Η σημερινή ιστορία, αν και έχει μυρωδιά από γρασίδι δεν είναι διόλου ποδοσφαιρική. Κάποτε ένας κοντοστούπης εμιγκρές που δούλευε στα εργοστάσια της Τζόνσον και Τζόνσον, άφησε πίσω τους Σιχαμένους και επιστρέφοντας στο νησί του, αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή. Μάλιστα ήταν τόσο μεγάλη η φήμη και επιρροή του, που όταν η χώρα έφτασε στα πρόθυρα εμφυλίου, συνέβαλε τα μέγιστα ώστε να αποφευχθεί η αιματοχυσία.
Πρέπει να τον γνωρίζετε. Το νησί λεγόταν Ιαμαική και ο θρύλος που άφησε το στίγμα του, δεν ήταν άλλος από τον Μπάμπη τον Μάρλευ, πέρα από τους μπάφους και τα τραγούδια.
Αλλά, επειδή μερικοί από εσάς μπορεί να μην επιζητούν άλλο ένα γλυκανάλατο παραμυθάκι, θα πρέπει να προχωρήσω επί της ουσίας.
Μπορεί ένας άνθρωπος να αλλάξει μια ολόκληρη χώρα;
Η ερώτηση αχρείαστη. Σαφώς και όχι. Ας είμαστε πραγματιστές.
Αν όμως το θέταμε από διαφορετική οπτική;
Δηλαδή…
Μπορεί η δημιουργία ενός μύθου να επηρεάσει την ψυχοσύνθεση ενός λαού;
Δεν θα αναφερθώ στο δικό μας χωριό επίτηδες. Δεν πρέπει να μείνουμε σε μικροπρέπειες και αποστασιοποιήσεις.
Στην Νότια και Κεντρική Αμερική, υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ του λαού και του ηγέτη - προτύπου. Μια εγγενής και αέναη ανάγκη για μύθους.
Από γραφικότητες όπως τον Τσε, τον Πελέ, τον Φιντέλ, τον Μπάμπη ή τον Περόν, μέχρι τους σύγχρονούς συνεχιστές όπως ο Ντιέγκο, ο Ούγκω ή ο Λούλα, άγιοι σωτήρες δεν θα πάψουν να εμφανίζονται. Στους νόμους της αγοράς ονομάζεται «προσφορά και ζήτηση». Αριστεροί ή δεξιοί , άξιοι και μη, προσωπικότητες αναδείχτηκαν κατά καιρούς, μόνο επειδή ο κόσμος έψαχνε σε εκείνους την μορφή που θα λατρέψει, ταυτίζοντας την με την ελπίδα ή την αλλαγή.
Όπου υπάρχει εξαθλίωση ή αδιέξοδο, να είστε βέβαιοι πως θα ξεφυτρώνουν τέτοιοι τύποι. Δεν είναι κατακριτέο, ειδικά αν ζούμε και εμείς μέσα σε ένα παρόμοιο περιβάλλον και δεν διαβάζουμε απλά τα ψιλά στις εφημερίδες, μετά τις ανεπανάληπτες προσφορές σε ντιβιντί και τα κοινωνικά με το βρακί της Παπαρίζου.
Πέρα τον όποιο στρουθοκαμηλισμό και τα στεγανά της κοινωνίας στην οποία ζούμε, με τα DSL, τα ασφαλιστικά και τα πηδήματα του μουστάκια, υπάρχει κόσμος εκεί παραέξω που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα.
Ακόμη και αν μια μέρα το κατανοήσουμε, δεν είμαστε σε θέση για το παραμικρό. Τουλάχιστο, καλό είναι να ρίχνουμε κλεφτές ματιές, έστω μετά το πάουερ γίογκα ρε αδερφέ! Περισσότερο για προσανατολισμό…
Γιατί τα λέω όλα αυτά τα κοινότυπα;
…
Υπάρχει μια χώρα, εκεί κοντά στη Σενεγάλη. Θα την έχετε ακουστά ως Ακτή του Ελεφαντοστού, αν και νομίζω πως Ακτή του Ελεφαντόδοντου (Cote d’Ivore) είναι το σωστό (γιατί ο ελέφαντας έχει πολλά κόκαλα Αστραπόγιαννε)! Τέλος πάντων, οι Γάλλοι την ονόμασαν έτσι και την εκμεταλλεύονταν μέχρι το εξήντα.
Μετά έκανε σόλο καριέρα…
Πρώτος της ηγέτης υπήρξε ο Φίλιξ Μποϊνύ. Επειδή τα πράγματα στην Ακτή δεν ήταν χειρότερα από την ευρύτερη γειτονιά, φτωχοί εργάτες έφταναν εκεί για να δουλέψουν κυρίως στις φυτείες στο βόρειο τμήμα. Μην φανταστείτε τρελά πράγματα, όμως μια στοιχειώδης ευημερία είχε αναπτυχθεί.
Αυτό καταμεσής μια περιοχής, με τρισάθλιες δικτατορίες, εμφυλίους πολυεθνικών και φυλετικές ξεκαθαρίσεις. Ο Μποϊνύ είχε εξελιχθεί σε εγγυητή σταθερότητας και προοπτικής. Όχι απαραίτητα λόγω κάποιων ιδιαίτερων χαρισμάτων που είχε. Περισσότερο επειδή κατάφερε να πείσει και να αγαπηθεί.
«Ο Φίλιξ να είναι γερός και όλοι οι άλλοι να πα να …» που θα έλεγε ένας Ιβοριανός σε τηλεφωνική του υποκλοπή!
Με γνώσεις οικονομικών σε μία χώρα δίχως το υπερπολύτιμο για τους Δυτικούς αγαθό ώστε να τον ανατρέψουν, ο Μποϊνύ τα πήγε αρκετά καλά. Κυβέρνησε ανελλιπώς την Ακτή για 33 συναπτά έτη.
Μετά κουράστηκε…
Εκεί ξεκίνησαν τα προβλήματα. Μέχρι τότε και Λιβεριανοί είχαν καταφτάσει, και Γκανέζοι, και Μαλινέζοι και Ανωβολτιανοί. Δεν μιλάμε για χρόνιες μειονότητες αλλά για οικονομικούς μετανάστες πρώτης, το πολύ δεύτερης γενιάς.
Έλα ντε όμως που είχαν φτάσει να αποτελούν το ένα τέταρτο του πληθυσμού.
Είχε αναπτυχθεί ένα έντονο κλίμα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Πάνω σε αυτό πάτησαν όλοι οι διάδοχοι στην εξουσία Με διαδοχικές σειρές νόμων και με συνοπτικές διαδικασίες, οι μετανάστες στερήθηκαν θεμελιώδη δικαιώματα όπως τα εκλογικά και εν μέρει τα μισθολογικά.
Την πλήρωσαν οι Ανωβολτιανοί που ήταν σημαντικό μέρος των μεταναστών, μιας και η Ακτή συνορεύει με την Μπουρκίνα Φάσο (Άνω Βόλτα, το ίδιο είναι) στον βορρά, μια από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου.
Πέρα από την όποια κοινωνική αρνητική συμπεριφορά των ντόπιων, άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ψιλές. Αργότερα, φούντωσε το κακό και ξεκίνησαν τα βρομόξυλα, οι βιασμοί και οι φόνοι. Με απαρχή το θέμα της υπηκοότητας, τον Σεπτέμβρη του 2002, μέρος του στρατού διαφοροποιήθηκε, οργανώθηκε και επιτέθηκε σχεδόν σε όλοι την χώρα. Και η Ακτή έσπασε στους Βόρειους (αντάρτες;) και στους Νότιους (κυβερνητικούς;).
Ένας ακόμη αφρικανικός εμφύλιος είχε ξεκινήσει.
Το παράξενο είναι πως σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους που εξελίσσονται σε πολλά και διαφορετικά σημεία της Μαύρη Ηπείρου, ο Ιβοριανός εμφύλιος δεν είχε να κάνει ούτε με διαμάχη φυλών, ούτε με Δυτικά τσατσιλίκια, ούτε με φιλόδοξους δικτάτορες ούτε με έλεγχο των πόρων.
Αφορούσε σχεδόν ολοκάθαρα κοινωνικές διεκδικήσεις.
Για την ιστορία, κάπου στο ενδιάμεσο την πλήρωσε και η μαμά Γαλλία, έμπλεξαν και τα λιμεναρχεία (ΟΗΕ) και το πανηγύρι έληξε πριν κανένα χρόνο. Αφήνοντας μια νεκρή ζώνη που διχοτομεί την ίδια χώρα σε δύο κομμάτια. Σταδιακά θα διαλυθεί δίνοντας την ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό την κοινωνικής δομής και μια εκ νέου αντιμετώπιση ισότητας στους πολίτες της.
Τι σας νοιάζει τώρα τι γίνεται σε μια χώρα που αδυνατείτε να προφέρετε;
Δίκιο έχετε, εγώ από δίπλα. Ήταν ένας εμφύλιος δίχως εικόνα και ελάχιστες σταγόνες μελάνι στις φυλλάδες που μαζεύετε για την δισκοθήκη σας. Όπως και αρκετοί άλλοι αυτή τη στιγμή. Μην είστε απόλυτοι. Ενδεχομένως, κάποιος δημοσιογράφος της stand-up ενημέρωσης με τα άσπρα γιλέκα και εμφανώς δραματοποιημένα πλάνα και μουσική να σας δώσει μια μεταμεσονύχτια προβολή, κάποτε.
Υπνωτισμένος από μίξερ και ψυγειοκαταψύκτες, στα διαλλείματα των Τρέμει-Σπάει, δεν θα είχα ανακαλύψει μια αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία. Από εκείνες που αν δεν χαζέψεις ψάχνοντας αριστερά και δεξιά στο δίκτυο δεν θα μάθεις ποτέ.
Όχι πως τώρα τα γνωρίζουμε τα πάντα από αντικειμενική σκοπιά. Έγινε έστω μια προσπάθεια.
…
Δεν ήταν η προσωπική διαστροφή που με οδήγησε στην Ακτή.
Προέκυψε κάπως διαφορετικά…
Το ποδόσφαιρο δεν με ενδιαφέρει. Τους αριθμούς και την κοινωνιολογία του ψάχνω, επιζητώντας μια περίεργη ευχαρίστηση.
Το καλοκαίρι του 2006, έγινε το μουντιάλ στην Γερμανία.
Ήταν η πρώτη εμφάνιση της Ακτής Ελεφαντοστού. Μίας πολύ δυνατής ομάδας που χτίστηκε γρήγορα και σχεδόν από το πουθενά. Νεαροί και ταλαντούχοι παίκτες, αποκτήματα των ισχυρότερων ομάδων του πλανήτη. Οργανωμένο σχέδιο υποδομής δεν διαφαινόταν, οπότε να θεωρήσουμε πως ήταν συγκυριακό προϊόν, όπως αρκετές αφρικανικές ομάδες στο παρελθόν.
Τέτοια καλοκαίρια, οι θεατές αγαπούν τα αουτσάιντερ και περιμένουν να τους χαρίσουν ανύποπτες αθλητικές ιστορίες που ξεφεύγουν από τα τετριμμένα.
Όχι όλοι. Και εδώ υπάρχουν ράτσες. Είναι αυτοί με τις φλώρικες κίτρινες, λευκές ή γαλάζιες φανέλες, με τα πατατάκια ρίγανη και τα αυτοκόλλητα. Είναι και οι άλλοι, οι ρομαντικοί ή οι κακιασμένοι, που χαίρονται… όταν οι σκατόφλωροι στεναχωριούνται!
Τότε θυμάμαι ήμουν με το Τρι…Τριντάντ και Τομπάγκο!
Γουσταρά και την Ακτή παρά τα διάσημα ονόματα.
Ήθελα να πετύχει. Με είχαν συγκινήσει.
Λίγους μήνες νωρίτερα, είχε πραγματοποιηθεί το Africa Nations (το αντίστοιχο Euro για την Αφρική). Τα είχαν πάει αρκετά καλά. Έφτασαν στον τελικό όπου έχασαν στα πέναλτι από την διοργανώτρια(;) Αίγυπτο.
Όπως ήδη γνωρίζετε, την πατρίδα τους σφάζονταν μέρα και νύχτα. Οι παίκτες που ζούσαν μόνιμα στην Ευρώπη, μαζεύτηκαν για να εκπροσωπήσουν την φανέλα και τη σημαία μιας χώρας σε δύο κομμάτια. Δεν έπαιζαν για τα συμβόλαιά τους, όλοι καβατζωμένοι ήταν. Με το μέλλον αβέβαιο ως προς την ενότητα της πατρίδας, έδωσαν όλοι το παρόν.
Δίχως φανφάρες και δηλώσεις, πείσμωσαν και δούλεψαν, Συνδύασαν το δεδομένο ταλέντο τους και στόχευαν στην κορυφή. Δεν ήταν ένα κύπελλο αυτό που επιδίωκαν. Ήταν η εθνική ενότητα! Ανεξάρτητα από την πλευρά που τους αντιπροσώπευε, παρουσιάστηκαν σαν ένα σύνολο, μία ομάδα.
Η διοργάνωση διήρκησε περίπου δυο εβδομάδες. Το είχαν καταφέρει!
Όποτε έβγαιναν στο γρασίδι, φορώντας την πορτοκαλί φανέλα, πίσω στην ξεχασμένη Ακτή τα πάντα πάγωναν. Βόρειοι και Νότιοι όριζαν μια άτυπη εκεχειρία. Κάθε είδους εχθροπραξία έπαυε να υφίσταται. Όλοι μαζεύονταν σε πλατείες και στρατόπεδα για να ενισχύσουν τα αστέρια τους.
Τον Ντρογμπά, τους αδελφούς Τουρέ, τον Κονέ και όλους εκείνους που έδιναν κάτι παραπάνω από τον εαυτό τους για να πλησιάσουν την κορυφή.
Μόλις έμπαινε το γκολ, οι πανηγυρικές ιαχές ακούγονταν και από τις δυο πλευρές των χαρακωμάτων. Ότι δεν είχε φέρει η πολιτική ή ο χρόνος, έγινε εφικτό από έντεκα ζευγάρια παπούτσια!
Το μίσος δεν έσβησε μέσα σε 90 λεπτά. Αδύνατο. Όμως, αντάρτες και κυβερνητικοί, πέρα από τις διαφορές τους, είχαν κοινές αναφορές. Φορούσαν την μπλε φανέλα της Τσέλση με το όνομα του Ντρογμπά. Μνημόνευαν τα ίδια γκολ και είχαν τις ίδιες ανησυχίες. Ίσως, ο άδικος τρόπος που ηττήθηκαν στον τελικό, να αποδείχτηκε εξίσου συγκινητικός με το να έκαναν το γύρω του θριάμβου περιφέροντας ένα τρόπαιο πνιγμένο στις σημαίες.
Είναι δύσκολο να θρέφεις το μίσος όταν βιώνεις ακριβώς τα ίδια με εκείνον που αντιμάχεσαι! Οι «Ελέφαντες» είχαν περάσει το μήνυμα. Δίχως ομιλίες και δίχως προτροπές στις αντιμαχόμενες πλευρές.
Τράβηξαν την προσοχή κι άλλων νοματαίων από όλο τον κόσμο. Ανακάλυψαν μια άγνωστη χώρα. Έμαθαν στο περίπου τι συμβαίνει…
Κάπως έτσι, έψαξα και βρήκα αυτή την ιστορία και νοιώθω πως έχω υποχρέωση να σας την μοιραστώ.
Γι’ αυτό τον λόγο υποστήριζα τους πορτοκαλί τότε.
Κρίμα που έπεσαν σε απαιτητικό όμιλο και αποκλειστήκαν νωρίς.
…
Η ομάδα είχε ταλέντο αλλά ένας παίκτης έκανε την διαφορά.
Τον Ντιντιέ Ντρογκμπά. 30 χρονών σήμερα.
Γεννήθηκε στο Αμπιτζάν, την πρωτεύουσα αλλά σε μικρή ηλικία έφυγε μετανάστης μαζί με την οικογένεια του για την μαμά Γαλλία, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Στην επαρχία, στην φτώχεια και το περιθώριο. Οι συνθήκες δυσκόλεψαν πολύ όταν οι γονείς του έχασαν τις δουλειές τους ταυτόχρονα.
Έτσι, για να μπορέσουν να συντηρηθούν, τον έστειλαν προσωρινά σε έναν θείο του, που ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής σε μια μικρή ομάδα. Εκεί έμαθε μπάλα, χωρίς όμως να ασχοληθεί σοβαρά.
Πιτσιρικάς και αδύνατος από την κακή διατροφή, εργαζόταν συνήθως ως τσοπάνος, φυλώντας κοπάδια γίδια μέχρι τα 15 του!
Έπειτα, επέστρεψε με την υπόλοιπη οικογένεια που είχε εγκατασταθεί στα παρισινά προάστια. Σταδιακά έκανε τα πρώτα βήματα σε μια μικρή ομάδα και για χρόνια έπαιζε με επιτυχία αλλά δίχως ουσιαστική καταξίωση στις μικρές κατηγορίες.
Με τα χρόνια, γυμναζόταν και εξελισσόταν στο ιλουστρασιόν παλικάρι που θαυμάζετε σήμερα με πίτσες και μπύρες μεσοβδόμαδα, αφού πρώτα ξαναπέρασε από όλη την γαλλική επαρχία, αυτή τη φορά από τα γήπεδα «των ξένων και των μεταναστών» όπως απαξιώνει σε κάθε ευκαιρία ένα γνωστό φασιστοειδές.
Πήρε καιρό ώστε να γίνει αθλητής. Δεν υπήρξε ποτέ το νεαρό ταλέντο. Χρειάστηκε να δουλέψει σκληρά για να ξετυλίξει τα απίθανα ένστικτα του παιχνιδιού του.
Σε μεγάλη ομάδα έπαιξε μονάχα μια χρονιά. Στη Μασσαλία πήγε στα 25 του, όπου φάνηκε για πρώτη φορά σε υψηλό επίπεδο. Ήταν αρκετή για να τον λατρεύουν ακόμη και σήμερα. Μαζί έφτασαν μέχρι τον τελικό του UEFA αλλά δεν τα κατάφεραν.
Οι καταπληκτικές εμφανίσεις του τότε, ήταν υπεραρκετές για να τραβήξει το ενδιαφέρον σε διεθνές επίπεδο.
Τότε στην Αγλλία είχε φτάσει ο Αμπράμοβιτς, πρόεδρος σε μια παρακμασμένη Λονδρέζικη ομάδα με τα χειρότερα χουλιγκάνια και τα θεόρατα χρέη, την Τσέλση. Έψαχνε νέους και ταλαντούχους για να χτίσει το μέλλον της.
Ο Ντρογκμπά ήταν χτυπητός στόχος προς απόκτηση. Έτσι έσκασε 24 μύρια λίρες και έκτοτε φορά την μπλε φανέλα.
Την συνέχεια, λίγο έως πολύ την γνωρίζετε.
Αυτό που ίσως σας διαφεύγει, είναι πως ο Ντρογμπά, από εκείνο το μουντιάλ και έπειτα είναι πρεσβευτής καλής θέλησης.
(όμοια με την δικιά μας την μαντάμω - αχ ρε βούρτσα γιατί να μην είσαι…)
…
Τέλη Μαΐου, η πανάκριβη Τσέλση θα παίξει στον μεγάλο τελικό του Champions League. Μπροστάρης θα είναι ο παίκτης που έχει ταυτίσει το όνομά του με μια ολόκληρη χώρα.
Ήδη έχει κερδίσει τίτλους και κύπελλα.
Αυτός θα είναι ο τρίτος σημαντικός τελικός της καριέρας του. Ξέρει καλά πως είναι και στο χέρι του να μη γνωρίσει τρίτη στη σειρά αποτυχία.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι ακριβώς θα σκέφτεται εκείνο το βράδυ, όταν θα πατήσει στο χορτάρι. Επιτρέψετε μου να έχω κάποιες υποψίες.
Από καιρό, με εντελώς διαφορετικά κριτήρια, βάσει ενστίκτου, νομίζω πως οι Μπλε θα σηκώσουν την πολυπόθητη κούπα.
Αν πέσω μέσα στις προβλέψεις μου τότε, μπορεί να κερδίσω ένα μικροποσό, αν αποφασίσω να στοιχηματίσω.
Σε περίπτωση δικαίωσης, θα έχω ένα λόγο παραπάνω να χαμογελάσω.
Γιατί ο Ντρογκμπά είναι πράγματι ένας κατασκευασμένος Άγιος.
Και το βράδυ του επερχόμενου τελικού ίσως να είναι καλή στιγμή για να του ανάψεις ένα κερί, έστω μια φορά για το γαμώτο!
Εξάλλου, κάτι τέτοια κουλά δεν αποδίδονται στους «άγιους» που μαζεύουν τάματα και τραβάνε πούλμαν με παπαδοπνίχτρες και φενταγίν;
Μην τρελαθούμε…
Καλημέρα.
Υ.Γ. Λίγο κακογραμμένο λόγω ώρας. Συγχωρήστε…
Πρέπει να τον γνωρίζετε. Το νησί λεγόταν Ιαμαική και ο θρύλος που άφησε το στίγμα του, δεν ήταν άλλος από τον Μπάμπη τον Μάρλευ, πέρα από τους μπάφους και τα τραγούδια.
Αλλά, επειδή μερικοί από εσάς μπορεί να μην επιζητούν άλλο ένα γλυκανάλατο παραμυθάκι, θα πρέπει να προχωρήσω επί της ουσίας.
Μπορεί ένας άνθρωπος να αλλάξει μια ολόκληρη χώρα;
Η ερώτηση αχρείαστη. Σαφώς και όχι. Ας είμαστε πραγματιστές.
Αν όμως το θέταμε από διαφορετική οπτική;
Δηλαδή…
Μπορεί η δημιουργία ενός μύθου να επηρεάσει την ψυχοσύνθεση ενός λαού;
Δεν θα αναφερθώ στο δικό μας χωριό επίτηδες. Δεν πρέπει να μείνουμε σε μικροπρέπειες και αποστασιοποιήσεις.
Στην Νότια και Κεντρική Αμερική, υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ του λαού και του ηγέτη - προτύπου. Μια εγγενής και αέναη ανάγκη για μύθους.
Από γραφικότητες όπως τον Τσε, τον Πελέ, τον Φιντέλ, τον Μπάμπη ή τον Περόν, μέχρι τους σύγχρονούς συνεχιστές όπως ο Ντιέγκο, ο Ούγκω ή ο Λούλα, άγιοι σωτήρες δεν θα πάψουν να εμφανίζονται. Στους νόμους της αγοράς ονομάζεται «προσφορά και ζήτηση». Αριστεροί ή δεξιοί , άξιοι και μη, προσωπικότητες αναδείχτηκαν κατά καιρούς, μόνο επειδή ο κόσμος έψαχνε σε εκείνους την μορφή που θα λατρέψει, ταυτίζοντας την με την ελπίδα ή την αλλαγή.
Όπου υπάρχει εξαθλίωση ή αδιέξοδο, να είστε βέβαιοι πως θα ξεφυτρώνουν τέτοιοι τύποι. Δεν είναι κατακριτέο, ειδικά αν ζούμε και εμείς μέσα σε ένα παρόμοιο περιβάλλον και δεν διαβάζουμε απλά τα ψιλά στις εφημερίδες, μετά τις ανεπανάληπτες προσφορές σε ντιβιντί και τα κοινωνικά με το βρακί της Παπαρίζου.
Πέρα τον όποιο στρουθοκαμηλισμό και τα στεγανά της κοινωνίας στην οποία ζούμε, με τα DSL, τα ασφαλιστικά και τα πηδήματα του μουστάκια, υπάρχει κόσμος εκεί παραέξω που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα.
Ακόμη και αν μια μέρα το κατανοήσουμε, δεν είμαστε σε θέση για το παραμικρό. Τουλάχιστο, καλό είναι να ρίχνουμε κλεφτές ματιές, έστω μετά το πάουερ γίογκα ρε αδερφέ! Περισσότερο για προσανατολισμό…
Γιατί τα λέω όλα αυτά τα κοινότυπα;
…
Υπάρχει μια χώρα, εκεί κοντά στη Σενεγάλη. Θα την έχετε ακουστά ως Ακτή του Ελεφαντοστού, αν και νομίζω πως Ακτή του Ελεφαντόδοντου (Cote d’Ivore) είναι το σωστό (γιατί ο ελέφαντας έχει πολλά κόκαλα Αστραπόγιαννε)! Τέλος πάντων, οι Γάλλοι την ονόμασαν έτσι και την εκμεταλλεύονταν μέχρι το εξήντα.
Μετά έκανε σόλο καριέρα…
Πρώτος της ηγέτης υπήρξε ο Φίλιξ Μποϊνύ. Επειδή τα πράγματα στην Ακτή δεν ήταν χειρότερα από την ευρύτερη γειτονιά, φτωχοί εργάτες έφταναν εκεί για να δουλέψουν κυρίως στις φυτείες στο βόρειο τμήμα. Μην φανταστείτε τρελά πράγματα, όμως μια στοιχειώδης ευημερία είχε αναπτυχθεί.
Αυτό καταμεσής μια περιοχής, με τρισάθλιες δικτατορίες, εμφυλίους πολυεθνικών και φυλετικές ξεκαθαρίσεις. Ο Μποϊνύ είχε εξελιχθεί σε εγγυητή σταθερότητας και προοπτικής. Όχι απαραίτητα λόγω κάποιων ιδιαίτερων χαρισμάτων που είχε. Περισσότερο επειδή κατάφερε να πείσει και να αγαπηθεί.
«Ο Φίλιξ να είναι γερός και όλοι οι άλλοι να πα να …» που θα έλεγε ένας Ιβοριανός σε τηλεφωνική του υποκλοπή!
Με γνώσεις οικονομικών σε μία χώρα δίχως το υπερπολύτιμο για τους Δυτικούς αγαθό ώστε να τον ανατρέψουν, ο Μποϊνύ τα πήγε αρκετά καλά. Κυβέρνησε ανελλιπώς την Ακτή για 33 συναπτά έτη.
Μετά κουράστηκε…
Εκεί ξεκίνησαν τα προβλήματα. Μέχρι τότε και Λιβεριανοί είχαν καταφτάσει, και Γκανέζοι, και Μαλινέζοι και Ανωβολτιανοί. Δεν μιλάμε για χρόνιες μειονότητες αλλά για οικονομικούς μετανάστες πρώτης, το πολύ δεύτερης γενιάς.
Έλα ντε όμως που είχαν φτάσει να αποτελούν το ένα τέταρτο του πληθυσμού.
Είχε αναπτυχθεί ένα έντονο κλίμα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Πάνω σε αυτό πάτησαν όλοι οι διάδοχοι στην εξουσία Με διαδοχικές σειρές νόμων και με συνοπτικές διαδικασίες, οι μετανάστες στερήθηκαν θεμελιώδη δικαιώματα όπως τα εκλογικά και εν μέρει τα μισθολογικά.
Την πλήρωσαν οι Ανωβολτιανοί που ήταν σημαντικό μέρος των μεταναστών, μιας και η Ακτή συνορεύει με την Μπουρκίνα Φάσο (Άνω Βόλτα, το ίδιο είναι) στον βορρά, μια από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου.
Πέρα από την όποια κοινωνική αρνητική συμπεριφορά των ντόπιων, άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ψιλές. Αργότερα, φούντωσε το κακό και ξεκίνησαν τα βρομόξυλα, οι βιασμοί και οι φόνοι. Με απαρχή το θέμα της υπηκοότητας, τον Σεπτέμβρη του 2002, μέρος του στρατού διαφοροποιήθηκε, οργανώθηκε και επιτέθηκε σχεδόν σε όλοι την χώρα. Και η Ακτή έσπασε στους Βόρειους (αντάρτες;) και στους Νότιους (κυβερνητικούς;).
Ένας ακόμη αφρικανικός εμφύλιος είχε ξεκινήσει.
Το παράξενο είναι πως σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους που εξελίσσονται σε πολλά και διαφορετικά σημεία της Μαύρη Ηπείρου, ο Ιβοριανός εμφύλιος δεν είχε να κάνει ούτε με διαμάχη φυλών, ούτε με Δυτικά τσατσιλίκια, ούτε με φιλόδοξους δικτάτορες ούτε με έλεγχο των πόρων.
Αφορούσε σχεδόν ολοκάθαρα κοινωνικές διεκδικήσεις.
Για την ιστορία, κάπου στο ενδιάμεσο την πλήρωσε και η μαμά Γαλλία, έμπλεξαν και τα λιμεναρχεία (ΟΗΕ) και το πανηγύρι έληξε πριν κανένα χρόνο. Αφήνοντας μια νεκρή ζώνη που διχοτομεί την ίδια χώρα σε δύο κομμάτια. Σταδιακά θα διαλυθεί δίνοντας την ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό την κοινωνικής δομής και μια εκ νέου αντιμετώπιση ισότητας στους πολίτες της.
Τι σας νοιάζει τώρα τι γίνεται σε μια χώρα που αδυνατείτε να προφέρετε;
Δίκιο έχετε, εγώ από δίπλα. Ήταν ένας εμφύλιος δίχως εικόνα και ελάχιστες σταγόνες μελάνι στις φυλλάδες που μαζεύετε για την δισκοθήκη σας. Όπως και αρκετοί άλλοι αυτή τη στιγμή. Μην είστε απόλυτοι. Ενδεχομένως, κάποιος δημοσιογράφος της stand-up ενημέρωσης με τα άσπρα γιλέκα και εμφανώς δραματοποιημένα πλάνα και μουσική να σας δώσει μια μεταμεσονύχτια προβολή, κάποτε.
Υπνωτισμένος από μίξερ και ψυγειοκαταψύκτες, στα διαλλείματα των Τρέμει-Σπάει, δεν θα είχα ανακαλύψει μια αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία. Από εκείνες που αν δεν χαζέψεις ψάχνοντας αριστερά και δεξιά στο δίκτυο δεν θα μάθεις ποτέ.
Όχι πως τώρα τα γνωρίζουμε τα πάντα από αντικειμενική σκοπιά. Έγινε έστω μια προσπάθεια.
…
Δεν ήταν η προσωπική διαστροφή που με οδήγησε στην Ακτή.
Προέκυψε κάπως διαφορετικά…
Το ποδόσφαιρο δεν με ενδιαφέρει. Τους αριθμούς και την κοινωνιολογία του ψάχνω, επιζητώντας μια περίεργη ευχαρίστηση.
Το καλοκαίρι του 2006, έγινε το μουντιάλ στην Γερμανία.
Ήταν η πρώτη εμφάνιση της Ακτής Ελεφαντοστού. Μίας πολύ δυνατής ομάδας που χτίστηκε γρήγορα και σχεδόν από το πουθενά. Νεαροί και ταλαντούχοι παίκτες, αποκτήματα των ισχυρότερων ομάδων του πλανήτη. Οργανωμένο σχέδιο υποδομής δεν διαφαινόταν, οπότε να θεωρήσουμε πως ήταν συγκυριακό προϊόν, όπως αρκετές αφρικανικές ομάδες στο παρελθόν.
Τέτοια καλοκαίρια, οι θεατές αγαπούν τα αουτσάιντερ και περιμένουν να τους χαρίσουν ανύποπτες αθλητικές ιστορίες που ξεφεύγουν από τα τετριμμένα.
Όχι όλοι. Και εδώ υπάρχουν ράτσες. Είναι αυτοί με τις φλώρικες κίτρινες, λευκές ή γαλάζιες φανέλες, με τα πατατάκια ρίγανη και τα αυτοκόλλητα. Είναι και οι άλλοι, οι ρομαντικοί ή οι κακιασμένοι, που χαίρονται… όταν οι σκατόφλωροι στεναχωριούνται!
Τότε θυμάμαι ήμουν με το Τρι…Τριντάντ και Τομπάγκο!
Γουσταρά και την Ακτή παρά τα διάσημα ονόματα.
Ήθελα να πετύχει. Με είχαν συγκινήσει.
Λίγους μήνες νωρίτερα, είχε πραγματοποιηθεί το Africa Nations (το αντίστοιχο Euro για την Αφρική). Τα είχαν πάει αρκετά καλά. Έφτασαν στον τελικό όπου έχασαν στα πέναλτι από την διοργανώτρια(;) Αίγυπτο.
Όπως ήδη γνωρίζετε, την πατρίδα τους σφάζονταν μέρα και νύχτα. Οι παίκτες που ζούσαν μόνιμα στην Ευρώπη, μαζεύτηκαν για να εκπροσωπήσουν την φανέλα και τη σημαία μιας χώρας σε δύο κομμάτια. Δεν έπαιζαν για τα συμβόλαιά τους, όλοι καβατζωμένοι ήταν. Με το μέλλον αβέβαιο ως προς την ενότητα της πατρίδας, έδωσαν όλοι το παρόν.
Δίχως φανφάρες και δηλώσεις, πείσμωσαν και δούλεψαν, Συνδύασαν το δεδομένο ταλέντο τους και στόχευαν στην κορυφή. Δεν ήταν ένα κύπελλο αυτό που επιδίωκαν. Ήταν η εθνική ενότητα! Ανεξάρτητα από την πλευρά που τους αντιπροσώπευε, παρουσιάστηκαν σαν ένα σύνολο, μία ομάδα.
Η διοργάνωση διήρκησε περίπου δυο εβδομάδες. Το είχαν καταφέρει!
Όποτε έβγαιναν στο γρασίδι, φορώντας την πορτοκαλί φανέλα, πίσω στην ξεχασμένη Ακτή τα πάντα πάγωναν. Βόρειοι και Νότιοι όριζαν μια άτυπη εκεχειρία. Κάθε είδους εχθροπραξία έπαυε να υφίσταται. Όλοι μαζεύονταν σε πλατείες και στρατόπεδα για να ενισχύσουν τα αστέρια τους.
Τον Ντρογμπά, τους αδελφούς Τουρέ, τον Κονέ και όλους εκείνους που έδιναν κάτι παραπάνω από τον εαυτό τους για να πλησιάσουν την κορυφή.
Μόλις έμπαινε το γκολ, οι πανηγυρικές ιαχές ακούγονταν και από τις δυο πλευρές των χαρακωμάτων. Ότι δεν είχε φέρει η πολιτική ή ο χρόνος, έγινε εφικτό από έντεκα ζευγάρια παπούτσια!
Το μίσος δεν έσβησε μέσα σε 90 λεπτά. Αδύνατο. Όμως, αντάρτες και κυβερνητικοί, πέρα από τις διαφορές τους, είχαν κοινές αναφορές. Φορούσαν την μπλε φανέλα της Τσέλση με το όνομα του Ντρογμπά. Μνημόνευαν τα ίδια γκολ και είχαν τις ίδιες ανησυχίες. Ίσως, ο άδικος τρόπος που ηττήθηκαν στον τελικό, να αποδείχτηκε εξίσου συγκινητικός με το να έκαναν το γύρω του θριάμβου περιφέροντας ένα τρόπαιο πνιγμένο στις σημαίες.
Είναι δύσκολο να θρέφεις το μίσος όταν βιώνεις ακριβώς τα ίδια με εκείνον που αντιμάχεσαι! Οι «Ελέφαντες» είχαν περάσει το μήνυμα. Δίχως ομιλίες και δίχως προτροπές στις αντιμαχόμενες πλευρές.
Τράβηξαν την προσοχή κι άλλων νοματαίων από όλο τον κόσμο. Ανακάλυψαν μια άγνωστη χώρα. Έμαθαν στο περίπου τι συμβαίνει…
Κάπως έτσι, έψαξα και βρήκα αυτή την ιστορία και νοιώθω πως έχω υποχρέωση να σας την μοιραστώ.
Γι’ αυτό τον λόγο υποστήριζα τους πορτοκαλί τότε.
Κρίμα που έπεσαν σε απαιτητικό όμιλο και αποκλειστήκαν νωρίς.
…
Η ομάδα είχε ταλέντο αλλά ένας παίκτης έκανε την διαφορά.
Τον Ντιντιέ Ντρογκμπά. 30 χρονών σήμερα.
Γεννήθηκε στο Αμπιτζάν, την πρωτεύουσα αλλά σε μικρή ηλικία έφυγε μετανάστης μαζί με την οικογένεια του για την μαμά Γαλλία, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Στην επαρχία, στην φτώχεια και το περιθώριο. Οι συνθήκες δυσκόλεψαν πολύ όταν οι γονείς του έχασαν τις δουλειές τους ταυτόχρονα.
Έτσι, για να μπορέσουν να συντηρηθούν, τον έστειλαν προσωρινά σε έναν θείο του, που ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής σε μια μικρή ομάδα. Εκεί έμαθε μπάλα, χωρίς όμως να ασχοληθεί σοβαρά.
Πιτσιρικάς και αδύνατος από την κακή διατροφή, εργαζόταν συνήθως ως τσοπάνος, φυλώντας κοπάδια γίδια μέχρι τα 15 του!
Έπειτα, επέστρεψε με την υπόλοιπη οικογένεια που είχε εγκατασταθεί στα παρισινά προάστια. Σταδιακά έκανε τα πρώτα βήματα σε μια μικρή ομάδα και για χρόνια έπαιζε με επιτυχία αλλά δίχως ουσιαστική καταξίωση στις μικρές κατηγορίες.
Με τα χρόνια, γυμναζόταν και εξελισσόταν στο ιλουστρασιόν παλικάρι που θαυμάζετε σήμερα με πίτσες και μπύρες μεσοβδόμαδα, αφού πρώτα ξαναπέρασε από όλη την γαλλική επαρχία, αυτή τη φορά από τα γήπεδα «των ξένων και των μεταναστών» όπως απαξιώνει σε κάθε ευκαιρία ένα γνωστό φασιστοειδές.
Πήρε καιρό ώστε να γίνει αθλητής. Δεν υπήρξε ποτέ το νεαρό ταλέντο. Χρειάστηκε να δουλέψει σκληρά για να ξετυλίξει τα απίθανα ένστικτα του παιχνιδιού του.
Σε μεγάλη ομάδα έπαιξε μονάχα μια χρονιά. Στη Μασσαλία πήγε στα 25 του, όπου φάνηκε για πρώτη φορά σε υψηλό επίπεδο. Ήταν αρκετή για να τον λατρεύουν ακόμη και σήμερα. Μαζί έφτασαν μέχρι τον τελικό του UEFA αλλά δεν τα κατάφεραν.
Οι καταπληκτικές εμφανίσεις του τότε, ήταν υπεραρκετές για να τραβήξει το ενδιαφέρον σε διεθνές επίπεδο.
Τότε στην Αγλλία είχε φτάσει ο Αμπράμοβιτς, πρόεδρος σε μια παρακμασμένη Λονδρέζικη ομάδα με τα χειρότερα χουλιγκάνια και τα θεόρατα χρέη, την Τσέλση. Έψαχνε νέους και ταλαντούχους για να χτίσει το μέλλον της.
Ο Ντρογκμπά ήταν χτυπητός στόχος προς απόκτηση. Έτσι έσκασε 24 μύρια λίρες και έκτοτε φορά την μπλε φανέλα.
Την συνέχεια, λίγο έως πολύ την γνωρίζετε.
Αυτό που ίσως σας διαφεύγει, είναι πως ο Ντρογμπά, από εκείνο το μουντιάλ και έπειτα είναι πρεσβευτής καλής θέλησης.
(όμοια με την δικιά μας την μαντάμω - αχ ρε βούρτσα γιατί να μην είσαι…)
…
Τέλη Μαΐου, η πανάκριβη Τσέλση θα παίξει στον μεγάλο τελικό του Champions League. Μπροστάρης θα είναι ο παίκτης που έχει ταυτίσει το όνομά του με μια ολόκληρη χώρα.
Ήδη έχει κερδίσει τίτλους και κύπελλα.
Αυτός θα είναι ο τρίτος σημαντικός τελικός της καριέρας του. Ξέρει καλά πως είναι και στο χέρι του να μη γνωρίσει τρίτη στη σειρά αποτυχία.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι ακριβώς θα σκέφτεται εκείνο το βράδυ, όταν θα πατήσει στο χορτάρι. Επιτρέψετε μου να έχω κάποιες υποψίες.
Από καιρό, με εντελώς διαφορετικά κριτήρια, βάσει ενστίκτου, νομίζω πως οι Μπλε θα σηκώσουν την πολυπόθητη κούπα.
Αν πέσω μέσα στις προβλέψεις μου τότε, μπορεί να κερδίσω ένα μικροποσό, αν αποφασίσω να στοιχηματίσω.
Σε περίπτωση δικαίωσης, θα έχω ένα λόγο παραπάνω να χαμογελάσω.
Γιατί ο Ντρογκμπά είναι πράγματι ένας κατασκευασμένος Άγιος.
Και το βράδυ του επερχόμενου τελικού ίσως να είναι καλή στιγμή για να του ανάψεις ένα κερί, έστω μια φορά για το γαμώτο!
Εξάλλου, κάτι τέτοια κουλά δεν αποδίδονται στους «άγιους» που μαζεύουν τάματα και τραβάνε πούλμαν με παπαδοπνίχτρες και φενταγίν;
Μην τρελαθούμε…
Καλημέρα.
Υ.Γ. Λίγο κακογραμμένο λόγω ώρας. Συγχωρήστε…
3 σχόλια:
Πολυμήχανε κύριε Ποθ.
Παράπονο εκφράζω. Φτιάχνεις κόσμους μαγικούς, βουνά και πεδιάδες.
Πόση εκτίμηση έχετε στο πρόσωπό μου ώστε να με τοποθετήσετε σε... μια παρένθεση??
Έξυπνη έμπνευση - συσχέτιση.
Γιατί την πέταξες πρόχειρα 6 το πρωί, απορίας άξιο.
Σας ευχαριστώ.
Εκ Βρυξελλών ορμώμενος
Ο φίλος Αστραπόγιαννος!
Ερώτηση τελευταία για σήμερα.
Αν στα Βόρεια της Ακτής Ελεφαντόδοντου βρίσκεται μια χώρα που ονομάζεται Άνω Βόλτα...
...μήπως η Ακτή θα πρέπει να αποτελεί την Κάτω Βόλτα??
Αξιότιμε κύριε Αστραπόγιαννε,
αποτελέσατε τον μοναδικό διαθέσιμο γνωστό που μπορούσα να μνημονεύσω εκείνες τις πρωινές ώρες.
Σας πέταξα σε παρένθεση για μια πρώτη γνωριμία με το αναγνωστικό κοινό.
Βουνά, λαγγάδια, δώστε τα ανάλογα δικαιώματα και σας συγγράφω για πλάκα!
Σινσίρλι γιορς, Πο8
Εσυ, άλλε Γιαννάκη. Το βγάζω το μακρινάρι, δεν τα μπορώ αυτά. Ελπίζω να μην παρεξηγηθείς. Την επόμενη φορά, στείλτο σε μελιδόνι. Φχαριστώ, δεν σε φοβάμαι εσένα.
Δημοσίευση σχολίου