Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

Μύλλοι και Βανίλοι

Η Αρχαία Βρώμη.
Ένα σκορποχώρι ήταν τότε. Λίγοι άνθρωποι στην εύφορη κοιλάδα και μια συστάδα καλύβια που πρόδιδε την παρουσία τους.
Δυο οικογένειες έκαναν κουμάντο. Οι Μύλλοι ασχολούνταν με τα σπαρτά, ενώ οι Βανίλοι δούλευαν το σίδερο και την πέτρα.
Πέρασαν γενιές ολόκληρες. Τεχνίτες και γεωργοί, γεννοβολούσαν αδιάκοπα ώσπου το σκορποχώρι έμοιαζε με πόλη. Μια πόλη τόσο πυκνή που δεν μπορούσε να θρέψει όλους τους κατοίκους της.
Παρά την δυσανασχέτηση, οι δυο φαμίλιες κάθισαν από κοινού στο τραπέζι μήπως και καταλήξουν σε λύση. Η Βρώμη δεν χωρούσε τόσο κόσμο, ούτε λόγος. Κάποιοι έπρεπε να φύγουν.
Οι Βανίλοι προσφέρθηκαν να μεταναστεύσουν πέρα από τα βουνά καθώς πίστευαν πως ήταν ικανοί να αναγείρουν έναν νέο παραθαλάσσιο οικισμό. Οι Μύλλοι δέχτηκαν να βοηθήσουν και υποσχέθηκαν να παρέχουν τρόφιμα για όσο διάστημα χρειαζόταν για να στηθεί η νέα αδερφή πόλη.
Έπειτα από τις απαραίτητες προετοιμασίες και σε κλίμα αισιοδοξίας, οι Βανίλοι πήραν τα κουβαδάκια τους και τράβηξαν προς νέες πολιτείες. Ο δρόμος για την θάλασσα υπήρξε μακρύς και δύσβατος.
Οι Μύλλοι χάρηκαν την άπλα που τους παρουσιάστηκε και στρώθηκαν στην δουλειά. Έπρεπε να μαζέψουν προμήθειες για τους πρώην συμπολίτες τους. Ετοίμασαν τα καραβάνια και απλά περίμεναν τον αγγελιοφόρο, να τους καθοδηγήσει στο καινούριο προορισμό.
Κάποτε εκείνος έφτασε πίσω στην Βρώμη, αλλά πολύ διαφορετικά απ’ ότι τον περίμεναν. Μαζί του, γύρισαν και όσοι Βανίλοι γλύτωσαν από το πλιάτσικο των βανδάλων που συνάντησαν στο νέο τους σπιτικό.
Η επιχείρηση μετοίκησης απέτυχε πλήρως. Οι Βανίλοι ήταν ανήμποροι να προφυλάξουν τον εαυτό τους. Ακόμη και αν δοκίμαζαν ξανά σε διαφορετική τοποθεσία, αργά ή γρήγορα θα έπεφταν θύματα επίθεσης.
Στράβωσαν άπαντες καθώς παρά την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, βρέθηκαν να γκρινιάζουν πάλι για την πολυκοσμία. Κι ενώ όλα έδειχναν πως το πιθανότερο σενάριο ήταν η φαγωμάρα να οδηγούσε σε εμφύλιο μεταξύ των οικογενειών, ένας φιλόδοξος νέος πρόβαλε για να αποτρέψει τον επικείμενο αλληλοσπαραγμό.
Ο Βανίλιος Κέρσορας!
Πρότεινε να αντιστραφούν οι ρόλοι. Ζήτησε από τους Μύλλους να οργανωθούν και να την κάνουν σιγά σιγά. Αρχικά, γέλασαν μαζί του και τον ειρωνεύτηκαν. Δημιουργούσε ερωτηματικά πως ακριβώς θα μπορούσε ένα μάτσο ατάλαντων γεωργών να κατασκευάσει μια πόλη ισάξια ή έστω όμοια με την Βρώμη.
Όμως ο Βανίλιος Κέρσορας είχε δουλέψει αρκετά το σχέδιό του. Εξήγησε πως οι σκληροτράχηλοι Μύλλοι ήταν ευκολότερο να κατακτήσουν μια υπάρχουσα πόλη αντί να ξεκινήσουν το χτίσιμο μιας νέας από τα θεμέλια.
«Δεν γαμ… που δεν γαμ… Δε χτίζουμε μια αυτοκρατορία;»
Είπε και έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος Βρωμαίος Αυτοκράτορας!.
Για να δείξει πως στήριζε στο έπακρο το όραμά, ζήτησε από τους δικούς του να σκαρφιστούν τα αποτελεσματικότερα όπλα και τις ισχυρότερες πανοπλίες που είχε δει ανθρώπου μάτι.
Πράγματι, εξοπλισμένοι με ασπίδες και σπαθιά, ντυμένοι με αδιαπέραστα πανωφόρια, οι Μύλλοι χωρίστηκαν σε λεγεώνες και πήραν σβάρνα τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Η πρώτη νίκη ήρθε στο Μυλλάνο. Ακολούθησε η Μυλλούζη και μετά ο κόσμος όλος. Καμία πόλη δεν ήταν τόσο ισχυρή για να αποκρούσει τις τενεκεδένιες βρωμαικές λεγεώνες. Όπου έβρισκαν οχυρώσεις, οι πολέμαρχοι στρατηγοί το εκλάμβαναν ως πρόκληση. Εφεύρισκαν πολιορκητικούς μηχανισμούς και κατακτούσαν αδιάκοπα.
«Με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί», διαπίστωσε σύντομα ο Μυλλίθιος Αύγουστος που είχε επωμιστεί με τα ηνία της αδίστακτης πολεμικής μηχανής.
Η μανία τους ανάγκαζε να στέλνουν πίσω στην Βρώμη λάφυρα και σκλάβους ώστε να πορεύονται απερίσπαστοι προς το επόμενο εμπόδιο.
Με τους σκλάβους, ο Βανίλιος Κέρσορας γέμισε τα παρατημένα χωράφια ενώ χρησιμοποίησε τα λάφυρα για να αναδείξει το άλλοτε σκορποχώρι σε μητέρα όλων των πόλεων.
Πάντα όμως, διατηρούσε έναν φόβο που δεν δίσταζε να μοιράζεται με τους υπόλοιπους. Τις επιδρομές των βανδάλων που είχε ζήσει μικρός.
Η Βρώμη παρέμενε μια ανοχύρωτη πόλη. Όσο οι στρατιές του Μυλλίθιου βρίσκονταν στην περιοχή, ο Κέρσορας ένοιωθε ασφαλής.
Αλλά όσο οι λεγεώνες προέλαυναν σε μακρινές αγεωγράφητες περιοχές, η καρδιά της Βρωμαικής Αυτοκρατορίας έδειχνε μονίμως εκτεθειμένη μπρος στην ξένη απειλή.
Καθώς οι λεγεώνες ταξίδευαν εν πλω προς τον Μυλλοπόταμο, οι πολίτες στην Βρώμη ήταν ιδιαίτερα τρομοκρατημένοι απέναντι στον αόρατο εχθρό.
Ο φόβος τους πλανιόταν γύρω από την πόλη μέχρι που σχημάτισε ένα δαχτυλίδι καπνού. Δίχως δεύτερη σκέψη, οι τεχνίτες Βανίλοι ανέμειξαν το δαχτυλίδι με λάσπη και σχημάτισαν την βάση πάνω στην οποία τοποθέτησαν την πέτρα.
Πέτρα στην πέτρα, με ανησυχίες και λάσπη ο Κέρσορας έχτισε ένα θεόρατο τείχος που σκέπασε το φως του ήλιου. Ήταν τόσο απροσπέλαστο, ήταν τόσο επιβλητικό, ήταν το τείχος που άρμοζε στην πρωτεύουσα του κόσμου.
Με τον ήλιο ξεχασμένο και τον φόβο θεμελιωμένο στην περίμετρο, οι Βανίλοι απέκτησαν αλαζονική συμπεριφορά, θαυμάζοντας διαρκώς το επικό επίτευγμα. Θεωρούσαν εαυτό μεγάλο και τρανό. Δεκάρα δεν έδιναν για τις νίκες των άλλων στα πεδία των μαχών. Μάλιστα, για να παγιώσουν την δήθεν ανωτερότητά, επινόησαν μια δική τους, δύσκολη γλώσσα.
Την Βρωμολατινική!
Εξάλλου, δύσκολα έβρισκαν πλέον κοινά σημεία με τους πάλαι ποτέ συμπολίτες τους. Οι Μύλλοι έδειχναν αιμοσταγείς. Σκότωναν, έκαιγαν, λεηλατούσαν, δρούσαν σαν ζώα. Από ένα σημείο και έπειτα, σίγουρα όχι στο όνομα της αυτοκρατορίας. Περισσότερο γιατί έτσι συνήθισαν, γιατί έμαθαν να θρέφονται με τους θριάμβους τους.
Έτσι, μια μέρα, ωραία και καλά ο Βανίλιος Κέρσορας, τυφλωμένος από τα πλούτη και την ματαιοδοξία των όμοιων του, πήρε την μοιραία απόφαση:
«Κλείστε τις πύλες, αφήστε την πλέμπα εκτός των τειχών».
Η βαριά συμπαγής σιδεριά σφράγισε την είσοδο και οι Βανίλοι κράτησαν την μεγαλοπρεπή πρωτεύουσα για πάρτη τους.
Τα μαντάτα βρήκαν τον Μυλλίθιο Αύγουστο ένα βήμα πριν την Μύλλητο. Εκείνος υποπτευόταν διαρκώς πως κάποια μέρα θα τον πουλούσαν οι κοκορόμυαλοι γραφειοκράτες στα κεντρικά.
Όταν συνέχιζε απτόητος προς την δόξα, φανταζόταν μια πατρίδα, τυλιγμένη στο χρυσό, τους ανθηρούς κήπους, τα λιθόστρωτά, τα ψηφιδωτά, τα λουτρά, τα παζάρια, το κρασί και την ακολασία. Ήξερε και ήθελε να επιστρέψει, όμως δεν μπορούσε να ορίσει τον χρόνο του γυρισμού.
Η άνανδρη προδοσία έδωσε την αφορμή που έψαχνε καιρό.
Μάζεψε τους καταπέλτες και διέταξε τις λεγεώνες του να περικυκλώσουν την Βρώμη. Επί μέρες, οι αήττητες στρατιές του παρατάσσονταν γύρω από τα Βρώμικα Τείχη.
Καμία τακτική δεν ήταν ικανή να τα διαπεράσει. Γεννημένος νικητής, ο Μυλλίθιος ουδέποτε σκέφτηκε να τα παρατήσει. Η κατάκτηση της Βρώμης αποτελούσε μονόδρομο. Για την εξόντωση των εσωτερικών του αντιπάλων, για την απόλυτη κυριαρχία.
Όμως, οι ιπτάμενες κοτρόνες έσκαγαν σαν χάδι στο αλάβωτο οχυρό. Παρά τις επίμονες προσπάθειες, τα φλεγόμενα βέλη δεν μπορούσαν φτάσουν ψηλά ως τις πολεμίστρες.
Απογοητευμένος από την έκβαση της πολιορκίας, ο πολύπειρος στρατάρχης αποφάσισε να προσεγγίσει με περισσότερη μεθοδικότητα.
«Δεν χρειάζεται να ισοπεδώσουμε τα τείχη για να φτάσουμε στην Βρώμη. Μία ρωγμή ίσως αποδειχθεί ικανή ώστε να τα κυριέψουμε», μοιράστηκε με το επιτελείο του.
Μάταιο όμως. Ότι και να δοκίμαζε, δεν πετύχαινε. Μήνες πέρασαν, μήνες γεμάτοι κόπο αλλά δίχως αποτέλεσμα.
Παράλληλα, τα αφύλακτα εδάφη επαναστατούσαν το ένα μετά το άλλο. Χάθηκε ο Μυλλοπόταμος, ενώ μέχρι να φτάσουν τα νέα από την πτώση της Μυλλούζης, απελευθερώθηκε και το Μυλλάνο. Οι άλλοτε απόλυτοι κατακτητές, βρέθηκαν χωρίς σπιθαμή κερδισμένης γης.
Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Μυλλίθιο, που με μόνο όπλο τα εξαντλημένα στρατεύματα, έπρεπε να βάλει ένα οριστικό τέλος στις εμμονές του.
«Εδώ θα γίνει ο τάφος σας», ούρλιαζε στους Βανίλιους πολιορκημένους.
Εν τω μεταξύ, ο Κέρσορας δεν έδειχνε να ιδρώνει καθόλου ακούγοντας τις άδειες απειλές. Είχε προνοήσει να σκάψει μακριά λαγούμια που του εξασφάλιζαν επαρκή τροφή και πολεμοφόδια.
Χαιρόταν επ’ αόριστο την χλιδή της Βρώμης και την αστείρευτη ματαιοδοξία των κατοίκων της, έστω και αν παρέμενε ουσιαστικά φυλακισμένος σε ένα αστραφτερό κλουβί.
Σταδιακά οι Μύλλοι λυσσάξανε της πείνας. Τα σιτηρά ήταν η μοναδική τους τροφή. Οι καραβανάδες, καθημερινά έκοβαν μακαρόνια και τα μαγείρευαν νερόβραστα. Μόλις τους πήραν χαμπάρι οι Βανίλοι, για να τους πλήξουν το γόητρο, τηγάνιζαν κεφτέδες! Με σφεντόνες πετούσαν λιγοστούς προς τους πολιορκητές. Έτσι, για να τους την σπάσουν!
Για να μην δυσαρεστήσει κι άλλο τα λιγούρια μαχητές, ο Μυλλίθιος πρόσταξε να συλλεχθούν και να διανεμηθούν ισάξια. Για να φτάσει σε όλους, διέλυσαν τους κεφτέδες σε ένα καζάνι, πρόσθεσαν σάλτσα ντομάτας και…
Κάπως έτσι η ανθρωπότητα γνώρισε τα μακαρόνια με κιμά!
Όμως ο Μυλλίθιος δεν κατάφερε να γραφτεί ποτέ στην ιστορία, ούτε εξαιτίας εκείνου του μέγιστου επιτεύγματος. Θα μπορούσε να τα μαζέψει και να αποσυρθεί. Αλλά, τυφλωμένος από το πάθος του για θριάμβους, επέμεινε να πολιορκεί.
Οι μήνες περνούσαν και γίνηκαν χρόνια. Τόσα πολλά ώσπου τελικά κανένας δεν θυμόταν τον ακριβή αριθμό. Πεζό μα πάντα στο πρόγραμμα, ο Κέρσορας με τον Μυλλίθιο, κηδεύτηκαν στις δυο αντιμαχόμενες πλευρές των Βρωμαικών Τειχών, γενιές καινούριες φόρεσαν τις πανοπλίες ή στήθηκαν στις πολεμίστρες.
Η πολιορκία δεν έπαψε να υφίσταται.
Μια διαφορετική νοοτροπία είχε επικρατήσει μεταξύ Μύλλων και Βανίλων. Δεν πολεμούσαν για συγκεκριμένο σκοπό ή ιδανικά. Απλά διατηρούσαν τις θέσεις τους, μάλλον από παράδοση.
Όλοι ξέχασαν τα αίτια του εμφυλίου!
Χρόνια αμέτρητα συνέχιζαν να κυλούν, άσκοπα, δίχως ουσία.
Κεφτέδες από τη μία, μακαρονάδες από την άλλη.
Ώσπου…
Μια νέα λέξη ακούστηκε για πρώτη φορά. Μια λέξη που έμοιαζε περισσότερο με κραυγή. Σαν κάλεσμα εκεχειρίας.
Ένας απελπισμένος μάγειρας εκατόνταρχος, αφού είχε σιχαθεί να βράζει σπαγγέτι εκ γενετής, πήδησε τα χαρακώματα και αγνοώντας τον κίνδυνο να του φυτέψουν κανένα βέλος στο στήθος, πλησίασε μια ανάσα από την σφραγισμένη πύλη κρατώντας ένα πακέτο τορτελίνια.
«Καρμπονάααραααα», φώναζε όσο άντεχαν τα πνευμόνια του.
Και ξαφνικά συνέβη το αδιανόητο…
Μια πρωτόγνωρη, μια ιδιαίτερη σιγή. Απόλυτη ησυχία.
«Κρακ… κρακ… κρακ…», ένας ακόμη νέος θόρυβος ήχησε.
Ήταν το γρανάζι. Το γρανάζι της διαβόητης πύλης.
Για πρώτη ίσως φορά, οι στραβωμένοι πολιορκητές είδαν τον πλούτο για τον οποίο μιλούσαν οι πρόγονοί τους.
Το άγνωστο εσωτερικό της Βρώμης.
Ένα αμούστακο παλικάρι ξεπρόβαλε.
«Lacta est refrigerentum», αποκρίθηκε του μάγειρα.
Έπειτα από τόσο βαθύ χάσμα πολιτισμού και αντιλήψεων, οι δύο φαμίλιες έφτασαν να μιλάνε διαφορετική γλώσσα.
«Το γκάλα… είναι στο… πσυγγείο», διευκρίνισε ο ψάρακας σε σπαστά Βρωμαικά.
Μια νέα μέρα, ή καλύτερα, μια νέα συνταγή είχε ανατείλει.

Ως εδώ φτάνει η ιστορία, μετά δεν έγινε κάτι αξιοσημείωτο.

Μάλλον, τα αντιπολεμικά χρονικά της Αρχαίας Βρώμης δεν βγάζουν δίωρη ταινία εποχής με σπαθιά και ξανθομπάμπουρες. Όμως, εύκολα μπορείτε να τα ανακαλείτε όποτε παραγγέλνετε ντελίβερι.
Επειδή είναι σημαντικό στις μέρες μας να γνωρίζετε τι ακριβώς καταναλώνετε!
Όπως επίσης, είναι άκρως πρακτικό να αποφεύγετε να ορθώνετε τείχη γύρω από ανοχύρωτες πόλεις, γιατί έτσι ενδέχεται να προσελκύσετε πολιορκητές…
Και ειδικά, αν το νταβαντούρι κρατήσει κάμποσο, δεν αποκλείεται να την βγάλετε μονάχα με μια καρμπονάρα!

Στο Πακέτο

Δεν υπάρχουν σχόλια: