναι εξέλιξη του αρχικού rugby. Όμως επειδή εδώ κάνω κουμάντο εγώ και όχι κάποιος Sittingcole, μην το λάβετε σοβαρά υπ’ όψη. Αν και μοιάζουν κάπως, η χρονική και ιδεολογική τους εξέλιξη είναι εντελώς διαφορετική.
Γεωγραφικά το rugby εξαπλώθηκε περίπου όπως και το ποδόσφαιρο. Πρώτα στις Βρετανικές αποικίες και έπειτα από ναυτικούς και εμπόρους στον υπόλοιπο κόσμο. Το rugby έφτασε να παίζεται στην Γαλλία, την Ιταλία και το γνώρισαν μέχρι την Αργεντινή. Όμως λόγω της αισθητά βίαιης ιδιαιτερότητας του, το rugby σπάνια αφομοιώθηκε στις χώρες εκτός Κοινοπολιτείας. Ειδικά μετά την έλευση του ποδοσφαίρου που ήταν πιο εύπεπτο. Ειδικά στις αποικίες που έφτασε η Βρετανική πλέμπα, το rugby είχε μεγάλη απήχηση. Η Αυστραλία είναι γνωστό πως αποτελούσε αρχικά τόπο εξορίας των Άγγλων καταδίκων. Ε, στην πορεία έφτασε να είναι εθνικό σπορ, άσχετα με την εξέλιξη της χώρας ανά τους αιώνες. Το ίδιο και στη γειτονική Νέα Ζηλανδία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η εξέλιξη του rugby στα γειτονικά νησιά του Ειρηνικού. Εκεί οι γηγενείς, έχουν μείνει στην ιστορία ως εξαιρετικά μαχητικός λαός, με τον πόλεμο βαθιά συνδεδεμένο με τον αρχέγονο πολιτισμό τους. Έτσι, όταν υποδουλώθηκαν από τη Δύση και κυρίως από την Βρετανική Αυτοκρατορία, γνώρισαν το άθλημα και τους ήρθε γάντι. Δεν είναι τυχαίο πως σήμερα, νησιωτικά κρατίδια όπως λόγου χάρη τα Φίτζι ή η Σαμόα έχουν πολύ ανταγωνιστικές εθνικές ομάδες.
Το τελετουργικό Haka κάτι που γίνεται πάντα πριν τα παιχνίδια της Νέας Ζηλανδίας και που ενδέχεται να έχετε δει σε μια διαφήμιση ενός ουίσκι, είναι το αρχαίο τελετουργικό πολέμου των Μαορί! Έχει ιδιαίτερο φολκλόρ με κινήσεις που μοιάζουν με σούμο, κραυγές, άγριες ματιές στους αντιπάλους και μία χαρακτηριστική γκριμάτσα με την γλώσσα έξω και χαμηλά.
Το rugby έπιασε στην Νότια Αφρική και μερικές γειτονικές χώρες, πιθανόν όπως έγινε στην Αυστραλία. Περίεργο, αλλά οι μεγάλες Ασιατικές αποικίες όπως Ινδία ή Πακιστάν ουδέποτε ασχολήθηκαν. Εκεί το έριξαν στο κρίκετ και το χόκευ.
Στην Β.Αμερική, υπάρχει μία μικρή διάδοση στον Καναδά. Οι Σιχαμένες Πολιτείες είχαν αποκτήσει ανεξαρτησία νωρίς. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες και ομοιότητες πως το American football υπήρξε ένα κράμα rugby και ποδοσφαίρου, αλλά το τι γίνεται εκεί δεν αφορά κανένα σκεπτόμενο άνθρωπο.
Σημαντικότερη διοργάνωση, περιέργως είναι ένα τουρνουά με τις 6(ή 7;) καλύτερες ομάδες του κόσμου.
Η παραπάνω φωτογραφία είναι από το παγκόσμιο πρωτάθλημα που βρίσκεται σε εξέλιξη. Όπου ο άτυχος Νοτιοαφρικάνος νόμιζε πως μπορούσε να ξεφύγει από την γρανιτένια άμυνα της Σαμόα.
Όπως και να έχει, πάω να κάνω μια βόλτα μήπως και ξεπιαστώ. Όσο για το ματσάκι, δεν έμαθα αποτέλεσμα.
Το βλέπω να κάθεται στο Χ.
Φεργουέλ εντ νέβερ φακ γουιθ δε Σαμόανς!

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007

Η Κατάρα

Βασισμένο σε μία πραγματικά πονεμένη ιστορία.

Καλοκαίρι του ’97. Η Ομάδα βρίσκεται σε ένα πούλμαν στις Αυστριακές Άλπεις, στο δρόμο για το πρώτο φιλικό προετοιμασίας. Στο Ραουφτειντικιρτενχάουσεν, ένα μικρό χωριουδάκι, η ομώνυμη ομάδα που απαρτιζόταν από ερασιτέχνες της μοναδικής μπυραρίας, θα αντιμετώπιζε τους φιλόδοξους πρωταθλητές. Στο νέο τους ξεκίνημα.

«Πρόεδρα, το πρωτάθλημα», φώναζε ο κόσμος.

Και ο Πρόεδρας έφερε προπονητή τον Σέρβο, τα έσκασε προς όλες τις κατευθύνσεις και το πήρε το πρωτάθλημα. Η επιτυχία μέθυσε τον λαό της ομάδας.

«Πρόεδρα, το ευρωπαϊκό!», φώναζε ένα χρόνο μετά ο κόσμος.

Και ο Πρόεδρας γλυκάθηκε. Και έσκασε άλλα τόσα και έφερε τον παιχταρά τον Τζο και τον αληταρά τον Ζάχο.

Η Ομάδα έπρεπε να ανέβει επίπεδο. Να γίνει η πρώτη στην Ευρώπη. Και μετά; Ποιός ξέρει; Ίσως ο πρώτος σύλλογος που έπαιζε σε Μουντιάλ! Όμως η αρχή έπρεπε να γίνει εκείνο το απόγευμα. Στο Ραουφτειντικιρτενχάουσεν. Και ήταν όλοι τους εκεί. Όλη η Ομάδα με τους παιχταράδες, ο Σέρβος και ο Πρόεδρας.

Ο Σάββας ο φροντιστής μιλούσε στο κινητό.

«Γιααα, γιαβόλ Χερ Χέλμουτ! Αουφβίντερσεεν...»

Βλέπετε, το πούλμαν είχε χαθεί και η Ομάδα είχε χάσει το δρόμο για την δόξα, είχε αργήσει 3 τέταρτα για το φιλικό. Ο Χέλμουτ, προπονητής τότε στην μπυραρία τα είχε πάρει στο κράνος και ήθελε να πάρει τους παίκτες και να φύγει. Για να αποτρέψει το κάζο, ο Σάββας παρακάλεσε τους ερασιτέχνες να περιμένουν και ως αντάλλαγμα, η Ομάδα δεν θα τους έβαζε πάνω από τρία. Όμως όταν ενημερώθηκε για την παραχώρηση καλής θέλησης, ο Σέρβος ήταν ανένδοτος.

«Αποκλείεται! Τρία; Η Ομάδα είναι σούπερ. Θα κατεβάσω τους καλούς! Θα τα ξεσκίσουμε τα μ...»

Πράγματι, μετά από 2 ώρες ο οδηγός βρήκε το δρόμο για το χωριουδάκι, όπου περίμεναν οι ερασιτέχνες. Ο Σάββας βρέθηκε εντελώς εκτεθειμένος. Ο Τζό και ο Ζάχο είχαν κέφια. Στο ημίχρονο το σκορ ήταν 10-0!

Ο Χέλμουτ ήταν έξω φρενών με τη συμπεριφορά των αντιπάλων του. Έριχνε καντήλια και έψαχνε να βρει αυτόν που μιλούσε στο τηλέφωνο. Χωρίς αποτέλεσμα. Νευρίασε τόσο, που αποφάσισε να καταραστεί την Ομάδα!

«Τέτοιο μπουρδ... που είσαστε, να μην σώσετε να σταυρώσετε εκτός έδρας νίκη ποτέ!», άστραψε και βρόντηξε.

Έπειτα έσφαξε ένα μικρό βάτραχο των Άλπεων και τον έθαψε διακριτικά στο γκαζόν, καθώς οι ομάδες βγήκαν για το ζέσταμα στο ημίχρονο. Σύμφωνα με έναν πανάρχαιο τυρολέζικο μύθο, η θυσία βατράχου είναι το κυρίως μέσον για να πιάσει μία κατάρα. Δεν έδωσε κανένας σημασία και κάποια στιγμή το παιχνίδι έληξε με αστρονομικό σκορ.

...

Τα χρόνια, περνούσαν. Η Ομάδα μάζευε τα πρωταθλήματα το ένα μετά το άλλο. Όμως έμεινε μέχρι εκεί. Ουδέποτε κατόρθωσε να κάνει το βήμα παραπάνω και να αναδειχτεί σε μία διαγαλαξιακή δύναμη. Κάθε χρόνο αντιμετώπιζε εκτός έδρας αντιπάλους φόβητρα ή καφενεία. Αν και της είχαν δοθεί άπειρες ευκαιρίες, πάντοτε κάτι θα προέκυπτε και η Ομάδα θα έχανε την νίκη από τα χέρια της, ή στην χειρότερη να αναδειχτεί σε μέγιστο ευρωπαίο καρπαζοεισπρακτορα. Δεν έλειπαν οι νύχτες που γύριζε σπίτι φορτωμένη, με αγαπημένο νούμερο το 5! Ο κόσμος λύσσαξε.

«Πρόεδρα, ο Σέρβος φταίει. Να φύγει.»Και ο Πρόεδρας προβληματίστηκε και διαολόστειλε τον Σέρβο. Ήξερε πως ένα παιδί από τα σπλάχνα της Ομάδας θα μπορούσε να εντοπίσει το πρόβλημα.

«Πρόεδρα, ματιασμένοι ήμαστε», εξομολογήθηκε ο Τάκης στην πρώτη τους συνάντηση.
«Για όλα φταίει το γκαζόν, Πρόεδρα. Να το αλλάξουμε με αυτό το εγγλέζικο, το Ευρωπαικό», πρόσταξε.

Και ο Πρόεδρας όχι μόνο αγόρασε το νέο γκαζόν, αλλά για να είναι σίγουρος έφτιαξε από το μηδέν το Σκάκι, το γήπεδο της Ομάδας!
Έφερε και τον Νιντέντο, έναν πιτσιρικά μεγάλο ταλέντο και τσογλάνι. Όμως δεν πρόκοψε κανείς. Έφυγε και ο Τάκης νύχτα. Για χρόνια ολόκληρα κόσμος ερχόταν και κόσμος έφευγε. Χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Άνθρωποι μεγάλωναν, πήγαιναν σχολείο, ερωτεύονταν, παντρεύονταν και έκαναν παιδιά! Και ο καημός ο ίδιος. Η Ομάδα δεν είχε νικήσει ποτέ εκτός έδρας στο Champion’s League! Ο Πρόεδρας άρχισε να απελπίζεται. Έκοψε και τις μακρινές αποστολές. Μάλιστα, όποτε έπαιζαν μεσοβδόμαδα έξω, έκλεινε την τηλεόραση και πήγαινε για ψαρομεζέδες. Δεν την άντεχε άλλη ντροπή!
Εν τω μεταξύ, ο Τάκης ένοιωθε τύψεις. Φιλότιμο παιδί, έψαχνε λύσεις. Μιλούσε με τον έναν, μιλούσε με τον άλλο, μέχρι που μια μέρα… ο Σάββας θυμήθηκε και παραδέχτηκε πως ίσως… τότε, στο ξεκίνημα να είχε κάνει τη μ@λ@κία του. Μετά από μία ισοπαλία-αντίο στη Νορβηγία, ο Τάκης έσφιξε τα δόντια και συνάντησε ξανά τον Πρόεδρα.
«Πρόεδρα, τελικά δεν ήμασταν ματιασμένοι. Μας καταράστηκαν.»
Και ο Πρόεδρας πείστηκε. Ξαναέκανε τον Τάκη προπονητή. Εκείνος ήταν αποφασισμένος. Πούλησε τον Νιντέντο που έκανε μαγκιές και πήρε πολλά λεφτά. Και έφερε ένα μάτσο παιχταράδες.
Για να δώσει τη τελειωτική λύση, αγόρασε τον Λουλού, που είχε ένα θείο μάγο στο Κονγκό. Ο μάγος εξήγησε την κατάσταση. Έπρεπε να εντοπίσουν τον Χέλμουτ και να σπάσει το δέσιμο.
Τα χρονικά περιθώρια στένευαν. Η Ομάδα είχε τριαντακάτι αγώνες χωρίς νίκη εκτός έδρας. Ο Τάκης έπαιζε το τελευταίο του χαρτί.
Ο Πρόεδρας έστειλε τον Σάββα μπράβους στο Ραουφτειντικιρτενχάουσεν. Να φέρουν σηκωτό τον Χέλμουτ. Όμως τα μαντάτα ήσαν κακά. Έπειτα από δέκα χρόνια, ο Χέλμουτ είχε πεθάνει!
Το βράδυ, η Ομάδα έπαιζε στην Βρέμη, αιώνια καταραμένη! Ο Λουλού έκλαιγε στο ζέσταμα μόλις αντιλήφθηκε που έμπλεξε. Ο θείος μάγος τον λυπήθηκε και για να τον παρηγορήσει συμβούλεψε να ψάξουν το γηπεδάκι στις Άλπεις.
Ο αγώνας ξεκίνησε, ο Πρόεδρας έβλεπε από το σπίτι και ο Σάββας όργωνε το γήπεδο στο Ραουφτειντικιρτενχάουσεν!
Όπως όλοι περίμεναν η Ομάδα έχανε 1-0 στο ημίχρονο, παρά την καλή εμφάνιση του τερματοφύλακα Καληνυχτάκια. Πλήρης απογοήτευση. Το δεύτερο μέρος ξεκινά στον ίδιο ρυθμό.
Ξαφνικά!
Ένα κινητό χτύπησε και τα άλλαξε όλα.
«Έλα Πρόεδρα! Το βρήκα το βουντού!», ούρλιαζε
«Σάββα αγόρι μου!»
«Πρόεδρα, ο θείος μάγος είχε δίκιο. Βρήκα ένα σκελετό. Βατράχι πρέπει να’ ναι!»
«Αγόρι μου, τι πήρες;»
«Τίποτα Πρόεδρα. Έχει και οδηγίες δίπλα!»
«Τι λες;»
«Φρόγκεν μαχτ…»
«Μετέφρασε Σάββα…»
«Βάτραχος με βάτραχο, καταραμένος με καταραμένο.»
Ο Πρόεδρας κλείνει αμέσως. Κοιτάζει στην τηλεόραση. Το ρολόι έγραφε 70 και το σκορ ακόμα 1-0. Παίρνει τον Τάκη μέσα στο γήπεδο.
«Τάκη, παλικάρι, ρίξε έναν Σάββα στο παιχνίδι.»
«Ποιόν Σάββα; Δεν έχω Σάββα!»
«Γαμ….»
Κλείνει. Λούζεται από κρύο ιδρώτα. Τον σκουπίζει. Σκέφτεται. Ξανακαλεί.
«Έλα Τάκη. Γρήγορα! Σέρβο έχουμε;»
«Τον Ντάρκο, Πρόεδρα»
«Ρίχτονα! Αμέσως!»

Και εκεί, ως δια μαγείας το ξόρκι σπάει με τη μία. Η Ομάδα κερδίζει επιτέλους. Κερδίζει για πρώτη φορά! Ο Πρόεδρας τα κάνει απ’ την χαρά του. Ο Τάκης κλαίει και δίνει συνεντεύξεις. Αγκαλιές και πανηγύρια. Και ο Σάββας ψάχνει ταξί να γυρίσει.
Η Κατάρα δεν υφίσταται πια. Ο δρόμος για τον γαλαξία είναι ανοικτός.
Έστω για λίγο.

Στους φίλους που το ζήσανε από την κερκίδα.

(Με μια μικρή βοήθεια από τον Άλεξ Μπέλος και το βιβλίο του “futebol, ο βραζιλιάνικος τρόπος ζωής”, εκδ. Κέδρος 2004)

Με τον Λένιν στο Ντακάρ (το τρία και τέλος)

Ο γορίλας με συνόδεψε μέχρι την πόρτα του λιονταρόσπιτου. Έκανα μερικά βήματα προς τα μέσα κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά. Το πρώτο μου μάθημα στο «Κιτς για αρχαρίους».
Ένιωσα ένα χέρι να με χτυπάει στον ώμο.
«Επιτέλους Μυτιληνιέ, καλώς ήρθες», είπε χωρίς να αντικρύσει ακόμη ο ένας τον άλλο.
Γυρνάω γεμάτος ανυπομονησία. Γι’ άλλη μία φορά, κάποιος εκεί πάνω μου έκανε πλάκα.
«Εσύ είσαι ο Μανουέλ ;;;;;;;»
«Παναγία μου! Ο Πόθ!!!!!»
Ο Μανουέλ ή Μανωλάκης υπήρξε άριστος φίλος και παλιός συμφοιτητής! Τον είχα χάσει για χρόνια. Γιάπης του κερατά, ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενα να πετύχω στο πουθενά!
«Εεεε…. τι γίνεσαι;»
«Εγώ; Εσύ… Πως τα κατάφερες πάλι;»
Είχα τα χάλια μου. Μου έδωσε χρόνο να ξεπλύνω τα σημάδια της περιπέτειας από πάνω μου και με περίμενε στο μπαλκόνι, το στόμα του λιονταριού. Ήταν η δεύτερη φορά που ο Μανωλάκης εμφανιζόταν ως σωτήρας. Την Σενεγάλη προηγήθηκε μια δύσκολη κατάσταση στο λιμάνι του Ηρακλείου, χρόνια πριν.
Αφού του διηγήθηκα την Οδύσσεια όπως την θυμόμουν, έβγαλε ουίσκι και στρώσαμε μια παρτίδα τάβλι.
Είχα απορία πως στην ευχή βρέθηκε στο Ντακάρ.
Μου εξήγησε πως είχε κάποια προβλήματα με το ποτό. Η δουλειά του πήγαινε πολύ καλά, όμως το ποτό τον κρατούσε πίσω. Του προσέφεραν μια θέση στην Αμερική και σκέφτηκε πως μια μεγάλη αλλαγή θα βοηθούσε να μετριάσει το πάθος του. Τα μάζεψε και ετοιμαζόταν να πετάξει για Νέα Υόρκη. Καθώς περίμενε πίνοντας στο μπαρ του αεροδρομίου, ένας άγνωστος του μίλησε για μία τεράστια ευκαιρία.
Με ένα εκατομμύριο δολάρια, θα μπορούσε να αγοράσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της λιμνοθάλασσας του Λακ Ροζ. Εκείνος δελεάστηκε. Τα άφησε όλα πίσω. Πούλησε κάτι στρέμματα ελιές στην Κρήτη και δανείστηκε από τις καλές δημόσιες σχέσεις του. Και σταδιακά, έγινε μεγιστάνας του αλατιού στην Αφρική! Μάλιστα, αποδείχτηκε πως το αλάτι στα κάσιους του Νίονιου, προερχόταν από τις αλυκές του Μανωλάκη.
Τελικά, όλα τα πάθη οδηγούν στη Σενεγάλη!
«Θα σε φανταζόμουν καλύτερα στην Νέα Υόρκη. Στο κέντρο του κόσμου.»
«Έτσι νόμιζα. Όμως… δεν έχεις παρά να κοιτάξεις εδώ.»
Μου έδειξε προς το νησάκι.
«Το Goree. Στοιχηματίζω πως το ακούς πρώτη φορά. Βλέπεις για τον Δυτικό κόσμο, το χτίσιμο της Αμερικής ξεκινά από το Elis island. Λάθος!»
«Δεν καταλαβαίνω», του απάντησα.
«Το Ντακάρ Πόθ είναι το δυτικότερο άκρο της Αφρικής. Για το χτίσιμο της Αμερικής ζητούσαν σκλάβους. Οι περισσότεροι από αυτούς μεταφέρθηκαν εδώ από ολόκληρη την ήπειρο. Για να μην την κοπανήσουν, τους φυλάκιζαν στο απομονωμένο νησί. Γι’ αυτό έχει κανόνια. Και από εκεί τους στοίβαζαν στα καράβια για το Νέο Κόσμο.»
«Η’ στον Άλλο Κόσμο…»
«Στο πέρασμα του χρόνου, το Goree άλλαξε χέρια. Πέρασαν και Γάλλοι και Άγγλοι και Πορτογάλοι. Όλοι τους στόχευαν στο φρούριο. Που ποτέ δεν άλλαξε χρήση. Πάντοτε υπήρξε μια αστείρευτη πηγή σκλάβων.»
«Και σήμερα;»
«Είναι μία αδιάψευστη μαρτυρία, ένα μνημείο της ανθρώπινης εκμετάλλευσης. Ίσως επειδή το άγαλμα της Ελευθερίας το χτίσανε πρώτα οι σκλάβοι από το Goree. Για να το βλέπουν οι μετανάστες από το Elis island.»
Με είχε αποστομώσει. Βρισκόταν ήδη με θέα στο κέντρο του κόσμου.

Είχα κοιμηθεί σαν άρχοντας. Μόνο οι μελανιές θύμιζαν τι είχε προηγηθεί. Μετά το πρωινό βρεθήκαμε στο κέντρο του Ντακάρ για τα διαδικαστικά. Λυπήθηκα όταν η ασφαλιστική δεν με αποζημίωσε για την Μαρίκα Μ.
«Πλοίο με κουπόνια;» Καραγκιόζηδες!
Λένε πως το ράλι Παρίσι-Ντακάρ είναι το δυσκολότερο στον κόσμο. Κάτι φλώροι με τα μηχανάκια. Χα! Έχετε δοκιμάσει την πτήση Ντακάρ-Παρίσι χωρίς κοινοτικό διαβατήριο;
Αφήσαμε τον γορίλα (που παρεμπιπτόντως τον έλεγαν Αλιού) να διευθετήσει τα γραφειοκρατικά. Ο Μανωλάκης ξηγήθηκε και εδώ. Γυρίζαμε την πόλη. Φτώχεια και εξαθλίωση παντού. Όμως δεν το έδειχναν. Έβλεπες φάτσες χαρούμενες και μια φωτεινή πολυχρωμία.
Μέσα στην πολυκοσμία, ήχοι και φωνές σε μία μίξη Γαλλικών και της τοπικής Γόλοφ. Έτσι και αλλιώς δεν καταλάβαινα τίποτα.
Ο Μανωλάκης επέμενε να μου δείξει τις επιχειρήσεις του από κοντά. Με γκαζωμένο το γερμανικό του αμάξι δεν αργήσαμε να φτάσουμε στις αλυκές της Λακ Ροζ. Μόλις μας αντιλήφθηκαν οι εργάτες, σήμανε συναγερμός. Μας υποδέχτηκε ο Ψηλέας που τρόμαξε να με γνωρίσει καθαρό.
«Βλέπεις γιατί ήρθα εδώ. Κοίτα παντού. Όλα μου ανήκουν.»
Αντιφατικό. Ο ιδεαλιστής της χθεσινής βραδιάς είναι ο σκληρός εκμεταλλευτής του σήμερα. Μου είχε φερθεί άψογα. Ήταν δύσκολο και ανήθικο να του επισημάνω την διαφορά.
«Κοντά χίλια άτομα δουλεύουν από μένα», μονολογούσε
«Οι περισσότεροι παίρνουν πέντε με δέκα ευρώπουλα την εβδομάδα. Υπολόγισε. Πολλά λεφτά. Αλλά ξέρω τι σκέφτεσαι.»
«Μανωλάκη…», είπα διστάζοντας να ολοκληρώσω.
«Όχι Πόθ. Δεν εκμεταλλεύομαι κανέναν. Αν δεν τους έδινα εγώ ψωμί, μπορεί και να μην έτρωγαν καθόλου. Τουλάχιστο όχι στη Σενεγάλη.»
«Όμως …»
«Ναι καλά. Ίκα, σύκα και λοιπές δυτικές μ@λακίες. Δεν τα έχουν ανάγκη! Εδώ είναι Αφρική. Πες πως τα υιοθετώ. Να δεις πως σύντομα θα αρχίσουν τα δανειάκια και οι καρτούλες. Είδες, οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι είναι ευημερία. Και είναι ευτυχισμένοι. Γιατί να τους τα στερήσω;»
«Μα…»
«Άσε τα μα. Απλά απάντησε. Τι θες να είσαι; Ένας φτωχός-πλούσιος ή ένας πλούσιος-φτωχός; Κοίτα γύρω σου. Σε αντίθεση μ’ εσένα εκείνοι διάλεξαν το δεύτερο. Ποιος είμαι εγώ για να τους αλλάξω;»
Με αποστόμωσε. Και η κουβέντα έκλεισε χωρίς απάντηση. Ο Μανωλάκης είχε ένα διαφορετικό σκεπτικό. Δεν μου έπεφτε λόγος.
Στο γυρισμό του θύμισα ένα τσιτάτο του Λένιν:
«Ένα ψέμα, όταν λέγεται κατ’ εξακολούθηση, γίνεται η αλήθεια.»
Θα περίμενα να μου το επιστρέψει αντιστραμμένο. Δεν το έκανε.
«Ζούμε σε μία κοινωνία όπου οι περισσότεροι είναι σκλαβωμένοι από τα πάθη τους. Και με τα πάθη αυτά πορεύονται μέχρι τέλους. Λίγοι είναι οι οραματιστές. Όμως και αυτοί παγιδεύονται από τις ιδέες τους και τελικά ασφυκτιούν.»
Δεν τον ρώτησα ποτέ που ταξινομούσε τον εαυτό του. Αχρείαστο.
Τρεις μέρες πέρασα στο Ντακάρ. Εκτός από τις ξεναγήσεις ο Μανωλάκης είχε ξηγηθεί το αεροπλάνο μέχρι την Μυτιλήνη, δανεικά και άπειρα πακέτα τσιγάρα. Λίγο πριν φύγω ζήτησα να δω το Goree από κοντά.
Φτάσαμε με το φέρυ. Ήταν όντως ένα νησί-φρούριο. Με τις οχυρώσεις, τα κανόνια και τις μπάλες. Περπατήσαμε τα δρομάκια. Λίγα κατοικημένα σπίτια και αναπαλαιωμένες αποθήκες, σημερινά μουσεία και ξενώνες. Ένα νησάκι μνημείο, με επιγραφές και αγάλματα σκλάβων. Πλησιάζαμε στην κεντρική πλατεία. Εκείνος χαμογελούσε κάπως ειρωνικά. Ζήτησε να του εξηγήσω ξανά τον σκοπό του ταξιδιού. Φύσηξα τον καπνό και του επανέλαβα πως έπρεπε να κόψω το τσιγάρο. Σταματήσαμε στο κέντρο της πλατείας. Σε ένα μεγάλο έθνικ δέντρο υπήρχε μια σκονισμένη επιγραφή. Πλησιάσαμε. Δεν χρειάστηκε μετάφραση όπως στις προηγούμενες. Έγραφε:
«Πλατεία Λένιν»
Ήταν ότι πιο εξωπραγματικό και απρόβλεπτο μου είχε συμβεί.
Γελάσαμε δυνατά. Χωρίς επεξηγήσεις.
Είχα πάρει την απόφασή μου.