Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Φειδίας (εκτενής περίληψη)

Ο "Φειδίας" (Αιώνια Ψειρού) ή "Forever incarcerated"αποτελεί μια δουλειά για την οποία δε θα ντρεπόμουν καθόλου και θα την υπέγραφα δίχως ψευδώνυμο. Ολοκληρώθηκε πριν περίπου ένα χρόνο και παραλίγο να εκδοθεί στα αγγλικά.
Λεπτομέρειες κάποια άλλη στιγμή.
Κύρια αιτία που ανεβάζω την περίληψη είναι τα εγκαίνια του μουσείου της Ακρόπολης. Για το επετειακό του θέματος!
Το κείμενο γράφτηκε πρόχειρα ένα άδειο μεσημέρι στο σκονισμένο, οπότε μην έχετε μεγάλες απαιτήσεις. Φτιάχτηκε για να μη επαναλαμβάνω διαρκώς την ίδια ιστορία προφορικά σε μια εποχή που οι περισσότερες συζητήσεις είχαν να κάνουν με την εξέλιξή του ως βιβλίο.
Αφορά την πρωτότυπη εκδοχή του, εκείνης των 125 περίπου σελίδων, μιας και αργότερα περιορίστηκε στις 100, ενώ αρκετές αλλαγές έγιναν στο περιεχόμενο, ύστερα από υποδείξεις του πρακτορείου που το είχε αναλάβει.
Εμένα τούτη εδώ μου άρεσε, με αυτή διασκέδασα και σας την παρουσιάζω!
...
Κάπου στην ορεινή Πελοπόννησο βρισκόταν μια ξεχασμένη βάση του πολεμικού ναυτικού μέσα στο κούφιο βουνό Αετόκορφο. Το σχεδιαζόμενο κρυφό στρατηγείο της εποχής της «Κόκκινης Απειλής» και μετέπειτα ψυχροπολεμικό πυρηνικό καταφύγιο δεν είχε επανδρωθεί ποτέ. Υπήρχε μονάχα για να αντισταθμίζει τις σπατάλες και την κακοδιαχείριση κονδυλίων στο πέρασμα του χρόνου.
Όταν μια καταστροφική πυρκαγιά ξεγύμνωσε το βουνό, μια μικρή οικολογική οργάνωση ζήτησε την απομάκρυνση της βάσης από την περιοχή. Σε φορτισμένο κλίμα, δόθηκε εντολή εκκένωσης και στήθηκε μια επική επιχείρηση.
Δυο ναύτες που είχαν επωμισθεί με το άδειασμα των ψυγείων από τα αργεντίνικα κρέατα του ’60, ανακάλυψαν κάτι πολύ περίεργο. Ένα κατεψυγμένο μικρό πράσινο ανθρωπάκι, μαζεμένο σε εμβρυϊκή στάση. Το περιστατικό κουκουλώθηκε εγκαίρως και έλαβε γνώση το Πεντάγωνο.
Ναύαρχοι και στρατηγοί εξέταζαν όλα τα ενδεχόμενα, από ύπαρξη εξωγήινων έως πιθανή εμπλοκή της μαφίας καθώς ανέμεναν την επίσημη ενημέρωση από το Ναυτικό Νοσοκομείο. Ώρες ολόκληρες κατασκεύαζαν σενάρια για να δικαιολογηθούν εάν το συμβάν διέρρεε στον τύπο.
Ξάφνου, το τηλέφωνο χτυπά. Οι γιατροί έκπληκτοι διαπίστωσαν πως το ανθρωπάκι είχε καταψυχθεί με μια άγνωστη μέθοδο και παρέμενε ζωντανό. Αφού κατάφεραν να το επαναφέρουν, εκείνο άρχισε να τους μιλάει αρχαία ελληνικά!
Ονομαστοί επιστήμονες κλήθηκαν να δώσουν απαντήσεις. Εξετάζοντας εξονυχιστικά κάθε παράμετρο και συγκαλώντας ανελέητα συμβούλια κατέληξαν να δεχθούν τους ισχυρισμούς του. Το μικρό ανθρωπάκι δεν ήταν άλλος από τον φημισμένο Φειδία, τον διάσημο γλύπτη του Χρυσού Αιώνα!
Ο Φειδίας, ουσιαστικά ο πρώτος μεγαλοεργολάβος που καταγράφεται στην ιστορία, είχε κατηγορηθεί για απάτες στην Αθήνα και γλύτωσε τον θάνατο εξαιτίας της φιλίας του με τον Περικλή. Στη συνέχεια βρέθηκε στην Ολυμπία όπου επίσης μπλέχτηκε σε σκάνδαλα. Ελλείψει πολιτικής κάλυψης φυλακίστηκε. Όμως επειδή είχε ξεκινήσει μεγάλος πόλεμος, τον οδήγησαν στον Ταύγετο και η υπόθεσή του μπήκε κυριολεκτικά στον... πάγο. Όπως φάνηκε, κάτι δεν πήγε καλά και η δίκη δεν έγινε ποτέ. Άγνωστο πως ακριβώς βρέθηκε στα ψυγεία, ο Φειδίας αποτέλεσε το σημαντικότερο αρχαιολογικό εύρημα όλων των εποχών!
Υπό έντονη μυστικοπάθεια, ο Φειδίας έμενε καλά φυλαγμένος σε μια απομονωμένη πτέρυγα του νοσοκομείου, ενώ όλοι περίμεναν να λάβει γνώση ο πρωθυπουργός που μόλις επέστρεφε από μια άκρως αποτυχημένη σύνοδο του εξωτερικού.
Περικυκλωμένος από τους στενούς του συμβούλους, ο πρωθυπουργός Σεμπούχας δέχθηκε τον Υπ.Άμυνας με το επιτελείο του. Η είδηση εξέπληξε άπαντες, που συμφώνησαν πως έπρεπε να διαχειριστούν σχολαστικά την υπόθεση, μιας και ο Φειδίας αποτελούσε πλέον ένα πολύτιμο κεφάλαιο για το έθνος, την ιστορία και φυσικά το... κυβερνών κόμμα!
Ακολούθησε κλειστό συμβούλιο, όπου οι επιστήμονες δήλωσαν τις επιφυλάξεις τους για την επικείμενη αποκάλυψη. Ανησυχούσαν για την κατάσταση μετά από 25 αιώνα κατάψυξης ενώ είχαν να αντιμετωπίσουν ένα εξίσου σοβαρό ζήτημα. Ο Φειδίας, μιλούσε μεν αρχαία, αλλά μιλούσε... βλάχικα! Θεωρούσαν απαράδεκτο να τον παρουσιάσουν στη δεδομένη κατάσταση, αφού θα είχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, καταρρίπτοντας σε μία νύχτα την εντύπωση της ανθρωπότητας για το... ατσαλάκωτο των αρχαίων μας προγόνων.
Μπροστά στο αδιέξοδο, ένας στρατηγός μίλησε για ένα εφαρμοσμένο σύστημα των Νατοϊκών κατά τους πρόσφατους ηγεμονικούς πολέμους. Εκμυστηρεύτηκε πως για να αποφύγουν τη χρονοβόρα διαδικασία μετάφρασης με τους εκάστοτε κρατούμενους, είχαν επινοήσει ένα σύστημα όπου με την χρήση ηλεκτροδίων και την πάροδο ενός εικοσιτετραώρου, οι φυλακισμένοι μάθαιναν άπταιστα αγγλικά! Έτσι, οι όποιες ανακρίσεις γίνονταν εύκολα, γρήγορα και απλά, αμερικάνικα!
Αρχικά, η ιδέα να μάθει αγγλικά ο Φειδίας εγκαταλείφθηκε αμέσως, μιας και το πιθανότερο ήταν να τον κλέψουν και ο ζωντανός εθνικός μας πλούτος να κοσμεί κάποιο ονομαστό μουσείο ή στην καλύτερη να βόσκει κοπάδια τεξανών εκατομμυριούχων. Όμως, κάποιος δήλωσε πως το σύστημα είχε βγει στο εμπόριο και διάφορα πανεπιστημιακά ιδρύματα είχαν αναλάβει να προσαρμόσουν τη γλώσσα. Έμαθαν πως σε ένα εργαστήριο του Παν. Αιγαίου, ένα ζευγάρι δούλευε πάνω στην ελληνική έκδοση.
Αφού στήθηκε μια κινηματογραφική επιχείρηση που έφερε το ζευγάρι στο Πεντάγωνο, απογοητεύτηκαν όλοι όταν πληροφορήθηκαν επίσημα πως τόσο καιρό... τα έξυναν! Πέρα από τα αγγλικά, το σύστημα είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί για τα ισπανικά και τα γιαπωνέζικα. Για διάφορους λόγους, απορρίφτηκαν τα ισπανικά και η μόνη εφικτή λύση βρισκόταν στα χέρια του Σεμπόυχα. Εκείνος σήκωσε το τηλέφωνο και έδωσε εντολή να προχωρήσουν. Η Μυρτώ Γιαμαμότο επέστρεψε εσπευσμένα από την πρεσβεία μας στο Τόκιο και της ανατέθηκε μόνιμη παρουσία δίπλα στον Φειδία.
Συγκλήθηκε υπουργικό συμβούλιο όπου ο καθένας έριχνε τις προτάσεις του στο τραπέζι. Αν και η κυρίως κόντρα ήταν μεταξύ Πολιτισμού και Τουρισμού, ο Εσωτερικών με την υποστήριξη των συμβούλων του Σεμπούχα έδειχνε να διατηρεί το πάνω χέρι. Η χώρα βάδιζε προς νέες εκλογές και ο Φειδίας φάνταζε ως μια αναπάντεχη, ίσως μοναδική ευκαιρία ώστε να αποφύγουν τον επικείμενο καταποντισμό.
Η αποκάλυψη μετατέθηκε χρονικά. Όμως για να πεισθεί μερίδα υπουργών που παρέμενε επιφυλακτική για την όλη κατάσταση, δόθηκε εντολή για την πρώτη incognito έξοδο του Αρχαίου. Με μαύρα τζιπ και συνοδεία, ο Φειδίας βρέθηκε στην Ακρόπολη. Για αρκετή ώρα και χωρίς επεξηγήσεις άρχισε να ρίχνει καντήλια σε άπταιστα γιαπωνέζικα για την κατάσταση που αντίκρισε, αποστομώνοντας τους τριγύρω επισκέπτες. Αναρωτήθηκε που πήγε το άγαλμα της Αθηνάς και όταν κατάφεραν να τον ηρεμήσουν, προσπάθησε να κατατοπισθεί.
Κοιτούσε τα μάρμαρα από την εποχή του και υποδείκνυε περιοχές που δεν είχαν ανασκαφεί. Οι ακόλουθοί κατέγραφαν την κάθε του λέξη και μέσα σε μερικούς μήνες ανακάλυψαν μια σειρά σημαντικών μνημείων, τα περισσότερα ανέπαφα στο πέρασμα των αιώνων!
Σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, ο Φειδίας διατηρήθηκε έγκλειστος στο Μέγαρο Μαξίμου, ειδικοί εξέταζαν το ζωντανό θαύμα, συνομιλούσαν κυριολεκτικά με την ιστορία ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαν να τον ενσωματώσουν με την σημερινή πραγματικότητα.
Μια καλοκαιρινή βραδιά, η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου έδινε στο ΟΑΚΑ το τελευταίο της αγώνα για τα προκριματικά του μουντιάλ με αντίπαλο την Λιθουανία. Εύκολο παιχνίδι κόντρα σε μια φαινομενικά εύκολη αλλά και αδιάφορη ομάδα. Οι επικοινωνιολόγοι γνώριζαν πως η Κυβέρνηση έπρεπε να πετάξει εκεί το τελευταίο της χαρτί, μήπως και καταφέρει να επανεκλεγεί.
Τα τσιράκια του Σεμπούχα τα είχαν οργανώσει όλα στην εντέλεια. Με την λήξη του αγώνα, μέσα στην γενική ευφορία και το πατριωτικό αίσθημα, ο πρωθυπουργός θα ανακοίνωνε εκλογές. Είχαν προαναγγείλει το γεγονός και περίμεναν τον διαιτητή να σφυρίξει την λήξη.
Όμως, σε ένα από τα περίεργα παιχνίδια της τύχης, η Εθνική, παρά τα πέντε δοκάρια έμεινε στο μηδέν και αποκλείστηκε. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο Σεμπούχας με την κουστωδία του έπρεπε να σκαρφιστεί κάτι για να αποφύγει την σταύρωση, σίγουρα όχι την εκλογική.
