Μια απρόσμενη συνάντηση.
Τους διέκρινα από μακριά.
Συγκεντρωμένοι και σκυθρωποί ψιθύριζαν σε αυτοσχέδια πηγαδάκια.
Πέντε, είκοσι, πενήντα, έπειτα έχασα το μέτρημα.
Κάτι έλεγαν, δύσκολο να ακούσω.
Πλησιάζω και βλέπω φάτσες γνώριμες.
Απαρτία.
Η περιέργεια δεν μου άφησε περιθώρια καταμέτρησης.
Τι συμβαίνει ρε παιδιά;
Προς στιγμή κοίταξαν και συνέχισαν προσηλωμένοι να κουβεντιάζουν.
Η παλάμη τους κολλούσε στα μισόκλειστα χείλη.
Μιλούσαν σχεδόν συνωμοτικά.
Τόσο μυστικό;
Έψαξα μέχρι που βρήκα τους πιο ευάλωτους.
Αυτούς που θα υπέκυπταν απέναντι στα ερωτηματικά μου.
Εκείνους που προτιμούν να αποκαλύπτουν παρά να φυλάσσουν.
Τι έγινε;
Πλευρίζω έναν πολυλογά.
Άσε, δεν έμαθες τίποτα;
Πόσο μου την σπάνε οι απαντήσεις με ερωτηματικό.
Υπομονή και επιμονή.
Μέχρι που απειλώ με φυγή.
Κάτσε. Που πας;
Δεν αντέχω άλλο.
Πέθανε η καβάντζα.
Τι; Που; Πως;
Ξαφνικά και μόνη. Δεν το πήρε χαμπάρι κανείς.
Έχει καιρό; Μεσ’ τα Χριστούγεννα;
Άγνωστο. Εμείς τη βρήκαμε όταν την αναζητήσαμε.
Σε προχωρημένη σήψη.
Μα γιατί δε μου το είπατε;
Ξέραμε πως θα σ’ έπαιρνε από κάτω.
Την αγαπούσα τη καβάντζα!
Όπως όλοι μας.
Και τώρα; Στη κηδεία βρέθηκα;
Μπα, όχι. Μόλις ολοκληρώθηκαν τα εννιάμερα.
Φτου ρε πούστη μου!
Ηρέμησε, πάει τέλειωσε.
Έπρεπε να το κρατήσετε κρυφό;
Έλα που κάνεις τον ανυποψίαστο…
Βέβαια., όποιος τη συναντά συνήθως δεν το λέει πουθενά.
Μέχρι πρότινος.
Ακόμη και στο ύστατο χαίρε; Τόση μυστικοπάθεια;
Δεν είσαι ο μόνος που το αγνοεί.
Και οι υπόλοιποι; Δεν τους αξίζει να μάθουν;
Αποφύγαμε τον συνωστισμό.
Και αν χρειαστεί να την ψάξουν;
Τότε θα φτάσουν έως την αλήθεια.
Και η αλήθεια πονάει.
Τουλάχιστο που μοιράζουν κόλυβα; Για τη συγχώρεση.
Άδικος κόπος. Τέλειωσαν.
Πάντα έτσι η καβάντζα.
Ναι η καημένη. Έδινε πολλά, φρόντιζε για λίγους.
Τι κρίμα.
Θέλεις να δεις που την έθαψαν;
Εννοείται.
Κοίτα γύρω σου.
Που;
Παντού. Στους δρόμους, στα σπίτια, στα μαγαζιά.
Ούτε μια κηδεία της προκοπής δεν αξιωθήκατε να κάνετε.
Είσαι λάθος.
Ρε μαλάκες! Τη λάτρευα!
Πάλι τα ίδια…
Κι αν θέλω να την αποχαιρετήσω;
Να κοιτάξεις ψηλά.
Δίκιο έχεις. Στον ουρανό.
Πες μου, τη βλέπεις;
Δυσκολεύομαι. Νομίζω πως ψιχαλίζει.
Κι όμως τη βλέπεις!
Προέκυψε πολύ ξαφνικό για μεταφυσικές αναζητήσεις.
Σε καταλαβαίνω. Αν βρέξει, τι θα κάνεις;
Μάλλον θα γυρίσω σπίτι.
Θα στεγνώσεις τα ρούχα και θα μείνεις προφυλαμένος.
Ναι, πιθανόν.
Ίσως ανοίξεις το ψυγείο, θα αντικρίσεις τους λογαριασμούς.
Ίσως δεις τηλεόραση, θα αντιληφθείς την μαυρίλα.
Πολλά μπορεί να κάνεις στο σπίτι.
Βέβαια. Εκτός από ένα.
Δηλαδή;
Θα υπάρξει στιγμή που θα καταλήξεις σε αδιέξοδο.
Και τι μ’ αυτό;
Τότε θα ζητήσεις τη καβάντζα.
Αφού πέθανε.
Έλα ντε! Κατάλαβες τώρα γιατί δε τη θάψαμε;
Πάλι. Είναι άσκοπο να προσβλέπεις σε κάτι που δεν υφίσταται.
Η ελπίδα φίλε μου. Η προσμονή και η αναζήτηση.
Ποια ελπίδα ρε βαρεμένε; Η καβάντζα πε-θα-νε!
Σίγουρα. Σύντομα όμως θα το ξεχάσεις.
Γιατί;
Επειδή σπάνια συνειδητοποιούμε την απώλεια.
Αχ βρέχει. Είδες;
Φύγε να προλάβεις. Τρέχα μη γίνεις μούσκεμα.
Αυτό θα κάνω. Αντίο.
Να θυμάσαι τι είπαμε.
Ποιο απ’ όλα; Ήταν τόσα πολλά…
Η καβάντζα δε θάφτηκε ποτέ.
Ούτε το έμαθαν όλοι.
Μείνε ήσυχος. Δεν θα στεναχωρήσω κανέναν.
Και μην αμελείς να ρίχνεις ματιές τριγύρω.
Ξέρω. Στους δρόμους, στα σπίτια, στα μαγαζιά.
Είπα δίχως να υποσχεθώ τη σιωπή μου.
Τα μαλλιά έσταζαν τη βροχή στο πρόσωπο.
Βήματα γρήγορα μέχρι το κοντινότερο στέγαστρο.
Χάλια επέστρεψα πίσω.
Άλλαξα και χάζευα από το παράθυρο του διαμερίσματος.
Οι άτυχοι περαστικοί λιγόστευαν όσο δυνάμωνε η βροχή.
Έφτιαξα καφέ και άνοιξα μια εφημερίδα.
Όμως δεν μπορούσα να διαβάσω τίποτα.
Η σκέψη μου στο πριν.
Βρε, τι έπαθε η φουκαριάρα η καβάντζα…
Είχε ακόμα τόσα να προσφέρει…
Κρίμα.
Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου