«Δεν αρκεί να επιτύχεις. Πρέπει και οι υπόλοιποι να αποτύχουν.» - Γκορ Βιντάλ
...
Παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Όλοι έδειχναν ανάστατοι στο μικρομεσαίο καζίνο των Μάγερς. Ο κύριος Κάρλτον, ο διευθυντής, παρά το σφιχτό και ψεύτικο χαμόγελο υποδοχής προς τους πελάτες, φαινόταν πως κάτι τον ανησυχούσε. Μιλούσε διαρκώς στην ενδοσυνεννόηση με τους τσεκαδόρους όμως εκείνος που έψαχνε ήταν εξαφανισμένος.
Ο Κάρλτον Μάγερς προβληματιζόταν. Δεν ήξερε αν είχε φτάσει το τέλος μιας χρυσής εποχής για την επιχείρησή του ή επρόκειτο για ακόμη μία παραξενιά του Δομίνικου Ουίλκινς. Του καλύτερου πελάτη όλων των εποχών.
Είχαν περάσει τρία χρόνια και κάτι ψιλά από την πρώτη τους συνάντηση, μια φθινοπωρινή νύχτα με βροχή. Όταν μια παρεξήγηση στη ρεσεψιόν οδήγησε στην γνωριμία των δύο αντρών.
…
Ήταν τότε που το ξεπεσμένο καζίνο των Μάγερς φλέρταρε με το λουκέτο. Ο Κάρλτον, ο τελευταίος συνεχιστής της οικογένειας ήταν και τότε απελπισμένος. Βρισκόταν σε ένα στενάχωρο σταυροδρόμι. Έπρεπε να δώσει το μαγαζί του κοψοχρονιά. Αν δεν τα κατάφερνε στις εξευτελιστικές διαπραγματεύσεις , η μόνη του επιλογή ήταν να διώξει το προσωπικό και να τερματίσει μια μακροχρόνια παράδοση.
Έως την στιγμή που τον ενημέρωσαν για ένα επεισόδιο στην είσοδο. Η ασφάλεια είχε απαγορεύσει την είσοδο σε έναν τύπο γύρω στα εξήντα. Ντυμένος σαν λεχρίτης, με λασπωμένα παπούτσια και ένα κίτρινο νάιλον αδιάβροχο, ο Δομίνικος έβριζε αδιακρίτως και ζητούσε απεγνωσμένα να μιλήσει με τον υπεύθυνο. Ο Κάρλτον έφτασε εσπευσμένα στο επεισόδιο. Για να μην ενοχληθούν οι λιγοστοί πελάτες, έσυρε ευγενικά τον τσατισμένο γέρο προς το μπαρ, μήπως και καταφέρει να τον καλμάρει.
«Κουστουμάτε μπαμπουίνε! Άκου να σου πω. Ήρθα για ένα blackjack στο μαγαζί σου. Και εσύ; Με πετάς στον δρόμο;», παραπονέθηκε
«Έχετε απόλυτο δίκιο…», αναστέναξε ο Κάρλτον, ταξιδεύοντας νοητά στα προβλήματά του.
«Τι δίκιο ρε μπαμπουίνε! Άφησα το Λονδίνο για το μπουρδέλο που έχετε για καζίνο. Και εσύ;»
«Έχετε δίκιο…», επανέλαβε δίχως διάθεση να του δώσει σημασία.
Ο Δομίνικος αφού του εξαπέλυσε ένα κάρο προσβολές σε ένα μανιασμένο μονόλογο, σταδιακά έδειχνε να ξεθυμαίνει. Έριξε τους τόνους και για πρώτη φορά έκανε μια ερώτηση όπου μπορούσε να πάρει απάντηση.
«Είσαι μπαμπουίνος! Το βλέπω. Είσαι ο υπεύθυνος. Το βλέπω Όμως ποιος είσαι πραγματικά;»
«Μεγάλη κουβέντα είπες… Κάρλτον Μάγερς, ιδιοκτήτης και ο διευθυντής σας για σήμερα.»
«Έτσι είσαι πάντοτε;»
«Τι θες επιτέλους βρε τρελόγερε; Blackjack; Να! Πάρε αυτές τις μάρκες και τράβα στα τραπέζια στο βάθος», έβγαλε ένα σωρό και σηκώθηκε για να αποσυρθεί στο γραφείο του.
«Περίμενε! Έλα εδώ. Αυτό νομίζεις; Πως είμαι από αυτούς τους ζήτουλες που κάνουν φασαρία για να ζητιανέψουν με τσαμπουκά. Έλα εδώ είπα!», είπε και αφού τον πρόλαβε με ταχύ βήμα, τον γράπωσε από το γιακά.
