Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Αμελάνωτη μπατσότσαρκα

Δύσκολη νύχτα. Περίεργη και ενοχλητική.
Ενοχές σαν εφιάλτες.
Παραλίγο να χάσω κι ένα από τα λιγοστά υπάρχοντα που μου προσφέρουν ακόμη ευχαρίστηση.
Το μηχάνημα δεν έλεγε να πάρει μπρος.
Όχι, γαμώ την καντεμιά μου!
Έψαχνα για λευκό χαρτί και ένα στυλό να γράφει.
Μήπως και αντικαταστήσει το σεντόνι με τα πλήκτρα.
Έτσι, μου ερχόταν να πάρω τους δρόμους, να μπω στο σκονισμένο, στο προχωρημένο σκοτάδι, σαν τον κλέφτη, να γεμίσω τον σάκο με γραφικά και να αποδράσω από το συνηθισμένο μπλόκο που δουλεύει νυχτοκάματο, λίγα μέτρα παραπέρα.
Ρίσκο μεγάλο.
«Έχετε πιει»;
Αυτό θα ρωτήσουν αν αποτύχω, βάζω στοίχημα.
Άραγε, να απαντήσω επί της ουσίας μ’ ένα κοφτό «Όχ’»;
Ή να προσπαθήσω να πιάσω βαθύτερα νοήματα;
«Μάλιστα. Τον έχω πιει. Προ πολλού! Λες να γράψει το μηχάνημα»;
Δύσκολο να πουλήσεις πνεύμα σε κάποιον, ειδικά εφόσον βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία.
«Δίπλωμα, άδεια, ασφάλεια», ζητάνε συνήθως όταν είναι υποχρεωμένοι να δικαιολογήσουν την παρουσία τους μέσα από διπλότυπα μπλοκάκια.
Το δίπλωμα κάποτε ξεπλύθηκε με μπλε και άσπρους κόκκους και αν σωζόταν μέχρι σήμερα, θα μύριζε λεβάντα, θα είχε την φρεσκάδα πράσινου μήλου και μπορεί να περιείχε 10% δωρεάν προϊόν.
Η άδεια στερείται ανανέωσης και κατ’ επέκταση λόγου ύπαρξης.
Με την ασφάλεια δεν παίζεις, βρίσκεται σε κάποιο συρτάρι φυλαγμένη. Αν μάλιστα μου δώσετε τρεις ευκαιρίες, ενδεχομένως να πετύχω μέχρι και την ακριβή τοποθεσία.
Αλλά είπαμε, οι απαντήσεις βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το περιβάλλον στο οποίο θα ζητηθούν. Στο συγκεκριμένο, κάθε απόπειρα ειλικρίνειας θυσιάζεται στον βωμό της τυπικότητας.
Με την ταυτότητα θα έπαιζα το τελευταίο μου χαρτί. Να γλυτώσω από το μελάνι του νόμου. Και που να καταλάβει ο νόμος πως περιφερόμουν ακριβώς για το ίδιο λόγο, για λίγο μελάνι!
Απουσία γεωφυσικών χαρακτηριστικών, όπως λ.χ. ο χρόνος και η βαρύτητα, με λίγη τεχνοκριτική διάθεση, το όργανο θα μπορούσε να ταυτοποιήσει το σχολιαρόπαιδο της φωτογραφίας με τον αργόσχολο της πραγματικότητας.
«Εσύ είσαι εδώ; Δείχνεις διαφορετικός».
Ερώτηση παγίδα ή απλώς μια διαπίστωση;
«Φυσικά και είμαι διαφορετικός. Αυτός που βλέπεις στην ταυτότητα είχε όνειρα, ή έστω ήταν σε θέση να τα πραγματοποιήσει»!
Σίγα μη μιλούσα. Εκεί που σε παίρνει, αυτός είναι ο κανόνας.
Τώρα, σκέφτηκα οι φρέσκοι βγαίνουν από σχολές, κάτι παραπάνω θα μάθανε. Ήλπιζα, να είχε μελετήσει λίγο από Νταλί, να θυμάται πως ο χρόνος είναι ρευστός και ότι στο πέρασμά του, χαλαρώνει!
Αν η ελπίδα είναι αποτέλεσμα πίστης, τότε ναι, μπορεί εκείνη την στιγμή να το είχα ρίξει στις προσευχές!
«Για εμένα άξιος κριτής είναι μονάχα ο Θεός»!
Να πάει να γαμηθεί! Θα τα πούμε στον παράδεισο μπατσόνι, φέρε και το τεφτέρι σου μαζί!
Έσκυψε απορροφημένος στο μπλοκάκι, έπιασε το στυλό, κάτι έδειχνε να σημειώνει. Πόσο να κόστιζε η απουσία εγγράφων;
«Η επόμενη προσευχή για 50 ευρώ…ή μήπως 75… να το στρογγυλέψουμε στα 100»;
Με εκατό ευρώ την βγάζει για ένα χρόνο μια τυπική οικογένεια στο Μαλάουι! Εκεί άραγε πόσο έχουν τις κλήσεις, ή μάλλον, έχουν τροχονόμους; Δρόμους; Σκέτο νόμους; Έστω υπονόμους έχουν;
«Αχ βρε κόπανε! Αν βρισκόσουν τώρα στο Μαλάουι, δεν θα συνέβαιναν όλα αυτά»!
Την έκβαση την είχα χωνέψει, το ποσό δεν διέκρινα από μακριά.
Σήκωσε το βλέμμα του και με κοιτάει καθώς περίμενα την λυπητερή.
Αλλά…
Δεν με έγραψε!
«Να είστε προσεκτικός την επόμενη φορά», έκανε παρατήρηση.
Σαφώς! Προσεκτικός! Μια άλλη… επόμενη φορά!
Εισακούστηκα; Με λυπήθηκε το όργανο της τάξης; Ή το όργανο του ύψιστου, που το έπρηξα στις μετάνοιες;
Το ρεζουμέ ένα, την γλύτωσα!
Βέβαια, αν ήμουν παρατηρητικός, θα έβλεπα ότι το κρατικό στυλό δεν έβγαζε μελάνι. Στούμπωσε! Έπειτα από αμέτρητα ροζ χαρτάκια που αναλογούσαν σε κάτι χιλιάρικα αδικοκλαμένα ευρώ, η αμίλητη γραφίδα της τάξης, τα είχε φτύσει!
Χώνω το χέρι στο σάκο και του προσφέρω ένα καινούριο, του κουτιού! Μάλλον από ευγνωμοσύνη για την άφεση αμαρτιών. Εγκληματική ενέργεια, αν σκεφτείτε πως ένα στυλό κοντά στο ενάμισι κέρμα, θα μπορούσε να αποδώσει μήνες εσόδων στο δημόσιο ταμείο!
Η κίνηση έγινε με χαμόγελο, βελτιωμένη διάθεση, αλλά σχεδόν αστραπιαία. Γύρισα να φύγω όσο γινόταν γρηγορότερα, να αποφύγω δεύτερες σκέψεις από το όργανο.
«Μισό λεπτό…», είπε πίσω απ’ την πλάτη μου.
Πάρ’ τα μαλάκα χριστιανέ! Κάθε φορά που πάω να κάνω ένα καλό, βρίσκομαι μπλεγμένος!
«Δικό σας το βιβλιοπωλείο;» ρώτησε με φόντο το σκονισμένο.
«Ναι, μάλιστα», όσο παλιώνω, τόσο με κουράζει η αποδοχή.
«Είναι ωραία να έχεις δική σου επιχείρηση, χωρίς κανέναν πάνω από το κεφάλι σου», σημείωσε.
Δεν τον παρεξηγώ. Η άγνοια φτιάχνει άκυρες παραστάσεις. Σκεφτόταν λάθος μεν, εντελώς δικαιολογημένα δε.
Σαν πως είχα ακριβή αίσθηση της αυστηρής και παράλογης ιεραρχίας που αντιμετώπιζε καθημερινά στη δουλειά του;
Όλα σχετικά είναι, στην δεδομένη περίπτωση, εικόνες στο περίπου.
Σε αυτό το σημείο, ενδεχομένως να σήκωνε λιγάκι πνεύμα. Όμως καλό είναι να μην ζορίζω την τύχη μου, ειδικά όταν φαίνεται πως μ’ εγκαταλείπει σταδιακά.
Θα καταφέρναμε να συνεννοηθούμε με τον μπάτσο, άσχετα αν θα καταλήγαμε σε κοινό συμπέρασμα. Αφήστε που με την πάρλα ίσως γλύτωνα κάμποσα τροχοφόρα από μεταμεσονύκτιο έλεγχο!
Όμως, πας κάθε φορά να το παίξεις χριστιανός… τα είπαμε.
Απελευθερωμένος από τον κίνδυνο προστίμου, ένοιωθα χαλαρός. Είχα ξεχάσει τι με βασάνιζε προηγουμένως. Εκείνο που αντί ύπνου με ανέστησε και με ώθησε να τρέχω σαν το τζάνκι βραδιάτικα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: