Μια (ακόμα) φορά και ένα (κακό) καιρό…
Ήταν μια χώρα μακρινή που όλο και κάπου μοιάζει.
Ο υπέργηρος βασιλιάς ήταν τυχερός αλλά και άτυχος μαζί. Παρά τις δολοπλοκίες, είχε καταφέρει να διατηρήσει τον θρόνο του. Για να ισχυροποιήσει την παντοκρατορία του, πήρε από κοντά στα ιδιαίτερα μια μικρή χαζή χωριατοπούλα, αφήνοντας στην τύχη της, την επίσης χαζή και σταφιδιασμένη σύζυγο.
Ο λαός λένε πως τον είχε συμπάθεια. Άλλοι ισχυρίζονται πως ήταν βρομεροί συμφεροντολόγοι που στην πλειοψηφία τους δούλευαν για το παλάτι, ενώ κάποιοι ουδέτεροι μιλάνε για έναν εντελώς ηλίθιο λαό. Κακεντρέχειες ή μη, απουσία κριτικής διάθεσης, η ιστορία είχε συνέχεια.
Το χούφταλο μονάρχης διαπίστωσε πως έφτανε ο καιρός για να τα κακαρώσει. Οι φωνές για την διαδοχή όλο και πλήθαιναν.
«Στα υπόλοιπα ανεπτυγμένα βασίλεια συνηθίζεται να προετοιμάζουν πρίγκιπες».
Ανέκαθεν είχε χεσμένα τα ξένα βασίλεια ο δικός μας. Έλα ντε που δεν μπορούσε να το εκφράσει ελεύθερα στους ακολούθους του. Ήταν πλέον πολύ αργά για απομυθοποίηση. Πολλές φορές, για να μην του πρήζουν στις γλυκές στιγμές εξουσίας, ο βασιλιάς έδειχνε προς το μόγγολο, τον πρωτότοκο γιό του. Τον πρώτο δηλαδή που αξιώθηκε να αναγνωρίσει, γιατί μπορεί να είχε κι άλλα μεγαλύτερα τέκνα.
«Αυτός…» έδειχνε με νόημα για να κλέψει χρόνο ανεμελιάς.
Δεν το είπε ποτέ κατά λέξη. Πιθανόν να μην τον ένοιαζε καθόλου το θέμα της διαδοχής. Δεν αποκλείεται να αγνοούσε εντελώς το γεγονός ότι κάποτε θα τα κακάρωνε αναπόφευκτα.
Αφού πέτυχε να απομακρύνει τον καταραμένο αυλικό Βελζεβούλ από τον θρόνο, πίστευε ότι κανένας δεν θα τον κατηγορούσε για απραξία. Και έτσι έγινε τελικά, περισσότερο επειδή τελικά πέθανε στον ύπνο του, αγκαλιά με το σκήπτρο.
Ούτε καν μπήκαν στον κόπο να κοιτάξουν το μόγγολο, καθώς εκείνο έδειχνε προσηλωμένο καβαλόντας καθαρόαιμα στην ύπαιθρο.
Διατηρώντας φρέσκια την εικόνα του Βελζεβούλ και της διαβολικής στρατιάς που παραμόνευε, οι διεκδικητές έπρεπε να λύσουν άμεσα τις διαφορές τους. Ωστόσο οι προσωπικές τους φιλοδοξίες ήταν τόσο ισχυρές που καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την συμπόρευση.
Στα εννιάμερα του μακαρίτη και καθώς σημείο τομής δεν είχε βρεθεί, για να καλυφθεί επικοινωνιακά το κενό κάθισμα με το πουπουλένιο μαξιλαράκι, κατέφυγαν σε μια λύση ανάγκης.
«Στείλτε στον θρόνο… τον ευνούχο»!
Ελάχιστα απασχολούσε τους παρατρεχάμενους ότι ο ευνούχος έμοιαζε σαν ανάποδο γαμώτο. Για έναν λαό που μπορεί εντέλει να ήταν ηλίθιος, το μόνο που μετρούσε ήταν κάποιος να γεμίζει τον θρόνο.
Εσπευσμένα, έντυσαν τον τυχάρπαστο αυλικό με βελούδα και φτερά. Με συνοπτικές διαδικασίες τον ανήγγειλαν στο πλήθος.
«Αυτός είναι ο νέος σας βασιλιάς. Ναι;; Ναι να λέτε…»
Το δυσκολότερο μέρος της τελετουργικού ήταν να αποδείξουν στους καχύποπτους ότι ο νέος αρχηγός… είχε @ρχίδια. Με επικοινωνιακούς χειρισμούς και υπεκφυγές, εξομάλυναν την κατάσταση. Δεν έπεισαν, όμως βοήθησαν να ξεχαστεί το όποιο κενό στα γρήγορα.
Για κακή τους τύχη, ο ευνούχος δεν ήταν ακριβώς ευνούχος. Διαπίστωσαν ότι είχε ότι χρειαζόταν ώστε να τους την φορέσει κανονικότατα. Πριν ακόμα καταλάβουν τι τους βρήκε, οι δελφίνοι είχαν παραγκωνιστεί τόσο, που ούτε καν μπήκαν στην διαδικασία για το μεταξύ τους ξεκαθάρισμα.
Το κοντό κίτρινο ανθρωπάκι, αν και εμφανώς αλλεργικό στο βελούδο και το μετάξι, έβγαλε καντήλες που ουδέποτε ξεφορτώθηκε, αλλά επιβεβαίωσε με τις κινήσεις του ένα παλιό ρητό:
«Δεν έχει σημασία το πως βρέθηκες στον θρόνο. Σημασία έχει το τι θα πράξεις μετά».
Έρεπε να χτίσει τον μύθο του. Μόνο έτσι θα μπορούσε μετέπειτα να κωλοκάθεται ανενόχλητος. Δεν ήταν δα και ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κόσμο για να διαπιστώσει με ποιους ακριβώς είχε να κάνει.
Ήταν ιδιαίτερα μεθοδικός. Για να καλύψει τα ανύπαρκτα ηγετικά του προσόντα, μιλούσε περίεργα, τα μασούσε κοινώς. Ελάχιστοι νόμιζαν ότι καταλάβαιναν τα λεγόμενα του νέου εξουσιαστή.
Για να περιορίσει την γκρίνια, βόλεψε όλους τους πρώην ανταγωνιστές του στο παλάτι. Δώρισε στο μόγγολο μια άγρια φοράδα και τον έστειλε μόνιμα στα λιβάδια.
Επί της ουσίας, έπρεπε να κυβερνήσει. Επειδή υπήρξε μια ζωή στην πείνα, αντιμετώπιζε τον χρυσό με ευλάβεια. Αν μάλιστα δεν είχα χρησιμοποιήσει βρομόλογα παραπάνω, θα το παραλλήλιζα με το σκεπτικό όπου μια επίμονη παρθένα αναφέρεται προσεγγιστικά στον φαλλό.
Κάθε μέρα διακυβέρνησης, ο ευνούχος διαπίστωνε ένα συγκεκριμένο παράδοξο. Το βασίλειο ήταν αρκετά πλούσιο. Παρά τους αετονύχηδες που κυκλοφορούσαν στο προαύλιο, το θησαυροφυλάκιο ήταν τιγκαρισμένο.
«Ποιανού είναι όλα αυτά», απόρησε.
Του εξήγησαν ότι τα περισσότερα άνηκαν στον λαό. Κυρίαρχο τον είχε ονομάσει ο προκάτοχός του, περισσότερο για λόγους αυτονόητους.
«Μα πως γίνεται; Η λαχαναγορά έχει τα απολύτως απαραίτητα, παραπέμποντας σε μια τριτοκοσμική κατάσταση ενώ εκεί μέσα δεν χωράει άλλο χρυσάφι;»
Ο τραπεζίτης αποκάλυψε ένα μεγάλο μυστικό. Την «Αποταμίευση». Αφού σχεδόν όλοι εργάζονταν για το παλάτι, ήταν μισθωτοί. Πληρώνονταν κάθε μήνα, κρατούσαν όσα χρειάζονταν για τα πάγια έξοδα και τα υπόλοιπα τα εμπιστεύονταν στον επίσημο κουμπαρά. Έτσι το παλάτι φαινόταν εύρωστο με γεμάτο θησαυροφυλάκιο και διέθετε τα απαραίτητα χρήματα για τις υπέρογκες πληρωμές. Άσχετα εάν στην πραγματικότητα δεν του αναλογούσε δεκάρα τσακιστή. Οι φόροι που μαζεύονταν, ουσιαστικά δεν έφταναν ούτε για την μισή μισθοδοσία ενώ τα αρπακτικά όλο και κάτι έκλεβαν κάθε τόσο.
Όποιοι επεδίωκαν να στήσουν την δική τους ανεξάρτητη δουλειά, συχνά αντιμετωπίζονταν σαν να είχαν λέπρα. Τα ακριβά αγαθά απουσίαζαν πλήρως από τους πάγκους και η κίνηση ήταν μόνιμα υποτονική.
«Μαλακία. Το χρήμα πρέπει να κινείται», σκέφτηκε ο βασιλιάς ευνούχος.
Έντρομοι, οι φραγκοφονιάδες υποτακτικοί προειδοποίησαν ότι όποια απόπειρα για απόδοση των καταθέσεων στους δικαιούχους θα έβγαζε παραέξω μια πικρή αλήθεια. Μπροστά στο έλλειμμα και την εξαπάτηση, δύσκολα θα γλύτωναν την γκιλοτίνα.
«Θα το βγάλουμε σταδιακά», καθησύχασε με το συλλογισμό του εκείνος.
Πράγματι, η κατάσταση στο παζάρι ήταν απογοητευτική. Λίγα σακιά φασόλια, πέντε μπούτια καπνιστό και μετρημένα σκοροφαγωμένα υφάσματα δεν καθρέφτιζαν την πραγματική εικόνα.
Η εικόνα του άγνωστου ευνούχου στα μάτια των συναδέλφων βασιλιάδων ήταν η χειρότερη. Κανένας δεν τον γνώριζε, κανένας δεν τον αναγνώριζε και κανένας δεν το έπαιρνε στα σοβαρά.
Αυτό έπρεπε να αλλάξει πάση θυσία.
Για να καταφέρει κάποτε να γίνει ισάξιος μονάρχης, ο ευνούχος έπρεπε να κυβερνήσει. Για να κυβερνήσει, ήταν απαραίτητο να συμβουλεύεται τους εμπειρότερους βασιλιάδες. Ο μόνος τρόπος να του εμπιστεύονται τα μυστικά εξουσίας ήταν να κερδίσει τον σεβασμό τους.
Δεν έχασε λεπτό, μάζεψε τους τραπεζίτες, τους έντυσε με τις μακριές μαύρες κουκούλες και κατασκόπευσαν τα πιο εύρωστα βασίλεια. Παρατήρησαν συμπεριφορές και έκλεψαν ιδέες. Όταν επέστρεψαν, είχαν ήδη καταστρώσει το μεγαλεπήβολο σχέδιο τους.
Το ονόμασαν «Επενδύσεις». Έστειλαν αγγελιοφόρους που ζητούσαν από τους ξένους εμπόρους να επισκεφτούν την τοπική αγορά με την πραμάτεια τους. Μόλις αντίκρισαν τους σπαγκοραμμένους δημόσιους υπάλληλος, οι επίδοξοι έμποροι εξαφανίστηκαν και ελάχιστοι επέλεξαν να ξαναπεράσουν.
Τα πήρε ο ευνούχος και άρχισε τα γαμοσταυρίδια.
«Έτσι θα γίνετε Ευρωπαίοι;;; θα δείτε τι θα πάθετε καρμίρηδες», απειλούσε.
Το επόμενο πρωινό τους μάζεψε όλους στην πλατεία και άρχισε να κόβει κώλους. Απέλυσε σχεδόν το μισό αχρείαστο προσωπικό. Οι μοδίστρες έκλαιγαν και οι κηπουροί καταριόντουσαν.
Ο τραπεζίτης μοίραζε τις αποζημιώσεις και τους συμβούλευε να κάνουν δικές τους δουλειές. Σιγά σιγά, η αγορά γέμισε από καινούριους πάγκους. Απαλά υφάσματα, λουλούδια, νέα είδη φρούτων και λαχανικων. Μπροστά στην προσφορά νέων προϊόντων και υπό το βάρος της συναδελφικότητας, οι εναπομείναντες καβατζομένοι ψώνιζαν παραπάνω.
Η στοιχειώδης ευημερία είχε επιτευχθεί. Οι κρατικοί μισθοί είχαν ελαττωθεί ενώ οι πάγκοι απέδιδαν φόρο στον άρχοντα. Ικανοποιημένος από τις εξελίξεις, ο ευνούχος βάφτισε το φαινόμενο «Επιχειρηματικότητα».
Κανένας δεν έδειχνε δυσαρεστημένος. Μερικοί βασιλείς έπαιρναν πλέον τον ευνούχο στα σοβαρά και κάποια καραβάνια κατέφθαναν τακτικότερα.
Το βασίλειο είχε δικά του έσοδα. Όλα κυλούσαν κατ’ ευχή, γεγονός που έφτιαχνε τον ευνούχο συνέχεια. Πολλοί μιλούσαν για εκείνον με τα καλύτερα λόγια:
«Ε, τι πειράζει που είναι λιγάκι κίτρινος;»
Δεν χρειάστηκε πολύ καιρό ώστε να την ψωνίσει. Κοιτούσε μπροστά, όμως όχι κοντά. Ή μήπως το αντίθετο;
Γεγονός ήταν πως καλόμαθε και πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Υποθέτοντας πως η «Επιχειρηματικότητα» θα μεγεθυνόταν με δοκιμασμένες μεθόδους, πήρε ανεύθυνες πρωτοβουλίες.
Απέλυσε κι άλλους μισούς. Τους μισούς από τους εναπομείναντες.
Οι ντελάληδες δούλευαν με ιδιωτικά συμφωνητικά και οι αμαξάδες με leasing!
Η πλειοψηφία μετατράπηκε σε ελεύθερους επαγγελματίες. Τα είδη στην αγορά βρίσκονταν σε αφθονία και το βασιλικό ταμείο εισέπραττε συνεχώς νέους φόρους.
Κάτι βρωμούσε όμως…
Όσο τα πάντα ήταν σε άνοδο, όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Κάποια στιγμή επήλθε καθίζηση. Η αγοραστική δύναμη του καθενός ήταν δεδομένη. Οι έμποροι ρίσκαραν σε ανοίγματος, επιδιώκοντας όπως ήταν λογικό περισσότερα κέρδη. Μέχρι να μάθει η πιάτσα να προφέρει το «Ανταγωνισμός», οι πιο αφελείς είχαν βάλει λουκέτο και ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν για τους πιο ξύπνιους.
Στις πρώτες γκρίνιες, έκανε εμφάνιση και το ξεχασμένο μόγγολο. Για να περιορίσει τα περιθώρια ανατροπής, ο ευνούχος τον περιμάζεψε στο πλάι του. Αγόρασε ακριβότερο άτι και τον ξαπόστειλε, πείθοντας τον ότι είναι υπουργός εξωτερικών!
Είπαμε, από εξουσία δεν σκάμπαζε πολλά. Τους υπόλοιπους παρατηρούσε και λειτουργούσε ανάλογα. Με την αξιοσημείωτη διαφορά πως μάθαινε γρήγορα και σταδιακά έμπαινε στο σωστό κλίμα.
Ενοχλημένος από τις οικονομικές εξελίξεις, ο ευνούχος βασιλιάς έπαιξε ένα ακόμα χαρτί. Κατέβηκε στην αγορά και συναντήθηκε με τους ισχυρότερους. Σε ένα απόμακρο χάνι, τα μιλήσανε και γρήγορα τα συμφωνήσανε.
Τους έδωσε κοψοχρονιά την αποκλειστικότητα στις προμήθειες του παλατιού. Αυτό τους έδινε ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους και γέμιζε ευκολότερα τις άπληστες τσέπες. Σε περίπτωση που κάτι στράβωνε στην αίθουσα του θρόνου, ο ευνούχος είχε την υποστήριξη και τις πλάτες που χρειαζόταν για να ανταπεξέλθει των προκλήσεων.
Τα ποτήρια τσούγκρισαν σταυρωτά και ο ταβερνιάρης που πήρε πρέφα το μυστικό δείπνο, μιλούσε για «Διαπλεκόμενα».
Από καθαρή σπόντα βρέθηκε με το σκήπτρο. Την τύφλα του δεν ήξερε. Έλα όμως που σύντομα γλυκάθηκε και αυτός. Ο ευνούχος δεν νοούσε πια να αποχωριστεί την εξουσία. Προσέδιδε ένα κύρος στον λαό του, κυρίως λόγω της πλασματικής ευημερίας, όμως παρόλα τα εχέγγυα επιθυμούσε να κλειδώσει τον ποπό του στο μαξιλαράκι έως την αιωνιότητα.
Μπορεί να αγόρασε τους σωστούς ανθρώπους, όμως έχανε την παραμικρή του επαφή με την πραγματικότητα. Όσο ξεγελούσε τον εαυτό του σχετικά με την επιρροή που είχε πάνω τους, τόσο γινόταν ο ιδανικός υπηρέτης της αδηφαγίας τους.
Η αγορά είχε αγριέψει.
Σχεδόν οι πάντες κατανάλωναν διαρκώς πολύ περισσότερα από όσα είχαν ανάγκη. Αρκετοί μάλιστα ξόδευαν παραπάνω από όσα μπορούσαν.
«Δεν είστε σπάταλοι, δεν είστε ανόητοι. Είστε επενδυτές», διέρρεε από το παλάτι. Ο ευνούχος παρατηρούσε τους φόρους του να αυξάνονται και οι φίλοι τους έτρωγαν με χρυσά κουτάλια.
Παράλληλα, αυτή η μανία των πρώην αυλικών είχε αυξήσει τόσο την ζήτηση σε πολλά προϊόντα. Η τιμή τους ανέβαινε συνεχώς, γεγονός που προσέλκυε κερδοσκόπους.
Ένα χειμώνα, εξαφανίστηκαν οι ντομάτες από τους πάγκους. Κάποιος τυχερός, έφερε την ξεχασμένη παραγωγή του στην αγορά και όλοι αφήνιασαν.
Άπαντες ζητούσαν τις ζαρωμένες ντομάτες. Τρελάθηκε.
Είχε περισσέψει μια τελευταία σακούλα όμως οι πελάτες ήταν κάμποσοι. Πήγε να την πάρει ο πρώτος στην σειρά αλλά δεν πρόλαβε. Ο επόμενος πρόσφερε παραπάνω και ξεκίνησε ένας ανέλπιστος πλειστηριασμός. Στο τέλος η σακούλα πουλήθηκε στην διπλή τιμή.
Όποιοι αγόρασαν νωρίτερα διέκριναν μια ευκαιρία. Έτσι, αντί να καταναλώσουν τις ντομάτες, επέλεξαν να κατέβουν ξανά στους πάγκους το επόμενο πρωί και να τις διαπραγματευτούν. Αυτοί που είχαν μείνει με το παράπονο, βρέθηκαν εκ νέου πλειοδότες. Οι σακούλες άλλαξαν χέρια στην τριπλάσια τιμή. Επικράτησε πανικός και οι ζαρωμένες ντομάτες έφτασαν να αξίζουν περισσότερο από χρυσό. Έπαψαν να είναι ένα ζαρζαβατικό και γίνηκαν επενδυτικό αγαθό.
Το ίδιο συνέβη και στους υπόλοιπους πάγκους. Οι διπλανοί μανάβηδες μπήκαν στο κλίμα. Παρατηρήθηκαν τεχνητές εκλείψεις σε καρότα, μαϊντανούς, κρεμμύδια, μύδια και αμπελοφάσουλα. Οι τιμές εκτοξεύτηκαν. Τίποτα δεν στοίχιζε όσο άξιζε.
Υπνωτισμένοι μέσα στην υπερβολή, οι περισσότεροι εκταμίευαν το χρυσάφι για να το ανταλλάξουν με οπωροκηπευτικά. Άλλοι πλησίαζαν τα όριά τους και έμειναν από ρευστό. Αναγκάστηκαν έτσι να μετακυλήσουν στην αγορά παραγωγών.
«Δώσε μου τρία καρότα για εφτά σκελίδες και δυο αγγούρια το καλοκαίρι», ακουγόταν συχνά πυκνά εκεί έξω.
Ήταν μια χώρα μακρινή που όλο και κάπου μοιάζει.
Ο υπέργηρος βασιλιάς ήταν τυχερός αλλά και άτυχος μαζί. Παρά τις δολοπλοκίες, είχε καταφέρει να διατηρήσει τον θρόνο του. Για να ισχυροποιήσει την παντοκρατορία του, πήρε από κοντά στα ιδιαίτερα μια μικρή χαζή χωριατοπούλα, αφήνοντας στην τύχη της, την επίσης χαζή και σταφιδιασμένη σύζυγο.
Ο λαός λένε πως τον είχε συμπάθεια. Άλλοι ισχυρίζονται πως ήταν βρομεροί συμφεροντολόγοι που στην πλειοψηφία τους δούλευαν για το παλάτι, ενώ κάποιοι ουδέτεροι μιλάνε για έναν εντελώς ηλίθιο λαό. Κακεντρέχειες ή μη, απουσία κριτικής διάθεσης, η ιστορία είχε συνέχεια.
Το χούφταλο μονάρχης διαπίστωσε πως έφτανε ο καιρός για να τα κακαρώσει. Οι φωνές για την διαδοχή όλο και πλήθαιναν.
«Στα υπόλοιπα ανεπτυγμένα βασίλεια συνηθίζεται να προετοιμάζουν πρίγκιπες».
Ανέκαθεν είχε χεσμένα τα ξένα βασίλεια ο δικός μας. Έλα ντε που δεν μπορούσε να το εκφράσει ελεύθερα στους ακολούθους του. Ήταν πλέον πολύ αργά για απομυθοποίηση. Πολλές φορές, για να μην του πρήζουν στις γλυκές στιγμές εξουσίας, ο βασιλιάς έδειχνε προς το μόγγολο, τον πρωτότοκο γιό του. Τον πρώτο δηλαδή που αξιώθηκε να αναγνωρίσει, γιατί μπορεί να είχε κι άλλα μεγαλύτερα τέκνα.
«Αυτός…» έδειχνε με νόημα για να κλέψει χρόνο ανεμελιάς.
Δεν το είπε ποτέ κατά λέξη. Πιθανόν να μην τον ένοιαζε καθόλου το θέμα της διαδοχής. Δεν αποκλείεται να αγνοούσε εντελώς το γεγονός ότι κάποτε θα τα κακάρωνε αναπόφευκτα.
Αφού πέτυχε να απομακρύνει τον καταραμένο αυλικό Βελζεβούλ από τον θρόνο, πίστευε ότι κανένας δεν θα τον κατηγορούσε για απραξία. Και έτσι έγινε τελικά, περισσότερο επειδή τελικά πέθανε στον ύπνο του, αγκαλιά με το σκήπτρο.
Ούτε καν μπήκαν στον κόπο να κοιτάξουν το μόγγολο, καθώς εκείνο έδειχνε προσηλωμένο καβαλόντας καθαρόαιμα στην ύπαιθρο.
Διατηρώντας φρέσκια την εικόνα του Βελζεβούλ και της διαβολικής στρατιάς που παραμόνευε, οι διεκδικητές έπρεπε να λύσουν άμεσα τις διαφορές τους. Ωστόσο οι προσωπικές τους φιλοδοξίες ήταν τόσο ισχυρές που καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την συμπόρευση.
Στα εννιάμερα του μακαρίτη και καθώς σημείο τομής δεν είχε βρεθεί, για να καλυφθεί επικοινωνιακά το κενό κάθισμα με το πουπουλένιο μαξιλαράκι, κατέφυγαν σε μια λύση ανάγκης.
«Στείλτε στον θρόνο… τον ευνούχο»!
Ελάχιστα απασχολούσε τους παρατρεχάμενους ότι ο ευνούχος έμοιαζε σαν ανάποδο γαμώτο. Για έναν λαό που μπορεί εντέλει να ήταν ηλίθιος, το μόνο που μετρούσε ήταν κάποιος να γεμίζει τον θρόνο.
Εσπευσμένα, έντυσαν τον τυχάρπαστο αυλικό με βελούδα και φτερά. Με συνοπτικές διαδικασίες τον ανήγγειλαν στο πλήθος.
«Αυτός είναι ο νέος σας βασιλιάς. Ναι;; Ναι να λέτε…»
Το δυσκολότερο μέρος της τελετουργικού ήταν να αποδείξουν στους καχύποπτους ότι ο νέος αρχηγός… είχε @ρχίδια. Με επικοινωνιακούς χειρισμούς και υπεκφυγές, εξομάλυναν την κατάσταση. Δεν έπεισαν, όμως βοήθησαν να ξεχαστεί το όποιο κενό στα γρήγορα.
Για κακή τους τύχη, ο ευνούχος δεν ήταν ακριβώς ευνούχος. Διαπίστωσαν ότι είχε ότι χρειαζόταν ώστε να τους την φορέσει κανονικότατα. Πριν ακόμα καταλάβουν τι τους βρήκε, οι δελφίνοι είχαν παραγκωνιστεί τόσο, που ούτε καν μπήκαν στην διαδικασία για το μεταξύ τους ξεκαθάρισμα.
Το κοντό κίτρινο ανθρωπάκι, αν και εμφανώς αλλεργικό στο βελούδο και το μετάξι, έβγαλε καντήλες που ουδέποτε ξεφορτώθηκε, αλλά επιβεβαίωσε με τις κινήσεις του ένα παλιό ρητό:
«Δεν έχει σημασία το πως βρέθηκες στον θρόνο. Σημασία έχει το τι θα πράξεις μετά».
Έρεπε να χτίσει τον μύθο του. Μόνο έτσι θα μπορούσε μετέπειτα να κωλοκάθεται ανενόχλητος. Δεν ήταν δα και ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κόσμο για να διαπιστώσει με ποιους ακριβώς είχε να κάνει.
Ήταν ιδιαίτερα μεθοδικός. Για να καλύψει τα ανύπαρκτα ηγετικά του προσόντα, μιλούσε περίεργα, τα μασούσε κοινώς. Ελάχιστοι νόμιζαν ότι καταλάβαιναν τα λεγόμενα του νέου εξουσιαστή.
Για να περιορίσει την γκρίνια, βόλεψε όλους τους πρώην ανταγωνιστές του στο παλάτι. Δώρισε στο μόγγολο μια άγρια φοράδα και τον έστειλε μόνιμα στα λιβάδια.
Επί της ουσίας, έπρεπε να κυβερνήσει. Επειδή υπήρξε μια ζωή στην πείνα, αντιμετώπιζε τον χρυσό με ευλάβεια. Αν μάλιστα δεν είχα χρησιμοποιήσει βρομόλογα παραπάνω, θα το παραλλήλιζα με το σκεπτικό όπου μια επίμονη παρθένα αναφέρεται προσεγγιστικά στον φαλλό.
Κάθε μέρα διακυβέρνησης, ο ευνούχος διαπίστωνε ένα συγκεκριμένο παράδοξο. Το βασίλειο ήταν αρκετά πλούσιο. Παρά τους αετονύχηδες που κυκλοφορούσαν στο προαύλιο, το θησαυροφυλάκιο ήταν τιγκαρισμένο.
«Ποιανού είναι όλα αυτά», απόρησε.
Του εξήγησαν ότι τα περισσότερα άνηκαν στον λαό. Κυρίαρχο τον είχε ονομάσει ο προκάτοχός του, περισσότερο για λόγους αυτονόητους.
«Μα πως γίνεται; Η λαχαναγορά έχει τα απολύτως απαραίτητα, παραπέμποντας σε μια τριτοκοσμική κατάσταση ενώ εκεί μέσα δεν χωράει άλλο χρυσάφι;»
Ο τραπεζίτης αποκάλυψε ένα μεγάλο μυστικό. Την «Αποταμίευση». Αφού σχεδόν όλοι εργάζονταν για το παλάτι, ήταν μισθωτοί. Πληρώνονταν κάθε μήνα, κρατούσαν όσα χρειάζονταν για τα πάγια έξοδα και τα υπόλοιπα τα εμπιστεύονταν στον επίσημο κουμπαρά. Έτσι το παλάτι φαινόταν εύρωστο με γεμάτο θησαυροφυλάκιο και διέθετε τα απαραίτητα χρήματα για τις υπέρογκες πληρωμές. Άσχετα εάν στην πραγματικότητα δεν του αναλογούσε δεκάρα τσακιστή. Οι φόροι που μαζεύονταν, ουσιαστικά δεν έφταναν ούτε για την μισή μισθοδοσία ενώ τα αρπακτικά όλο και κάτι έκλεβαν κάθε τόσο.
Όποιοι επεδίωκαν να στήσουν την δική τους ανεξάρτητη δουλειά, συχνά αντιμετωπίζονταν σαν να είχαν λέπρα. Τα ακριβά αγαθά απουσίαζαν πλήρως από τους πάγκους και η κίνηση ήταν μόνιμα υποτονική.
«Μαλακία. Το χρήμα πρέπει να κινείται», σκέφτηκε ο βασιλιάς ευνούχος.
Έντρομοι, οι φραγκοφονιάδες υποτακτικοί προειδοποίησαν ότι όποια απόπειρα για απόδοση των καταθέσεων στους δικαιούχους θα έβγαζε παραέξω μια πικρή αλήθεια. Μπροστά στο έλλειμμα και την εξαπάτηση, δύσκολα θα γλύτωναν την γκιλοτίνα.
«Θα το βγάλουμε σταδιακά», καθησύχασε με το συλλογισμό του εκείνος.
Πράγματι, η κατάσταση στο παζάρι ήταν απογοητευτική. Λίγα σακιά φασόλια, πέντε μπούτια καπνιστό και μετρημένα σκοροφαγωμένα υφάσματα δεν καθρέφτιζαν την πραγματική εικόνα.
Η εικόνα του άγνωστου ευνούχου στα μάτια των συναδέλφων βασιλιάδων ήταν η χειρότερη. Κανένας δεν τον γνώριζε, κανένας δεν τον αναγνώριζε και κανένας δεν το έπαιρνε στα σοβαρά.
Αυτό έπρεπε να αλλάξει πάση θυσία.
Για να καταφέρει κάποτε να γίνει ισάξιος μονάρχης, ο ευνούχος έπρεπε να κυβερνήσει. Για να κυβερνήσει, ήταν απαραίτητο να συμβουλεύεται τους εμπειρότερους βασιλιάδες. Ο μόνος τρόπος να του εμπιστεύονται τα μυστικά εξουσίας ήταν να κερδίσει τον σεβασμό τους.
Δεν έχασε λεπτό, μάζεψε τους τραπεζίτες, τους έντυσε με τις μακριές μαύρες κουκούλες και κατασκόπευσαν τα πιο εύρωστα βασίλεια. Παρατήρησαν συμπεριφορές και έκλεψαν ιδέες. Όταν επέστρεψαν, είχαν ήδη καταστρώσει το μεγαλεπήβολο σχέδιο τους.
Το ονόμασαν «Επενδύσεις». Έστειλαν αγγελιοφόρους που ζητούσαν από τους ξένους εμπόρους να επισκεφτούν την τοπική αγορά με την πραμάτεια τους. Μόλις αντίκρισαν τους σπαγκοραμμένους δημόσιους υπάλληλος, οι επίδοξοι έμποροι εξαφανίστηκαν και ελάχιστοι επέλεξαν να ξαναπεράσουν.
Τα πήρε ο ευνούχος και άρχισε τα γαμοσταυρίδια.
«Έτσι θα γίνετε Ευρωπαίοι;;; θα δείτε τι θα πάθετε καρμίρηδες», απειλούσε.
Το επόμενο πρωινό τους μάζεψε όλους στην πλατεία και άρχισε να κόβει κώλους. Απέλυσε σχεδόν το μισό αχρείαστο προσωπικό. Οι μοδίστρες έκλαιγαν και οι κηπουροί καταριόντουσαν.
Ο τραπεζίτης μοίραζε τις αποζημιώσεις και τους συμβούλευε να κάνουν δικές τους δουλειές. Σιγά σιγά, η αγορά γέμισε από καινούριους πάγκους. Απαλά υφάσματα, λουλούδια, νέα είδη φρούτων και λαχανικων. Μπροστά στην προσφορά νέων προϊόντων και υπό το βάρος της συναδελφικότητας, οι εναπομείναντες καβατζομένοι ψώνιζαν παραπάνω.
Η στοιχειώδης ευημερία είχε επιτευχθεί. Οι κρατικοί μισθοί είχαν ελαττωθεί ενώ οι πάγκοι απέδιδαν φόρο στον άρχοντα. Ικανοποιημένος από τις εξελίξεις, ο ευνούχος βάφτισε το φαινόμενο «Επιχειρηματικότητα».
Κανένας δεν έδειχνε δυσαρεστημένος. Μερικοί βασιλείς έπαιρναν πλέον τον ευνούχο στα σοβαρά και κάποια καραβάνια κατέφθαναν τακτικότερα.
Το βασίλειο είχε δικά του έσοδα. Όλα κυλούσαν κατ’ ευχή, γεγονός που έφτιαχνε τον ευνούχο συνέχεια. Πολλοί μιλούσαν για εκείνον με τα καλύτερα λόγια:
«Ε, τι πειράζει που είναι λιγάκι κίτρινος;»
Δεν χρειάστηκε πολύ καιρό ώστε να την ψωνίσει. Κοιτούσε μπροστά, όμως όχι κοντά. Ή μήπως το αντίθετο;
Γεγονός ήταν πως καλόμαθε και πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Υποθέτοντας πως η «Επιχειρηματικότητα» θα μεγεθυνόταν με δοκιμασμένες μεθόδους, πήρε ανεύθυνες πρωτοβουλίες.
Απέλυσε κι άλλους μισούς. Τους μισούς από τους εναπομείναντες.
Οι ντελάληδες δούλευαν με ιδιωτικά συμφωνητικά και οι αμαξάδες με leasing!
Η πλειοψηφία μετατράπηκε σε ελεύθερους επαγγελματίες. Τα είδη στην αγορά βρίσκονταν σε αφθονία και το βασιλικό ταμείο εισέπραττε συνεχώς νέους φόρους.
Κάτι βρωμούσε όμως…
Όσο τα πάντα ήταν σε άνοδο, όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Κάποια στιγμή επήλθε καθίζηση. Η αγοραστική δύναμη του καθενός ήταν δεδομένη. Οι έμποροι ρίσκαραν σε ανοίγματος, επιδιώκοντας όπως ήταν λογικό περισσότερα κέρδη. Μέχρι να μάθει η πιάτσα να προφέρει το «Ανταγωνισμός», οι πιο αφελείς είχαν βάλει λουκέτο και ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν για τους πιο ξύπνιους.
Στις πρώτες γκρίνιες, έκανε εμφάνιση και το ξεχασμένο μόγγολο. Για να περιορίσει τα περιθώρια ανατροπής, ο ευνούχος τον περιμάζεψε στο πλάι του. Αγόρασε ακριβότερο άτι και τον ξαπόστειλε, πείθοντας τον ότι είναι υπουργός εξωτερικών!
Είπαμε, από εξουσία δεν σκάμπαζε πολλά. Τους υπόλοιπους παρατηρούσε και λειτουργούσε ανάλογα. Με την αξιοσημείωτη διαφορά πως μάθαινε γρήγορα και σταδιακά έμπαινε στο σωστό κλίμα.
Ενοχλημένος από τις οικονομικές εξελίξεις, ο ευνούχος βασιλιάς έπαιξε ένα ακόμα χαρτί. Κατέβηκε στην αγορά και συναντήθηκε με τους ισχυρότερους. Σε ένα απόμακρο χάνι, τα μιλήσανε και γρήγορα τα συμφωνήσανε.
Τους έδωσε κοψοχρονιά την αποκλειστικότητα στις προμήθειες του παλατιού. Αυτό τους έδινε ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους και γέμιζε ευκολότερα τις άπληστες τσέπες. Σε περίπτωση που κάτι στράβωνε στην αίθουσα του θρόνου, ο ευνούχος είχε την υποστήριξη και τις πλάτες που χρειαζόταν για να ανταπεξέλθει των προκλήσεων.
Τα ποτήρια τσούγκρισαν σταυρωτά και ο ταβερνιάρης που πήρε πρέφα το μυστικό δείπνο, μιλούσε για «Διαπλεκόμενα».
Από καθαρή σπόντα βρέθηκε με το σκήπτρο. Την τύφλα του δεν ήξερε. Έλα όμως που σύντομα γλυκάθηκε και αυτός. Ο ευνούχος δεν νοούσε πια να αποχωριστεί την εξουσία. Προσέδιδε ένα κύρος στον λαό του, κυρίως λόγω της πλασματικής ευημερίας, όμως παρόλα τα εχέγγυα επιθυμούσε να κλειδώσει τον ποπό του στο μαξιλαράκι έως την αιωνιότητα.
Μπορεί να αγόρασε τους σωστούς ανθρώπους, όμως έχανε την παραμικρή του επαφή με την πραγματικότητα. Όσο ξεγελούσε τον εαυτό του σχετικά με την επιρροή που είχε πάνω τους, τόσο γινόταν ο ιδανικός υπηρέτης της αδηφαγίας τους.
Η αγορά είχε αγριέψει.
Σχεδόν οι πάντες κατανάλωναν διαρκώς πολύ περισσότερα από όσα είχαν ανάγκη. Αρκετοί μάλιστα ξόδευαν παραπάνω από όσα μπορούσαν.
«Δεν είστε σπάταλοι, δεν είστε ανόητοι. Είστε επενδυτές», διέρρεε από το παλάτι. Ο ευνούχος παρατηρούσε τους φόρους του να αυξάνονται και οι φίλοι τους έτρωγαν με χρυσά κουτάλια.
Παράλληλα, αυτή η μανία των πρώην αυλικών είχε αυξήσει τόσο την ζήτηση σε πολλά προϊόντα. Η τιμή τους ανέβαινε συνεχώς, γεγονός που προσέλκυε κερδοσκόπους.
Ένα χειμώνα, εξαφανίστηκαν οι ντομάτες από τους πάγκους. Κάποιος τυχερός, έφερε την ξεχασμένη παραγωγή του στην αγορά και όλοι αφήνιασαν.
Άπαντες ζητούσαν τις ζαρωμένες ντομάτες. Τρελάθηκε.
Είχε περισσέψει μια τελευταία σακούλα όμως οι πελάτες ήταν κάμποσοι. Πήγε να την πάρει ο πρώτος στην σειρά αλλά δεν πρόλαβε. Ο επόμενος πρόσφερε παραπάνω και ξεκίνησε ένας ανέλπιστος πλειστηριασμός. Στο τέλος η σακούλα πουλήθηκε στην διπλή τιμή.
Όποιοι αγόρασαν νωρίτερα διέκριναν μια ευκαιρία. Έτσι, αντί να καταναλώσουν τις ντομάτες, επέλεξαν να κατέβουν ξανά στους πάγκους το επόμενο πρωί και να τις διαπραγματευτούν. Αυτοί που είχαν μείνει με το παράπονο, βρέθηκαν εκ νέου πλειοδότες. Οι σακούλες άλλαξαν χέρια στην τριπλάσια τιμή. Επικράτησε πανικός και οι ζαρωμένες ντομάτες έφτασαν να αξίζουν περισσότερο από χρυσό. Έπαψαν να είναι ένα ζαρζαβατικό και γίνηκαν επενδυτικό αγαθό.
Το ίδιο συνέβη και στους υπόλοιπους πάγκους. Οι διπλανοί μανάβηδες μπήκαν στο κλίμα. Παρατηρήθηκαν τεχνητές εκλείψεις σε καρότα, μαϊντανούς, κρεμμύδια, μύδια και αμπελοφάσουλα. Οι τιμές εκτοξεύτηκαν. Τίποτα δεν στοίχιζε όσο άξιζε.
Υπνωτισμένοι μέσα στην υπερβολή, οι περισσότεροι εκταμίευαν το χρυσάφι για να το ανταλλάξουν με οπωροκηπευτικά. Άλλοι πλησίαζαν τα όριά τους και έμειναν από ρευστό. Αναγκάστηκαν έτσι να μετακυλήσουν στην αγορά παραγωγών.
«Δώσε μου τρία καρότα για εφτά σκελίδες και δυο αγγούρια το καλοκαίρι», ακουγόταν συχνά πυκνά εκεί έξω.
Μια (ακόμα) φορά και ένα (κακό) καιρό…
Ήταν μια χώρα μακρινή που όλο και κάπου μοιάζει.
Ο υπέργηρος βασιλιάς ήταν τυχερός αλλά και άτυχος μαζί. Παρά τις δολοπλοκίες, είχε καταφέρει να διατηρήσει τον θρόνο του. Για να ισχυροποιήσει την παντοκρατορία του, πήρε από κοντά στα ιδιαίτερα μια μικρή χαζή χωριατοπούλα, αφήνοντας στην τύχη της, την επίσης χαζή και σταφιδιασμένη σύζυγο.
Ο λαός λένε πως τον είχε συμπάθεια. Άλλοι ισχυρίζονται πως ήταν βρομεροί συμφεροντολόγοι που στην πλειοψηφία τους δούλευαν για το παλάτι, ενώ κάποιοι ουδέτεροι μιλάνε για έναν εντελώς ηλίθιο λαό. Κακεντρέχειες ή μη, απουσία κριτικής διάθεσης, η ιστορία είχε συνέχεια.
Το χούφταλο μονάρχης διαπίστωσε πως έφτανε ο καιρός για να τα κακαρώσει. Οι φωνές για την διαδοχή όλο και πλήθαιναν.
«Στα υπόλοιπα ανεπτυγμένα βασίλεια συνηθίζεται να προετοιμάζουν πρίγκιπες».
Ανέκαθεν είχε χεσμένα τα ξένα βασίλεια ο δικός μας. Έλα ντε που δεν μπορούσε να το εκφράσει ελεύθερα στους ακολούθους του. Ήταν πλέον πολύ αργά για απομυθοποίηση. Πολλές φορές, για να μην του πρήζουν στις γλυκές στιγμές εξουσίας, ο βασιλιάς έδειχνε προς το μόγγολο, τον πρωτότοκο γιό του. Τον πρώτο δηλαδή που αξιώθηκε να αναγνωρίσει, γιατί μπορεί να είχε κι άλλα μεγαλύτερα τέκνα.
«Αυτός…» έδειχνε με νόημα για να κλέψει χρόνο ανεμελιάς.
Δεν το είπε ποτέ κατά λέξη. Πιθανόν να μην τον ένοιαζε καθόλου το θέμα της διαδοχής. Δεν αποκλείεται να αγνοούσε εντελώς το γεγονός ότι κάποτε θα τα κακάρωνε αναπόφευκτα.
Αφού πέτυχε να απομακρύνει τον καταραμένο αυλικό Βελζεβούλ από τον θρόνο, πίστευε ότι κανένας δεν θα τον κατηγορούσε για απραξία. Και έτσι έγινε τελικά, περισσότερο επειδή τελικά πέθανε στον ύπνο του, αγκαλιά με το σκήπτρο.
Ούτε καν μπήκαν στον κόπο να κοιτάξουν το μόγγολο, καθώς εκείνο έδειχνε προσηλωμένο καβαλόντας καθαρόαιμα στην ύπαιθρο.
Διατηρώντας φρέσκια την εικόνα του Βελζεβούλ και της διαβολικής στρατιάς που παραμόνευε, οι διεκδικητές έπρεπε να λύσουν άμεσα τις διαφορές τους. Ωστόσο οι προσωπικές τους φιλοδοξίες ήταν τόσο ισχυρές που καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την συμπόρευση.
Στα εννιάμερα του μακαρίτη και καθώς σημείο τομής δεν είχε βρεθεί, για να καλυφθεί επικοινωνιακά το κενό κάθισμα με το πουπουλένιο μαξιλαράκι, κατέφυγαν σε μια λύση ανάγκης.
«Στείλτε στον θρόνο… τον ευνούχο»!
Ελάχιστα απασχολούσε τους παρατρεχάμενους ότι ο ευνούχος έμοιαζε σαν ανάποδο γαμώτο. Για έναν λαό που μπορεί εντέλει να ήταν ηλίθιος, το μόνο που μετρούσε ήταν κάποιος να γεμίζει τον θρόνο.
Εσπευσμένα, έντυσαν τον τυχάρπαστο αυλικό με βελούδα και φτερά. Με συνοπτικές διαδικασίες τον ανήγγειλαν στο πλήθος.
«Αυτός είναι ο νέος σας βασιλιάς. Ναι;; Ναι να λέτε…»
Το δυσκολότερο μέρος της τελετουργικού ήταν να αποδείξουν στους καχύποπτους ότι ο νέος αρχηγός… είχε @ρχίδια. Με επικοινωνιακούς χειρισμούς και υπεκφυγές, εξομάλυναν την κατάσταση. Δεν έπεισαν, όμως βοήθησαν να ξεχαστεί το όποιο κενό στα γρήγορα.
Για κακή τους τύχη, ο ευνούχος δεν ήταν ακριβώς ευνούχος. Διαπίστωσαν ότι είχε ότι χρειαζόταν ώστε να τους την φορέσει κανονικότατα. Πριν ακόμα καταλάβουν τι τους βρήκε, οι δελφίνοι είχαν παραγκωνιστεί τόσο, που ούτε καν μπήκαν στην διαδικασία για το μεταξύ τους ξεκαθάρισμα.
Το κοντό κίτρινο ανθρωπάκι, αν και εμφανώς αλλεργικό στο βελούδο και το μετάξι, έβγαλε καντήλες που ουδέποτε ξεφορτώθηκε, αλλά επιβεβαίωσε με τις κινήσεις του ένα παλιό ρητό:
«Δεν έχει σημασία το πως βρέθηκες στον θρόνο. Σημασία έχει το τι θα πράξεις μετά».
Έρεπε να χτίσει τον μύθο του. Μόνο έτσι θα μπορούσε μετέπειτα να κωλοκάθεται ανενόχλητος. Δεν ήταν δα και ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κόσμο για να διαπιστώσει με ποιους ακριβώς είχε να κάνει.
Ήταν ιδιαίτερα μεθοδικός. Για να καλύψει τα ανύπαρκτα ηγετικά του προσόντα, μιλούσε περίεργα, τα μασούσε κοινώς. Ελάχιστοι νόμιζαν ότι καταλάβαιναν τα λεγόμενα του νέου εξουσιαστή.
Για να περιορίσει την γκρίνια, βόλεψε όλους τους πρώην ανταγωνιστές του στο παλάτι. Δώρισε στο μόγγολο μια άγρια φοράδα και τον έστειλε μόνιμα στα λιβάδια.
Επί της ουσίας, έπρεπε να κυβερνήσει. Επειδή υπήρξε μια ζωή στην πείνα, αντιμετώπιζε τον χρυσό με ευλάβεια. Αν μάλιστα δεν είχα χρησιμοποιήσει βρομόλογα παραπάνω, θα το παραλλήλιζα με το σκεπτικό όπου μια επίμονη παρθένα αναφέρεται προσεγγιστικά στον φαλλό.
Κάθε μέρα διακυβέρνησης, ο ευνούχος διαπίστωνε ένα συγκεκριμένο παράδοξο. Το βασίλειο ήταν αρκετά πλούσιο. Παρά τους αετονύχηδες που κυκλοφορούσαν στο προαύλιο, το θησαυροφυλάκιο ήταν τιγκαρισμένο.
«Ποιανού είναι όλα αυτά», απόρησε.
Του εξήγησαν ότι τα περισσότερα άνηκαν στον λαό. Κυρίαρχο τον είχε ονομάσει ο προκάτοχός του, περισσότερο για λόγους αυτονόητους.
«Μα πως γίνεται; Η λαχαναγορά έχει τα απολύτως απαραίτητα, παραπέμποντας σε μια τριτοκοσμική κατάσταση ενώ εκεί μέσα δεν χωράει άλλο χρυσάφι;»
Ο τραπεζίτης αποκάλυψε ένα μεγάλο μυστικό. Την «Αποταμίευση». Αφού σχεδόν όλοι εργάζονταν για το παλάτι, ήταν μισθωτοί. Πληρώνονταν κάθε μήνα, κρατούσαν όσα χρειάζονταν για τα πάγια έξοδα και τα υπόλοιπα τα εμπιστεύονταν στον επίσημο κουμπαρά. Έτσι το παλάτι φαινόταν εύρωστο με γεμάτο θησαυροφυλάκιο και διέθετε τα απαραίτητα χρήματα για τις υπέρογκες πληρωμές. Άσχετα εάν στην πραγματικότητα δεν του αναλογούσε δεκάρα τσακιστή. Οι φόροι που μαζεύονταν, ουσιαστικά δεν έφταναν ούτε για την μισή μισθοδοσία ενώ τα αρπακτικά όλο και κάτι έκλεβαν κάθε τόσο.
Όποιοι επεδίωκαν να στήσουν την δική τους ανεξάρτητη δουλειά, συχνά αντιμετωπίζονταν σαν να είχαν λέπρα. Τα ακριβά αγαθά απουσίαζαν πλήρως από τους πάγκους και η κίνηση ήταν μόνιμα υποτονική.
«Μαλακία. Το χρήμα πρέπει να κινείται», σκέφτηκε ο βασιλιάς ευνούχος.
Έντρομοι, οι φραγκοφονιάδες υποτακτικοί προειδοποίησαν ότι όποια απόπειρα για απόδοση των καταθέσεων στους δικαιούχους θα έβγαζε παραέξω μια πικρή αλήθεια. Μπροστά στο έλλειμμα και την εξαπάτηση, δύσκολα θα γλύτωναν την γκιλοτίνα.
«Θα το βγάλουμε σταδιακά», καθησύχασε με το συλλογισμό του εκείνος.
Πράγματι, η κατάσταση στο παζάρι ήταν απογοητευτική. Λίγα σακιά φασόλια, πέντε μπούτια καπνιστό και μετρημένα σκοροφαγωμένα υφάσματα δεν καθρέφτιζαν την πραγματική εικόνα.
Η εικόνα του άγνωστου ευνούχου στα μάτια των συναδέλφων βασιλιάδων ήταν η χειρότερη. Κανένας δεν τον γνώριζε, κανένας δεν τον αναγνώριζε και κανένας δεν το έπαιρνε στα σοβαρά.
Αυτό έπρεπε να αλλάξει πάση θυσία.
Για να καταφέρει κάποτε να γίνει ισάξιος μονάρχης, ο ευνούχος έπρεπε να κυβερνήσει. Για να κυβερνήσει, ήταν απαραίτητο να συμβουλεύεται τους εμπειρότερους βασιλιάδες. Ο μόνος τρόπος να του εμπιστεύονται τα μυστικά εξουσίας ήταν να κερδίσει τον σεβασμό τους.
Δεν έχασε λεπτό, μάζεψε τους τραπεζίτες, τους έντυσε με τις μακριές μαύρες κουκούλες και κατασκόπευσαν τα πιο εύρωστα βασίλεια. Παρατήρησαν συμπεριφορές και έκλεψαν ιδέες. Όταν επέστρεψαν, είχαν ήδη καταστρώσει το μεγαλεπήβολο σχέδιο τους.
Το ονόμασαν «Επενδύσεις». Έστειλαν αγγελιοφόρους που ζητούσαν από τους ξένους εμπόρους να επισκεφτούν την τοπική αγορά με την πραμάτεια τους. Μόλις αντίκρισαν τους σπαγκοραμμένους δημόσιους υπάλληλος, οι επίδοξοι έμποροι εξαφανίστηκαν και ελάχιστοι επέλεξαν να ξαναπεράσουν.
Τα πήρε ο ευνούχος και άρχισε τα γαμοσταυρίδια.
«Έτσι θα γίνετε Ευρωπαίοι;;; θα δείτε τι θα πάθετε καρμίρηδες», απειλούσε.
Το επόμενο πρωινό τους μάζεψε όλους στην πλατεία και άρχισε να κόβει κώλους. Απέλυσε σχεδόν το μισό αχρείαστο προσωπικό. Οι μοδίστρες έκλαιγαν και οι κηπουροί καταριόντουσαν.
Ο τραπεζίτης μοίραζε τις αποζημιώσεις και τους συμβούλευε να κάνουν δικές τους δουλειές. Σιγά σιγά, η αγορά γέμισε από καινούριους πάγκους. Απαλά υφάσματα, λουλούδια, νέα είδη φρούτων και λαχανικων. Μπροστά στην προσφορά νέων προϊόντων και υπό το βάρος της συναδελφικότητας, οι εναπομείναντες καβατζομένοι ψώνιζαν παραπάνω.
Η στοιχειώδης ευημερία είχε επιτευχθεί. Οι κρατικοί μισθοί είχαν ελαττωθεί ενώ οι πάγκοι απέδιδαν φόρο στον άρχοντα. Ικανοποιημένος από τις εξελίξεις, ο ευνούχος βάφτισε το φαινόμενο «Επιχειρηματικότητα».
Κανένας δεν έδειχνε δυσαρεστημένος. Μερικοί βασιλείς έπαιρναν πλέον τον ευνούχο στα σοβαρά και κάποια καραβάνια κατέφθαναν τακτικότερα.
Το βασίλειο είχε δικά του έσοδα. Όλα κυλούσαν κατ’ ευχή, γεγονός που έφτιαχνε τον ευνούχο συνέχεια. Πολλοί μιλούσαν για εκείνον με τα καλύτερα λόγια:
«Ε, τι πειράζει που είναι λιγάκι κίτρινος;»
Δεν χρειάστηκε πολύ καιρό ώστε να την ψωνίσει. Κοιτούσε μπροστά, όμως όχι κοντά. Ή μήπως το αντίθετο;
Γεγονός ήταν πως καλόμαθε και πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Υποθέτοντας πως η «Επιχειρηματικότητα» θα μεγεθυνόταν με δοκιμασμένες μεθόδους, πήρε ανεύθυνες πρωτοβουλίες.
Απέλυσε κι άλλους μισούς. Τους μισούς από τους εναπομείναντες.
Οι ντελάληδες δούλευαν με ιδιωτικά συμφωνητικά και οι αμαξάδες με leasing!
Η πλειοψηφία μετατράπηκε σε ελεύθερους επαγγελματίες. Τα είδη στην αγορά βρίσκονταν σε αφθονία και το βασιλικό ταμείο εισέπραττε συνεχώς νέους φόρους.
Κάτι βρωμούσε όμως…
Όσο τα πάντα ήταν σε άνοδο, όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Κάποια στιγμή επήλθε καθίζηση. Η αγοραστική δύναμη του καθενός ήταν δεδομένη. Οι έμποροι ρίσκαραν σε ανοίγματος, επιδιώκοντας όπως ήταν λογικό περισσότερα κέρδη. Μέχρι να μάθει η πιάτσα να προφέρει το «Ανταγωνισμός», οι πιο αφελείς είχαν βάλει λουκέτο και ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν για τους πιο ξύπνιους.
Στις πρώτες γκρίνιες, έκανε εμφάνιση και το ξεχασμένο μόγγολο. Για να περιορίσει τα περιθώρια ανατροπής, ο ευνούχος τον περιμάζεψε στο πλάι του. Αγόρασε ακριβότερο άτι και τον ξαπόστειλε, πείθοντας τον ότι είναι υπουργός εξωτερικών!
Είπαμε, από εξουσία δεν σκάμπαζε πολλά. Τους υπόλοιπους παρατηρούσε και λειτουργούσε ανάλογα. Με την αξιοσημείωτη διαφορά πως μάθαινε γρήγορα και σταδιακά έμπαινε στο σωστό κλίμα.
Ενοχλημένος από τις οικονομικές εξελίξεις, ο ευνούχος βασιλιάς έπαιξε ένα ακόμα χαρτί. Κατέβηκε στην αγορά και συναντήθηκε με τους ισχυρότερους. Σε ένα απόμακρο χάνι, τα μιλήσανε και γρήγορα τα συμφωνήσανε.
Τους έδωσε κοψοχρονιά την αποκλειστικότητα στις προμήθειες του παλατιού. Αυτό τους έδινε ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους και γέμιζε ευκολότερα τις άπληστες τσέπες. Σε περίπτωση που κάτι στράβωνε στην αίθουσα του θρόνου, ο ευνούχος είχε την υποστήριξη και τις πλάτες που χρειαζόταν για να ανταπεξέλθει των προκλήσεων.
Τα ποτήρια τσούγκρισαν σταυρωτά και ο ταβερνιάρης που πήρε πρέφα το μυστικό δείπνο, μιλούσε για «Διαπλεκόμενα».
Από καθαρή σπόντα βρέθηκε με το σκήπτρο. Την τύφλα του δεν ήξερε. Έλα όμως που σύντομα γλυκάθηκε και αυτός. Ο ευνούχος δεν νοούσε πια να αποχωριστεί την εξουσία. Προσέδιδε ένα κύρος στον λαό του, κυρίως λόγω της πλασματικής ευημερίας, όμως παρόλα τα εχέγγυα επιθυμούσε να κλειδώσει τον ποπό του στο μαξιλαράκι έως την αιωνιότητα.
Μπορεί να αγόρασε τους σωστούς ανθρώπους, όμως έχανε την παραμικρή του επαφή με την πραγματικότητα. Όσο ξεγελούσε τον εαυτό του σχετικά με την επιρροή που είχε πάνω τους, τόσο γινόταν ο ιδανικός υπηρέτης της αδηφαγίας τους.
Η αγορά είχε αγριέψει.
Σχεδόν οι πάντες κατανάλωναν διαρκώς πολύ περισσότερα από όσα είχαν ανάγκη. Αρκετοί μάλιστα ξόδευαν παραπάνω από όσα μπορούσαν.
«Δεν είστε σπάταλοι, δεν είστε ανόητοι. Είστε επενδυτές», διέρρεε από το παλάτι. Ο ευνούχος παρατηρούσε τους φόρους του να αυξάνονται και οι φίλοι τους έτρωγαν με χρυσά κουτάλια.
Παράλληλα, αυτή η μανία των πρώην αυλικών είχε αυξήσει τόσο την ζήτηση σε πολλά προϊόντα. Η τιμή τους ανέβαινε συνεχώς, γεγονός που προσέλκυε κερδοσκόπους.
Ένα χειμώνα, εξαφανίστηκαν οι ντομάτες από τους πάγκους. Κάποιος τυχερός, έφερε την ξεχασμένη παραγωγή του στην αγορά και όλοι αφήνιασαν.
Άπαντες ζητούσαν τις ζαρωμένες ντομάτες. Τρελάθηκε.
Είχε περισσέψει μια τελευταία σακούλα όμως οι πελάτες ήταν κάμποσοι. Πήγε να την πάρει ο πρώτος στην σειρά αλλά δεν πρόλαβε. Ο επόμενος πρόσφερε παραπάνω και ξεκίνησε ένας ανέλπιστος πλειστηριασμός. Στο τέλος η σακούλα πουλήθηκε στην διπλή τιμή.
Όποιοι αγόρασαν νωρίτερα διέκριναν μια ευκαιρία. Έτσι, αντί να καταναλώσουν τις ντομάτες, επέλεξαν να κατέβουν ξανά στους πάγκους το επόμενο πρωί και να τις διαπραγματευτούν. Αυτοί που είχαν μείνει με το παράπονο, βρέθηκαν εκ νέου πλειοδότες. Οι σακούλες άλλαξαν χέρια στην τριπλάσια τιμή. Επικράτησε πανικός και οι ζαρωμένες ντομάτες έφτασαν να αξίζουν περισσότερο από χρυσό. Έπαψαν να είναι ένα ζαρζαβατικό και γίνηκαν επενδυτικό αγαθό.
Το ίδιο συνέβη και στους υπόλοιπους πάγκους. Οι διπλανοί μανάβηδες μπήκαν στο κλίμα. Παρατηρήθηκαν τεχνητές εκλείψεις σε καρότα, μαϊντανούς, κρεμμύδια, μύδια και αμπελοφάσουλα. Οι τιμές εκτοξεύτηκαν. Τίποτα δεν στοίχιζε όσο άξιζε.
Υπνωτισμένοι μέσα στην υπερβολή, οι περισσότεροι εκταμίευαν το χρυσάφι για να το ανταλλάξουν με οπωροκηπευτικά. Άλλοι πλησίαζαν τα όριά τους και έμειναν από ρευστό. Αναγκάστηκαν έτσι να μετακυλήσουν στην αγορά παραγωγών.
«Δώσε μου τρία καρότα για εφτά σκελίδες και δυο αγγούρια το καλοκαίρι», ακουγόταν συχνά πυκνά εκεί έξω.
Ήταν μια χώρα μακρινή που όλο και κάπου μοιάζει.
Ο υπέργηρος βασιλιάς ήταν τυχερός αλλά και άτυχος μαζί. Παρά τις δολοπλοκίες, είχε καταφέρει να διατηρήσει τον θρόνο του. Για να ισχυροποιήσει την παντοκρατορία του, πήρε από κοντά στα ιδιαίτερα μια μικρή χαζή χωριατοπούλα, αφήνοντας στην τύχη της, την επίσης χαζή και σταφιδιασμένη σύζυγο.
Ο λαός λένε πως τον είχε συμπάθεια. Άλλοι ισχυρίζονται πως ήταν βρομεροί συμφεροντολόγοι που στην πλειοψηφία τους δούλευαν για το παλάτι, ενώ κάποιοι ουδέτεροι μιλάνε για έναν εντελώς ηλίθιο λαό. Κακεντρέχειες ή μη, απουσία κριτικής διάθεσης, η ιστορία είχε συνέχεια.
Το χούφταλο μονάρχης διαπίστωσε πως έφτανε ο καιρός για να τα κακαρώσει. Οι φωνές για την διαδοχή όλο και πλήθαιναν.
«Στα υπόλοιπα ανεπτυγμένα βασίλεια συνηθίζεται να προετοιμάζουν πρίγκιπες».
Ανέκαθεν είχε χεσμένα τα ξένα βασίλεια ο δικός μας. Έλα ντε που δεν μπορούσε να το εκφράσει ελεύθερα στους ακολούθους του. Ήταν πλέον πολύ αργά για απομυθοποίηση. Πολλές φορές, για να μην του πρήζουν στις γλυκές στιγμές εξουσίας, ο βασιλιάς έδειχνε προς το μόγγολο, τον πρωτότοκο γιό του. Τον πρώτο δηλαδή που αξιώθηκε να αναγνωρίσει, γιατί μπορεί να είχε κι άλλα μεγαλύτερα τέκνα.
«Αυτός…» έδειχνε με νόημα για να κλέψει χρόνο ανεμελιάς.
Δεν το είπε ποτέ κατά λέξη. Πιθανόν να μην τον ένοιαζε καθόλου το θέμα της διαδοχής. Δεν αποκλείεται να αγνοούσε εντελώς το γεγονός ότι κάποτε θα τα κακάρωνε αναπόφευκτα.
Αφού πέτυχε να απομακρύνει τον καταραμένο αυλικό Βελζεβούλ από τον θρόνο, πίστευε ότι κανένας δεν θα τον κατηγορούσε για απραξία. Και έτσι έγινε τελικά, περισσότερο επειδή τελικά πέθανε στον ύπνο του, αγκαλιά με το σκήπτρο.
Ούτε καν μπήκαν στον κόπο να κοιτάξουν το μόγγολο, καθώς εκείνο έδειχνε προσηλωμένο καβαλόντας καθαρόαιμα στην ύπαιθρο.
Διατηρώντας φρέσκια την εικόνα του Βελζεβούλ και της διαβολικής στρατιάς που παραμόνευε, οι διεκδικητές έπρεπε να λύσουν άμεσα τις διαφορές τους. Ωστόσο οι προσωπικές τους φιλοδοξίες ήταν τόσο ισχυρές που καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την συμπόρευση.
Στα εννιάμερα του μακαρίτη και καθώς σημείο τομής δεν είχε βρεθεί, για να καλυφθεί επικοινωνιακά το κενό κάθισμα με το πουπουλένιο μαξιλαράκι, κατέφυγαν σε μια λύση ανάγκης.
«Στείλτε στον θρόνο… τον ευνούχο»!
Ελάχιστα απασχολούσε τους παρατρεχάμενους ότι ο ευνούχος έμοιαζε σαν ανάποδο γαμώτο. Για έναν λαό που μπορεί εντέλει να ήταν ηλίθιος, το μόνο που μετρούσε ήταν κάποιος να γεμίζει τον θρόνο.
Εσπευσμένα, έντυσαν τον τυχάρπαστο αυλικό με βελούδα και φτερά. Με συνοπτικές διαδικασίες τον ανήγγειλαν στο πλήθος.
«Αυτός είναι ο νέος σας βασιλιάς. Ναι;; Ναι να λέτε…»
Το δυσκολότερο μέρος της τελετουργικού ήταν να αποδείξουν στους καχύποπτους ότι ο νέος αρχηγός… είχε @ρχίδια. Με επικοινωνιακούς χειρισμούς και υπεκφυγές, εξομάλυναν την κατάσταση. Δεν έπεισαν, όμως βοήθησαν να ξεχαστεί το όποιο κενό στα γρήγορα.
Για κακή τους τύχη, ο ευνούχος δεν ήταν ακριβώς ευνούχος. Διαπίστωσαν ότι είχε ότι χρειαζόταν ώστε να τους την φορέσει κανονικότατα. Πριν ακόμα καταλάβουν τι τους βρήκε, οι δελφίνοι είχαν παραγκωνιστεί τόσο, που ούτε καν μπήκαν στην διαδικασία για το μεταξύ τους ξεκαθάρισμα.
Το κοντό κίτρινο ανθρωπάκι, αν και εμφανώς αλλεργικό στο βελούδο και το μετάξι, έβγαλε καντήλες που ουδέποτε ξεφορτώθηκε, αλλά επιβεβαίωσε με τις κινήσεις του ένα παλιό ρητό:
«Δεν έχει σημασία το πως βρέθηκες στον θρόνο. Σημασία έχει το τι θα πράξεις μετά».
Έρεπε να χτίσει τον μύθο του. Μόνο έτσι θα μπορούσε μετέπειτα να κωλοκάθεται ανενόχλητος. Δεν ήταν δα και ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κόσμο για να διαπιστώσει με ποιους ακριβώς είχε να κάνει.
Ήταν ιδιαίτερα μεθοδικός. Για να καλύψει τα ανύπαρκτα ηγετικά του προσόντα, μιλούσε περίεργα, τα μασούσε κοινώς. Ελάχιστοι νόμιζαν ότι καταλάβαιναν τα λεγόμενα του νέου εξουσιαστή.
Για να περιορίσει την γκρίνια, βόλεψε όλους τους πρώην ανταγωνιστές του στο παλάτι. Δώρισε στο μόγγολο μια άγρια φοράδα και τον έστειλε μόνιμα στα λιβάδια.
Επί της ουσίας, έπρεπε να κυβερνήσει. Επειδή υπήρξε μια ζωή στην πείνα, αντιμετώπιζε τον χρυσό με ευλάβεια. Αν μάλιστα δεν είχα χρησιμοποιήσει βρομόλογα παραπάνω, θα το παραλλήλιζα με το σκεπτικό όπου μια επίμονη παρθένα αναφέρεται προσεγγιστικά στον φαλλό.
Κάθε μέρα διακυβέρνησης, ο ευνούχος διαπίστωνε ένα συγκεκριμένο παράδοξο. Το βασίλειο ήταν αρκετά πλούσιο. Παρά τους αετονύχηδες που κυκλοφορούσαν στο προαύλιο, το θησαυροφυλάκιο ήταν τιγκαρισμένο.
«Ποιανού είναι όλα αυτά», απόρησε.
Του εξήγησαν ότι τα περισσότερα άνηκαν στον λαό. Κυρίαρχο τον είχε ονομάσει ο προκάτοχός του, περισσότερο για λόγους αυτονόητους.
«Μα πως γίνεται; Η λαχαναγορά έχει τα απολύτως απαραίτητα, παραπέμποντας σε μια τριτοκοσμική κατάσταση ενώ εκεί μέσα δεν χωράει άλλο χρυσάφι;»
Ο τραπεζίτης αποκάλυψε ένα μεγάλο μυστικό. Την «Αποταμίευση». Αφού σχεδόν όλοι εργάζονταν για το παλάτι, ήταν μισθωτοί. Πληρώνονταν κάθε μήνα, κρατούσαν όσα χρειάζονταν για τα πάγια έξοδα και τα υπόλοιπα τα εμπιστεύονταν στον επίσημο κουμπαρά. Έτσι το παλάτι φαινόταν εύρωστο με γεμάτο θησαυροφυλάκιο και διέθετε τα απαραίτητα χρήματα για τις υπέρογκες πληρωμές. Άσχετα εάν στην πραγματικότητα δεν του αναλογούσε δεκάρα τσακιστή. Οι φόροι που μαζεύονταν, ουσιαστικά δεν έφταναν ούτε για την μισή μισθοδοσία ενώ τα αρπακτικά όλο και κάτι έκλεβαν κάθε τόσο.
Όποιοι επεδίωκαν να στήσουν την δική τους ανεξάρτητη δουλειά, συχνά αντιμετωπίζονταν σαν να είχαν λέπρα. Τα ακριβά αγαθά απουσίαζαν πλήρως από τους πάγκους και η κίνηση ήταν μόνιμα υποτονική.
«Μαλακία. Το χρήμα πρέπει να κινείται», σκέφτηκε ο βασιλιάς ευνούχος.
Έντρομοι, οι φραγκοφονιάδες υποτακτικοί προειδοποίησαν ότι όποια απόπειρα για απόδοση των καταθέσεων στους δικαιούχους θα έβγαζε παραέξω μια πικρή αλήθεια. Μπροστά στο έλλειμμα και την εξαπάτηση, δύσκολα θα γλύτωναν την γκιλοτίνα.
«Θα το βγάλουμε σταδιακά», καθησύχασε με το συλλογισμό του εκείνος.
Πράγματι, η κατάσταση στο παζάρι ήταν απογοητευτική. Λίγα σακιά φασόλια, πέντε μπούτια καπνιστό και μετρημένα σκοροφαγωμένα υφάσματα δεν καθρέφτιζαν την πραγματική εικόνα.
Η εικόνα του άγνωστου ευνούχου στα μάτια των συναδέλφων βασιλιάδων ήταν η χειρότερη. Κανένας δεν τον γνώριζε, κανένας δεν τον αναγνώριζε και κανένας δεν το έπαιρνε στα σοβαρά.
Αυτό έπρεπε να αλλάξει πάση θυσία.