«Τι κάνεις εκεί; Πας καλά άνθρωπέ μου; Άσε με», αντέδρασε ενοχλημένος.
«Πάμε στο γραφείο σου. Τώρα!», πρόσταξε ο Δομίνικος και ο Κάρλτον προχώρησε, μονάχα επειδή ήθελε να αποφύγει τις ματιές των παρευρισκομένων.
Η πόρτα έκλεισε και ο Κάρλτον κάθισε στο γραφείο του, με το βλέμμα καρφωμένο σ’ αυτό. Ο Δομίνικος παρέμενε όρθιος με το κίτρινο αδιάβροχο να εξακολουθεί να στάζει στη ακριβή κόκκινη μοκέτα.
«Τι θα θέλατε επιτέλους από τη ζωή μου κύριε…», ψέλλισε.
«Δομίνικος Ουίλκινς. Έτσι με βαφτίσανε απ’ όσο γνωρίζω.»
«Τι θα θέλατε Δομίνικε Ουίλκινς; Λοιπόν…»
«Μάλλον εσύ κάτι θέλεις Καρλτονάκο.»
«Πόσο θα συνεχιστεί αυτή η παρωδία; Σας το είπα και πριν. Εντάξει όλα. Τα τραπέζια είναι έξω. Συγνώμη αν σας πρόσβαλα προηγουμένως.»
«Καλά ντε! Εντάξει. Πόσα;»
«Πολλά. Όμως δεν βρίσκω τον λόγο που θα πρέπει να εξηγούμαι στον καθένα…»
«Το κατάλαβα Καρλτονάκο πως οι νταλκάδες σου είναι οικονομικοί.»
«Μπράβο γέρο. Είσαι μεγάλο ταλέντο. Άντε τράβα στο blackjack τώρα που έλυσες το μυστήριο.»
«Σου είπα ψέματα πριν. Δεν ήρθα για blackjack…», αποκάλυψε ο Δομίνικος για να εισπράξει μια άγρια ματιά.
«Ήρθα για έναν φίλο. Για την ακρίβεια, να βρω έναν καινούριο φίλο.»
«Και νομίζεις πως τα κατάφερες…», έσκασε ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Χρόνια στον τζόγο. Θα συνάντησες πολλές περιπτώσεις. Σήμερα θα έχεις μια ακόμη ιστορία να διηγείσαι. Την καλύτερη!»
«Πως είσαι τόσο σίγουρος; Δεν μπορώ να καταλάβω…»
Ο Δομίνικος έβγαλε και κρέμασε το αδιάβροχο. Σέρβιρε τον εαυτό του ένα ποτό. Κάθισε και άφησε να πέσει ένα πακέτο στο σημείο του γραφείου όπου ο Κάρλτον είχε μόνιμα καρφωμένη τη ματιά του.
«Τι είναι τούτο;», αποκρίθηκε και άρχισε να περιεργάζεται το πακέτο που ήταν τυλιγμένο με το πρωτοσέλιδο την Γκάρντιαν.
«Το ξεκίνημα μιας δυνατής φιλίας.»
Ο Κάρλτον ξετύλιξε προσεκτικά και ανακάλυψει αμέτρητα χαρτονομίσματα των εκατό λιρών. Ξαφνιάστηκε.
«Πόσα;»
«Πάνω κάτω… ακριβώς εκατό χιλιάρικα.»
«Θεέ μου. Που τα βρήκες εσύ τόσα;»
«Χρόνια στο κουρμπέτι, δεν σου έμαθαν να αποφεύγεις τις αδιάκριτες ερωτήσεις;»
«Ναι… μάλιστα… έχετε δίκιο.»
«Άντε πάλι ξανά απ’ την αρχή! Άκου Καρλτονάκο. Μην το κουράζουμε. Κράτησε τα και πέσε τις μάρκες. Κόψε το γλείψιμο και τους πληθυντικούς. Σε παρακαλώ πολύ!»
«Έχετε δίκιο… έχεις δίκιο Ουίλκινς. Απλώς, μου ήρθε ξαφνικό. Δεν το περίμενα.»
«Μάλλον δεν θα στο έμαθαν στο κολέγιο. Σημείωσε το στο γιάπικο τεφτέρι σου..»
«Τι πράγμα:»
«Γράφεις; Όταν αναζητούμε κάτι όσο τίποτα, συνήθως προκύπτει κάτι εντελώς διαφορετικό και αναπάντεχο.»
«Μοιάζει με εκείνο που έγραψε ο Κοέλο. Όταν…»
«Ωχ, αν είναι να μου τσαμπουνάς μαλακίες, φεύγω από τώρα! Είσαι βουτηγμένος στα σκατά μέχρι το λαιμό πτωχέ μου μπαμπουίνε και προσπαθείς να μου το παίξεις ονειροπόλος;»
«Κατά βάθος μπορεί να είμαι.»
«Να σου πω εγώ… Το σύμπαν που επικαλείσαι συνωμοτεί μόνο σε μια περίπτωση. Όταν αναζητάς τα χρέη! Τότε να είσαι βέβαιος πως θα έρθει ο ουρανός ανάποδα και θα τα’ αποκτήσεις!»
«Πλάκα έχεις!»
«Εσύ πάλι καθόλου! Πιάσε μου τις μάρκες.»
Ο Κάρλτον ξεκλείδωσε ένα μεταλλικό συρτάρι και ετοίμασε έναν δίσκο με μάρκες των εκατό.
«Πολλά λεφτά. Είσαι φιλόδοξος απόψε», σχολίασε.
«Απεναντίας, έχω σκοπό να τις χάσω όλες. Τα λεφτά μένουν σ’ εσένα.»
«Τι λες; Αυτό όντως μου είναι πρωτόγνωρο!»
«Σου εξήγησα εξ αρχής πως ήρθα γιατί ψάχνω έναν φίλο.»
«Και απ’ ότι φαίνεται τον κέρδισες!»
«Μη βιάζεσαι. Υποψιαζόμουν πως είσαι βλάκας.»
«Στη δική μου γλώσσα αυτό που κάνεις ονομάζεται εξαγορά.»
«Τελικά δεν είσαι βλάκας. Είσαι πολύ βλάκας! Αυτό αντιλήφθηκες ανόητο πλάσμα; Και μετά αναρωτιέσαι γιατί πάει κατά διαόλου η φάμπρικα!»
«Δώσε μου να καταλάβω. Γίνε σαφέστερος.»
«Δεν είσαι εσύ ο φίλος που αναζητώ. Είσαι το μέσον που θα τον αποκτήσω.»
«Τότε, που αποσκοπούν τα εκατό χιλιάρικα:»
«Στο να μου κάνεις πλάτες. Κανένας άλλος δεν πρέπει να μάθει πως είμαι ο Δομίνικος Ουίλκνις. Τα υπόλοιπα είναι δική μου υπόθεση.»
«Σιγά το δύσκολο. Εξάλλου αμφιβάλω αν γνωρίζει κάποιος αυτό το όνομα.»
«Έτσι συμβαίνει συνήθως. Ο κόσμος ξέρει του πολύ πλούσιους, ίσως και τους λιγότερο πλούσιους. Τους υπερβολικά πλούσιους είναι που δεν μαθαίνει ποτέ»
«Και… εσύ είσαι ένας από…αυτούς:», κρατήθηκε ώστε να μην γελάσει κοιτώντας τον γέρο που ήταν ντυμένος σαν λέτσος.
«Όχι βέβαια. Και αν είμαι, εσύ θα πρέπει να το έχεις ξεχάσει ήδη.»
«Πες πως έγινε. Τι χρειάζεσαι.»
«Έναν καλό ντήλερ και ένα ήσυχο μέρος.»
Ο Κάρλτον, κάλεσε τον καλύτερο υπάλληλο που είχε. Τον χαρισματικό Χάρολντ Έλις, έναν ντήλερ με απεριόριστη υπομονή. Σίγουρα θα την χρειαζόταν για να αντιμετωπίσει το τρελοκομείο που καθόταν απέναντί του. Τηλεφώνησε και πρόσταξε να ετοιμάσουν την σοφίτα όπου χρησίμευε για ιδιωτικό τραπέζι και άνοιγε μόνον για τους σημαντικούς πελάτες.
«Τίποτε άλλο;»
«Ναι. Μια τελευταία χάρη.»
«Ότι θέλεις.»
«Τα περιτυλίγματα από τα πακέτα που σου φέρνω. Θέλω να τα φυλάσσεις με οποιοδήποτε κόστος. Να κρατάς λογαριασμό. Μια μέρα θα σου κάνω μια συμαντική ερώτηση. Και πρέπει να είσαι έτοιμος να απαντήσεις.»
«Εντάξει, ότι πεις», κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε. Άλλωστε τα πάντα φάνταζαν τόσο εξωγήινα και απροσδόκητα.
Σε λίγα λεπτά, η πόρτα χτύπησε. Ο Χάρολντ Έλις χαιρέτησε τους δύο άντρες και κράτησε στα χέρια του τον γεμάτο με μάρκες δίσκο. Όλα ήταν έτοιμα.
«Αγαπητέ Δομίνικε, είστε πραγματικός;», ρώτησε ο Κάρλτον καθώς έφευγαν
«Το ψάχνω και ο ίδιος, πτωχέ μου μπαμπουίνε. Αν το μάθω ποτέ θα σ’ ενημερώσω. Για την ώρα είμαι ο Δομίνικος Ουίλκινς, λόρδος του Ουώλτερμπερυ. Μεταξύ μας πάντα!»
...
Παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Όλοι έδειχναν ανάστατοι στο μικρομεσαίο καζίνο των Μάγερς. Ο κύριος Κάρλτον, ο διευθυντής, παρά το σφιχτό και ψεύτικο χαμόγελο υποδοχής προς τους πελάτες, φαινόταν πως κάτι τον ανησυχούσε. Μιλούσε διαρκώς στην ενδοσυνεννόηση με τους τσεκαδόρους όμως εκείνος που έψαχνε ήταν εξαφανισμένος.
Ο Κάρλτον Μάγερς προβληματιζόταν. Δεν ήξερε αν είχε φτάσει το τέλος μιας χρυσής εποχής για την επιχείρησή του ή επρόκειτο για ακόμη μία παραξενιά του Δομίνικου Ουίλκινς. Του καλύτερου πελάτη όλων των εποχών.
Είχαν περάσει τρία χρόνια και κάτι ψιλά από την πρώτη τους συνάντηση, μια φθινοπωρινή νύχτα με βροχή. Όταν μια παρεξήγηση στη ρεσεψιόν οδήγησε στην γνωριμία των δύο αντρών.
…
Ήταν τότε που το ξεπεσμένο καζίνο των Μάγερς φλέρταρε με το λουκέτο. Ο Κάρλτον, ο τελευταίος συνεχιστής της οικογένειας ήταν και τότε απελπισμένος. Βρισκόταν σε ένα στενάχωρο σταυροδρόμι. Έπρεπε να δώσει το μαγαζί του κοψοχρονιά. Αν δεν τα κατάφερνε στις εξευτελιστικές διαπραγματεύσεις , η μόνη του επιλογή ήταν να διώξει το προσωπικό και να τερματίσει μια μακροχρόνια παράδοση.
Έως την στιγμή που τον ενημέρωσαν για ένα επεισόδιο στην είσοδο. Η ασφάλεια είχε απαγορεύσει την είσοδο σε έναν τύπο γύρω στα εξήντα. Ντυμένος σαν λεχρίτης, με λασπωμένα παπούτσια και ένα κίτρινο νάιλον αδιάβροχο, ο Δομίνικος έβριζε αδιακρίτως και ζητούσε απεγνωσμένα να μιλήσει με τον υπεύθυνο. Ο Κάρλτον έφτασε εσπευσμένα στο επεισόδιο. Για να μην ενοχληθούν οι λιγοστοί πελάτες, έσυρε ευγενικά τον τσατισμένο γέρο προς το μπαρ, μήπως και καταφέρει να τον καλμάρει.
«Κουστουμάτε μπαμπουίνε! Άκου να σου πω. Ήρθα για ένα blackjack στο μαγαζί σου. Και εσύ; Με πετάς στον δρόμο;», παραπονέθηκε
«Έχετε απόλυτο δίκιο…», αναστέναξε ο Κάρλτον, ταξιδεύοντας νοητά στα προβλήματά του.
«Τι δίκιο ρε μπαμπουίνε! Άφησα το Λονδίνο για το μπουρδέλο που έχετε για καζίνο. Και εσύ;»
«Έχετε δίκιο…», επανέλαβε δίχως διάθεση να του δώσει σημασία.
Ο Δομίνικος αφού του εξαπέλυσε ένα κάρο προσβολές σε ένα μανιασμένο μονόλογο, σταδιακά έδειχνε να ξεθυμαίνει. Έριξε τους τόνους και για πρώτη φορά έκανε μια ερώτηση όπου μπορούσε να πάρει απάντηση.
«Είσαι μπαμπουίνος! Το βλέπω. Είσαι ο υπεύθυνος. Το βλέπω Όμως ποιος είσαι πραγματικά;»
«Μεγάλη κουβέντα είπες… Κάρλτον Μάγερς, ιδιοκτήτης και ο διευθυντής σας για σήμερα.»
«Έτσι είσαι πάντοτε;»
«Τι θες επιτέλους βρε τρελόγερε; Blackjack; Να! Πάρε αυτές τις μάρκες και τράβα στα τραπέζια στο βάθος», έβγαλε ένα σωρό και σηκώθηκε για να αποσυρθεί στο γραφείο του.
«Περίμενε! Έλα εδώ. Αυτό νομίζεις; Πως είμαι από αυτούς τους ζήτουλες που κάνουν φασαρία για να ζητιανέψουν με τσαμπουκά. Έλα εδώ είπα!», είπε και αφού τον πρόλαβε με ταχύ βήμα, τον γράπωσε από το γιακά.
«Τι κάνεις εκεί; Πας καλά άνθρωπέ μου; Άσε με», αντέδρασε ενοχλημένος.
«Πάμε στο γραφείο σου. Τώρα!», πρόσταξε ο Δομίνικος και ο Κάρλτον προχώρησε, μονάχα επειδή ήθελε να αποφύγει τις ματιές των παρευρισκομένων.
Η πόρτα έκλεισε και ο Κάρλτον κάθισε στο γραφείο του, με το βλέμμα καρφωμένο σ’ αυτό. Ο Δομίνικος παρέμενε όρθιος με το κίτρινο αδιάβροχο να εξακολουθεί να στάζει στη ακριβή κόκκινη μοκέτα.
«Τι θα θέλατε επιτέλους από τη ζωή μου κύριε…», ψέλλισε.
«Δομίνικος Ουίλκινς. Έτσι με βαφτίσανε απ’ όσο γνωρίζω.»
«Τι θα θέλατε Δομίνικε Ουίλκινς; Λοιπόν…»
«Μάλλον εσύ κάτι θέλεις Καρλτονάκο.»
«Πόσο θα συνεχιστεί αυτή η παρωδία; Σας το είπα και πριν. Εντάξει όλα. Τα τραπέζια είναι έξω. Συγνώμη αν σας πρόσβαλα προηγουμένως.»
«Καλά ντε! Εντάξει. Πόσα;»
«Πολλά. Όμως δεν βρίσκω τον λόγο που θα πρέπει να εξηγούμαι στον καθένα…»
«Το κατάλαβα Καρλτονάκο πως οι νταλκάδες σου είναι οικονομικοί.»
«Μπράβο γέρο. Είσαι μεγάλο ταλέντο. Άντε τράβα στο blackjack τώρα που έλυσες το μυστήριο.»
«Σου είπα ψέματα πριν. Δεν ήρθα για blackjack…», αποκάλυψε ο Δομίνικος για να εισπράξει μια άγρια ματιά.
«Ήρθα για έναν φίλο. Για την ακρίβεια, να βρω έναν καινούριο φίλο.»
«Και νομίζεις πως τα κατάφερες…», έσκασε ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Χρόνια στον τζόγο. Θα συνάντησες πολλές περιπτώσεις. Σήμερα θα έχεις μια ακόμη ιστορία να διηγείσαι. Την καλύτερη!»
«Πως είσαι τόσο σίγουρος; Δεν μπορώ να καταλάβω…»
Ο Δομίνικος έβγαλε και κρέμασε το αδιάβροχο. Σέρβιρε τον εαυτό του ένα ποτό. Κάθισε και άφησε να πέσει ένα πακέτο στο σημείο του γραφείου όπου ο Κάρλτον είχε μόνιμα καρφωμένη τη ματιά του.
«Τι είναι τούτο;», αποκρίθηκε και άρχισε να περιεργάζεται το πακέτο που ήταν τυλιγμένο με το πρωτοσέλιδο την Γκάρντιαν.
«Το ξεκίνημα μιας δυνατής φιλίας.»
Ο Κάρλτον ξετύλιξε προσεκτικά και ανακάλυψει αμέτρητα χαρτονομίσματα των εκατό λιρών. Ξαφνιάστηκε.
«Πόσα;»
«Πάνω κάτω… ακριβώς εκατό χιλιάρικα.»
«Θεέ μου. Που τα βρήκες εσύ τόσα;»
«Χρόνια στο κουρμπέτι, δεν σου έμαθαν να αποφεύγεις τις αδιάκριτες ερωτήσεις;»
«Ναι… μάλιστα… έχετε δίκιο.»
«Άντε πάλι ξανά απ’ την αρχή! Άκου Καρλτονάκο. Μην το κουράζουμε. Κράτησε τα και πέσε τις μάρκες. Κόψε το γλείψιμο και τους πληθυντικούς. Σε παρακαλώ πολύ!»
«Έχετε δίκιο… έχεις δίκιο Ουίλκινς. Απλώς, μου ήρθε ξαφνικό. Δεν το περίμενα.»
«Μάλλον δεν θα στο έμαθαν στο κολέγιο. Σημείωσε το στο γιάπικο τεφτέρι σου..»
«Τι πράγμα:»
«Γράφεις; Όταν αναζητούμε κάτι όσο τίποτα, συνήθως προκύπτει κάτι εντελώς διαφορετικό και αναπάντεχο.»
«Μοιάζει με εκείνο που έγραψε ο Κοέλο. Όταν…»
«Ωχ, αν είναι να μου τσαμπουνάς μαλακίες, φεύγω από τώρα! Είσαι βουτηγμένος στα σκατά μέχρι το λαιμό πτωχέ μου μπαμπουίνε και προσπαθείς να μου το παίξεις ονειροπόλος;»
«Κατά βάθος μπορεί να είμαι.»
«Να σου πω εγώ… Το σύμπαν που επικαλείσαι συνωμοτεί μόνο σε μια περίπτωση. Όταν αναζητάς τα χρέη! Τότε να είσαι βέβαιος πως θα έρθει ο ουρανός ανάποδα και θα τα’ αποκτήσεις!»
«Πλάκα έχεις!»
«Εσύ πάλι καθόλου! Πιάσε μου τις μάρκες.»
Ο Κάρλτον ξεκλείδωσε ένα μεταλλικό συρτάρι και ετοίμασε έναν δίσκο με μάρκες των εκατό.
«Πολλά λεφτά. Είσαι φιλόδοξος απόψε», σχολίασε.
«Απεναντίας, έχω σκοπό να τις χάσω όλες. Τα λεφτά μένουν σ’ εσένα.»
«Τι λες; Αυτό όντως μου είναι πρωτόγνωρο!»
«Σου εξήγησα εξ αρχής πως ήρθα γιατί ψάχνω έναν φίλο.»
«Και απ’ ότι φαίνεται τον κέρδισες!»
«Μη βιάζεσαι. Υποψιαζόμουν πως είσαι βλάκας.»
«Στη δική μου γλώσσα αυτό που κάνεις ονομάζεται εξαγορά.»
«Τελικά δεν είσαι βλάκας. Είσαι πολύ βλάκας! Αυτό αντιλήφθηκες ανόητο πλάσμα; Και μετά αναρωτιέσαι γιατί πάει κατά διαόλου η φάμπρικα!»
«Δώσε μου να καταλάβω. Γίνε σαφέστερος.»
«Δεν είσαι εσύ ο φίλος που αναζητώ. Είσαι το μέσον που θα τον αποκτήσω.»
«Τότε, που αποσκοπούν τα εκατό χιλιάρικα:»
«Στο να μου κάνεις πλάτες. Κανένας άλλος δεν πρέπει να μάθει πως είμαι ο Δομίνικος Ουίλκνις. Τα υπόλοιπα είναι δική μου υπόθεση.»
«Σιγά το δύσκολο. Εξάλλου αμφιβάλω αν γνωρίζει κάποιος αυτό το όνομα.»
«Έτσι συμβαίνει συνήθως. Ο κόσμος ξέρει του πολύ πλούσιους, ίσως και τους λιγότερο πλούσιους. Τους υπερβολικά πλούσιους είναι που δεν μαθαίνει ποτέ»
«Και… εσύ είσαι ένας από…αυτούς:», κρατήθηκε ώστε να μην γελάσει κοιτώντας τον γέρο που ήταν ντυμένος σαν λέτσος.
«Όχι βέβαια. Και αν είμαι, εσύ θα πρέπει να το έχεις ξεχάσει ήδη.»
«Πες πως έγινε. Τι χρειάζεσαι.»
«Έναν καλό ντήλερ και ένα ήσυχο μέρος.»
Ο Κάρλτον, κάλεσε τον καλύτερο υπάλληλο που είχε. Τον χαρισματικό Χάρολντ Έλις, έναν ντήλερ με απεριόριστη υπομονή. Σίγουρα θα την χρειαζόταν για να αντιμετωπίσει το τρελοκομείο που καθόταν απέναντί του. Τηλεφώνησε και πρόσταξε να ετοιμάσουν την σοφίτα όπου χρησίμευε για ιδιωτικό τραπέζι και άνοιγε μόνον για τους σημαντικούς πελάτες.
«Τίποτε άλλο;»
«Ναι. Μια τελευταία χάρη.»
«Ότι θέλεις.»
«Τα περιτυλίγματα από τα πακέτα που σου φέρνω. Θέλω να τα φυλάσσεις με οποιοδήποτε κόστος. Να κρατάς λογαριασμό. Μια μέρα θα σου κάνω μια συμαντική ερώτηση. Και πρέπει να είσαι έτοιμος να απαντήσεις.»
«Εντάξει, ότι πεις», κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε. Άλλωστε τα πάντα φάνταζαν τόσο εξωγήινα και απροσδόκητα.
Σε λίγα λεπτά, η πόρτα χτύπησε. Ο Χάρολντ Έλις χαιρέτησε τους δύο άντρες και κράτησε στα χέρια του τον γεμάτο με μάρκες δίσκο. Όλα ήταν έτοιμα.
«Αγαπητέ Δομίνικε, είστε πραγματικός;», ρώτησε ο Κάρλτον καθώς έφευγαν
«Το ψάχνω και ο ίδιος, πτωχέ μου μπαμπουίνε. Αν το μάθω ποτέ θα σ’ ενημερώσω. Για την ώρα είμαι ο Δομίνικος Ουίλκινς, λόρδος του Ουώλτερμπερυ. Μεταξύ μας πάντα!»
«Άλλο πάλι και τούτο…», σχολίασε παρατηρώντας τον ουρανοκατέβατο νυχτερινό επισκέπτη να κλείνει την πόρτα πίσω του.
Ο Έλις οδήγησε τον Δομίνικο στην σοφίτα.
Μια ανελέητη και χοντρή παρτίδα blackjack ξεκίνησε στο καζίνο Μάγερς. Κράτησε ως το επόμενο μεσημέρι. Ατελείωτο χαρτί και κουβέντα ανάμεσα στον Δομίνικο και το Έλις. Ο Λόρδος Ουίλκινς κάποια στιγμή έχασε και τα εκατό χιλιάρικα, πήρε το κίτρινο αδιάβροχο παραμάσχαλα και έφυγε σαν κύριος μέσα στα ζαρωμένα του παντελόνι καλώντας ένα ταξί.
Ο Κάρλτον, ενθουσιασμένος από την οικονομική ένεση, ματαίωσε τις διαδικασίες πώλησης του καζίνο. Αγνάντευε την αφετηρία μιας νέας και υποσχόμενης εποχής.
Έκτοτε, σχεδόν κάθε βράδυ ο Δομίνικος εμφανιζόταν με επεισοδιακό πάντα τρόπο και κατέληγε στο γραφείο του διευθυντή, όπου έσκαγε το πάκο. Εκατό χιλιάδες λίρες ακριβώς, τυλιγμένες με το πρωτοσέλιδο της Γκάρντιαν.
Ο Έλις και το αφεντικό του κράτησαν τον λόγο τους και δεν μοιράστηκαν με κανέναν τις σπάταλες νύχτες της σοφίτας. Γνώριζαν εκ των προτέρων πως παρά τις επίμονες ερωτήσεις τους, ο Δομίνικος δεν θα έδινε ποτέ τις απαντήσεις που έψαχναν.
Αλλά δεν τους ένοιαζε. Έμεναν στην διεστραμμένα πλούσια εξέλιξη και καρπώνονταν τα οφέλη της.
Το καζίνο σώθηκε, φτιάχτηκε και απέκτησε γκλαμουριά στα τρία και κάτι χρόνια που επακολούθησαν από την μυστηριώδη άφιξη του εκκεντρικού λόρδου. Μεγάλοι και τρανοί κατέφθαναν από παντού για να δοκιμάσουν την τύχη τους και να ζήσουν συγκινήσεις. Όμως κανένας τους δεν έμαθε για την σοφίτα. Μονάχα ένας υπάλληλος και ένας πελάτης είχαν δικαίωμα να βρίσκονται εκεί. Ούτε καν ο ιδιοκτήτης.
Οι δυο θαμώνες του τραπεζιού με τον καιρό έγιναν φίλοι.
Μια δυνατή και ειλικρινής φιλία
…
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και ο Δομίνικος είχε να φανεί για μια εβδομάδα. Ουδέποτε απουσίασε για τόσο μεγάλο διάστημα. Ο Κάρλτον και ο Έλις ανησυχούσαν. Μετά από τόσα πρωτοσέλιδα του Γκάρντιαν, ο ευεργέτης τους ήταν εξαφανισμένος.
(συνεχίζεται)
Ο Έλις οδήγησε τον Δομίνικο στην σοφίτα.
Μια ανελέητη και χοντρή παρτίδα blackjack ξεκίνησε στο καζίνο Μάγερς. Κράτησε ως το επόμενο μεσημέρι. Ατελείωτο χαρτί και κουβέντα ανάμεσα στον Δομίνικο και το Έλις. Ο Λόρδος Ουίλκινς κάποια στιγμή έχασε και τα εκατό χιλιάρικα, πήρε το κίτρινο αδιάβροχο παραμάσχαλα και έφυγε σαν κύριος μέσα στα ζαρωμένα του παντελόνι καλώντας ένα ταξί.
Ο Κάρλτον, ενθουσιασμένος από την οικονομική ένεση, ματαίωσε τις διαδικασίες πώλησης του καζίνο. Αγνάντευε την αφετηρία μιας νέας και υποσχόμενης εποχής.
Έκτοτε, σχεδόν κάθε βράδυ ο Δομίνικος εμφανιζόταν με επεισοδιακό πάντα τρόπο και κατέληγε στο γραφείο του διευθυντή, όπου έσκαγε το πάκο. Εκατό χιλιάδες λίρες ακριβώς, τυλιγμένες με το πρωτοσέλιδο της Γκάρντιαν.
Ο Έλις και το αφεντικό του κράτησαν τον λόγο τους και δεν μοιράστηκαν με κανέναν τις σπάταλες νύχτες της σοφίτας. Γνώριζαν εκ των προτέρων πως παρά τις επίμονες ερωτήσεις τους, ο Δομίνικος δεν θα έδινε ποτέ τις απαντήσεις που έψαχναν.
Αλλά δεν τους ένοιαζε. Έμεναν στην διεστραμμένα πλούσια εξέλιξη και καρπώνονταν τα οφέλη της.
Το καζίνο σώθηκε, φτιάχτηκε και απέκτησε γκλαμουριά στα τρία και κάτι χρόνια που επακολούθησαν από την μυστηριώδη άφιξη του εκκεντρικού λόρδου. Μεγάλοι και τρανοί κατέφθαναν από παντού για να δοκιμάσουν την τύχη τους και να ζήσουν συγκινήσεις. Όμως κανένας τους δεν έμαθε για την σοφίτα. Μονάχα ένας υπάλληλος και ένας πελάτης είχαν δικαίωμα να βρίσκονται εκεί. Ούτε καν ο ιδιοκτήτης.
Οι δυο θαμώνες του τραπεζιού με τον καιρό έγιναν φίλοι.
Μια δυνατή και ειλικρινής φιλία
…
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και ο Δομίνικος είχε να φανεί για μια εβδομάδα. Ουδέποτε απουσίασε για τόσο μεγάλο διάστημα. Ο Κάρλτον και ο Έλις ανησυχούσαν. Μετά από τόσα πρωτοσέλιδα του Γκάρντιαν, ο ευεργέτης τους ήταν εξαφανισμένος.
(συνεχίζεται)
7 σχόλια:
Δεν είναι σωστό να σχολιάσω τόσο νωρίς. Πρόσεξε τα επι μέρους. Μην βάλεις βια σε παρακαλώ. Σκέψου ξανά, μην το μαυρίσεις στο τέλος.
Χριστούγεννα έχουμε!
Αυθεντικό...
Διεστραμμένη υπόθεση και Καραγάτσιοι χαρακτήρες.
Απολαυστικό μέχρι το κόκκαλο.
Όνεστλυ Γιώρς
Υπολογίζω 3-4 κομμάτια να βγει. Αλλιώς θα χάσει. Είναι και οι διάλογοι που το μακραίνουν αρκετά.
Βία δεν έχει... εκτός αν ξυπνήσω στραβά.
Πέρα του χτισίματος, μέρη της ιστορίας (τώρα και μετά) είναι non-fiction. Κυκλοφορούσαν ως «μύθος» στον χώρο των γραφείων στοιχημάτων για χρόνια, αλλά έχουν κάμποση σχέση με την πραγματικότητα.
Η Κάτια γνωρίζει και πολύ καλά κάνει που δεν το μαρτυρά.
Μετά όμως αλλάζει.
Περίμενε λίγο να δούμε πως θα βγει.
ΘΕΛΩ ΝΤΙΚΕΝΣ ΤΩΡΑ
Cosmote έχεις;
Ο Ντίκενς ποιός είναι;
Αυτός με το μουστάκι;
Ή αυτός που τα έχει με την Καγιά;
Πετυχημένο φιλαράκ'
Στα ελληνικά πότε θα το κυκλοφορήσει ???
Πολύ πετυχημένο Φιλαρακ'
Γέλασα με τη καρδιά'μ
Η ελληνική έκδοση θα ακολουθήσει αυτές των Ρωσικών, Αλβανικών, Ουκρανικών, Χίντι, Ισπανικών και Παπούα!
Για την ώρα βολέψου με την Πο8ική!
Δημοσίευση σχολίου