Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Οι θλιμμένες κουζίνες της ζωής μου

Τετάρτη μεσημέρι.
Μόνος απέναντι σε μια πεντακάθαρη κουζίνα.
Ξεκίνησα να σκέφτομαι. Το μυαλό πλυντήριο. Έπαιρνε στροφές, γκάζωνε και σταματούσε, απότομα. Και ξανά τα ίδια. Δεν βοηθούσε πολύ. Εύλογα αλλά και παράλογα ερωτήματα έκαναν κύκλους. Δεν ήμουν σε θέση να βρω τις απαντήσεις. Ή έστω να δώσω τις ανώδυνες εκείνες απαντήσεις που δεν θα με βασάνιζαν.
Κάποτε το φιλοσοφήσαμε μ’ έναν φίλο. Πως στις σχέσεις, κάθε είδους, υπάρχει μια λεπτή γραμμή. Που αν την περάσεις, ακούγεται το καμπανάκι. Και αν προχωρήσεις παραπέρα, θα συναντήσεις ακόμη μια λεπτή γραμμή. Και θα ακουστεί άλλο ένα καμπανάκι. Ένας θεός ξέρει πόσες γραμμές θα ξεπεράσεις και πόσα καμπανάκια θ’ ακουστούν. Η απορία μας ήταν αν μετά από κάμποσες γραμμές, θα καταλήξουμε σε κάποιο άκρο. Μήπως άραγε τα πάντα είναι σφαιρικά; Μήπως μετά από κάμποση περιπλάνηση, καταλήγαμε στο αρχικό σημείο;
Ας είμαι ειλικρινής. Όλα μου φάνταζαν περίεργα και συνάμα πρωτόγνωρα. Όσες θεωρίες και να ξεσκόνιζα, δεν εξυπηρετούσαν σε κάτι. Άγνωστο αν υπήρξα νικητής ή ηττημένος. Μικρή σημασία είχε. Δίχως την δυνατότητα ελιγμών, ένα πράγμα έμελε να συμβεί. Να καταλήξω στην αφετηρία. Σ’ έναν βαθύ και αναζωογονητικό ύπνο!
Μπορεί να κοιμόμουν για μισή μέρα, κυριολεκτικά. Κανένα κουδούνι και κανένα τηλέφωνο δεν χτύπησε για να μου φέρει τα πως και τα γιατί. Δεν γαμιέται, κατέληξα (σ.σ. συγνώμη μαντάμ, είναι μεταμοντέρνο το άρλεκιν). Ότι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό. Ακούστηκε κάποτε από τον Πορτοκάλογλου, μπορεί και να το έγραψε και ο Νίτσε παλαιότερα, μικρή σημασία έχει. Δεν είχα διάθεση να ασχοληθώ περισσότερο με το θέμα, εκτός και αν το ήθελε η Μαρία.
Πέμπτη πρωί στο μαγαζί.
Υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσα να ξεχαστώ και να ξεχάσω. Όμως το όλο σκηνικό παραήταν περίεργο για να θαφτεί. Το πήρα στην πλάκα. Εξάλλου οι περισσότεροι θαμώνες ψάχνουν μόνιμα για ιστορίες. Αυτή τη φορά εξυπηρετούσε διότι εκτός του ότι πραγματική, η ιστορία που είχα να πω ήταν 100% δική μου, δεν θα έχανε στη μεταφορά. Πρέπει να ειπώθηκε μέχρι και είκοσι φορές! Και τα σχόλια που ακολούθησαν ήταν όλα διαφορετικά και κάθε είδους.
Γύρισα στην παράγκα. Κράτησα μόνο ένα, ελαφρύ. Με προέτρεπε να καθαρίσω τα πάντα και έπειτα να γεμίσω το ψυγείο με τρόφιμα. Έτσι την επόμενη φορά, αν υπήρχε τέτοιο ενδεχόμενο, το Μαράκι να έφτιαχνε κι ένα φαγητό της προκοπής!
Δεν έχω πρόβλημα στο μαγείρεμα. Νομίζω πως μαγειρεύω υποφερτά. Στο πλύσιμο πρέπει να συναντώ κάποιες δυσκολίες. Όπως και να έχει, για να μην μπω πάλι σε αδιέξοδες σκέψεις, αφιέρωσα όση ενέργεια μου περίσσευε στο να καθαρίσω το σπίτι.