Για να καταφέρει κάποτε να γίνει ισάξιος μονάρχης, ο ευνούχος έπρεπε να κυβερνήσει. Για να κυβερνήσει, ήταν απαραίτητο να συμβουλεύεται τους εμπειρότερους βασιλιάδες. Ο μόνος τρόπος να του εμπιστεύονται τα μυστικά εξουσίας ήταν να κερδίσει τον σεβασμό τους.
Δεν έχασε λεπτό, μάζεψε τους τραπεζίτες, τους έντυσε με τις μακριές μαύρες κουκούλες και κατασκόπευσαν τα πιο εύρωστα βασίλεια. Παρατήρησαν συμπεριφορές και έκλεψαν ιδέες. Όταν επέστρεψαν, είχαν ήδη καταστρώσει το μεγαλεπήβολο σχέδιο τους.
Το ονόμασαν «Επενδύσεις». Έστειλαν αγγελιοφόρους που ζητούσαν από τους ξένους εμπόρους να επισκεφτούν την τοπική αγορά με την πραμάτεια τους. Μόλις αντίκρισαν τους σπαγκοραμμένους δημόσιους υπάλληλος, οι επίδοξοι έμποροι εξαφανίστηκαν και ελάχιστοι επέλεξαν να ξαναπεράσουν.
Τα πήρε ο ευνούχος και άρχισε τα γαμοσταυρίδια.
«Έτσι θα γίνετε Ευρωπαίοι;;; θα δείτε τι θα πάθετε καρμίρηδες», απειλούσε.
Το επόμενο πρωινό τους μάζεψε όλους στην πλατεία και άρχισε να κόβει κώλους. Απέλυσε σχεδόν το μισό αχρείαστο προσωπικό. Οι μοδίστρες έκλαιγαν και οι κηπουροί καταριόντουσαν.
Ο τραπεζίτης μοίραζε τις αποζημιώσεις και τους συμβούλευε να κάνουν δικές τους δουλειές. Σιγά σιγά, η αγορά γέμισε από καινούριους πάγκους. Απαλά υφάσματα, λουλούδια, νέα είδη φρούτων και λαχανικων. Μπροστά στην προσφορά νέων προϊόντων και υπό το βάρος της συναδελφικότητας, οι εναπομείναντες καβατζομένοι ψώνιζαν παραπάνω.
Η στοιχειώδης ευημερία είχε επιτευχθεί. Οι κρατικοί μισθοί είχαν ελαττωθεί ενώ οι πάγκοι απέδιδαν φόρο στον άρχοντα. Ικανοποιημένος από τις εξελίξεις, ο ευνούχος βάφτισε το φαινόμενο «Επιχειρηματικότητα».
Κανένας δεν έδειχνε δυσαρεστημένος. Μερικοί βασιλείς έπαιρναν πλέον τον ευνούχο στα σοβαρά και κάποια καραβάνια κατέφθαναν τακτικότερα.
Το βασίλειο είχε δικά του έσοδα. Όλα κυλούσαν κατ’ ευχή, γεγονός που έφτιαχνε τον ευνούχο συνέχεια. Πολλοί μιλούσαν για εκείνον με τα καλύτερα λόγια:
«Ε, τι πειράζει που είναι λιγάκι κίτρινος;»
Δεν χρειάστηκε πολύ καιρό ώστε να την ψωνίσει. Κοιτούσε μπροστά, όμως όχι κοντά. Ή μήπως το αντίθετο;
Γεγονός ήταν πως καλόμαθε και πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Υποθέτοντας πως η «Επιχειρηματικότητα» θα μεγεθυνόταν με δοκιμασμένες μεθόδους, πήρε ανεύθυνες πρωτοβουλίες.
Απέλυσε κι άλλους μισούς. Τους μισούς από τους εναπομείναντες.
Οι ντελάληδες δούλευαν με ιδιωτικά συμφωνητικά και οι αμαξάδες με leasing!
Η πλειοψηφία μετατράπηκε σε ελεύθερους επαγγελματίες. Τα είδη στην αγορά βρίσκονταν σε αφθονία και το βασιλικό ταμείο εισέπραττε συνεχώς νέους φόρους.
Κάτι βρωμούσε όμως…
Όσο τα πάντα ήταν σε άνοδο, όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Κάποια στιγμή επήλθε καθίζηση. Η αγοραστική δύναμη του καθενός ήταν δεδομένη. Οι έμποροι ρίσκαραν σε ανοίγματος, επιδιώκοντας όπως ήταν λογικό περισσότερα κέρδη. Μέχρι να μάθει η πιάτσα να προφέρει το «Ανταγωνισμός», οι πιο αφελείς είχαν βάλει λουκέτο και ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν για τους πιο ξύπνιους.
Στις πρώτες γκρίνιες, έκανε εμφάνιση και το ξεχασμένο μόγγολο. Για να περιορίσει τα περιθώρια ανατροπής, ο ευνούχος τον περιμάζεψε στο πλάι του. Αγόρασε ακριβότερο άτι και τον ξαπόστειλε, πείθοντας τον ότι είναι υπουργός εξωτερικών!
Είπαμε, από εξουσία δεν σκάμπαζε πολλά. Τους υπόλοιπους παρατηρούσε και λειτουργούσε ανάλογα. Με την αξιοσημείωτη διαφορά πως μάθαινε γρήγορα και σταδιακά έμπαινε στο σωστό κλίμα.
Ενοχλημένος από τις οικονομικές εξελίξεις, ο ευνούχος βασιλιάς έπαιξε ένα ακόμα χαρτί. Κατέβηκε στην αγορά και συναντήθηκε με τους ισχυρότερους. Σε ένα απόμακρο χάνι, τα μιλήσανε και γρήγορα τα συμφωνήσανε.
Τους έδωσε κοψοχρονιά την αποκλειστικότητα στις προμήθειες του παλατιού. Αυτό τους έδινε ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους και γέμιζε ευκολότερα τις άπληστες τσέπες. Σε περίπτωση που κάτι στράβωνε στην αίθουσα του θρόνου, ο ευνούχος είχε την υποστήριξη και τις πλάτες που χρειαζόταν για να ανταπεξέλθει των προκλήσεων.
Τα ποτήρια τσούγκρισαν σταυρωτά και ο ταβερνιάρης που πήρε πρέφα το μυστικό δείπνο, μιλούσε για «Διαπλεκόμενα».
Από καθαρή σπόντα βρέθηκε με το σκήπτρο. Την τύφλα του δεν ήξερε. Έλα όμως που σύντομα γλυκάθηκε και αυτός. Ο ευνούχος δεν νοούσε πια να αποχωριστεί την εξουσία. Προσέδιδε ένα κύρος στον λαό του, κυρίως λόγω της πλασματικής ευημερίας, όμως παρόλα τα εχέγγυα επιθυμούσε να κλειδώσει τον ποπό του στο μαξιλαράκι έως την αιωνιότητα.
Μπορεί να αγόρασε τους σωστούς ανθρώπους, όμως έχανε την παραμικρή του επαφή με την πραγματικότητα. Όσο ξεγελούσε τον εαυτό του σχετικά με την επιρροή που είχε πάνω τους, τόσο γινόταν ο ιδανικός υπηρέτης της αδηφαγίας τους.
Η αγορά είχε αγριέψει.
Σχεδόν οι πάντες κατανάλωναν διαρκώς πολύ περισσότερα από όσα είχαν ανάγκη. Αρκετοί μάλιστα ξόδευαν παραπάνω από όσα μπορούσαν.
«Δεν είστε σπάταλοι, δεν είστε ανόητοι. Είστε επενδυτές», διέρρεε από το παλάτι. Ο ευνούχος παρατηρούσε τους φόρους του να αυξάνονται και οι φίλοι τους έτρωγαν με χρυσά κουτάλια.
Παράλληλα, αυτή η μανία των πρώην αυλικών είχε αυξήσει τόσο την ζήτηση σε πολλά προϊόντα. Η τιμή τους ανέβαινε συνεχώς, γεγονός που προσέλκυε κερδοσκόπους.
Ένα χειμώνα, εξαφανίστηκαν οι ντομάτες από τους πάγκους. Κάποιος τυχερός, έφερε την ξεχασμένη παραγωγή του στην αγορά και όλοι αφήνιασαν.
Άπαντες ζητούσαν τις ζαρωμένες ντομάτες. Τρελάθηκε.
Είχε περισσέψει μια τελευταία σακούλα όμως οι πελάτες ήταν κάμποσοι. Πήγε να την πάρει ο πρώτος στην σειρά αλλά δεν πρόλαβε. Ο επόμενος πρόσφερε παραπάνω και ξεκίνησε ένας ανέλπιστος πλειστηριασμός. Στο τέλος η σακούλα πουλήθηκε στην διπλή τιμή.
Όποιοι αγόρασαν νωρίτερα διέκριναν μια ευκαιρία. Έτσι, αντί να καταναλώσουν τις ντομάτες, επέλεξαν να κατέβουν ξανά στους πάγκους το επόμενο πρωί και να τις διαπραγματευτούν. Αυτοί που είχαν μείνει με το παράπονο, βρέθηκαν εκ νέου πλειοδότες. Οι σακούλες άλλαξαν χέρια στην τριπλάσια τιμή. Επικράτησε πανικός και οι ζαρωμένες ντομάτες έφτασαν να αξίζουν περισσότερο από χρυσό. Έπαψαν να είναι ένα ζαρζαβατικό και γίνηκαν επενδυτικό αγαθό.
Το ίδιο συνέβη και στους υπόλοιπους πάγκους. Οι διπλανοί μανάβηδες μπήκαν στο κλίμα. Παρατηρήθηκαν τεχνητές εκλείψεις σε καρότα, μαϊντανούς, κρεμμύδια, μύδια και αμπελοφάσουλα. Οι τιμές εκτοξεύτηκαν. Τίποτα δεν στοίχιζε όσο άξιζε.
Υπνωτισμένοι μέσα στην υπερβολή, οι περισσότεροι εκταμίευαν το χρυσάφι για να το ανταλλάξουν με οπωροκηπευτικά. Άλλοι πλησίαζαν τα όριά τους και έμειναν από ρευστό. Αναγκάστηκαν έτσι να μετακυλήσουν στην αγορά παραγωγών.
«Δώσε μου τρία καρότα για εφτά σκελίδες και δυο αγγούρια το καλοκαίρι», ακουγόταν συχνά πυκνά εκεί έξω.
(κόβεται απότομα γιατί συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου