Αδιαμφισβήτητα, ένα σημάδι της ρημαδιασμένης ταχύτητας ηλικίας είναι όταν είσαι αναγκασμένος να ξεκινήσεις την φράση σου με το «ήταν κάποτε» ώστε να γίνεις κατανοητός. Εφόσον ένα παιδικό σου βίωμα έχει μετατραπεί σε ξεθωριασμένη ανάμνηση, πρέπει να έχεις μεγαλώσει αδερφέ!
«Στο κάμπινγκ»
Έτσι λέγανε την σειρά που πρωτοπαίχτηκε στα τέλη του 80.
Σε κάποια παραλία της Πελοποννήσου, η ελληνική επαρχία γνωρίζει τον τουρισμό και το αντίστροφο.
Ήταν ίσως η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε ο ελληνικός τουρισμός στη σωστή του διάσταση, αφού είχε προηγηθεί το sirtaki-bouzouki-mousaka του εξήντα και εβδομήντα.
Η ζοφερή μουσικοχορευτική αντίληψη για το παρθένο εθνικό μας προϊόν έδειχνε να ξεφτίζει, ή έστω να μην ανταποκρίνεται εντελώς στην πραγματικότητα.
Με τον σοσιαλιστικό αέρα της δεκαετίας, έγιναν προσπάθειες για τουριστική ανάπτυξη της υπαίθρου με την εξεύρεση νέων μορφών και προορισμών που θα πλαισίωναν το συνολικό πακέτο. Όχι πως υπήρχε κάποιος συνταρακτικός σχεδιασμός πέραν μιας γενικευμένης φλου γραμμής. Περισσότερο αεριτζίδικες επενδύσεις και εποχιακές αρπαχτές.
Ο Τάκης (Μόσχος) κληρονομεί ένα κάμπινγκ και αποφασίζει να το λειτουργήσει. Στην επιχείρηση θα καταλήξουν να εργάζονται όλες οι αντιπροσωπευτικές ράτσες που συναντούσε κανείς τότε.
Ο ξάδερφος του Τάκη, ο χαϊλάντερ αλογάς Μήτσος (Καλογερόπουλος), αφού πρώτα υπέστη ένα πολιτισμικό σοκ, βολτάροντας τους τουρίστες, θα καψουρευτεί τη Σαμάνθα, μια σιτεμένη Γερμανίδα (Αγγλίδα;) που παραθέριζε χωρίς τον άντρα της.
Αν και η σχέση τους κρατάει στα περισσότερα επεισόδια, αυτό γίνεται περισσότερο για δένουν πολλές παράλληλες ιστορίες. Στην πλειοψηφία τους έβγαζαν γέλιο ενώ υπήρχαν και δυνατές δραματικές στιγμές.
Ο Μάϊμος (επίσης ένας αγνώριστος Καρογερόπουλος) συγκαταλέγεται στους κορυφαίους ρόλους της ελληνικής τηλεόρασης και σίγουρα από τους αγαπημένους μου.
«Εσύ είσαι το πατέρα μου ;;;;»
Μου πήρε δυο επαναλήψεις για να χωνέψει η παιδική ψυχή μου πως ο Μήτσος και ο Μάϊμος ήταν το ίδιο πρόσωπο! Και μόλις το συνειδητοποίησα, τρέφω έναν υπέρμετρο σεβασμό προς το μέγεθος του εν λόγω ηθοποιού.
Ανάμεσα σε εξαιρετικές ερμηνείες, αδικείται ο Χύτας που υποδυόταν ένα γνήσιο τυχοδιωκτικό καμάκι που συνδύαζε διακοπές με εργασία. Βρέθηκε στο κάμπινγκ όπου παρίστανε ένα πρώιμο baywatcher, επιδιδόμενος κυρίως στο κλασικό χάζι με τα κιάλια. Ίσως μια αυθεντική εκδοχή του «καμακιού», που καμία συγγένεια δεν διατηρούσε με την αντίστοιχη στερεότυπη της βιντεοκασέτας.
Ένα είναι σίγουρο. Η σειρά ήταν άκρως ρεαλιστική.
Δεν χρειαζόταν τρομερό σενάριο. Μια εφήμερη θερινή σεζόν κρύβει αρκετές ιστορίες, άσχετες μεταξύ τους. Θα μπορούσε να είχε γυριστεί σε περισσότερα από τα 13 επεισόδια και να παρέμενε εξίσου ενδιαφέρουσα δίχως να κουράζει.
Τεχνικό τερτίπι της εποχής ή σκοπιμότητα, οι τίτλοι τέλους. Μια άγρια σκοτεινή θάλασσα που πρόσδιδε μια μελαγχολία και οδηγούσε συνειρμικά στον χειμώνα. Έπαιζε και ένα κλαρίνο για να βαρύνει κι άλλο η ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα να κλείνω κάθε φορά το κουτί με βαριά καρδιά, διατηρώντας όμως μια τεχνητή μυρωδιά αντηλιακού.
Πόσες ακριβώς επαναλήψεις πέτυχα, δύσκολο να υπολογίσω. Δυστυχώς, το «Κάμπινγκ» δεν θεωρήθηκε ποτέ «σειρά πρώτης γραμμής» και δεν προβλήθηκε όσο θα περίμενε κανείς. Βέβαια, το γεγονός αυτό συντέλεσε ώστε να γίνει καλτ σε μεγάλο βαθμό.
...
Αν και θα γούσταρα να γράψω άλλο τόσο με περισσότερες λεπτομέρειες και στοιχεία για το σημερινό ρετρό, δεν θα το κάνω. Ίσως επειδή θέλω να καταλήξω κάπου διαφορετικά.
Να σας εξηγήσω γιατί απείχα ολόκληρο τέρμινο.
Εσείς δηλαδή, διακοπές δεν πάτε ;;;
Τι σημαίνει αλήθεια «γιατί δεν γράφεις»;;;
Δεν θα το ταλαιπωρήσω πολύ, απάντηση υπάρχει.
Γιατί ήμουν στο Κάμπινγκ!
Αν όχι, ακριβώς το ίδιο, σε ένα που έμοιαζε αρκετά!
Σε περίπτωση που αναρωτιέστε ποιανού τον ρόλο είχα, δώστε μου λίγο χρόνο και λύση θα βρεθεί.
Τότε, στην πρώτη προβολή, είχα εκστασιαστεί με την προοπτική του Μάϊμου!
Αλήθεια. Ενώ όλα τα υπόλοιπα μαλακισμένα της γειτονιάς την έβρισκαν με ότι παπαριά γυάλιζε λιγάκι παραπάνω, εγώ παρέμενα αμετακίνητος.
Ποιος Ιντιάνα Τζόουνς, ποιος Μπάτμαν και ποιος Ρόμποκοπ ;
Από μικρός ήθελα να είμαι ο Μάϊμος!
Οι λόγοι δεν είναι της παρούσης. Αρκεί μονάχα να σημειώσω ότι παραιτήθηκα της εμμονής μια δεκαετία αργότερα, όταν ανακάλυψα τον Φον Τρίερ μέσα από τους «Ηλίθιους».
Για τις ανάγκες του ποστ, ας πούμε πως ήμουν ο άλλος Καλογερόπουλος, ο αλογάς Μητσάρας. Που από σπόντα ανακάλυψε έναν διαφορετικό κόσμο και κάπου στην πορεία ερωτεύτηκε, για να διαπιστώσει εμπειρικά πλέον πως οι καλοκαιρινοί έρωτες κρατάνε το πολύ μέχρι τις πρώτες φθινοπωρινές ψιχάλες (σ.σ. διαβάστε καμιά παλιά ιστορία για να μην χρειάζεται να επαναλαμβάνομαι – γεια και χαρά σου Μπεν!)
Σημαντική διαφορά, η δική μου Σαμάνθα δεν επρόκειτο για ένα τσρτεροτσόλι που απατούσε τον άντρα της με κάποιο ντόμπρο επαρχιώτη. Ήταν μάλλον μια κατάσταση του μυαλού, μια πρωτόγνωρη εμπειρία.
Κάτι πρωτόγονο μου βρήκε, κάπως περίεργα μου άστραψε, με αποτέλεσμα να ολοκληρώσουμε μια δυνατή αλλά φαινομενικά αταίριαστη σχέση.
Τα πρωτοβρόχια φάνηκαν, επομένως η Σαμάνθα μου εξάντλησε όλα τα περιθώρια, αποχαιρέτισε ένα πρωί με τις σαμσονάιτ στο χέρι και καβάλησε το τελευταίο τσάρτερ της επιστροφής.
Ότι και αν συνέβη μεταξύ μας, θα συμπεριληφθεί στις αναμνήσεις μιας ζωής και όλα επανέρχονται σε παλιούς ρυθμούς. Η Σαμάνθα θα ξεχειμωνιάσει στο Βούπερταλ και είναι άγνωστο αν θα φιλοτιμηθεί να ξαναφανεί από το Κάμπινγκ.
Εγώ πάλι, θα πρέπει να μαζέψω τα ζωντανά μου (εσάς εάν δεν σηκώνετε παρεξήγηση) και θα κατευθυνθώ πίσω στη γνωστή στάνη.
Ποιος ξέρει, αν κάποτε βρω διάθεση, ίσως εξηγήσω τι ακριβώς ήταν η Σαμάνθα του καλοκαιριού.
Φέτος θα έχει λιγότερα από πέρυσι, ελπίζω να τραβήξει κάμποσο.
Ενδεχομένως να προκύψει υλικό που δεν προοριζόταν εξ αρχής για εδώ.
Με την ευχή να μαζευτείτε ξανά όπως παλιά.
Μην ξεχνάτε να ψηφίζετε. Επιτελείτε κοινωνικό έργο!
«Στο κάμπινγκ»
Έτσι λέγανε την σειρά που πρωτοπαίχτηκε στα τέλη του 80.
Σε κάποια παραλία της Πελοποννήσου, η ελληνική επαρχία γνωρίζει τον τουρισμό και το αντίστροφο.
Ήταν ίσως η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε ο ελληνικός τουρισμός στη σωστή του διάσταση, αφού είχε προηγηθεί το sirtaki-bouzouki-mousaka του εξήντα και εβδομήντα.
Η ζοφερή μουσικοχορευτική αντίληψη για το παρθένο εθνικό μας προϊόν έδειχνε να ξεφτίζει, ή έστω να μην ανταποκρίνεται εντελώς στην πραγματικότητα.
Με τον σοσιαλιστικό αέρα της δεκαετίας, έγιναν προσπάθειες για τουριστική ανάπτυξη της υπαίθρου με την εξεύρεση νέων μορφών και προορισμών που θα πλαισίωναν το συνολικό πακέτο. Όχι πως υπήρχε κάποιος συνταρακτικός σχεδιασμός πέραν μιας γενικευμένης φλου γραμμής. Περισσότερο αεριτζίδικες επενδύσεις και εποχιακές αρπαχτές.
Ο Τάκης (Μόσχος) κληρονομεί ένα κάμπινγκ και αποφασίζει να το λειτουργήσει. Στην επιχείρηση θα καταλήξουν να εργάζονται όλες οι αντιπροσωπευτικές ράτσες που συναντούσε κανείς τότε.
Ο ξάδερφος του Τάκη, ο χαϊλάντερ αλογάς Μήτσος (Καλογερόπουλος), αφού πρώτα υπέστη ένα πολιτισμικό σοκ, βολτάροντας τους τουρίστες, θα καψουρευτεί τη Σαμάνθα, μια σιτεμένη Γερμανίδα (Αγγλίδα;) που παραθέριζε χωρίς τον άντρα της.
Αν και η σχέση τους κρατάει στα περισσότερα επεισόδια, αυτό γίνεται περισσότερο για δένουν πολλές παράλληλες ιστορίες. Στην πλειοψηφία τους έβγαζαν γέλιο ενώ υπήρχαν και δυνατές δραματικές στιγμές.
Ο Μάϊμος (επίσης ένας αγνώριστος Καρογερόπουλος) συγκαταλέγεται στους κορυφαίους ρόλους της ελληνικής τηλεόρασης και σίγουρα από τους αγαπημένους μου.
«Εσύ είσαι το πατέρα μου ;;;;»
Μου πήρε δυο επαναλήψεις για να χωνέψει η παιδική ψυχή μου πως ο Μήτσος και ο Μάϊμος ήταν το ίδιο πρόσωπο! Και μόλις το συνειδητοποίησα, τρέφω έναν υπέρμετρο σεβασμό προς το μέγεθος του εν λόγω ηθοποιού.
Ανάμεσα σε εξαιρετικές ερμηνείες, αδικείται ο Χύτας που υποδυόταν ένα γνήσιο τυχοδιωκτικό καμάκι που συνδύαζε διακοπές με εργασία. Βρέθηκε στο κάμπινγκ όπου παρίστανε ένα πρώιμο baywatcher, επιδιδόμενος κυρίως στο κλασικό χάζι με τα κιάλια. Ίσως μια αυθεντική εκδοχή του «καμακιού», που καμία συγγένεια δεν διατηρούσε με την αντίστοιχη στερεότυπη της βιντεοκασέτας.
Ένα είναι σίγουρο. Η σειρά ήταν άκρως ρεαλιστική.
Δεν χρειαζόταν τρομερό σενάριο. Μια εφήμερη θερινή σεζόν κρύβει αρκετές ιστορίες, άσχετες μεταξύ τους. Θα μπορούσε να είχε γυριστεί σε περισσότερα από τα 13 επεισόδια και να παρέμενε εξίσου ενδιαφέρουσα δίχως να κουράζει.
Τεχνικό τερτίπι της εποχής ή σκοπιμότητα, οι τίτλοι τέλους. Μια άγρια σκοτεινή θάλασσα που πρόσδιδε μια μελαγχολία και οδηγούσε συνειρμικά στον χειμώνα. Έπαιζε και ένα κλαρίνο για να βαρύνει κι άλλο η ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα να κλείνω κάθε φορά το κουτί με βαριά καρδιά, διατηρώντας όμως μια τεχνητή μυρωδιά αντηλιακού.
Πόσες ακριβώς επαναλήψεις πέτυχα, δύσκολο να υπολογίσω. Δυστυχώς, το «Κάμπινγκ» δεν θεωρήθηκε ποτέ «σειρά πρώτης γραμμής» και δεν προβλήθηκε όσο θα περίμενε κανείς. Βέβαια, το γεγονός αυτό συντέλεσε ώστε να γίνει καλτ σε μεγάλο βαθμό.
...
Αν και θα γούσταρα να γράψω άλλο τόσο με περισσότερες λεπτομέρειες και στοιχεία για το σημερινό ρετρό, δεν θα το κάνω. Ίσως επειδή θέλω να καταλήξω κάπου διαφορετικά.
Να σας εξηγήσω γιατί απείχα ολόκληρο τέρμινο.
Εσείς δηλαδή, διακοπές δεν πάτε ;;;
Τι σημαίνει αλήθεια «γιατί δεν γράφεις»;;;
Δεν θα το ταλαιπωρήσω πολύ, απάντηση υπάρχει.
Γιατί ήμουν στο Κάμπινγκ!
Αν όχι, ακριβώς το ίδιο, σε ένα που έμοιαζε αρκετά!
Σε περίπτωση που αναρωτιέστε ποιανού τον ρόλο είχα, δώστε μου λίγο χρόνο και λύση θα βρεθεί.
Τότε, στην πρώτη προβολή, είχα εκστασιαστεί με την προοπτική του Μάϊμου!
Αλήθεια. Ενώ όλα τα υπόλοιπα μαλακισμένα της γειτονιάς την έβρισκαν με ότι παπαριά γυάλιζε λιγάκι παραπάνω, εγώ παρέμενα αμετακίνητος.
Ποιος Ιντιάνα Τζόουνς, ποιος Μπάτμαν και ποιος Ρόμποκοπ ;
Από μικρός ήθελα να είμαι ο Μάϊμος!
Οι λόγοι δεν είναι της παρούσης. Αρκεί μονάχα να σημειώσω ότι παραιτήθηκα της εμμονής μια δεκαετία αργότερα, όταν ανακάλυψα τον Φον Τρίερ μέσα από τους «Ηλίθιους».
Για τις ανάγκες του ποστ, ας πούμε πως ήμουν ο άλλος Καλογερόπουλος, ο αλογάς Μητσάρας. Που από σπόντα ανακάλυψε έναν διαφορετικό κόσμο και κάπου στην πορεία ερωτεύτηκε, για να διαπιστώσει εμπειρικά πλέον πως οι καλοκαιρινοί έρωτες κρατάνε το πολύ μέχρι τις πρώτες φθινοπωρινές ψιχάλες (σ.σ. διαβάστε καμιά παλιά ιστορία για να μην χρειάζεται να επαναλαμβάνομαι – γεια και χαρά σου Μπεν!)
Σημαντική διαφορά, η δική μου Σαμάνθα δεν επρόκειτο για ένα τσρτεροτσόλι που απατούσε τον άντρα της με κάποιο ντόμπρο επαρχιώτη. Ήταν μάλλον μια κατάσταση του μυαλού, μια πρωτόγνωρη εμπειρία.
Κάτι πρωτόγονο μου βρήκε, κάπως περίεργα μου άστραψε, με αποτέλεσμα να ολοκληρώσουμε μια δυνατή αλλά φαινομενικά αταίριαστη σχέση.
Τα πρωτοβρόχια φάνηκαν, επομένως η Σαμάνθα μου εξάντλησε όλα τα περιθώρια, αποχαιρέτισε ένα πρωί με τις σαμσονάιτ στο χέρι και καβάλησε το τελευταίο τσάρτερ της επιστροφής.
Ότι και αν συνέβη μεταξύ μας, θα συμπεριληφθεί στις αναμνήσεις μιας ζωής και όλα επανέρχονται σε παλιούς ρυθμούς. Η Σαμάνθα θα ξεχειμωνιάσει στο Βούπερταλ και είναι άγνωστο αν θα φιλοτιμηθεί να ξαναφανεί από το Κάμπινγκ.
Εγώ πάλι, θα πρέπει να μαζέψω τα ζωντανά μου (εσάς εάν δεν σηκώνετε παρεξήγηση) και θα κατευθυνθώ πίσω στη γνωστή στάνη.
Ποιος ξέρει, αν κάποτε βρω διάθεση, ίσως εξηγήσω τι ακριβώς ήταν η Σαμάνθα του καλοκαιριού.
Φέτος θα έχει λιγότερα από πέρυσι, ελπίζω να τραβήξει κάμποσο.
Ενδεχομένως να προκύψει υλικό που δεν προοριζόταν εξ αρχής για εδώ.
Με την ευχή να μαζευτείτε ξανά όπως παλιά.
Μην ξεχνάτε να ψηφίζετε. Επιτελείτε κοινωνικό έργο!
Καλό χειμώνα, για την ώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου