Μια νύχτα στο μαύρο δάσος. Μια νύχτα με ξαστεριά.
Σπάνιο φαινόμενο. Εξάλλου, γι’ αυτό ονομαζόταν και «Μαύρο Δάσος».
Όμως εκείνο το βράδυ είχε ξαστεριά.
Το αχνό φως καθρεφτιζόταν στις πευκοβελόνες και λαμπίριζε στα μάτια των ζωντανών που ξενυχτούσαν από συνήθεια.
Μια νύχτα με ξαστεριά, λοιπόν. Στο κατ’ ευφημισμό μαύρο δάσος!
Όλα έδειχναν αλλοπρόσαλλα, όμως κανένας από τους μόνιμους θαμώνες εκείνης της σκοτεινής βλάστησης δεν έκανε να παραπονεθεί. Τρεις σεσημασμένοι σκίουροι μπεκρήδες είδαν επιτέλους την πηγή ενός χρόνιου κουρνιαχτού.
Σκαρφαλωμένη στο ψηλότερο κλαδί, δεύτερη βελανιδιά από δεξιά, μια κουκουβάγια αποκάλυπτε επιτέλους το πραγματικό της πρόσωπο.
Μουντή και στραβωμένη, μια κακάσχημη κουκουβάγια του συρμού, ευθυνόταν για το ολονύχτιο πρόγραμμα μέχρι το ξημέρωμα στο μαύρο δάσος. Όταν η σκοτεινή ντίβα αντιλήφθηκε τις διερευνητικές ματιές που εστίαζαν στο ξεχαρβαλωμένο της κεφάλι, σιώπησε.
Πρώτη φορά, έπειτα από αμέτρητες νύχτες, το δάσος έμεινε δίχως ορχήστρα.
Το σιωπηλό δάσος, πρώην μαύρο. Σ’ αυτό θα κατέληγαν οι νονοί εφόσον τους ζητούσαν νέο όνομα.
Ποιος όμως θα βάφτιζε την άγρια φύση;
Ποιος θα φρόντιζε να διαλαλήσει το καινούριο τοπωνύμιο;
Πέρα από τα δέντρα, στα πέρατα των τσιμεντένιων σκιών.
Η ξαστεριά έφερε έναν ολόκληρο κόσμο σε αμηχανία.
Μια αμηχανία που δύσκολα θα είχε καταπολεμηθεί εάν δεν συνέβαινε ένα τυχαίο περιστατικό. Τόσο απρόσμενο που έμελλε ν’ αλλάξει για πάντα τις ισορροπίες.
Τα τρωκτικά ετοιμάζονταν να επιτεθούν στο στραβωμένο νυχτοπούλι. Ελάχιστα πριν σαπίσουν την κουκουβάγια, ένας απρόσκλητος θόρυβος ματαίωσε τα τραμπούκικα πλάνα.
Ξαφνικά, τα φανάρια ενός αγροτικού διατάραξαν το απαλό φως, για να σβήσουν μονάχα όταν ο οδηγός τράβηξε ηχηρά το χειρόφρενο, στο τέλος του χωματόδρομου.
Ένα παράνομο ζευγάρι αναζητούσε πρόσχαρη ηδονή μέσα στην εχεμύθεια του (πρώην) μαύρου δάσους. Ο Φίφης επισκεπτόταν τακτικά τις πευκοβελόνες. Το εκάστοτε ταίρι του ήταν εκείνο που άλλαζε κάθε φορά.
Τα δέντρα και οι λιγοστοί κάτοικοί τους, ήταν τόσο ασήμαντα για τους ανθρώπους, που ούτε καν είχαν μπει στη διαδικασία να τα ονοματίσουν στο χάρτη.
«Που βρισκόμαστε;» ρωτούσαν πάντα οι παρφουμαρισμένες γυναίκες.
Μαύρο δάσος; Που ακούστηκε; Και από ποιόν;
O Φίφης ήξερε πως η αλήθεια δεν ήταν διόλου αφροδισιακή. Έτσι, φρόντιζε ν’ απαντάει ανάλογα με τις συνοδούς του, για να φτιάχνει κλίμα.
Εκείνη τη βραδιά, αντιμετώπιζε εύκολη περίπτωση. Η Νταίζη περνιόταν για άνετη, ίσως επειδή δεν έδινε σημασία σε γλυκανάλατες λεπτομέρειες. Νοιαζόταν μόνο γι’ αυτό που θα επιζητούσε κάθε στολισμένη κοπέλα, μεσάνυχτα στην ερημιά.
Δίχως ιδιαίτερη σκέψη, ο Φίφης έδωσε μια φτηνή εκδοχή.
«Κοίτα σύμπτωση. Όπως κι εσύ! Αυτό είναι το Δάσος της Νταίζης! Αλήθεια!»
Το «αλήθεια» αποτελούσε απαραίτητο συμπλήρωμα, όποτε έλεγε ψέματα.
Δάσος της Νταίζης. Πρέπει να ακούστηκε πολλές φορές έως το ζευγάρι αποχωρήσει γεμάτο ικανοποίηση από την αχαρτογράφητη περιοχή.
Οι τρεις σκίουροι, η κουκουβάγια, αλλά και ο λαγός που εν τω μεταξύ είχε ξυπνήσει από τα βογκητά, ταμπουρωμένοι πίσω από τις φεγγαρολουσμένες φυλλωσιές, δέχτηκαν το νέο τοπωνύμιο με χαρά.
Επιτέλους, το σπίτι τους είχε εύηχο όνομα και όχι έναν γενικό προσδιορισμό.
Ο Φίφης ήταν ξεκάθαρος. Αφού γνώριζε τόσα για τις γυναίκες, σκέφτηκαν, θα ήξερε και από γεωγραφία.
Καθώς το 4x4 απομακρυνόταν από το κακοτράχαλο μονοπάτι, τα ζώα συμβιβάζονταν με το νέο status. Συνέθεταν τραγούδια περιλαμβάνοντας το «Νταίζη» στους στίχους.
Οι σκίουροι έγραφαν εναλλάξ, ο λαγός μελοποιούσε και η κουκουβάγια ερμήνευε. Κάθε βράδυ, με φως ή χωρίς, η αταίριαστη κομπανία δούλευε πάνω στο νέο τους ύμνο. Ώστε στην επόμενη επίσκεψή του, ο Φίφης να εισπράξει ένα ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης.
Πράγματι, όταν η ξαστεριά πέρασε ξανά πάνω από το δάσος, το αγροτικό εμφανίστηκε στην ώρα του. Ο επίτιμος νονός άνοιξε ιπποτικά την πόρτα του συνοδηγού.
Μια αιθέρια ύπαρξη ντεμπούταρε στις πευκοβελόνες. Η Ζέτα!
Σοβαρότερη από τη Νταίζη, το επόμενο ερωτικό τρόπαιο του Φίφη χρειαζόταν να καταναλωθεί φαιά ουσία για να ζεσταθεί.
«Που βρισκόμαστε;» επανέλαβε σαν να ήταν η πρώτη φορά.
Εκείνος κόμπιασε.
Τα ζώα που είχαν παραταχθεί τριγύρω, πάγωσαν. Αγνοούσαν το παιχνίδι. Για να βοηθήσουν τον επίτιμο, ξεκίνησαν το νέο τους τραγούδι. Η κουκουβάγια έπιανε ψιλές φροντίζοντας την άρθρωση στο φινάλε.
«Ντεεε... Σι... Ντεεε... Σι...», ακουγόταν από τα κλαδιά.
Όμως ο Φίφης είχε διαφορετικά κατά νου. Κάτι που ξενέρωσε και προβλημάτισε.
«Ήρθαμε εδώ πρώτη φορά μαζί. Αλήθεια. Δεν είναι σημαδιακό; Ας του δώσουμε ένα ξεχωριστό όνομα. Τι θα έλεγες για Δάσος της Ζέτας...», πρότεινε.
Η απαιτητική Ζέτα χαμογέλασε καταφατικά και το νεοσύστατο ζευγάρι πλάγιασε υπό το άγρυπνο βλέμμα της γειτονιάς.
Ήταν τόσο παθιασμένη η Ζέτα, που τα ξεφωνητά κατάφεραν να ξυπνήσουν μέχρι και τον σκαντζόχοιρο από τη χειμερία νάρκη!
Με την τσίμπλα στο μάτι και με τα σπινιαρίσματα του αγροτικού της χαράς, ο υπνωτισμένος βελονοφόρος προσπαθούσε να κατατοπιστεί. Έπειτα από μερικές αναγκαίες ερωτήσεις, κατέληξε στην τετριμένη:
«Που βρίσκομαι;» απευθύνθηκε στον λαγό.
Μουδιασμένος από το άσκοπο ξενύχτι, ο λαγός φαινόταν μπερδεμένος.
«Τι να σου πω, φιλαράκι; Κάποτε λεγόμασταν Μαύρο Δάσος. Αργότερα γίναμε της Νταίζης αλλά απόψε κατάλαβα πως είμαστε της Ζέτας», πάσχιζε να εξηγήσει.
Γνωστός για την οργανωτικότητά του, ο σκαντζόχοιρος αποφάσισε να βάλει τάξη στο σκορποχώρι. Πήρε πρωτοβουλία και κάλεσε τον τρυποκάρυδο. Έδωσε εντολή να χαράξει στα δέντρα-κράχτες το αδιαπραγμάτευτο όνομα.
Της Ζέτας!
Όμως εκτός από τις εύκολες παρεμβάσεις στην αισθητική, εντοπίστηκαν προβλήματα, σχεδόν από το πουθενά. Αφού συνέθεσαν τον ανανεωμένο ύμνο του δάσους, αποδείχτηκε ότι η κουκουβάγια δεν μπορούσε να αρθρώσει σωστά τους νέους στίχους.
Ήταν αδύνατο να πει το «Ζζζ...». Ψύχραιμος και μεθοδικός, ο σκαντζόχοιρος αναγκάστηκε να προσκαλέσει ένα κουαρτέτο από τριζόνια, που πραγματοποιούσε επιτυχημένη καριέρα στην παραλιακή ως «3/4».
Εντάξει, προέκυψαν αψιμαχίες στο ενισχυμένο σχήμα αλλά συνεναιτικά κατέληξαν σε λύση. Πρόσθεσαν επιπλέον «Ζζζ...» στα λόγια και η κουκουβάγια διατήρησε την κορυφή της μαρκίζας.
«Βρε Ζζζαβοί, κανείς δεν ζζζει,
κάπου που το λένε Νταίζζζη.
Εδώ έχει πάντα Ζζζέστη, εδώ είναι της Ζζζέτας! Ζζζήτω!
Ωε, ωε, εδώ είναι της Ζζζέτας!»
Οι σκίουροι δεν το χώνεψαν, αλλά κάπως έτσι γίνεται στα καλλιτεχνικά. Μαλάκωσαν με την επανάληψη και τελικά το συνήθισαν.
Μέχρι να φτάσει η νέα ξαστεριά, τα πάντα ήταν στην εντέλεια.
Το 4x4 πάρκαρε στο γνωστό σημείο. Ο Φίφης στάθηκε υπερβολικά τυχερός. Ένα θεϊκό κομμάτι, βγαλμένο από τα πιο ευφάνταστα ανθρώπινα όνειρα, στον βωμό της αναπαραγωγής. Τόσο εμφανίσιμη και προκλητική που μέχρι κι ο τρυποκάρυδος χαμήλωσε το ράμφος από ντροπή.
Απόλυτα δικαιολογημένα, ο Φίφης δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της.
Έτσι, ήταν αδύνατο να εντοπίσει τα σημάδια της φύσης γύρω του.
Μάλλον άδικα γίνηκαν οι ετοιμασίες. Όλοι αδημονούσαν για τα περαιτέρω.
Αυτή δεν είναι η Ζέτα, υπέθεσαν. Μπρος στο θέαμα, ψιλά γράμματα.
Τα ευχάριστα ήρθαν αμέσως μετά. Ειδικά για τα τριζόνια.
Το όνομα αυτής; Ζήνα!
«Τι είχαμε; Τι χάσαμε;» ψιθύρισε ο λαγός.
Η Ζήνα κάθισε σταυροπόδι και άναψε τσιγάρο. Ο Φίφης έτριβε τα χέρια του και συμβιβαζόταν με το τυχερό της υπόθεσης. Απ’ ότι φάνηκε, οι υπόλοιποι δεν υπήρξαν το ίδιο τυχεροί. Ενώ περίμεναν την κλασική ερώτηση. Ενώ το ανανεωμένο «Δάσος της Ζήνας» θα χάριζε ήχο και φως στους ανέραστους κορμούς... κάτι διαφορετικό συνέβη.
Η Ζήνα αποδείχτηκε απαιτητική ακόμα και για τον τεχνίτη του είδους.
«Για ποιά με πέρασες; Για καμιά του δρόμου;», διαμαρτυρήθηκε!
Ο Φίφης ξαφνιάστηκε αλλά έδειξε πως κατείχε το άθλημα. Προσπάθησε να την γλυκάνει και να τη φέρει με τα νερά του. Κατάφερε τα μισά. Αφού η μοιραία Ζήνα πείστηκε ότι δεν ήταν απλά μια αγοραία ξεπέτα, συμφώνησε να ενδώσει. Μ’ έναν αδιαπραγμάτευτο όρο:
«Πάμε σε ξενοδοχείο, αλλιώς... δεν», εκβίασε.
Αποφασισμένος να βιώσει τις φαντασιώσεις του, ο δασικός εραστής έτρεξε προς το αγροτικό. Η βιαστική του κίνηση απογοήτευσε τους ηδονοβλεψίες, αλλά το κυριότερο: τους αιφνιδίασε.
Άτυχος της βραδιάς, ο αρχηγός σκαντζόχοιρος. Αναζητώντας την καλύτερη δυνατή γωνία για το επικείμενο υπερθέαμα, είχε χωθεί κάτω από τις ρόδες.
Η ξαφνική αλλαγή στα σχέδια, δεν του άφησε περιθώριο αντίδρασης. Μόλις ο ξαναμμένος Φίφης έβαλε μπρος και μάγκωσε πρώτη ταχύτητα, το θηριώδες τροχοφόρο ισοπέδωσε το άμοιρο ζωντανό.
Ο άλλοτε αιρετός έγινε κυριολεκτικά αλοιφή μπρος στα μάτια όλων.
Ερεθισμένοι, δίχως οφθαλμόλουτρο, όνομα και ηγεσία, οι εναπομείναντες κάτοικοι του δάσους έμειναν να κοιτάζουν τις απελπισμένες μανούβρες του 4x4.
Όπως διαπίστωσαν αμέσως μετά, ο σκαντζόχοιρος είχε προλάβει να χαρίσει στις ρόδες ένα κομμάτι του εαυτού του. Τις βελόνες. Το αγροτικό ακινητοποιήθηκε για να διαπιστωθεί λάστιχο στον αριστερό μπροστινό τροχό.
Η Ζήνα δεν το έχαψε και μετέφρασε τη ζημιά ως φτηνό κόλπο του οδηγού. Ξέσπασε βρίζοντας και τον παράτησε κατηφορίζοντας στο χωματόδρομο.
Οι μουσικοί αυτοσχεδίασαν μ’ έναν επικήδειο της στιγμής.
«Ζζζ... βλάκα... ζζζ... μας πάτησες και τον αρχηγό... ζζζ... εδώ είναι της Ζζζέτας!»
Εκνευρισμένος από τη διακύμανση στο ριζικό του, ο Φίφης κλείστηκε στην αναποδιά του, αγνοώντας ένα ακόμα κάλεσμα της φύσης.
Επί τόπου, η κουκουβάγια, ως σοφότερη και αρχαιότερη ανέλαβε αρχηγός. Παρατηρώντας τον Φίφη να κλωτσά το σκασμένο λάστιχο, δίπλα ακριβώς στο κουφάρι του «τέως», εξοργίστηκε!
«Θα το φάμε στον ύπνο του, τον παλιομπινέ!», πέταξε ο λαγός και οι περισσότεροι συμφώνησαν.
Με υπομονή, παρέμειναν κρυμμένοι και έδρασαν μόλις ο άντρας αποκοιμήθηκε χύμα στις πευκοβελόνες.
Κάλεσαν τον ασβό, γνωστό και ως βρομερό εκδικητή. Εκείνος ήξερε πως γίνεται η δουλειά και συμβούλεψε για τις λεπτομέρειες.
Ραμφίσματα, γρατζουνιές, δαγκωματιές και τσιμπήματα.
Ο Φίφης βίωσε ένα φριχτό, αιφνιδιαστικό ξύπνημα.
Ο πόνος τον έκανε να ανοίξει διάπλατα το στόμα. Εκεί αναλάμβανε ο ασβός. Και η θανάσιμη οσμή του!
Λίγο το μεγαλόσωμο του άντρα, λίγο τα δυνατά του αντισώματα, κατάφερε να ζήσει. Αδυνατώντας ν’ αντιμετωπίσει αλλά και να κατανοήσει την οργή της φύσης, τράπηκε σε φυγή καθώς το ημίφως γύριζε σε μέρα.
Σιγά τ’ αβγά! Τι και αν απέτυχαν να εκδικηθούν τον άνθρωπο;
Ο πρώην λατρεμένος τους νονός είχε πεθάνει απ’ την στιγμή που ξεκίνησε το 4x4! Κανείς δεν έμεινε ώστε να το επιβεβαιώσει, αλλά πολύ πιθανόν ο Φίφης να μην ξαναπάτησε στο δάσος μετά από το επεισοδιακό κάζο.
Καθόλου απίθανο, να μην του έκατσε ποτέ τόσο εντυπωσιακό θηλυκό όπως η Ζήνα.
Δίχως παράνομους έρωτες, με τον καιρό το δάσος ξανά Μαύρο.
Ο τρυποκάρυδος κατέληξε πως δίχως γυναικεία παρουσία, οι μικρές λεπτομέρειες χάνουν τη γλύκα τους.
Τα σοφά λόγια άνηκαν δικαιωματικά στην κουκουβάγια:
«Εφόσον δεν ακούς την φύση, σύντομα θα στραφεί εναντίον σου».
Τα τριζόνια το έριξαν στο τραγούδι και καθιερώθηκε το:
«Πότε θα κάνει ξαστεριά»!
Άργησε να κάνει. Ξενέρωσαν και επειδή δεν είχε «ζζζ» με αποτέλεσμα να κυνηγήσουν την τύχη τους πίσω στην παραλιακή.
Έμεινε λοιπόν ο λαγός να συνδυάσει καταστάσεις και ν’ αναφωνήσει κατά την αποχώρησή τους:
«Εάν ακούσεις τριζόνι πριν πηδήσεις, με το σκέφτεσαι, θα αποτύχεις»!
...
Μια παραβολή σε δυο φραπέδες
Σ’ ένα πάγκο, με το σημειωματάριο.
Στο υπέροχα άσκοπο απόγευμα της Τετάρτης.
Ναι, θα μπορούσε να γραφτεί καλύτερα. Ή καθόλου!
Αφιερωμένο σε μια κοπέλα που δεν μου είναι ούτε φίλη, ούτε καν γνωστή.
Μου είναι απλά... συμπαθής!
Με αυτή την ιδιότητα και την μεγαλοψυχία της να κεράσει τσιγάρο λίγο πριν φτάσω στο φινάλε, οφείλω να ανταποδώσω.
Εξάλλου πρόσφατα έτυχε να της υποσχεθώ πέντε σελίδες.
Με κάθε επισημότητα λοιπόν...
Στην Αντιγόνη.
Σπάνιο φαινόμενο. Εξάλλου, γι’ αυτό ονομαζόταν και «Μαύρο Δάσος».
Όμως εκείνο το βράδυ είχε ξαστεριά.
Το αχνό φως καθρεφτιζόταν στις πευκοβελόνες και λαμπίριζε στα μάτια των ζωντανών που ξενυχτούσαν από συνήθεια.
Μια νύχτα με ξαστεριά, λοιπόν. Στο κατ’ ευφημισμό μαύρο δάσος!
Όλα έδειχναν αλλοπρόσαλλα, όμως κανένας από τους μόνιμους θαμώνες εκείνης της σκοτεινής βλάστησης δεν έκανε να παραπονεθεί. Τρεις σεσημασμένοι σκίουροι μπεκρήδες είδαν επιτέλους την πηγή ενός χρόνιου κουρνιαχτού.
Σκαρφαλωμένη στο ψηλότερο κλαδί, δεύτερη βελανιδιά από δεξιά, μια κουκουβάγια αποκάλυπτε επιτέλους το πραγματικό της πρόσωπο.
Μουντή και στραβωμένη, μια κακάσχημη κουκουβάγια του συρμού, ευθυνόταν για το ολονύχτιο πρόγραμμα μέχρι το ξημέρωμα στο μαύρο δάσος. Όταν η σκοτεινή ντίβα αντιλήφθηκε τις διερευνητικές ματιές που εστίαζαν στο ξεχαρβαλωμένο της κεφάλι, σιώπησε.
Πρώτη φορά, έπειτα από αμέτρητες νύχτες, το δάσος έμεινε δίχως ορχήστρα.
Το σιωπηλό δάσος, πρώην μαύρο. Σ’ αυτό θα κατέληγαν οι νονοί εφόσον τους ζητούσαν νέο όνομα.
Ποιος όμως θα βάφτιζε την άγρια φύση;
Ποιος θα φρόντιζε να διαλαλήσει το καινούριο τοπωνύμιο;
Πέρα από τα δέντρα, στα πέρατα των τσιμεντένιων σκιών.
Η ξαστεριά έφερε έναν ολόκληρο κόσμο σε αμηχανία.
Μια αμηχανία που δύσκολα θα είχε καταπολεμηθεί εάν δεν συνέβαινε ένα τυχαίο περιστατικό. Τόσο απρόσμενο που έμελλε ν’ αλλάξει για πάντα τις ισορροπίες.
Τα τρωκτικά ετοιμάζονταν να επιτεθούν στο στραβωμένο νυχτοπούλι. Ελάχιστα πριν σαπίσουν την κουκουβάγια, ένας απρόσκλητος θόρυβος ματαίωσε τα τραμπούκικα πλάνα.
Ξαφνικά, τα φανάρια ενός αγροτικού διατάραξαν το απαλό φως, για να σβήσουν μονάχα όταν ο οδηγός τράβηξε ηχηρά το χειρόφρενο, στο τέλος του χωματόδρομου.
Ένα παράνομο ζευγάρι αναζητούσε πρόσχαρη ηδονή μέσα στην εχεμύθεια του (πρώην) μαύρου δάσους. Ο Φίφης επισκεπτόταν τακτικά τις πευκοβελόνες. Το εκάστοτε ταίρι του ήταν εκείνο που άλλαζε κάθε φορά.
Τα δέντρα και οι λιγοστοί κάτοικοί τους, ήταν τόσο ασήμαντα για τους ανθρώπους, που ούτε καν είχαν μπει στη διαδικασία να τα ονοματίσουν στο χάρτη.
«Που βρισκόμαστε;» ρωτούσαν πάντα οι παρφουμαρισμένες γυναίκες.
Μαύρο δάσος; Που ακούστηκε; Και από ποιόν;
O Φίφης ήξερε πως η αλήθεια δεν ήταν διόλου αφροδισιακή. Έτσι, φρόντιζε ν’ απαντάει ανάλογα με τις συνοδούς του, για να φτιάχνει κλίμα.
Εκείνη τη βραδιά, αντιμετώπιζε εύκολη περίπτωση. Η Νταίζη περνιόταν για άνετη, ίσως επειδή δεν έδινε σημασία σε γλυκανάλατες λεπτομέρειες. Νοιαζόταν μόνο γι’ αυτό που θα επιζητούσε κάθε στολισμένη κοπέλα, μεσάνυχτα στην ερημιά.
Δίχως ιδιαίτερη σκέψη, ο Φίφης έδωσε μια φτηνή εκδοχή.
«Κοίτα σύμπτωση. Όπως κι εσύ! Αυτό είναι το Δάσος της Νταίζης! Αλήθεια!»
Το «αλήθεια» αποτελούσε απαραίτητο συμπλήρωμα, όποτε έλεγε ψέματα.
Δάσος της Νταίζης. Πρέπει να ακούστηκε πολλές φορές έως το ζευγάρι αποχωρήσει γεμάτο ικανοποίηση από την αχαρτογράφητη περιοχή.
Οι τρεις σκίουροι, η κουκουβάγια, αλλά και ο λαγός που εν τω μεταξύ είχε ξυπνήσει από τα βογκητά, ταμπουρωμένοι πίσω από τις φεγγαρολουσμένες φυλλωσιές, δέχτηκαν το νέο τοπωνύμιο με χαρά.
Επιτέλους, το σπίτι τους είχε εύηχο όνομα και όχι έναν γενικό προσδιορισμό.
Ο Φίφης ήταν ξεκάθαρος. Αφού γνώριζε τόσα για τις γυναίκες, σκέφτηκαν, θα ήξερε και από γεωγραφία.
Καθώς το 4x4 απομακρυνόταν από το κακοτράχαλο μονοπάτι, τα ζώα συμβιβάζονταν με το νέο status. Συνέθεταν τραγούδια περιλαμβάνοντας το «Νταίζη» στους στίχους.
Οι σκίουροι έγραφαν εναλλάξ, ο λαγός μελοποιούσε και η κουκουβάγια ερμήνευε. Κάθε βράδυ, με φως ή χωρίς, η αταίριαστη κομπανία δούλευε πάνω στο νέο τους ύμνο. Ώστε στην επόμενη επίσκεψή του, ο Φίφης να εισπράξει ένα ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης.
Πράγματι, όταν η ξαστεριά πέρασε ξανά πάνω από το δάσος, το αγροτικό εμφανίστηκε στην ώρα του. Ο επίτιμος νονός άνοιξε ιπποτικά την πόρτα του συνοδηγού.
Μια αιθέρια ύπαρξη ντεμπούταρε στις πευκοβελόνες. Η Ζέτα!
Σοβαρότερη από τη Νταίζη, το επόμενο ερωτικό τρόπαιο του Φίφη χρειαζόταν να καταναλωθεί φαιά ουσία για να ζεσταθεί.
«Που βρισκόμαστε;» επανέλαβε σαν να ήταν η πρώτη φορά.
Εκείνος κόμπιασε.
Τα ζώα που είχαν παραταχθεί τριγύρω, πάγωσαν. Αγνοούσαν το παιχνίδι. Για να βοηθήσουν τον επίτιμο, ξεκίνησαν το νέο τους τραγούδι. Η κουκουβάγια έπιανε ψιλές φροντίζοντας την άρθρωση στο φινάλε.
«Ντεεε... Σι... Ντεεε... Σι...», ακουγόταν από τα κλαδιά.
Όμως ο Φίφης είχε διαφορετικά κατά νου. Κάτι που ξενέρωσε και προβλημάτισε.
«Ήρθαμε εδώ πρώτη φορά μαζί. Αλήθεια. Δεν είναι σημαδιακό; Ας του δώσουμε ένα ξεχωριστό όνομα. Τι θα έλεγες για Δάσος της Ζέτας...», πρότεινε.
Η απαιτητική Ζέτα χαμογέλασε καταφατικά και το νεοσύστατο ζευγάρι πλάγιασε υπό το άγρυπνο βλέμμα της γειτονιάς.
Ήταν τόσο παθιασμένη η Ζέτα, που τα ξεφωνητά κατάφεραν να ξυπνήσουν μέχρι και τον σκαντζόχοιρο από τη χειμερία νάρκη!
Με την τσίμπλα στο μάτι και με τα σπινιαρίσματα του αγροτικού της χαράς, ο υπνωτισμένος βελονοφόρος προσπαθούσε να κατατοπιστεί. Έπειτα από μερικές αναγκαίες ερωτήσεις, κατέληξε στην τετριμένη:
«Που βρίσκομαι;» απευθύνθηκε στον λαγό.
Μουδιασμένος από το άσκοπο ξενύχτι, ο λαγός φαινόταν μπερδεμένος.
«Τι να σου πω, φιλαράκι; Κάποτε λεγόμασταν Μαύρο Δάσος. Αργότερα γίναμε της Νταίζης αλλά απόψε κατάλαβα πως είμαστε της Ζέτας», πάσχιζε να εξηγήσει.
Γνωστός για την οργανωτικότητά του, ο σκαντζόχοιρος αποφάσισε να βάλει τάξη στο σκορποχώρι. Πήρε πρωτοβουλία και κάλεσε τον τρυποκάρυδο. Έδωσε εντολή να χαράξει στα δέντρα-κράχτες το αδιαπραγμάτευτο όνομα.
Της Ζέτας!
Όμως εκτός από τις εύκολες παρεμβάσεις στην αισθητική, εντοπίστηκαν προβλήματα, σχεδόν από το πουθενά. Αφού συνέθεσαν τον ανανεωμένο ύμνο του δάσους, αποδείχτηκε ότι η κουκουβάγια δεν μπορούσε να αρθρώσει σωστά τους νέους στίχους.
Ήταν αδύνατο να πει το «Ζζζ...». Ψύχραιμος και μεθοδικός, ο σκαντζόχοιρος αναγκάστηκε να προσκαλέσει ένα κουαρτέτο από τριζόνια, που πραγματοποιούσε επιτυχημένη καριέρα στην παραλιακή ως «3/4».
Εντάξει, προέκυψαν αψιμαχίες στο ενισχυμένο σχήμα αλλά συνεναιτικά κατέληξαν σε λύση. Πρόσθεσαν επιπλέον «Ζζζ...» στα λόγια και η κουκουβάγια διατήρησε την κορυφή της μαρκίζας.
«Βρε Ζζζαβοί, κανείς δεν ζζζει,
κάπου που το λένε Νταίζζζη.
Εδώ έχει πάντα Ζζζέστη, εδώ είναι της Ζζζέτας! Ζζζήτω!
Ωε, ωε, εδώ είναι της Ζζζέτας!»
Οι σκίουροι δεν το χώνεψαν, αλλά κάπως έτσι γίνεται στα καλλιτεχνικά. Μαλάκωσαν με την επανάληψη και τελικά το συνήθισαν.
Μέχρι να φτάσει η νέα ξαστεριά, τα πάντα ήταν στην εντέλεια.
Το 4x4 πάρκαρε στο γνωστό σημείο. Ο Φίφης στάθηκε υπερβολικά τυχερός. Ένα θεϊκό κομμάτι, βγαλμένο από τα πιο ευφάνταστα ανθρώπινα όνειρα, στον βωμό της αναπαραγωγής. Τόσο εμφανίσιμη και προκλητική που μέχρι κι ο τρυποκάρυδος χαμήλωσε το ράμφος από ντροπή.
Απόλυτα δικαιολογημένα, ο Φίφης δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της.
Έτσι, ήταν αδύνατο να εντοπίσει τα σημάδια της φύσης γύρω του.
Μάλλον άδικα γίνηκαν οι ετοιμασίες. Όλοι αδημονούσαν για τα περαιτέρω.
Αυτή δεν είναι η Ζέτα, υπέθεσαν. Μπρος στο θέαμα, ψιλά γράμματα.
Τα ευχάριστα ήρθαν αμέσως μετά. Ειδικά για τα τριζόνια.
Το όνομα αυτής; Ζήνα!
«Τι είχαμε; Τι χάσαμε;» ψιθύρισε ο λαγός.
Η Ζήνα κάθισε σταυροπόδι και άναψε τσιγάρο. Ο Φίφης έτριβε τα χέρια του και συμβιβαζόταν με το τυχερό της υπόθεσης. Απ’ ότι φάνηκε, οι υπόλοιποι δεν υπήρξαν το ίδιο τυχεροί. Ενώ περίμεναν την κλασική ερώτηση. Ενώ το ανανεωμένο «Δάσος της Ζήνας» θα χάριζε ήχο και φως στους ανέραστους κορμούς... κάτι διαφορετικό συνέβη.
Η Ζήνα αποδείχτηκε απαιτητική ακόμα και για τον τεχνίτη του είδους.
«Για ποιά με πέρασες; Για καμιά του δρόμου;», διαμαρτυρήθηκε!
Ο Φίφης ξαφνιάστηκε αλλά έδειξε πως κατείχε το άθλημα. Προσπάθησε να την γλυκάνει και να τη φέρει με τα νερά του. Κατάφερε τα μισά. Αφού η μοιραία Ζήνα πείστηκε ότι δεν ήταν απλά μια αγοραία ξεπέτα, συμφώνησε να ενδώσει. Μ’ έναν αδιαπραγμάτευτο όρο:
«Πάμε σε ξενοδοχείο, αλλιώς... δεν», εκβίασε.
Αποφασισμένος να βιώσει τις φαντασιώσεις του, ο δασικός εραστής έτρεξε προς το αγροτικό. Η βιαστική του κίνηση απογοήτευσε τους ηδονοβλεψίες, αλλά το κυριότερο: τους αιφνιδίασε.
Άτυχος της βραδιάς, ο αρχηγός σκαντζόχοιρος. Αναζητώντας την καλύτερη δυνατή γωνία για το επικείμενο υπερθέαμα, είχε χωθεί κάτω από τις ρόδες.
Η ξαφνική αλλαγή στα σχέδια, δεν του άφησε περιθώριο αντίδρασης. Μόλις ο ξαναμμένος Φίφης έβαλε μπρος και μάγκωσε πρώτη ταχύτητα, το θηριώδες τροχοφόρο ισοπέδωσε το άμοιρο ζωντανό.
Ο άλλοτε αιρετός έγινε κυριολεκτικά αλοιφή μπρος στα μάτια όλων.
Ερεθισμένοι, δίχως οφθαλμόλουτρο, όνομα και ηγεσία, οι εναπομείναντες κάτοικοι του δάσους έμειναν να κοιτάζουν τις απελπισμένες μανούβρες του 4x4.
Όπως διαπίστωσαν αμέσως μετά, ο σκαντζόχοιρος είχε προλάβει να χαρίσει στις ρόδες ένα κομμάτι του εαυτού του. Τις βελόνες. Το αγροτικό ακινητοποιήθηκε για να διαπιστωθεί λάστιχο στον αριστερό μπροστινό τροχό.
Η Ζήνα δεν το έχαψε και μετέφρασε τη ζημιά ως φτηνό κόλπο του οδηγού. Ξέσπασε βρίζοντας και τον παράτησε κατηφορίζοντας στο χωματόδρομο.
Οι μουσικοί αυτοσχεδίασαν μ’ έναν επικήδειο της στιγμής.
«Ζζζ... βλάκα... ζζζ... μας πάτησες και τον αρχηγό... ζζζ... εδώ είναι της Ζζζέτας!»
Εκνευρισμένος από τη διακύμανση στο ριζικό του, ο Φίφης κλείστηκε στην αναποδιά του, αγνοώντας ένα ακόμα κάλεσμα της φύσης.
Επί τόπου, η κουκουβάγια, ως σοφότερη και αρχαιότερη ανέλαβε αρχηγός. Παρατηρώντας τον Φίφη να κλωτσά το σκασμένο λάστιχο, δίπλα ακριβώς στο κουφάρι του «τέως», εξοργίστηκε!
«Θα το φάμε στον ύπνο του, τον παλιομπινέ!», πέταξε ο λαγός και οι περισσότεροι συμφώνησαν.
Με υπομονή, παρέμειναν κρυμμένοι και έδρασαν μόλις ο άντρας αποκοιμήθηκε χύμα στις πευκοβελόνες.
Κάλεσαν τον ασβό, γνωστό και ως βρομερό εκδικητή. Εκείνος ήξερε πως γίνεται η δουλειά και συμβούλεψε για τις λεπτομέρειες.
Ραμφίσματα, γρατζουνιές, δαγκωματιές και τσιμπήματα.
Ο Φίφης βίωσε ένα φριχτό, αιφνιδιαστικό ξύπνημα.
Ο πόνος τον έκανε να ανοίξει διάπλατα το στόμα. Εκεί αναλάμβανε ο ασβός. Και η θανάσιμη οσμή του!
Λίγο το μεγαλόσωμο του άντρα, λίγο τα δυνατά του αντισώματα, κατάφερε να ζήσει. Αδυνατώντας ν’ αντιμετωπίσει αλλά και να κατανοήσει την οργή της φύσης, τράπηκε σε φυγή καθώς το ημίφως γύριζε σε μέρα.
Σιγά τ’ αβγά! Τι και αν απέτυχαν να εκδικηθούν τον άνθρωπο;
Ο πρώην λατρεμένος τους νονός είχε πεθάνει απ’ την στιγμή που ξεκίνησε το 4x4! Κανείς δεν έμεινε ώστε να το επιβεβαιώσει, αλλά πολύ πιθανόν ο Φίφης να μην ξαναπάτησε στο δάσος μετά από το επεισοδιακό κάζο.
Καθόλου απίθανο, να μην του έκατσε ποτέ τόσο εντυπωσιακό θηλυκό όπως η Ζήνα.
Δίχως παράνομους έρωτες, με τον καιρό το δάσος ξανά Μαύρο.
Ο τρυποκάρυδος κατέληξε πως δίχως γυναικεία παρουσία, οι μικρές λεπτομέρειες χάνουν τη γλύκα τους.
Τα σοφά λόγια άνηκαν δικαιωματικά στην κουκουβάγια:
«Εφόσον δεν ακούς την φύση, σύντομα θα στραφεί εναντίον σου».
Τα τριζόνια το έριξαν στο τραγούδι και καθιερώθηκε το:
«Πότε θα κάνει ξαστεριά»!
Άργησε να κάνει. Ξενέρωσαν και επειδή δεν είχε «ζζζ» με αποτέλεσμα να κυνηγήσουν την τύχη τους πίσω στην παραλιακή.
Έμεινε λοιπόν ο λαγός να συνδυάσει καταστάσεις και ν’ αναφωνήσει κατά την αποχώρησή τους:
«Εάν ακούσεις τριζόνι πριν πηδήσεις, με το σκέφτεσαι, θα αποτύχεις»!
...
Μια παραβολή σε δυο φραπέδες
Σ’ ένα πάγκο, με το σημειωματάριο.
Στο υπέροχα άσκοπο απόγευμα της Τετάρτης.
Ναι, θα μπορούσε να γραφτεί καλύτερα. Ή καθόλου!
Αφιερωμένο σε μια κοπέλα που δεν μου είναι ούτε φίλη, ούτε καν γνωστή.
Μου είναι απλά... συμπαθής!
Με αυτή την ιδιότητα και την μεγαλοψυχία της να κεράσει τσιγάρο λίγο πριν φτάσω στο φινάλε, οφείλω να ανταποδώσω.
Εξάλλου πρόσφατα έτυχε να της υποσχεθώ πέντε σελίδες.
Με κάθε επισημότητα λοιπόν...
Στην Αντιγόνη.
ΥΓ. Αυτό με τα αυτόφωρα, στη πρώτη ευκαιρία.
2 σχόλια:
μπορεις κ καλυτερα ποθουλη κ το ξερεις....μην ριχνεις τον πηχη....αλλα ποιος ειμαι εγω που θα το κρινει!!!!!
την καλησπερα μου αγαπητε!!!!
Μάλλον είμαι της ίδιας άποψης!
Συνήθως, ότι περνάω απ’ ευθείας στο χαρτί δεν το βγάζω. Το φυλάω και όποτε προκύψει κατάλληλη διάθεση, ανοίγω το χαλί και το γράφω από το μηδέν.
Βαριέμαι να γράφω. Κουράζεται το χέρι μου!
Άσε που το γράψε-σβήσε-διόρθωσε γεμίζει άδικο μελάνι.
Όσο για τα ορθογραφικά...
Στο συγκεκριμένο πειραματίστηκα. Δοκίμασα να το πάω μέχρι τέλους και να το δημοσιεύσω ως έχει.
Είχε λίγη πλάκα, γιατί άλλα σκεφτόμουν, άλλα έγραφα, σε δημόσιο χώρο.
Σταματούσα, ανταλλάσσαμε άσχετες κουβέντες και συνέχιζα.
Αν επρόκειτο για κανένα τραγουδάκι, θα προχωρούσε.
Όμως τούτο ήταν αρκετά μεγάλο.
Το μανίκι ήταν μετά.
Έπρεπε να το πληκτρολογήσω. Διπλή δουλειά.
Κυρίως γι’ αυτό δεν θα το επιχειρήσω ξανά.
Το περιεχόμενο παίζει...
Αν έδινα έκταση, αν τα άλλαζα θέση, αν τα αντικαθιστούσα, αν πρόσθετα, αν...
Ως γνωστό, με τα «αν» δεν πρόκοψε κανείς.
Γι’ αυτό λοιπόν, μην το πείτε στα παιδιά σας αύριο-μεθαύριο.
Περισσότερο στεναχωριέμαι που το αφιέρωσα.
Δε βαριέσαι, γεροί να’ μαστε.
Από σεντόνια άλλο τίποτα.
Μέχρι και στη φυλακή που λέει ο λόγος, ένα λάπτοπ θα βρεθεί!
Δημοσίευση σχολίου