Θα το διαβάσουν μερικοί και θα τρίβουν τα χέρια τους! Δεν θέλει κόπο, τρόπο θέλει. Και η Μαρία είχε καταφέρει άθελά της ότι άλλοι προσπάθησαν επίμονα για καιρό. Να με κάνει άνθρωπο!
Όχι μόνο καθάρισα, έπλυνα και τακτοποίησα. Ψώνισα τα πάντα και γέμισα το ψυγείο! Ήμουν προετοιμασμένος για όλα. Ακόμη και αν κάπου μέσα μου διατηρούσα την άποψη πως μπορεί να μην έβρισκαν απήχηση οι πράξεις μου.
Ο χρόνος κυλούσε, δίχως απαντήσεις.
Θυμήθηκα την αθλιότητα για το μαγείρεμα. Καλοκαίρι ήταν. Γούσταρα γεμιστά. Σιγά μην καθόμουν να φτιάξω. Δεν το είχα κάνει ποτέ. Μπελάς. Έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα πως αφού υπήρχε μια απειροελάχιστη πιθανότητα το χθεσινό κοριτσάκι να μην ήταν φανταστικό πρόσωπο, να τα έφτιαχνε εκείνη! Αφού είχε μια τάση να κάνει ψυχικά και επειδή δεν έπαψε να πλανάται στον χώρο, έστω νοητά!
Και ντομάτες αγόρασα και πιπεριές και κιμά και πατάτες. Όλα. Ρύζι είχα, μελιτζάνες δεν βάζω. Σπίτι, κουζίνα, ψυγείο. Όλα στην εντέλεια. Τι έλειπε;
Η Μαρία!
Πέμπτη βράδυ. Η ώρα περνούσε. Κανένα σημάδι. Επέμενα να μην σκεφτώ επί της ουσίας. Βολευόμουν με τις λεπτομέρειες. Ξεκινούσε πάντοτε μα τα «αν». Και στόχευα στο φαγητό. Αν δυσκολευτεί να φτιάξει την γέμιση; Έκατσα τσιγάρισα τον κιμά και σταδιακά έφτιαξα την γέμιση και την άφησα παραπέρα. Η ώρα περνούσε. Μήπως δεν βρει τις πατάτες; Τις έπλυνα και τις έκοψα. Όμως, αν στραβώσει με το καθάρισμα; Καθάρισα ντομάτες και πιπεριές! Η ώρα περνούσε. Μέχρι που εξαντλήθηκε. Το μικρό και χαριτωμένο με είχε βάλει σε τέτοιο τριπάκι που όμοιό του δεν είχε προκύψει ποτέ ξανά!
Μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα. Βλέπετε περνούσαν τόσο βασανιστικά τα λεπτά, που ο χρόνος παύει να αποτελεί ασήμαντη λεπτομέρεια. Θυμάμαι καθαρά πως ετοιμαζόμουν να κλείσω. Σαν να μην συμβαίνει κάτι, νοιώθω μια σκιά να μπαίνει πίσω μου, καθώς είχα την πλάτη γυρισμένη στο δρόμο.
Βρε καλώς το! Κοίτα να δεις! Το Μαράκι!
Όσο βαρεμένες και να είναι οι θεωρίες μου, με κάποιο ανεξήγητο τρόπο επαληθεύονται. Αλλά δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το πώς έπρεπε να χειριστώ την κατάσταση. Να κάνω τούμπες; Να τα πάρω στο κράνος; Να σφυρίζω κλέφτικα;
Όπως έβγαινε εκείνη την στιγμή. Πήρε και ένα παραπονεμένο ύφος, δεν ήθελε πολύ. Φυσικά και χάρηκα! Ούτε τα προσχήματα δεν κράτησα. Ο κλασικός ο μαλάκας ο …
Αφού για παν ενδεχόμενο σχεδόν απαίτησα να μου δώσει το κινητό της, βγήκαμε βόλτα. Φυσικά και έψαχνα για απαντήσεις. Αυθόρμητα γέμιζαν τα κενά που είχαν δημιουργηθεί.
