Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

Ντόπα, Κάτια και... κουρσόσκυλα

Τότε, η Κάτια εργαζόταν στο μηχανογραφικό ενός πρωτοκλασάτου γραφείου στοιχημάτων. Μόλις την είχαν στείλει σε ένα υπεύθυνο πόστο στο Μάντσεστερ.
Το πολύ σε δυο μέρες τα μάζεψε και εγκαταστάθηκε μόνιμα σε ένα διαμέρισμα, ένα τέταρτο οδήγηση από τη δουλειά.
Για μεγάλο διάστημα έπρεπε να βρίσκεται σε ετοιμότητα 24/7. Που σε απλά ελληνικά σήμαινε διαρκής απασχόληση. Όποτε παρουσιαζόταν πρόβλημα, παρατούσε τα πάντα και έτρεχε, παλεύοντας με δίκτυα και τσιπάκια.
Τον μισθό της θα τον ζήλευαν πολλοί. Την ζωή που έκανε, σχεδόν κανένας.
Σπίτι-δουλειά χωρίς να γνωρίζει ουσιαστικά κανέναν. Ακόμα και όταν της την έπεφταν, σπάνια το διασκέδαζε γιατί κάτι θα προέκυπτε, αρκετό για να την γυρίσει πίσω στο κλουβί της.
Αρχικά, μπορεί να το γούσταρε. Βδομάδα στην βδομάδα, η κατάσταση χειροτέρευε και γινόταν αντιληπτή η απομόνωση. Είχε φτάσει στο σημείο να μην έχει έναν άνθρωπο να μιλήσει.
Έτσι κατέφευγε στους παλιούς. Υπήρξε ένα διάστημα που το τηλέφωνο χτυπούσε αρκετές φορές, σε καθημερινή βάση. Όχι πως χάσαμε ποτέ την επαφή, όμως η συχνότητα κούραζε. Όταν εξαντλήσαμε κάθε θεματολογία, είχε καταντήσει βαρετό. Μιλούσε, για τι άλλο, για την δουλειά της.
Η Κ είχε μοιραστεί σε δυο διαστάσεις. Αφιέρωνε όλο της τον χρόνο στην δουλειά αποξενωμένη. Ενώ παράλληλα το κοινωνικό της κομμάτι βρισκόταν κάπου αλλού, σίγουρα μακριά από την πραγματικότητα.
Άσχημο πρόβλημα η μοναξιά, ειδικά όταν δεν την υπολογίζεις. Ειδικά όταν πρόκειται για μια κατά γενική ομολογία όμορφη κοπέλα στα εικοσιτόσα της. Λίγο ανισσόροπη, δε λέω, αλλά αρκετά ευχάριστη, ακόμα και για ξενέρωτες περιπτώσεις.
Η Κ ανήκει στην κατηγορία γυναικών που επιβεβαιώνουν ένα παράδοξο. Μπουμπούκια, δίχως χτυπητές αδυναμίες που σε κάνουν να απορείς πως είναι δυνατόν να μην είναι ρεζερβέ.
Κάπως έτσι την είχα πρωτογνωρίσει και δέσαμε. Έπειτα όσο την παρατηρούσα, άρχισα να καταλαβαίνω. Γενικότερα.
Σήμερα έχω σχεδόν κατασταλάξει. Φαινομενικά, πολλά αταίριαστα που συναντάμε όλοι συχνά πυκνά εκεί έξω, δεν είναι αποτέλεσμα μονάχα τύχης ή συγκυριών.
Ζήσαμε ένα διάστημα μαζί, γνωριζόμασταν αρκετά. Επομένως ούτε συμβουλές σήκωνε η υπόθεση ούτε τίποτε τυποποιημένες κουβέντες της παρηγοριάς. Ήταν εμφανές πως μόλις η Κ υποψιαζόταν πως την αντιμετώπιζα με την μέθοδο της «συννυφάδας»*, θα έκλεινε την γραμμή και μάλλον δεν θα ξανάκουγα νέα της.
Επομένως το μοναδικό πράγμα που μπορούσα να της προσφέρω εκείνη την δύσκολη στιγμή ήταν η υπομονή μου.
Αποτελούσα το πλέον ακατάλληλο άτομο για υποστήριξη, ειδικά εκείνη την εποχή. Θεωρούσα πως ένα «ξύπνημα» θα ήταν η λύση για να επιστρέψει η Κ σε μια ρεαλιστική τροχιά. Όμως η θεωρία από την πράξη…
Έμπαινε η άνοιξη και το αντιλαμβανόσουν από την υγρή ατμόσφαιρα της νύχτας.
Το τηλέφωνο χτύπησε. Πρότεινε να πάω να την βρω στην Αγγλία και ανακοίνωσε πως το επόμενο πρωί θα έστελνε τα εισιτήρια.
Ξεφτίλα το βρήκα και αρνήθηκα. Εξάλλου είχαν περάσει και κάτι μήνες από την τελευταία μας συνάντηση.
Μαλώσαμε, βριστήκαμε και η καθημερινή μας επαφή έληξε το ίδιο απρόοπτα.
Στεναχωρημένη, τσατισμένη, μόνο η ίδια το ξέρει.
Όπως έμαθα πολύ αργότερα ήταν πολύ ανήσυχη. Ντύθηκε και βγήκε μια βόλτα μέσα στο σκοτάδι. Για εκείνα τα μέρη ακούγεται κάπως.
Στην είσοδο του συγκροτήματος έπεσε σε ένα ζευγάρι. Όλα τα διαμερίσματα ήταν ιδιοκτησία της εταιρίας, επομένως ένα από τους δυο ήταν συνάδελφος.
Άγνωστο πως ακριβώς έγινε, έπιασαν κουβέντα.
Η γυναίκα μυρίστηκε την κατάσταση και την προέτρεψε να τους επισκεφτεί μόλις έβρισκε τον χρόνο. Έκλεισαν ραντεβού και ένα κοντινό απόγευμα, η Κ είχε βρει ένα πραγματικό γείτονα να πει τον πόνο της.
Σαραντάρα η γειτόνισσα, έπληττε στο ίδιο αποστειρωμένο περιβάλλον που τις είχαν καταχωνιάσει, περιμένοντας τον σύζυγο. Αυτός εργαζόταν στο Belle Vue, ένα οβάλ στάδιο όπου οργανώνονταν αποκλειστικά κυνοδρομίες.
Αν παραλληλίσουμε τις δυο κοινωνίες, θα τολμούσα να διαπιστώσω ότι οι δικοί μας «αλογομούρηδες» μοιάζουν αρκετά με τους εκεί τύπους που συχνάζουν σε μέρη όπως το Belle Vue και όχι αντίστοιχα στους ιπποδρόμους τους.
Καθότι περισσότερο λαϊκό και τζογαδόρικο, ένα στάδιο με τα καθαρόαιμα να κυνηγάμε κυκλικά τον μηχανικό λαγό συγκεντρώνει όλους εκείνους που ενδεχομένως να έχετε στο μυαλό σας και που παραπέμπουν στους παλιούς θαμώνες του Φαληρικού.
Καφέ πέτσινα, τραγιάσκα, ενίοτε μουστακάκι, πονηρό βλέμμα και χαμόγελο. Και σίγουρα άπειρα σενάρια συνωμοσίας του τύπου «Έχω ένα καλό στην τέταρτη» ή «Στην πρώτη τα έχουν κανονισμένα».
Τώρα, κατά πόσο μπορεί να κανονιστεί μια κούρσα απουσία ανθρώπινου παράγοντα όπως είναι ο αναβάτης στα άλογα, αποτελεί θέμα για συζήτηση.
Τις Κυριακές που ήταν πιο λάσκα, αντί να κλείνεται στους τείχους, η Κ οδηγούσε την γειτόνισσα στις κούρσες.
Αρχικά το θέαμα πρωτόγνωρο, απέπνεε αδρεναλίνη.
Έπεφταν τα στοιχήματα και τα μεγάφωνα ανακοίνωναν την έναρξη. Με τα αποκόμματα ανά χείρας όλοι περίμεναν το κουδούνι. Και τότε τα ξύλινα κουτιά άνοιγαν με τη μία.
Άλλοτε με φίμωτρα και άλλοτε χωρίς, τα εντυπωσιακά greyhounds ξεχύνονταν στο κουλουάρ, κυνηγώντας ένα ψεύτικο ποτισμένο λαγό, δεμένο σε μια μηχανική ράγα.
Τα ζωντανά έτρεχαν μανιασμένα πίσω από την πάνινη οφθαλμαπάτη.
Η ένταση από τα γεμάτα μύες λαγωνικά μεταφερόταν στην κερκίδα όπου διαρκώς έπεφταν ευχές και κατάρες από αυτούς που επεδίωκαν το εφήμερο χρήμα.
Άραγε, ποιος από τους δυο να είχε καλύτερα ποσοστά επιτυχίας;
Πικραμένη ιστορία ;-)
Δεν την χαρακτήριζες φιλόζωη. Εντυπωσιάστηκε από τα σκυλιά. Στον γυρισμό άρχισε να κάνει ανούσιες ερωτήσεις.
«Παλαιότερα, όταν γερνούσαν, τα έδιναν στον χασάπη», πρέπει να της είπε ο τύπος.
«Τα τελευταία χρόνια, αυτά τα ζώα δέχονται τόση ντόπα ώστε να κερδίζουν κούρσες, που ούτε το κρέας τους είναι ικανό για τροφή»!
Όσο επιβλητικό και να είναι ένα greyhound, η χρησιμότητά του στο οβάλ στάδιο είναι μία. Να τερματίζει πρώτο. Να τραβάει στοιχήματα και να διασκεδάζει τους επισκέπτες από το κουλουάρ.
Μερικά χρονάκια δόξας και μετά είναι του πεταματού.
Τα κουρσόσκυλα εκπαιδεύονται εκ γενετής. Εκτρέφονται σε περιορισμένα κλουβιά και έχουν μάθει να τρέχουν μόλις τα αφήσουν ελεύθερα.
Όταν ξεβάψουν, συνήθως καταλήγουν στην ευθανασία. Από την στιγμή που δεν το επιβάλουν οι κανόνες (και γιατί άλλωστε θα σας πουν), τα αφεντικά τους τα τρελαίνουν στα αναβολικά για να τα φτάσουν στα όριά τους.
Έτσι είναι τα «αθλήματα» αυτά που πρέπει να είσαι ξεχωριστός για να τα καταφέρεις.. Μόλις συνειδητοποιήσεις πως δεν φτάνει το ταλέντο για την πρωτιά, θα κάνεις οτιδήποτε περνάει από το χέρι σου για να την πετύχεις.
Αθλητής ή κουρσόσκυλο, καμία διαφορά.
Η παράσταση με τους θεατές είναι η ίδια.
Στεναχωρημένη μεν, η Κ συνέχιζε να επισκέπτεται το Belle Vue.
Θαύμαζε τα greyhounds και μελετούσε το όλο περιβάλλον.
Κάποια στιγμή, ένας φίλος που έκανε εκεί της υπέδειξε ένα σκυλί σε μια κούρσα. Ήταν θηλυκό, δίχως ιστορικό με καλά πλασαρίσματα. Έμοιαζε από εκείνα που απλώς συμπληρώνουν τις διαδρομές.
«Follow the bitch», της λέει και εξαφανίζεται.
Από περιέργεια και μόνο, φορτώνει μερικά πεντόλιρα στο γκισέ και περιμένει.
Το κουδούνι χτυπά και ο μηχανισμός περιφέρει το λαγό.
Ήταν τότε που η σκύλα τρέχει σαν δαιμονισμένη. Τα υπόλοιπα από πίσω της. Έκαναν να την πλησιάσουν, όμως ουδέποτε την προσπερνούσαν.
Ίσως επειδή ήταν τα μόνα που είχαν μυριστεί κάτι.
Άντε… και λίγοι «εμπειρογνώμονες»!
Η σκύλα βρισκόταν στις γόνιμες μέρες της, με αποτέλεσμα να επηρεάσει τους συναθλητές της που, σπάνιο για την κράση τους, δεν ήταν ο λαγός αυτό που επεδίωκαν!
Κάτι κατάλαβε η Κ απ’ όλη αυτή την ιστορία, κάτι άλλο θα πιάσαμε οι υπόλοιποι.
Για την ιστορία, έπειτα από αυτό το περιστατικό η Κ δεν είχε λόγο να ξαναβρεθεί εκεί. Είχε μαζέψει όσες εμπειρίες χρειαζόταν για να έχει να διηγείται.
Στην έξοδο παρατήρησε μια αφίσα. Διάφορες φιλοζωικές αναλαμβάνουν να βρουν αναδόχους για τα παροπλισμένα κουρσόσκυλα.
Αισθάνθηκε τύψεις. Συγκράτησε το νούμερο και επικοινώνησε μαζί τους.
Έκανε δωρεά τα κερδισμένα.
Μου εκμυστηρεύτηκε πως είχε ενοχές. Ενδιαφέρθηκε να φιλοξενήσει ένα από δαύτα. Το περίεργο ήταν πως δεν ζητούσαν πολλά επιχειρήματα για να της δώσουν ένα!
Δύσμοιρο ζωντανό! Στην περίπτωση του, μια ευθανασία δεν θα ήταν ότι χειρότερο!
Ραλφ, Φρανκ, κάτι τέτοιο μονοσύλλαβο το βάφτισε (ξανά).
Ήταν το όνομα του αφεντικού της…
Έβαλε για πρώτη φορά κατοικίδιο σπίτι της, βρίσκοντας ουσιαστική παρέα. Μάλιστα, το νταβαντούρι κράτησε κάμποσο για τα δεδομένα της, με τα ίχνη του Ραλφ - Φρανκ να αγνοούνται.
Πέρα από την συγκινησιακή τροπή που είχε, η ιστορία είναι αξιομνημόνευτη. Λίγο η επικαιρότητα, λίγο εξωγενείς παράγοντες, την ξέθαψα.
Όσο για την Κ… μεγάλη μορφή!

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Frank!

Ανώνυμος είπε...

TΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΜΟΥ ΛΥΘΗΚΕ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΩΣ!!ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΥΧΟΜΑΙ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΚΥΝΟΔΡΟΜΙΩΝ!!