Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Η διάβαση

(φωτογραφία: Caterina Baldi)

«Γιατί έχει ο κόσμος προβλήματα, πατέρα;»
Αν ήταν εκεί, αν ήταν παραδίπλα είναι σχεδόν σίγουρο πως η απάντηση δε θα ερχόταν για καλό. Θα μου έσφιγγε το χέρι και μάλλον θα επιτάχυνε το βήμα του.
Όχι, δεν ήταν από εκείνους που βαριόταν. Απλά απέφευγε πεισματικά να ασχοληθεί με ηλίθια ερωτηματικά που δεν έβγαζαν πουθενά.
Έτσι, πάντα, αντί να μου λυθούν οι απορίες καθοδόν, συνήθως λύνονταν τα πόδια και διανύαμε την όποια απόσταση στο μισό χρόνο. Ευτυχώς που κατάλαβα το σκεπτικό του έγκαιρα και σήμερα δεν έγινα δρομέας.
Κάπως έτσι έμαθα να αποφεύγω να τον ζαλίζω άσκοπα, ή έστω, να προσέχω τι ρωτάω κάθε φορά. Έπρεπε να έριχνα έξυπνες και ουσιώδεις κάθε φορά, διαφορετικά ή διαδικασία γινόταν επίπονη.
Ήταν πάντα δίπλα, κρατούσε το χέρι και όταν αισθανόταν πως η περιέργειά μου άγγιζε την εξάντληση, μ’ άφηνε να τον αγκαλιάζω και σκαρφαλωμένος στη πλάτη του, απολάμβανα τη διαδρομή στο αυτόματο.
Δεν έχω παράπονο. Οι σχέσεις μας έφταναν στα άκρα, σε σημείο που κάποιος ουδέτερος παρατηρητής θα συμπέρανε το απροχώρητο. Όμως υπήρχε το δέσιμο εκείνο που δε μπορεί να περάσει αλώβητο στο χαρτί με μολύβι. Ένα ένστικτο που δεν επιτρέπει να ξεφύγεις και αργά ή γρήγορα σ’ επαναφέρει.
Πέρα από την ιδιορρυθμία και τα σκαμπανεβάσματα που περιγράφει μια τέτοια σχέση αίματος, η εικόνα του πιτσιρικά να κρατάει το χέρι του γονιού και να ακολουθεί ερμηνεύεται από τους περισσότερους ως αγνό δείγμα αγάπης και οικογενειακής καθοδήγησης. Ενώ σίγουρα, για τους μεγαλύτερους αποτελεί μέρος μιας περασμένης παιδικής ηλικίας.
Ποιος ξέρει; Την ίδια διαδρομή μπορεί να την είχα κάνει και τότε, με περίσσεια αφέλεια και βήμα γρήγορο. Που να θυμάμαι έπειτα από τόσα χρόνια.
Χαίρομαι που κάποτε άφησα το χέρι και συνέχισα μόνος, άσχετα αν κατά βάθος και παρά μια εμμονή για το ακριβώς αντίθετο, ποτέ δεν έπαψα να διατηρώ μια τάση να το κρατήσω ξανά, έστω και νοητά.
Δεν ήμουν πάντα έτσι, με προβλήματα εννοώ. Έχω βιώσει ευχάριστες στιγμές, αλλά ρε αδερφέ, εκείνη τη στιγμή ένοιωθα πως είχα πιάσει πάτο.
Αν δε πάψεις να περπατάς, ίσως καταφέρεις να κουράσεις τις σκέψεις σου και να τις αφήσεις για λίγο πίσω. Άργησα να το υιοθετήσω, κρίμα, ίσως είχα πετύχει να χάσω κανένα παραπανίσιο κιλό.
Τώρα πια όλα δείχνουν να έχουν βαρύνει τόσο που συχνά αναρωτιέμαι τι ακριβώς με κουράζει περισσότερο, οι έννοιες ή το περπάτημα. Η ουσία πάντως είναι πως το είχα πάρει απόφαση και προχωρούσα.
Μια από τις ερωτήσεις που ήθελα να κάνω τότε αλλά ουδέποτε τόλμησα να ξεστομίσω ήταν τι ακριβώς συμβαίνει όταν είναι κανείς λυπημένος. Γιατί μένει ο αέρας στα πνευμόνια και δύσκολα βγαίνει παραέξω;
Ακόμη δεν βρήκα πειστική απάντηση.
Ένας άσχετος τύπος, βαθιά χωμένος στο νταλκά του, κόντεψε να με κάνει να τον πιστέψω. Παραληρώντας αδιάκοπα μέσα στο μεθύσι του είχε εξηγήσει πως όταν αφήσεις τα προβλήματα να σε κυριεύσουν, είσαι χαμένος. Αφοσιώνεσαι τόσο πολύ σ’ εκείνα που ξεχνάς σχεδόν τα πάντα, μέχρι και να αναπνεύσεις.
Όφειλα να το είχα ζαλίσει παραπάνω. Να μάθω πως αντιμετωπίζεται, πως ξεφεύγει κανείς. Αλλά πού να φανταστώ ότι κάποτε θα έφτανα στη θέση του και ακόμη χειρότερα.
Έτσι λοιπόν, συνέχισα να περπατώ προσδοκώντας πως στο τέλος θα πετύχαινα να αποβάλω τον ανάστροφο ψυχισμό, πριν με καταβάλει πλήρως.
Δεν χάζευα στο πλάι. Αδύνατον. Παρατηρείς τριγύρω εφόσον είσαι χαλαρός, κοιτάς μπροστά όσο ελπίζεις και στρέφεσαι ψηλά αν εύχεσαι.
Το βλέμμα είχε κολλήσει χαμηλά. Σημάδι έλλειψης εμπιστοσύνης σε οτιδήποτε, ακόμη και στον ίδιο το δρόμο. Οι σκιές πλήθαιναν, γίνονταν πυκνές καθώς το φως παγιδευόταν πίσω από τα σύννεφα.
Πόσο ανόητο, πόσο εγωκεντρικό να προσαρμόζεις όλα γύρω από εσένα. Αλλά αυτό συνέβη. Μια συμμορία κατέκλυσε τον ουρανό για να αρπάξει με τρόπο ληστρικό ό,τι παρέμενε για να μου δίνει κουράγιο. Ο ήλιος κρύφτηκε πριν την ώρα του και το απότομο σκοτάδι προμήνησε ψιχάλες που δεν έσκασαν ποτέ.
Αν δε σε θέλει, δε σε θέλει. Μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που πήρα τους δρόμους, έμπαινε καλοκαίρι και κόντεψε να βρέξει.
Κοντοστάθηκα σε μια στάση και προσποιήθηκα τον επιβάτη που περίμενε το επόμενο λεωφορείο. Μου πέρασε να κάτσω στο ξύλινο παγκάκι, μακαρισμένο από αριθμούς και θύρες. Ανάλογα με τον αριθμό, καταλάβαινες και την ομάδα. Ένα διαχρονικό φαινόμενο αστικού πολιτισμού που ενδεχομένως να σχετίζεται με ζωώδη ένστικτα. Όπως ας πούμε, οι σκύλοι που ουρούν στις γωνίες, οριοθετώντας έτσι τον τομέα δράσης τους.
Σιχάθηκα να κάτσω εκεί, ίσως επειδή κάτι παθαίνω όταν η βλακεία προσφέρεται με τέτοιο τρόπο και σε τόση ποσότητα. Ακούμπησα πρόχειρα στη μεταλλική κολώνα και γύρισα πλάτη ώστε να αποφύγω τις διερευνητικές ματιές των υπολοίπων.
«Έχω προβλήματα, περαστικός είμαι», θα ήθελα να τους πω για να τους κάψω. Παλαιότερα πιθανόν, όμως απείχα κάμποσο από εκείνον μου τον εαυτό. Εξακολουθούσα να βασανίζομαι από έννοιες, μην επαναλαμβάνομαι. Τόσο δυνατές που σκόρπιζαν οποιαδήποτε απόπειρα να πειραματιστώ με γνώριμες τακτικές άκρατου κωλοπαιδισμού.
Καθαρά από αμηχανία, κοίταξα ψηλά για να διαπιστώσω πως η νεφελώδης συμμορία απλά περιφερόταν, αφού κάπου στο βάθος ξαναφάνηκε ήλιος. Όσο τα χάζευα, τόσο έμοιαζα με αυτά.
Ειδικά τα σύννεφα που έδειχναν να ακολουθούν το κοπάδι καθυστερημένα, ταίριαζαν ακόμη περισσότερο. Πέρασε από το μυαλό ένα σκηνικό από κάτι σχολικούς αγώνες, την ίδια περίπου εποχή του έτους.
Δε μου ταίριαζαν τα ατομικά αθλήματα, δεν είχε γούστο. Ένα φεγγάρι μ’ έπεισαν και δοκίμασα στίβο, μικρές αποστάσεις. Έτρεχα ογδοντάρι και για να μην έκανα καριέρα σήμερα, μάλλον σημαίνει πως δεν ήμουν τόσο καλός όσο πίστευαν.
Όταν προσομοιώνεσαι σε άλογο κούρσας, ελάχιστα περιθώρια υπάρχουν για εγκεφαλικό παιχνίδι. Εκτός ίσως από το ψυχολογικό κομμάτι πριν την εκκίνηση.
Τελειώνεις το ζέσταμα και εκτελείς διατάσεις πριν δείκτης και αντίχειρας πάρουν θέση στη γραμμή. Το ιδανικότερο θα ήταν να αρπάξεις με κεφαλοκλείδωμα το πιστόλι από τον αφέτη και να αρχίσεις να εκτελείς αντιπάλους και θεατές. Εφόσον όμως γνώριζες εξ αρχής πως το πιστόλι ρίχνει άσφαιρα, συντηρείς δυνάμεις και φαντασία, έτοιμος να τρέξεις.
Καθένας είχε διαφορετική στρατηγική για να εμψυχωθεί. Εφόσον δε προσπαθούσα να ψαρώσω τους δίπλα με ακαταλαβίστικα μουρμουρητά, σαν να επρόκειτο για κάποια άγνωστη προσευχή, συνήθως ακολουθούσα συγκεκριμένη τακτική.
Διένυα τα τελευταία μέτρα πριν σκύψω στη γραμμή. Δε κοίταζα ευθεία στον τερματισμό. Εξάλλου στη μια ανάσα, η απόσταση ήταν μηδαμινή. Πείσμονα σηκώνοντας το κεφάλι και έβαζα σημάδι κάποιο ξέμπαρκο σύννεφο στον ορίζοντα.
Έλεγα πως πολύ συνομα, θα βρίσκομαι στην απέναντι άκρη του γηπέδου και θα το ξανακοιτούσα. Ανεξάρτητα αν θα έφτανα πρώτος ή τελευταίος, εκείνο θα βρισκόταν στο ίδιο σημείο, οπότε πάλι θα το κοίταζα, είτε ήμουν ικανοποιημένος από τον αγώνα, είτε όχι.
Από πλευράς ντοπαρίσματος, μικρή απόδοση είχε, όμως χρησίμευε σε πολύ μεγάλο βαθμό για να σου φύγει το όποιο άγχος. Τα πόδια ελάφρυναν, η διάθεση έφτιαχνε και απολάμβανες την κούρσα δίχως να προσπαθείς να ξεγελαστείς για να κερδίσεις.
Από την στάση του λεωφορείου, αυτή η ανάμνηση ήρθε ξεκάρφωτη και λειτούργησε καταπραϋντικά. Μπορεί να είχα ξεχάσει επιμέρους λεπτομέρειες από την εποχή που πρόβαρα τα παπούτσια με τις ταβανόπροκες, όμως έστω στιγμιαία γλύτωσα από τη μαυρίλα και οι ανάσες μου επανήλθαν σε υποφερτά επίπεδα.
Άφησα τους αδιάκριτους συνοδοιπόρους να βρουν καινούριο νόημα στην αδιάφορη ζωή τους και συνέχισα να περπατάω. Η διάθεση είχε βελτιωθεί αισθητά. Τελικά όποιος επέμενε πως μια βόλτα έπειτα από σκοτούρες βοηθά να επανέλθεις, φαινόταν πως ήταν σωστός.
Ολοένα σήκωνα το κεφάλι και παρατηρούσα διάφορα. Μέσα μου εξαφανίζονταν εκείνα που δεν έδειχναν να ξεκολλήσουν και τη θέση τους έπαιρναν ανόητα ερωτηματικά. Όπως τότε…
«Γιατί έχει ο κόσμος προβλήματα, πατέρα;»
Ασυναίσθητα επιτάχυνα. Ένοιωθα ένα περίεργο, άγνωστο νόστο να με κυριεύει και αυτό που με ενοχλούσε ήταν πως δεν ήμουν ικανός ώστε να τον δικαιολογήσω. Γέρος άνθρωπος, αγύμναστος και εμφανώς απροετοίμαστος, αλλά παρόλα αυτά γκάζωνα συνεχώς, σχεδόν έτρεχα.
Λαχάνιασα όμως δε σταμάτησα, εκεί στον αγώνα. Έκοψα μονάχα όταν σ’ ένα στενό πέρασμα ο κόσμος πύκνωνε και δε γινόταν να προσπεράσω. Εξακολουθούσα να ανασαίνω βαριά, όμως τα αίτια οφείλονταν στο κάπνισμα, όχι στα υπόλοιπα.
«Κόψ’ το ρε, στο δρόμο θα πεθάνεις», έλεγε κάποτε μια γνωστή.
Πλάκα θα είχε! Μόλις προέκυψε δίοδος, χώθηκα και ακολούθησα το πεζοδρόμιο μα γύρισα σε κανονικό βηματισμό, μη τύχει και την επαληθεύσω.
Κόντευα να γυρίσω σπίτι. Ελάχιστα πριν τη διάβαση, μπροστά μου συνάντησα μια πολύ οικεία εικόνα. Μια γυναίκα κρατούσε σφιχτά έναν πιτσιρίκο. Εκείνη έδειχνε βιαστική, χαμένη στις σκέψεις της. Ο μικρός, αφασία, αγνάντευε τον κόσμο από τη δική του οπτική. Κοιτώντας διαρκώς ευθεία και ψηλά, προσπαθούσε να συγχρονιστεί με τα δυσανάλογα μεγάλα βήματα της μάνας του.
«Φουκαρά, εμένα να δεις πως με είχε ξεκωλόσει…», ήθελα να του πω.
Σε λίγο, βρεθήκαμε και οι τρεις στην ίδια ευθεία, περιμένοντας το φανάρι. Έριξα μια ματιά στον πιτσιρικά και αμέσως το βλέμμα μου καρφώθηκε στα πλεγμένα δάχτυλα. Εκείνη έκανε πως δε πρόσεξε και μόλις πρασίνισε από απέναντι, απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα γινόταν από τον περίεργο περαστικό.
Δεν ακολούθησα. Έμεινα μαλάκας να τους κοιτάζω καθώς χανόντουσαν πέρα από τα αυτοκίνητα. Τότε μόλις συνειδητοποίησα τι μου συνέβαινε, πως ακριβώς κατάφερα να συνέλθω και γιατί δεν έβρισκα απαντήσεις.
Βρισκόμουν στον σωστό δρόμο μα σε εντελώς λάθος μονοπάτι.
Ήμουν ευάλωτος αλλά ευτυχισμένος με έναν περίεργο τρόπο. Η καρδιά μου χτυπούσε έντονα και γρήγορα, χωρίς να ορκίζομαι πως ήταν από τη μεγάλη βόλτα. Πράγματι, έψαχνα τον πατέρα μου εκείνη τη στιγμή. Όχι για με γκαζώσει, ούτε όμως για να με σηκώσει. Περισσότερο για να μου υπενθυμίσει πως έπρεπε να λειτουργήσω υπό το βάρος της αναποδιάς που λανθασμένα επέλεξα να ανακυκλώνω.
Ακόμη και αν το ήθελε, αν κουβεντιάζαμε με τρόπο λειτουργικό, αμφιβάλλω αν θα πετύχαινε να μου αλλάξει τρόπο σκέψης.
Μονάχα με μια δυνατή ανάμνηση θα τα κατάφερνε.
Κι όπως αποδείχτηκε, κάθε άλλο παρά έλειπε από τα δύσκολα. Ήταν εκεί, χρόνια μετά από μια διαφορετική, ανέμελη πραγματικότητα.
Ό,τι συνάντησα λίγο πριν από τη διάβαση, ήταν έντονο, συγκινητικό και μ’ έκανε να χαθώ μέχρι που έφτασα να σπρώχνω τη καγκελόπορτα της αυλής.
Τότε ναι, πιστός στις ιδιότροπες παραδόσεις κοίταξα ξανά ψηλά, γυρεύοντας το σύννεφο αγύρτη που έβαλα σημάδι νωρίτερα. Ας είμαστε ρεαλιστές, ο ουρανός είχε ήδη καθαρίσει, γεγονός πως ο κόσμος γύρω μας δε προσαρμόζεται διαρκώς στις όποιες θεωρίες.
Έσκασα ένα χαμόγελο, ένας θεός ξέρει πότε ήταν η τελευταία φορά.
Φάνηκε πως βρήκα την άκρη, έστω για λίγο…

2 σχόλια:

freedakatja είπε...

Δυνατές εικόνες - αδύναμη γραφή;
Ξεκίνα να γράφεις πάλι και μάλλον θα στρώσει!!!
Το βιβλίο πως εξελίσεται;
Welcome back po8!!!
Επίσης: η Πρωταπριλιά θα βγει;

thinkpo8 είπε...

Τώρα που το λες, σα να έχεις δίκιο. Γεμάτο πλεονασμούς είναι, άσχημα διατυπωμένο και θα σήκωνε ένα μεροκάμματο για να στρώσει!
Το πρώτο είναι ή το τελευταίο;;;
Αυτό που έχω αποκομίσει μέχρι τώρα είναι πως εφόσον είσαι λιγάκι φορτισμένος, μπορεί να σκέφτεσαι κάτι και να συνεχίζεις να γράφεις. Έτσι, δε πολυσκέφτεασι πολύ το πως και το πόσο, απλά κυλά και μένεις με τις σκέψεις σου χωρίς να το δείχνεις στο βαθμό που θα ήθελες.
Αυτό μάλλον συνέβη εδώ, το έχω πάθει ξανά, πολλές φορές...
Ρε συ Κάτια, δε προλαβαίνω. Επομένως, για να με βλέπεις εδώ, σημαίνει πως το έχω κωλοβαρέσει κάπου αλλού!
Προχωρά, θέλει ακόμη δουλειά και φυσικά έναν τίτλο!
Όσο για τη Πρωταπριλιά, ελπίζω να μη μείνει στα μισά.