Η Μαρία το καλοκαίρι εργαζόταν εκτός πόλης. Σε κάποιο ξενοδοχείο. Σε μία θέση που της έτρωγε όλη τη μέρα. Είχε άπειρο χρόνο για διάβασμα. Έτσι κάποια μέρα περνούσε τυχαία απ’ έξω και αποφάσισε να αρχίζει να διαβάζει πιο εντατικά. Έτσι εξηγείται πως αγόραζε δυο βιβλία κάθε φορά. Κατέβαινε μια - δυο φορές την εβδομάδα, στα ρεπό της, όμως ένιωθε μοναξιά. Παρά την πληθώρα ανθρώπων με τον οποίο ερχόταν σε επαφή, ουσιαστικά ήταν μόνη. Έχοντας παρόμοια βιώματα από το παρελθόν όπου περνούσαν ολόκληρα καλοκαίρια στον Μόλυβο, οπότε μπορούσα να την καταλάβω περισσότερο από εσάς.
Φτάνοντας στο σημείο της φυγής, επαληθεύτηκε ένα σχετικά αναίμακτο σενάριο που είχα κάνει. Ή τουλάχιστο αυτό βγήκε στην επιφάνεια. Ότι δηλαδή το όλο σκηνικό ήταν από τη γέννηση του περίεργο και τρομακτικό. Και για την ίδια. Μονάχα ένα μέρος δεν έμαθα ποτέ. Θα ήθελα να ξέρω πως της ήρθε και καθάρισε την κουζίνα. Αλλά… ντροπή! Πρέπει να ξεπεράσαμε φοβίες και εύλογες αναστολές εκείνο το βράδυ. Περάσαμε χρόνο μαζί. Λιγότερο τσιτωμένοι αυτή τη φορά. Μπορεί να ξεχνώ λεπτομέρειες, όμως θα μου μείνει για πάντα πως έκλεισε η κουβέντα:
«Τρώτε γεμιστά δεσποινίς;»
Βρεθήκαμε ξανά, εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Στην κουζίνα. Αυτή τη φορά δεν εμφανίστηκαν γερμένες πόρτες. Ήμασταν πάλι χύμα στο κύμα. Με τη διαφορά πως υπήρχε πλέον ένα δίχτυ ασφαλείας. Και ένα ταψί στον φούρνο! Τρία βράδια από την πρώτη μας συνάντηση, ήρθαν έτσι τα γεγονότα που όχι μόνο κατάφερα να ξαναβρώ το μικρό, αλλά πέτυχα να το τραπεζώσω κιόλας!
Δεν σηκώνει να το αναλύσω, αλλά αν προέκυψαν ψίχουλα ρομαντισμού στην όποια σχέση, αυτά εμφανίστηκαν μπροστά μας, στα αστραφτερά πιάτα, μέσα στην άγρια και ζεστή νύχτα. Μπορεί στο τραπέζι να μην βρισκόταν ίχνος ψωμιού, όμως μεταξύ μας κάτι προέκυψε κι ας ήταν παξιμάδι!
Έκτοτε η Μαρία με την πρώτη ευκαιρία κατέβαινε στην πόλη και αναλώναμε τον χρόνο έγκλειστοι. Κόψαμε τις βόλτες. Είχαμε δυο επιλογές. Από τη μία οι φίλες της. Ήδη είχα γνωρίσει δυο. Έφτανε! Από την άλλη οι δικοί μου. Όμως πείτε μου, αν ήδη είχατε ακούσει το πρώτο μέρος της ιστορίας, τι εντύπωση θα είχατε; Δεν ένοιωθα όμορφα. Περισσότερο για την ίδια. Αν και δεν άργησα να την ενημερώσω σχετικά, χωρίς να είχε ιδιαίτερο πρόβλημα, δεν μπήκα ουδέποτε στη διαδικασία ή την ανάγκη να αρχίσω τις συστάσεις.
Όλα ωραία και καλά. Είχα μια σχεδόν φυσιολογική σχέση μετά από αρκετό καιρό. Καθένας μας κάτι έδινε και κάτι έπαιρνε. Μπορεί να υπήρχε και αμοιβαία συμπάθεια.
Εγώ είχα μια σκοτούρα λιγότερη πριν κοιμηθώ, η Μαρία έναν (σχεδόν) άνθρωπο για να πει δυο κουβέντες και να μοιραστεί τα προβλήματά της. Και το διαμέρισμα φιλοξενούσε δυο ενοίκους που το καλομεταχειριζόταν. Για να αντιγράψω μια ψυχή, καλή της ώρα όπου βολοδέρνει, ήταν Σχεδόν Σούπερ.
Ας μην ξεχνάτε όμως με τι κόπανο αφηγητή έχετε να κάνετε!
Εντάξει, καλή η προσμονή, ευπρόσδεκτο το παιχνίδι και αναμενόμενα τα σκαμπανεβάσματα. Δεν είχα όμως προετοιμαστεί για τη συνέχεια. Μία ζωή είμαι μαθημένος να ζω μονάχα με τον κακό εαυτό μου. Όποιες προσπάθειες, κάθε είδους που επιχείρησα στο παρελθόν οδηγούσαν πάντα στο ίδιο συμπέρασμα. Θα πείτε, γκρίνια μονάχος, γκρίνια ζευγαρωμένος. Δεν εγκαταλείπεις τις κακές συνήθειες μέσα σε μία νύχτα.
Η Μαρία ήταν ιδανική περίπτωση. Δεν ήταν τα μπουτάκια που με τραβούσαν σε εκείνη. Όχι. Ήταν ο τρόπος που λειτουργούσε και με αντιμετώπιζε. Είχε ιώβεια υπομονή απέναντι σε ένα άτομο με κολοσσιαίες μεταπτώσεις και ανεξάντλητη κυκλοθυμική συμπεριφορά. Ανήκει στους 2-3 ανθρώπους που σίγουρα θα μπορούσε να τον πείσει για το οτιδήποτε αν ήθελε. Και μιλάμε για έναν τύπο που αποδεδειγμένα δεν καταλαβαίνει ούτε με το μαλακό, ούτε με το άσχημο. Την αφεντιά μου!
Αν και αρχικά ο φόβος της δέσμευσης μπορεί να τρομάζει οποιονδήποτε δεν είναι υποψιασμένος ή δεν το επιδιώκει, στη Μαρία τρόμαζα για διαφορετικό λόγο. Είχε μια ιδιάζουσα ικανότητα να με καταλαβαίνει! Είτε το ήθελα είτε όχι! Θεωρώ ανατριχιαστικό το ενδεχόμενο του να γίνεσαι προβλέψιμος.
Με τον καιρό συμβιβάστηκα. Και πρέπει να περάσαμε καλά ολόκληρο τον Αύγουστο. Τον δεκαπενταύγουστο τον περάσαμε με το air condition. Κάποια στιγμή άρχισαν να πέφτουν μαζεμένα τα απαντητικά μηνύματα από τις ευχές μου στους εορτάζοντες. Το Μαρία δεν είναι και το πιο σπάνιο όνομα στον κόσμο. Για να τις ξεχωρίζω συνήθως βάζω παρατσούκλια, όχι με κακή πρόθεση Κοιτάζω κάποιο που προερχόταν από μια γνωστή που έτυχε να την ονομάσω Μαρία της Σιωπής εξαιτίας της ομιλητικότητας που τη διακρίνει. Γέλασα και της το έδειξα. Παρεξηγήθηκε! Κοίταξε και τα υπόλοιπα με αποκορύφωμα την Μαρία την Μαύρη Οχιά. Πήρε μπρος το γυναικείο της:
«Βάζεις σε όλες τις άλλες. Σ’ εμένα; Τίποτα; Δηλαδή εγώ…»
Δεν το περίμενα. Προσπάθησα να την ησυχάσω και παράλληλα να σκεφτώ κάτι της στιγμής. Δεν κατέβαινε τίποτα αξιομνημόνευτο. Επειδή ήξερα πως θα χρειαζόταν να επανέλθουμε στο ανόητο θέμα και μελλοντικά, απηύδησα:
«Δε μου λες… Με το Κουτσή Μαρία συμβιβάζεσαι;;»
Εντάξει, δεν το πήρε και με τον καλύτερο τρόπο. Άρπαξε ένα ινδιάνικο τόξο που έχω για αυτοπροστασία και ντεκόρ και το χτυπάει με δύναμη στον τοίχο, προσπερνώντας ξυστά την πλάτη μου, τον αρχικό προορισμό. Το κομμάτιασε! Δεν εκνευρίστηκα. Απλά δεν με είχε συνηθίσει σε παρόμοια. Τουλάχιστο όχι αυτή. Έδειξα στεναχωρημένος κι ας δούλεψε κάμποσο το υποκριτικό. Έκανε μια βόλτα καθώς δεν γούσταρε να δείχνει τσατισμένη. Όταν κάλμαρε, πρέπει να είχε τύψεις:
«Κουτσή Μαρία. Καλά. Τι να κάνουμε… Αλλά μεταξύ μας, έτσι;»
Και έτσι έμεινε.
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι η Μαρία είναι ορισμός αυτού που ονομάζουμε χρυσό κορίτσι. Είμαι πεισμένος πως ήταν κομμένη και ραμμένη για τα μέτρα μου. Ίσως να με γούσταρε και λίγο. Αμοιβαίο. Μπορούσα να μείνω μαζί της χωρίς ενοχές. Μιλούσαμε χωρίς πολλούς συμβιβασμούς ή δήθεν. Και πιθανόν να καταλαβαινόμασταν.
Ακόμα και όταν έκανα μια απελπιστικά άθλια προσπάθεια μήπως και αλλάξει γνώμη, δεν τα κατάφερα. Πριν από μια επίσκεψή της, άφησα το σπίτι επίτηδες (εντάξει να πούμε και καμιά…) σε κακή κατάσταση. Όταν μπήκε, αντί να βάλω την ουρά στα σκέλια, σήκωσα το κεφάλι και της το επισήμανα:
«Κοίτα εδώ. Πακέτα πεταμένα, χαρτιά παντού, ρούχα ανακατεμένα, πιάτα άπλυτα. Είμαι εγώ άνθρωπος για συγκατοίκηση; Κοίτα καλά και πες μου!»
Δεν ήταν και απόλυτα ψεύτικο. Είχε μια βάση. Το χειρότερο ήρθε όταν χρειάστηκε να μου δώσει απάντηση. Εντάξει, ήταν τρομακτική κατά διαστήματα. Εκείνη την μέρα έμοιαζε σαν να είχα κλειστεί στο ασανσέρ, με ποιους να πω; Τον Χάνιμπαλ και τον Τζέησον.
«Δεν μου δείχνεις κάτι καινούριο. Απεναντίας, μοιάζει με μια κραυγή αγωνίας. Σαν να φωνάζεις πως ήρθε η ώρα να νοικοκυρευτείς. Ζητάς κάποια να σε βοηθήσει.»
Μπρρρ!!
Με τη Μαρία θα μπορούσα να συνηθίσω πολλά. Και να συμβιβαστώ με άλλα τόσα. Αν δηλαδή υπήρχε ένας δοκιμασμένος χαρακτήρας, δεν ήταν άλλη. Δυστυχώς είχα παρατηρήσει κάτι που με στεναχωρούσε. Εκτός από την πάρτη μου, άλλαζε και η ίδια. Μου ήταν αδιανόητο να το αφήσω να συμβεί εν γνώσει μου. Έπρεπε να το σταματήσω. Περισσότερο γιατί την συμπαθούσα και δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μέχρι να με έστρωνε, θα είχε καταστραφεί.
Πάντα χέστης ήμουν!
Μερικά πράγματα δεν τα πετάς πάντα στα ξαφνικά. Ήξερα πως μπορεί να στεναχωριόμουν πιο πολύ από εκείνη. Τα ζύγισα.
Η Μαρία είχε και αυτή τις παραξενιές της. Είχε αντοχή στην ακαταστασία και στα ξούρια μου. Αυτό που δεν μπορούσε να καταπιεί ποτέ ήταν τα αθλητικά. Μόνο που άκουγε περιγραφή έβγαζε καντήλες! Κοίτα να δεις… σε λίγες μέρες ξεκινά το Ευρωμπάκετ!!!
«Άντε, όταν έρθεις, να βάλουμε Nova. Να βλέπουμε και κανένα ματσάκι!», της έλεγα και άκουγα τα εξ αμάξης.
Το χειμώνα έκλεινε το ξενοδοχείο και κατά πάσα πιθανότητα θα είχε εγκατασταθεί μόνιμα σπίτι. Μετά θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο και επώδυνο να κάνω οτιδήποτε.
Ή τώρα ή ποτέ συνειδητοποίησα. Της ζήτησα να μην κατεβαίνει για δυο εβδομάδες. Γιατί (όντως) γούσταρα να βλέπω μόνος μπάσκετ. Να φωνάζω και να εκνευρίζομαι. Ήταν άδικο να βρίσκεται αντίκρυ στον χρόνιο παλιμπαιδισμό μου. Δέχτηκε.
Παράλληλα, θα είχα τον απαιτούμενο χρόνο να πάρω κάποιο απόφαση με καθαρό μυαλό. Ήταν και μια ευκαιρία να βγάλω και μερικά ευρώπουλα, σε περίπτωση που εξακολουθούσα να κώλωνα. Μήπως και πηγαίναμε κανένα ταξίδι κατά τον Οκτώβρη. Αυτό το κρατούσα μυστικό μέχρι τώρα.
Έτσι έγινε.
Η Μαρία στο ξενοδοχείο με νεύρα. Εγώ στην τηλεόραση, επίσης με νεύρα. Δυο ολόκληρες εβδομάδες. Μιλούσαμε συνέχεια, όμως δεν ήταν το ίδιο, περιττό να το αναφέρω. Βγήκαν κάποιο φράγκα, με ξέρετε. Συμπέρασμα δεν προέκυψε. Είχα κολλήσει στο ηθικό του ζητήματος.
Για την ιστορία, κάλυψα κάτι τρύπες στο μαγαζί, έκανα ένα δώρο στην επιστροφή της Μαρίας και αγόρασα δυο μπλούζες της εθνικής. Όχι εξαιτίας του υψηλού εθνικού φρονήματος. Πιο πολύ για να θυμάμαι αυτό το καλοκαίρι. Και αυτό που επακολούθησε.
Το υπέροχο με το Μαράκι ήταν πως από την αρχή μέχρι και το τέλος, τα πάντα κυλούσαν υπερβολικά βολικά. Και αυτό αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Πέραν του όποιου εκνευρισμού, η Μαρία έπρεπε να πάρει κάποιες αποφάσεις γενικότερα. Ουδέποτε πέρασε η σκέψη να βαρύνω τη ζυγαριά για προσωπικό όφελος. Δεν της άξιζε σε καμία περίπτωση. Και πιθανό να εμφανιζόμουν ανακόλουθος απέναντί της στα δύσκολα. Όλα κύλησαν φυσιολογικά.
Ζήτησε να αραιώσουμε, χωρίς δράματα και παλιοκουβέντες. Κουτί. Το Σκανδιναβικό μοντέλο! Ίσως παραξενευτείτε και δεν μπορείτε να συνδυάσετε έναν χωρισμό με το ασφαλιστικό. Δικό σας θέμα.
Φαίνεται αλαζονικό. Ίσως επειδή δεν χρειάζεται να αναφερθώ στο ότι προβληματίζομαι και στεναχωριέμαι ακόμη και σήμερα. Έπειτα από ένα διάστημα, χωρίς να χάσουμε ποτέ επαφή, συναντηθήκαμε για ένα άτυπο απολογισμό. Είχαμε περάσει αρκετά μαζί ώστε να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε ακόμα.
Η Κουτσή Μαρία (πλέον) προέκυψε και στην πράξη ένα φευγάτο βιβλίο. Για εσάς μυθιστόρημα, για εμένα πιθανόν ένα δοκίμιο οδηγός επιβίωσης. Ο δεσμός μας είναι αυτό που κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει «μια ολοκληρωμένη σχέση», με αρχή, μέση και τέλος.
Εξακολουθούμε να τα λέμε και περιστασιακά να μετράμε τις δυνάμεις μας. Αλλά τι να γράψω παραπάνω, τα ξέρετε καλύτερα. Όπως συμβαίνει συνήθως, είναι εξαιρετικά ψυχοφθόρο και παραπλανητικό να διατηρήσεις σπουδαία φιλία με τον άλλον, αν πρωτύτερα το έχεις συνηθίσει διαφορετικά.
Το σίγουρο είναι πως κάτι έμεινε. Είναι αυτό που λένε ωρίμανση. Για το Μαράκι διατηρώ μερικές επιφυλάξεις!
Πάνω κάτω, έτσι είχε η ιστορία. Το βιβλίο σταματάει εδώ. Ο συγγραφέας μπορεί να βγάλει κάτι νέο στο μέλλον.
Μια συγνώμη που σας φλόμωσα στα «ω», τα «έκανα» και τα «έρανα». Όμως έτσι πρέπει να είναι στα άρλεκιν. Περιορίζεσαι γιατί αλλιώς κινδυνεύεις να γίνεις εντελώς ψεύτικος και να βρεθείς εκτός τόπου και χρόνου.
Τίτλοι τέλους.
Χωρίς κουφέτα και προσκλητήρια.

Υ.Γ. Ο βιβλιοπώλης αγρίεψε ξανά. Και η πελάτισσα κυκλοφορεί κάπου έξω ελεύθερη. Κι αν νομίζετε πως θα σας την συστήσω μετά απ’ όλα αυτά είστε βαθιά νυχτωμένοι!

15 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τη συνέχεια θέλω να την διαβάσω κι εγώ.Άσε τις μαλαγανιές και γράψε.

Ανώνυμος είπε...

Φευγάτη ιδέα τα γεμιστά.Θα έχω standby ένα ταψί για πάν ενδεχόμενο!

Ανώνυμος είπε...

Ερώτηση πρώτη
Τι είναι άρλεκιν?
Ερώτηση δεύτερη
Η Μαρία ξέρει πως την έβγαλες στο κλαρί?
Ερώτηση τρίτη
Εμένα πότε θα με βάλεις να παίξω??????
Ερώτηση τέταρτη
Το φάρμακο που περιμένεις ήρθε?

thinkpo8 είπε...

Αστραπόγιαννε,
μπορεί να παλαβώσεις έτσι, πριν προλάβεις να τραπεζώσεις!

Κρουέλα, Κρουέλα,
1)H Harlekin Hellas ήταν (είνα;) ένας εκδοτικός που έβγαζε μόνο ρομαντικές ιστορίες, στοχεύοντας σε γυναικείο κοινό.Με τον καιρό έγινε συνώνυμη του είδους βιβλίων.
2)Ένα μήνα την παρακαλούσα να με αφήσει να γράψω την ιστορία.Φυσικά και το ξέρει.
3)Μετά από αυτό; Τραγούδα!
4)Καλομελέτα

Ανώνυμος είπε...

Ωραίο,πιασάρικο,με εσωτερικές συγκρούσεις,ίντριγγες και πρωτότυπο τέλος!Όμως τελειώνει εκεί η ιστορία;Φλέγομαι να μάθω...

Corvus Niger

Ανώνυμος είπε...

Υ.Γ.
Άργησα να το διαβάσω λόγω διαγωνισμάτων.Δεν θα επαναληφθεί

Ανώνυμος είπε...

ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΕ ΑΓΓΙΞΕ ΚΑΠΩΣ ΑΥΤΗ Η ΜΑΡΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΣ ΓΡΑΨΕΙΣ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΚΑΠΩΣ ΤΟΝ ΕΥΑΤΟ ΣΟΥ...ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΧΕΙΣ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ ΣΕ ΤΕΤΟΙΑ ΞΕΣΠΑΣΜΑΤΑ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΑΚΙ ΚΑΙ Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ .... ΕΡΩΤΙΚΗ! ΠΟΛΥ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΩ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΣΕ ΕΚΑΝΕ ΑΝΘΡΩΠΟ! ΕΛΠΙΖΩ ΚΙ ΕΓΩ ΠΩΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΥΤΗ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ....Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΔΥΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑΝ ΑΛΛΟΝ!!!

thinkpo8 είπε...

Corvus,
πολύ φοβάμαι θα πρέπει να... αυτοπυρπολυθείς.
Εσύ ανώνυμε/η γνωστή φωνή,
Η ιστορία ήταν καλοκαιρινή, χονδρικά δεν πρέπει να απέχει πολύ απ' την πραγματικότητα και απ'όσο θυμόμαστε με τη Μαρία, σταματά κάπου εκεί.
Ιστορίες έγραφα πάντα, με κοινό ή χωρίς. Ο λόγος;
Να τις διαβάζω ο ίδιος αργότερα και να γελάω/στεναχωριέμαι/προβληματίζομαι/ότι θες πρόσθεσε.
Αν ήθελα να πλασάρω τον εαυτό μου, μπορεί και να υπήρξαν αποδοτικότερες ή αποτελεσματικότερες μέθοδοι.
Η μόνη διαφορά με το παρελθόν, είναι πως τώρα μπορεί να μας διαβάζουν και άγνωστοι ή παιδιά!
Η συγκεκριμένη ανάρτηση βγήκε για να αντέξει στον χρόνο. Όχι για να καταλήξω κάπου.
Τώρα αν κάποιοι από εσάς θα ήθελαν happy end, τι να κάνω;
Μπορεί να σκαρφιστώ ένα χαρούμενο τέλος και να προσθέσω με ψιλά γράμματα την ένδειξη "fiction"!
Γεροί (γέροι;) να ήμαστε, να το θυμόμαστε!

Ανώνυμος είπε...

Ο Ποθ είναι καλό παιδί

thinkpo8 είπε...

Χάθηκε ένα "καλός μάγειρας", ένα "καλός βιβλιοπώλης", ένα "καλός στρατιώτης";
Αυτά βλέπει η Μαύρη Οχιά και θα στέλνει πάλι "Καληνυχτάκια" και δεν σημαζεύεται!
Εν πάσει περιπτώσει, σ'ευχαριστώ για την φιλική συμμετοχή. Τότε και τώρα. Τις ευχές μου μικρό.

Ανώνυμος είπε...

Σκοπός μου δεν ήταν να θίξω άτομα και καταστάσεις! και ούτε περιμένω να έχει η ιστορία κάποιο happy end! Ίσα ίσα οι ιστορίες είναι για να τις θυμόμαστε και να τις μοιραζόμαστε ενιότε με γνωστούς και αγνώστους προκειμένου να βιώνουμε ξανά ευχάριστες καταστάσεις και να αναπολούμε αναμνήσεις! Το θέμα είναι αυτά που βιώνουμε να μας δίνουν ένα κίνητρο για τη ζωή μας και να κάνουμε ένα βήμα παραπάνω! Το ξέρω ότι είσαι καλό παιδί...τουλάχιστον αυτό βγαίνει από τα λεγόμενά σου και τα γραπτά σου....απλά δείχνεις προβληματισμένος και σαν κάτι να σε απασχολεί για αυτό το λόγο και ποτέ δεν κάνεις κάτι που να σε δεσμεύει!!! προχωράς κάποια κατάσταση και μετα..... η συνέχεια κάποια άλλη στιγμή αντί να τη ζήσεις μέχρι το τέλος!!!Γιατί

thinkpo8 είπε...

Ο Ποθ δεν είναι καλό παιδί
Ο Ποθ δεν είναι καλό παιδί
Ο Ποθ δεν είναι καλό παιδί
Ο Ποθ δεν είναι καλό παιδί
Τσογλανάκος, σίγουρα
Μ@λακας, μπορεί
Καραγκιοζάκος, πιθανόν
Καλό παιδί δεν είναι!
Θα τα δει και κανένας γνωστός και θα φρίξει!
Όποιος τον ξέρει, υποψιάζεται πως η ζωή του δεν είναι παράδειγμα προς μίμηση, αλλά προς αποφυγή!

thinkpo8 είπε...

Όσο για τις ιστορίες,
υπήρχε ένα τραγούδι των Therapy? που είχε τον τίτλο:
"Οι χαρούμενοι άνθρωποι δεν έχουν ιστορίες!"
Χρόνια μου είναι καρφωμένο, όχι ως τραγούδι αλλά ως φράση.
Επίσης, διάβασε τον Καρπουζάνθρωπο. Δεν διεκδικεί συγγραφικές δάφνες αλλά είναι πραγματική ιστορία. Από μια άσχημη αποτυχία μπορεί να προκύψει κάτι φανταστικό. Ποτέ δεν ξέρεις...

Ανώνυμος είπε...

Ανάποδα το παίρνω
Πόσο τον ξέρεις μπρε ανώνυμο πλάσμα;
Αυτός είναι ικανός να μιλά από το πρωί ως το βράδυ και νόημα δεν βγάζεις!
Τον ρωτάς "ΔΕΗ πλέρωσες" και σου τσαμπουνά θεωρίες για τον Υπαρκτό σοσιαλισμό για ώρες!Για την ΔΕΗ κουβέντα δεν βγαίνει!
Μαριώ σε θέλω!
Ο Ποθ δεν είναι "καλό παιδί".Είναι "και γαμώ τα παιδιά"!
Όλοι εμείς είμαστε τα "παιδιά"!
Ξενέρα ιστορία.Να έβαζες και πινελιές σεξ...
Σαγαπάμε φιλαράκ' όσο μαλάκας και νασαι!

thinkpo8 είπε...

Ο Υπαρκτός Σοσιαλισμός είναι μία ουτοπία. Πλήρωσα και τη ΔΕΗ!
Κάτω τα χέρια από το Μαράκι τρισάθλιε γραφιά!
Σ'ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Και εγώ σ'αγαπώ φιλαράκ'.