Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2007

Η Λέσχη του Ουώλτερμπερυ Κλιφς (μέρος δεύτερο)

Ο Χάρολντ Έλις δεν κατέληξε στον τζόγο. Απεναντίας, κυριολεκτικά μεγάλωσε δίπλα σ’ αυτόν, σ’ ένα καζίνο, όχι πολύ μακριά από αυτό των Μάγερς. Ο πατέρας του ήταν κρουπιέρης σε ένα από τα μεγαλύτερα καζίνο της Βρετανίας, όπου γνώρισε την μητέρα του, η οποία εργαζόταν στις ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις της επιχείρησης.
Το ζευγάρι διέμενε μόνιμα στα δωμάτια προσωπικού του καζίνο και έτσι ο Χάρολντ δεν γεννήθηκε για τον τζόγο, αλλά κυριολεκτικά γεννήθηκε στον τζόγο. Από μικρός έζησε τις συγκινήσεις που προσέφεραν στους θαμώνες τα γυαλιστερά τραπέζια. Όπως επίσης συνειδητοποίησε τα ανθρώπινα δράματα που εξελισσόταν λίγο αργότερα ή λίγο παραπέρα.
Από μικρός έμαθε να ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε δυο γενικές κατηγορίες. Σε αρπαχτικά και σε θύματα. Δεν άργησε να καταλήξει πως έπρεπε να γίνει ένα αιμοβόρο αρπαχτικό. Λειτουργούσε καθαρά το ένστικτο της επιβίωσης και μόνο. Βαδίζοντας προς την ενηλικίωση έβλεπε πως τα ισχυρότερα αρπαχτικά είναι εκείνα που φαινομενικά μοιάζουν με θύματα.
Ουδέποτε επέλεξε να καθίσει στην αντίπερα όχθη του τραπεζιού. Ίσως επειδή ήξερε το άσχημο τέλος που μπορούσε να έχει. Δεν παρέκλινε από την οικογενειακή παράδοση και έγινε ένας περιζήτητος ντήλερ. Στα 22 αποφάσισε να αφήσει το σπίτι του, δηλαδή το λονδρέζικο καζίνο για να ακολουθήσει τον δικό του μοναδικό δρόμο. Που δεν ήταν άλλος από το επαρχιακό καζίνο του κύριου Κάρλτον.
Ήταν φρέσκος στη δουλειά του, όμως ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Πράος χαρακτήρας, άφηνε τους πελάτες να μονοπωλούν τη συζήτηση, να νιώθουν κάπως. Αλλά ουδέποτε τους άφηνε να τον παρασύρουν. Γινόταν φίλος με όλους, ίσως επειδή παρέμενε λιγομίλητος. Όμως δεν δενόταν με κανέναν. Γιατί έτσι ήταν η δουλειά του. Στο τέλος έπρεπε να τους τα φάει χοντρά, να κερδίσει λεφτά για το αφεντικό του. Από την κάβα υπολόγιζε τα κέρδη και από εκεί και έπειτα του αναλογούσε το ένα δέκατο. Για να συμπληρώσει τον πενιχρό βασικό μισθό του. Έτσι είχε η συμφωνία με το καζίνο, έτσι είχε μάθει και έτσι έπρεπε να πράξει.
Η εμπειρία του ήταν σχεδόν έμφυτη. Ήξερε ακριβώς πώς να φερθεί σε κάθε πελάτη. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Κάρλτον σήκωσε το τηλέφωνο και τον κάλεσε εκείνο το βράδυ στο γραφείο του, για να τον ρίξει πλάι στον Λόρδο του Ουώλτερμπερυ. Ήταν ο άνθρωπός του, το παιδί για τις δύσκολες αποστολές.
Εξ αρχής, ο Δομίνικος μοιράστηκε με τον Χάρολντ τις ηττοπαθείς προθέσεις του.
«Και γιατί παίζεις τότε;» ρώτησε μόλις το έμαθε
«Για να κερδίσω χρόνο και μόνο. Όχι την παρτίδα.», το αποστόμωσε ο εκκεντρικός γέρος.
«Είσαι σπάνια ράτσα Ουίλκνις!», διαπίστωσε
«Ανήκουμε και οι δύο στην ίδια.»
«Ένα αρπαχτικό παίζει για να πλουτίσει. Ή έστω για τις συγκινήσεις. Τι σόι αρπαχτικό λες πως είσαι όταν απλά παρατείνεις τον χρόνο που θα σε κατασπαράξουν τα όρνεα;»
«Είμαι ένα χορτασμένο αρπαχτικό πιτσιρίκο. Και από χρήμα και από αδρεναλίνη. Η μοναξιά είναι που με στοιχειώνει και αυτή προσπαθώ να κερδίσω. Όχι την μπάνκα».
Τόσο ηλίθια απάντηση δεν μπορούσε να την χωνέψει ο ξύπνιος ντήλερ.
«Δεν σε καταλαβαίνω, πραγματικά».
«Ωχ, πρήξε μας τα αρχίδια όσο θέλεις Χάρολντ Έλις. Μονάχα μοίραζε…», αντιδρούσε ο Δομίνικος και η κουβέντα έληγε πάντα στο ίδιο σημείο.
Όσο κι αν προσπαθούσε να κατατάξει τον πελάτη του σε κάποια γνωστή κατηγορία, κατά βάθος του ήταν αδύνατο μιας και ο εκκεντρικός λόρδος ήξερε πάντα πώς να κρυφτεί. Οι δυο τους μιλούσαν για νύχτες ατέλειωτες κρατώντας στα χέρια τους την τράπουλα. Όμως ο Δομίνικος ποτέ δεν εξιστορούσε τη ζωή του. Πάντοτε μιλούσε με παραβολές. Πρωτάκουστες και αρρωστημένες, αλλά πάντοτε διδακτικές με τον τρόπο τους..
Αν και διατηρούσε επιφυλάξεις, ο Χάρολντ έβλεπε τον γέρο να χάνει κάθε βράδυ όλες του τις μάρκες. Όταν ξεφορτωνόταν και την τελευταία, σηκωνόταν με ένα κουρασμένο χαμόγελο, φανερά καταπονημένος από το ξενύχτι και την ένταση. Για πρώτη και τελευταία φορά κοίταζε τον κρουπιέρη στα μάτια και επαναλάμβανε την ίδια φράση:
«Σου αρέσει η θάλασσα πιτσιρίκο;»
Χωρίς να περιμένει για την απάντηση, δίπλωνε το αδιάβροχο και κατηφόριζε για την έξοδο.
Το παιχνίδι δεν είχε πια νόημα για τον Χάρολντ. Γνώριζε από την αρχή τη έκβαση. Μάζευε τις υγρές μάρκες και τις επέστρεφε στο λογιστήριο. Για να καταγραφεί ένα απίθανο δεκαχίλιαρο στο προσωπικό του μισθό. Τρελά λεφτά για έναν μεροκαματιάρη. Όλοι έδειχναν ικανοποιημένοι. Ο Κάρλτον και ο υπάλληλός του θησαύριζαν χωρίς κόπο ενώ ο Ουίλκινς έβρισκε αυτό που έψαχνε στη σοφίτα.
Ο Χάρολντ έπαψε να δουλεύει στα τραπέζια. Η χημεία που είχε με τον ευεργέτη του καζίνο του έδινε την πολυτέλεια να μοιράζει αποκλειστικά γι’ αυτόν, όποτε και για όσο εκείνος αποφάσιζε να τραβήξει φύλλο. Το αφεντικό του, που βασιζόταν στον χαρακτήρα του, προφανώς δεν ήθελε να διαταράξει τις μισθολογικές ισορροπίες στο προσωπικό ούτε να προδώσει την κότα με τα χρυσά αυγά. Έτσι το όλο σκηνικό βόλευε τους πάντες όπως είχε.
Μόλις η κατάσταση είχε ρουτινιάσει, ο Χάρολντ έδειχνε να νοιάζεται μόνο για το ενδιάμεσο. Δηλαδή, τις παραβολές του Ουίλκνις. Ενώ όταν εκείνος επαναλαμβανόταν, ο Χάρολντ άρχισε δειλά να αποκαλύπτει τον εαυτό του προσπαθώντας να ανακαλύψει τον μόνιμο «αντίπαλό» του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η σχέση τους στηριζόταν στην ειλικρίνεια, ακόμη κι αν αυτή ήταν μονόπλευρη. Ο Χάρολντ έπαψε σταδιακά να εμφανίζει το σκληρό του πρόσωπο και νοιαζόταν περισσότερο για τον άνθρωπο παρά για τον πελάτη. Ήταν η μοναδική περίπτωση που είχε κάνει έναν φίλο στην τσόχα.

Σε αντίθεση με το αφεντικό του, που φοβόταν για το χρυσάφι που περιφερόταν στα λημέρια του, ο Χάρολντ έδειχνε να ανησυχεί για τον ίδιο τον Δομίνικο. Φοβόταν πως η αψυχολόγητη συμπεριφορά του μπορούσε εύκολα να τον οδηγήσει σε προβλήματα.
Δίχως δουλειά, περίμενε υπομονετικά στο δωμάτιό του και μονολογούσε:
«Θα το φας το κεφάλι σου γέρο».
Κάθε τόσο το τηλέφωνο χτυπούσε και επαναλάμβανε διαρκώς στον Κάρλτον πως τίποτε αξιοσημείωτο δεν είχε συμβεί στην τελευταία τους συνάντηση. Έπειτα από άπειρες και πανομοιότυπες απαντήσεις, μια διαφορετική εξέλιξη φάνηκε στον ορίζοντα.
«Έλα μικρέ. Εγώ είμαι».
«Τα είπαμε κύριε Κάρλτον. Δεν συνέβη τίποτα».
«Δεν σε πήρα γι’ αυτό. Χέσε τον κωλόγερο. Αν αυτός δεν θέλει μία, εγώ δεν θέλω δέκα. Αλλαγή σχεδίου».
«Δηλαδή;»
«Έχω κάτω δυο φραγκάτους. Πολύ φραγκάτους. Τους Τάρπλευ και Σκάιλς, από την ομώνυμη επενδυτική εταιρία».
«Εεε; Και τι θέλετε να κάνω; Αφού δουλεύω αποκλειστικά με τον Δομίνικο».
«Δούλευες θες να πεις. Τον βλέπεις πουθενά τον λέτσο; Οι τύποι κρατούν από πεντακόσια χιλιάρικά έκαστος. Θα παίξουν στη σοφίτα».
Ο Χάρολντ έδειχνε μπερδεμένος. Από τη μία το αφεντικό του είχε δίκιο. Ο λόρδος ήταν άφαντος. Από την άλλη δεν του έκανε η καρδιά να τον πουλήσει. Μετά από τρία και κάτι χρόνια έπρεπε να φορέσει ξανά το επαγγελματικό του προσωπείο. Εκείνο που ο Ουίλκινς είχε καταφέρει με υπομονή και μαεστρία να του αποσπάσει.
«Δώστε μου πέντε λεπτά κύριε Κάρλτον…», είπε και έκλεισε τη γραμμή.
Τα ονόματα των Ροι Τάρπλευ και Σκοτ Σκάιλς ήταν πασίγνωστα, ακόμη και για τύπους του καζίνο που ήταν κρυμμένοι στο δικό τους κόσμο. Οι φήμες τους παρουσίαζαν ως τους πιο πετυχημένους, πλούσιους και αδίστακτούς επιχειρηματίες στην Αγγλία. Η γκλαμουριά που απέκτησε το καζίνο Μάγερς φαίνεται να τους τράβηξε προς τα εκεί.
Το παιχνίδι είχε χοντρύνει. Και για άλλη μια φορά ο Κάρλτον καλούσε τον Έλις να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Μονάχα που τα δεδομένα είχαν αντιστραφεί.
Ο παλιός ονειροπόλος διευθυντής μετεξελίχθηκε σε ένα τεράστιο αρπακτικό. Άλλωστε δεν υπήρχε λόγος να καλοπιάνει πια έναν γεροπαράξενο που εξακολουθούσε να τον στολίζει με «μπαμπουίνε» και «βλάκα». Είχαν ανέβει οι μετοχές του.
Ο ψυχρός επαγγελματίας ντήλερ είχε μαλακώσει τόσο ώστε να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τα σκληρά καρύδια. Ουσιαστικά, η δύναμη της συνήθειας ήταν εκείνη που έκανε το αφεντικό του να απευθυνθεί πρώτα σ’ αυτόν.
Οι συναισθηματισμοί δεν έχουν θέση σ’ ένα καζίνο.
Ο Χάρολντ ήταν ταραγμένος. Πήρε βαθιά ανάσα και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Αναλογίστηκε τι ακριβώς του είχε συμβεί. Δεν έκανε για περαιτέρω συγκινήσεις της τσόχας. Το πήρε απόφαση. Σε καμιά περίπτωση δεν θα περιφρονούσε τον Ουίλκνις, που εκτός από την όποια σοφία που του μετέδωσε, του έδωσε την ευκαιρία να βάλει στην άκρη ένα τεράστιο ποσό.
Μήπως άραγε ήταν καιρός να μάθει αν του αρέσει η θάλασσα;
Μια θάλασσα την οποία μόνο ακουστά είχε, βρισκόμενος από τα γεννοφάσκια του έγκλειστος στο παλάτι δίχως παράθυρα.
Έπρεπε να απαλλαχθεί από τύψεις προδοσίας. Ήταν σίγουρος πως η μόνη λύση ήταν να υπερασπιστεί τον Δομίνικο μέχρι τέλους. Και θα το έκανε με τον τρόπο που αρμόζει σ’ ένα γέννημα θρέμμα της χλιδάτης κόκκινης μοκέτας.
Με άγνοια κινδύνου και κοιτώντας στα μάτια τον αντίπαλο.
Το τηλέφωνο χτυπάει και πάλι.
«Κλέισε, έρχομαι», είπε δυνατά και κοφτά.

Οι δυο επιχειρηματίες κάθονταν σταυροπόδι στον δερμάτινο καναπέ με το ουίσκι στο χέρι. Ήταν αρκετά αστείοι αν τους έβλεπες αχώριστους. Ο Ρόι Τάρπλει, ένας θηριώδης χοντρομπαλάς με άγρια μούσια. Ο Σκοτ Σκάιλς, ένας κατάλευκος κοντός σπανός ξανθομάλλης. Ντυμένοι στην τρίχα και με την φήμη τους να προηγείται, ήταν συνηθισμένοι να τους υποδέχονται με κωλοτούμπες παντού. Και το καζίνο των Μάγερς δεν αποτελούσε εξαίρεση.
Ο Κάρλτον προσπαθούσε με τρισάθλιες χαριτωμενιές να διασκεδάσει την αναμονή. Έβλεπε τους δυο χαρτοφύλακες με τα ζεστά λεφτά στο γραφείο του και ονειρευόταν όρθιος πως σύντομα θα καταλήξουν στο παστωμένο χρηματοκιβώτιο του.
Η πόρτα χτυπά και χωρίς απάντηση ο Χάρολντ πετάγεται στο κέντρο του δωματίου αποφασισμένος. Έριξε μια παγερή ματιά στους δυο γνωστούς άγνωστους και απευθύνθηκε με τσαμπουκά στο αφεντικό του.
«Τέρμα, παραιτούμαι».
«Τι λες μικρέ… Κάτσε κάτω», απάντησε αυστηρά και εμφανώς αιφνιδιασμένος.
«Κάθισε. Να σου συστήσω τους κυρίους Τάρπλευ και Σκάιλς», συνέχισε .
«Βρε καλώς τα αρχίδια μας τα δυο», τους λοιδόρησε με περίσσιο θάρρος.
«Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Αλήτη!», τα πήρε ο Τάρπλευ που τινάχτηκε όρθιος για τσαμπουκά.
«Ρε δε γαμιέσαι, μωρή Λουλού!», συνέχισε να αυθαδιάζει ο μικρός, δευτερόλεπτα πριν ο χοντρός τον πετάξει βίαια στο ντουβάρι πίσω.
Ο Κάρλτον με τίποτα στον κόσμο δεν περίμενε τέτοια συμπεριφορά από το δεξί του χέρι.
«Ώπα, αρκετά. Χαλαρώστε κι οι δυο σας», σταμάτησε τον θεόρατο οδοστρωτήρα ο Σκάιλς.
«Πραγματικά λυπάμαι. Δεν καταλαβαίνω τι τον έπιασε! Κύριοι…», απολογήθηκε πνιγμένος ο Κάρλτον.
«Πάμε! Σήκω να φύγουμε. Έπρεπε να μείνουμε στο Λονδίνο», παραπονέθηκε ο Τάρπλει στον συνέταιρο του.
«Κύριοι! Μισό λεπτό. Παρεξήγηση. Θα τα διορθώσω όλα. Αμέσως!», έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα.
Περιέργως, οι δυο κυριλέ τύποι γύρισαν ξανά στον καναπέ και κάτι φάνηκε να ψιθυρίζουν μεταξύ τους.
Ο Κάρλτον βρήκε ευκαιρία και σήκωσε από το πάτωμα τον ζαλισμένο Χάρολντ.
«Δεν έχεις πια θέση εδώ. Μάζεψε τα και φύγε», του είπε οργισμένος.
Ο ντήλερ δάκρυσε και καθώς αντιστεκόταν τα σπρωξίματα του πρώην αφεντικού του, άρχισε να σπαράζει:
«Τα γάμησες όλα. Πρόδωσες εμένα! Το άβατο της σοφίτας! Το Δομίνικο!»
«Αρκετά.»
«Πάνω απ’ όλα… τον ίδιο σου τον εαυτό!»
Μην μπορώντας να υπερνικήσει τον Χάρολντ, ο Κάρλτον κάλεσε από την ενδοσυνεννόηση την ασφάλεια.
Και τότε ήταν που παρά τις απανωτές σφαλιάρες, ο ατσαλάκωτος διευθυντής άρχισε να τρέμει από τα νεύρα του.
«Κύριε Κάρλτον. Είναι κάτω αυτός ο γέρος. Ο τακτικός! Κάνει πάλι τα γνωστά του καραγκιοζιλίκια. Τι να τον κάνουμε;»
«Τι κάνει;»
«Αυτή τη φορά είναι ντυμένος μπογιατζής. Έχει ένα κουβά μπογιά και γράφει παντού;»
«Μαζέψτε τον. Τώρα! Φέρτε τον επάνω. Ελάτε και εσείς μαζί…»
Το είχε πάθει το εγκεφαλικό!
Οι συνεταίροι ξίνισαν τις μούρες τους ακούγωντας το νέο κατόρθωμα του Ουίλκινς.
«Μα τι γράφει;» ρώτησε ο Σκάιλς.
Ο Κάρλτον, άγνωστο γιατί, μετέφερε το ερώτημα στον φρουρό που βρισκόταν σε ανοικτή ακρόαση.
«Μισό λεπτό… Δομίνικος … Ουίλκνις…. Λόρδος του…»
«Ουώλτερμπερυ!!!» είπαν όλοι ανεξαιρέτως με μία φωνή!
«Τον ξέρετε ;;;» πετάχτηκε ο Χάρολντ.
Μέχρι να λάβει απάντηση οι μπράβοι είχαν παραδώσει το Δομίνικο σηκωτό στο γραφείο. Με το που αντιλήφθηκαν την παρουσία του, οι Τάρπλευ και Σκάιλς σηκώθηκαν απότομα σαν ηλεκτρισμένοι και έδιωξαν τους «αχθοφόρους».
Ο γέρος που έσταζε άσπρη μπογιά στο χαλί, όση δεν απορρόφησε η μπλε φόρμα εργασίας περπάτησε προς τον προστατευόμενό του.
«Δομίνικε!» , φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει ο Κάρλτον. Και σωριάστηκε λιπόθυμος.
«Θα μας πεθάνεις όλους τρελόγερε», παραπονέθηκε ο Χάρολντ που επίσης τα είχε χαμένα. Τον αγκάλιασε.
«Πίσω βρε! Ποιος στα έμαθε αυτά;», αντέδρασε ο Δομίνικος.
«Πήγαινε μάζεψε ότι έχεις. Σήμερα θα κοιμηθείς σπίτι μου», τον παρότρυνε και έδωσε εντολή στον Τάρπλει να τον βοηθήσει.
Αφού ο Σκάιλς επανάφερε το Κάρλτον, άφησε τους δυο άντρες μόνους. Ψύχραιμα, όσο γινόταν, ο κακομοίρης διευθυντής έψαχνε για απαντήσεις.

(συνεχίζεται)
(Πιθανόν να θέλει αρκετές διορθώσεις. Βγήκε κατευθείαν)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πηγαίο και αχτένιστο.
Γουστάρω...

Ανώνυμος είπε...

εξαιρετικο το κείμενο σου μπάνε πρέλεβιτς,σε κρατάει!Ευχαριστώ από καρδίας που η αινιγματική φύση μου σε οδηγεί σε ένα τέτοιο κομμάτι...ανυπομονώ να διαβάσω το τρίτο μέρος κ δε ξέρω δε ξέρω αν μπορώ να περιμένω!λε λε!

thinkpo8 είπε...

Καλώς τον ΔενΞέρω
Τον σκέφτηκα τον Μπάνε αλλά δεν παίζει. Μάλλον ένας άλλος Σέρβος θα εμφανιστεί προς το τέλος.
Για την ώρα 5 κομμάτια βλέπω. Σύντομα.
Και Ναι, βεβαίως θα είναι το δώρο σου για τις εορτές.
Η Ελληνική έκοδση!