Με ηχηρές αποδοκιμασίες στο βάθος, ο πρωθυπουργός απευθύνεται στους δημοσιογράφους και δίχως αναφορά σε εκλογές, ανακοινώνει την σπουδαία επιστημονική ανακάλυψη!
Σειρά πήραν οι γαλανόλευκες και τα κορναρίσματα. Καμία αθλητική επιτυχία από το παρελθόν δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που ακολούθησε. Πανηγύρια και ένας άκρατος εθνικισμός. Ένα δίλεπτο βίντεο-ντοκουμέντο έπαιζε νυχθημερόν στα κανάλια ενώ μαϊντανοί κάθε είδους σχολίαζαν ποικιλοτρόπως, πάντα θετικά το γεγονός.
Περισσότερο ωφελημένοι οι τηλεοπτικοί αρχαιολάγνοι του τελεμάρκετιν που πραγματικά ξεπούλησαν μιλώντας για έναν νέο μεσσία, ενώ οι δωδεκαθεϊστές δεν προλάβαιναν να καταγράφουν καινούρια μέλη.
Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν αισθητή ανάκαμψη του κυβερνώντος κόμματος, που όμως απείχε αρκετά από την επιτυχία. Καθώς οι πάντες, δημοσιογράφοι, κατάσκοποι και κάθε λογής ρουφιάνοι προσπαθούσαν μάταια να εντοπίσουν την κρυψώνα του Φειδία, η διεθνής κοινή γνώμη επικεντρώθηκε στην Ελλάδα. Στην Ακρόπολη δεν έπεφτε καρφίτσα ενώ τα ξενοδοχεία με τις διπλασιασμένες τιμές ήταν κλεισμένα για μήνες μπροστά. Πέρα από την απρόσμενη οικονομική ανάκαμψη, ο Φειδίας κατάφερε να χτυπήσει στη καρδιά της ψυχοσύνθεσης του Έλληνα!
Ενώ ο Φειδίας είχε γίνει το ίδιο περιζήτητος με τον Μπιν Λάντεν, μια διάσημη ιδιοκτήτρια γκαλερί και πλασιέ χαλιών στα κανάλια, χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις της κατάφερε να εντοπίσει τον Αρχαίο στο Μαξίμου. Μόλις έγινε αντιληπτή, εκβίασε καταστάσεις και ζήτησε να συναντηθεί μαζί του. Καλύπτοντας προσωπικές φιλοδοξίες, εξαργύρωσε το μυστικό, πείθοντας τον Φειδία να ασχοληθεί ξανά με την γλυπτική.
Έτσι καθώς εκείνος έφτιαχνέ μικρά αγαλματίδια, η Λουράκη, περήφανη για την ηλικία του δημιουργού, τα πουλούσε σε αστρονομικές τιμές στο εξωτερικό. Μέχρι που έπεσε καρφωτή και συνελήφθη για... αρχαιοκαπηλία!
Όσο περνούσε ο καιρός με τον Φειδία άφαντο, το φαινόμενο εξασθενούσε ενώ ταυτόχρονα η αντιπολίτευση καλλιεργούσε ένα ρεύμα αμφισβήτησης και εκνευρισμού.
Για να αντιμετωπίσει την οργή μερίδας των ψηφοφόρων του, ο Σεμπούχας διοργανώνει ανοικτή συγκέντρωση στο Κέντρο της Αθήνας, υποσχόμενος την πρώτη δημόσια εμφάνιση του Φειδία. Ένα Σαββατόβραδο λοιπόν, οι κεντρικές πλατείες γεμίζουν από κόσμο και γιγαντοοθόνες. Με τη Μυρτώ πάντα στο πλάι για τις μεταφράσεις, το πλήθος παραληρούσε στο γενικόλογο διάγγελμα του Φειδία.
Την ίδια στιγμή, οι αντιπρόσωποι ενός μικρού αριστερού κόμματος, εκμεταλλευόμενοι την πολυκοσμία μάζευαν υπογραφές. Δεχόμενοι την ορθότητα των δεδομένων που τους παρουσίασε η Κυβέρνηση, είχαν ξεκινήσει αγώνα για την επιστροφή των Ελγινείων Μαρμάρων! Ήξεραν πως θα το πετύχαιναν σίγουρα εάν έβαζαν μπροστάρη τον ίδιο τον δημιουργό τους! Με τα πολλά, συγκέντρωσαν 2 εκατομμύρια υπογραφές!
Ο Σεμπούχας και τα τσιράκια του είχαν επικεντρωθεί στην εκλογική νίκη και αδιαφόρησαν για το ρεύμα. Θεωρούσαν άκαιρη την οποιαδήποτε διεθνή διένεξη. Αντί αυτού, θεώρησαν σκόπιμο να διαρρεύσουν το ψηφοδέλτιο επικρατείας, όπου ο Τύπου, πρώην δημοσιογράφος μεσημεριανής εκπομπής, με μαεστρία τοποθέτησε το Φειδία στην θέση κλειδί νούμερο 6. Γνώριζε πως αν εκλεγόταν, η Κυβέρνηση θα παρέμενε.
Στην αντιπολίτευση, τα πράγματα έδειχναν σκούρα. Ο αρχηγός Ρακαφλίδης δεν μπορούσε να χωνέψει πως θα έχανε την εξουσία πάλι μέσα από τα χέρια του για τρίτη συνεχόμενη αναμέτρηση. Οποιαδήποτε υποβάθμιση του Αρχαίου θα θεωρούνταν κακεντρέχεια. Μέσα στην μαυρίλα και ελάχιστα πριν την τελική ευθεία, ως δια μαγείας, ένα απλό στέλεχος βρήκε λύση.
Ο Φειδίας δεν ήταν Έλληνας πολίτης στα χαρτιά. Για την ακρίβεια δεν είχε καθόλου χαρτιά. Σε έκτακτη συνέντευξη τύπου, ο Ρακαφλίδης στοιχειοθέτησε τις ενστάσεις του. Κατέθεσε ένσταση στο εκλογοδικείο ενώ για να κλέψει τις εντυπώσεις, ζήτησε να επιληφθεί του ζητήματος το... αλλοδαπών!
Μπορεί οι διαδικασίες ελληνοποίησης να έγιναν αστραπιαία το ίδιο απόγευμα, όμως το πανούργο σχέδιο του Τύπου έπαψε να ευσταθεί. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις αποτύπωναν καθαρά το κάζο. Ήταν τότε που βγήκε από το συρτάρι το κατεβατό με τις υπογραφές.
Σε μία εβδομάδα, προετοιμάστηκε ολόκληρη εκστρατεία για Λονδίνο. Διπλωμάτες, δικηγόροι και επιστήμονες στάλθηκαν μαζί με τον Φειδία για να διεκδικήσουν την επιστροφή των Μάρμαρων. Πράγματι, όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους στο Βρετανικό Μουσείο.
Δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια και με τις ευλογίες της διεθνούς κοινότητας, η αποστολή κρίθηκε απόλυτα επιτυχημένη. Η νίκη απείχε όσο το ναυλωμένο αεροσκάφος από το «Ελ.Βενιζέλος».
Ο Κουρελύζος, πασίγνωστός δικηγόρος αρπαχτικό και άριστος γνώστης της ιαπωνικής, περίμενε υπομονετικά να ξεμοναχιάσει τον Φειδία στην VIP αίθουσα αναμονής. Του εξήγησε αναλυτικά πως μέσα σε τόσα χρόνια, το ακανόνιστο έθνος των νεοελλήνων που ουδεμία σχέση διατηρούσε με την Αρχαία Αθήνα, εκμεταλλευόταν στο έπακρο το μεγαλειώδες έργο του Παρθενώνα. Του έδωσε να καταλάβει πως έχει η σύγχρονη νομοθεσία και κατάφερε να τον πείσει. Έτσι, μόλις γύρισαν πίσω οι θριαμβευτές του Λονδίνου, τα πρώτα λόγια του Φειδία ήταν πως καταθέτει αγωγή για απόδοση πνευματικών δικαιωμάτων!
Στο άκουσμα των διεκδικούμενων δισεκατομμυρίων, ο Σεμπούχας λιποθύμησε. Στην τηλεόραση, όλοι άλλαξαν τακτική και κατακεραύνωναν Φειδία και Κυβέρνηση. Κατηγορούσαν για απάτη, όμως ο Κουρελύζος είχε υψώσει μια αόρατη ασπίδα στο σπίτι του στην Εκάλη. Τα επιστημονικά στοιχεία ήταν αδιάψευστα ενώ ως άριστος γνώστης του εμπορικού δικαίου ήταν σίγουρος για την επιτυχία του.
Χρησιμοποιώντας τις μυστικές υπηρεσίες, ο Σεμπούχας πέτυχε να ξαναπάρει πίσω τον Φειδία αλλά μάταια προσπάθησε να τον μεταπείσει. Αυτή τη φορά τον κρατούσε φυλακισμένο και απομονωμένο στα γραφεία του κόμματος, ενώ παράλληλα συνεδρίαζε μήπως και κατάφερνε να αντιστρέψει το κλίμα δυο μέρες πριν εκλογική αναμέτρηση.
Την κρίσιμη Κυριακή, μια ομάδα γερμανών ελληνιστών μπουκάρει στα γραφεία και με περίτεχνες κινήσεις κλέβει τον Φειδία και τον πάει στο Σούνιο για μια τελετή που σύμφωνα με τους ίδιους ήταν ιδιαίτερη σημαντική. Μετά από απανωτά σοκ, ο Φειδίας επαναφέρει τα βλάχικα αρχαία ελληνικά και δίνει κατευθύνσεις για το τελετουργικό. Του αποκαλύπτουν πως κατά την Κατοχή, μερικοί αρχαιολάγνοι ναζί τον ανακάλυψαν όμως στράβωσε η δουλειά και βρέθηκε εκεί που βρέθηκε.
Αφού κάνει ένα πικρόχολο σχόλιο για τους μαλάκες που έγραψαν στις κολώνες, απευθύνεται στους αρχαίους δεσμοφύλακες του. Εκλιπαρεί για δικαιοσύνη και παραδέχεται πως πλήρωσε ακριβά τις τότε παρατυπίες του, αναγκασμένος να ζει σε έναν τόσο διαφορετικό και απαιτητικό κόσμο.
Θολωμένος και απευδισμένος, ξεφεύγει της προσοχής των εκστασιασμένων δωδεκαθειστών και πηδά από τα βράχια στην ταραγμένη θάλασσα.
Κανείς δεν τον ξαναείδε...

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Η διάβαση

(φωτογραφία: Caterina Baldi)

«Γιατί έχει ο κόσμος προβλήματα, πατέρα;»
Αν ήταν εκεί, αν ήταν παραδίπλα είναι σχεδόν σίγουρο πως η απάντηση δε θα ερχόταν για καλό. Θα μου έσφιγγε το χέρι και μάλλον θα επιτάχυνε το βήμα του.
Όχι, δεν ήταν από εκείνους που βαριόταν. Απλά απέφευγε πεισματικά να ασχοληθεί με ηλίθια ερωτηματικά που δεν έβγαζαν πουθενά.
Έτσι, πάντα, αντί να μου λυθούν οι απορίες καθοδόν, συνήθως λύνονταν τα πόδια και διανύαμε την όποια απόσταση στο μισό χρόνο. Ευτυχώς που κατάλαβα το σκεπτικό του έγκαιρα και σήμερα δεν έγινα δρομέας.
Κάπως έτσι έμαθα να αποφεύγω να τον ζαλίζω άσκοπα, ή έστω, να προσέχω τι ρωτάω κάθε φορά. Έπρεπε να έριχνα έξυπνες και ουσιώδεις κάθε φορά, διαφορετικά ή διαδικασία γινόταν επίπονη.
Ήταν πάντα δίπλα, κρατούσε το χέρι και όταν αισθανόταν πως η περιέργειά μου άγγιζε την εξάντληση, μ’ άφηνε να τον αγκαλιάζω και σκαρφαλωμένος στη πλάτη του, απολάμβανα τη διαδρομή στο αυτόματο.
Δεν έχω παράπονο. Οι σχέσεις μας έφταναν στα άκρα, σε σημείο που κάποιος ουδέτερος παρατηρητής θα συμπέρανε το απροχώρητο. Όμως υπήρχε το δέσιμο εκείνο που δε μπορεί να περάσει αλώβητο στο χαρτί με μολύβι. Ένα ένστικτο που δεν επιτρέπει να ξεφύγεις και αργά ή γρήγορα σ’ επαναφέρει.
Πέρα από την ιδιορρυθμία και τα σκαμπανεβάσματα που περιγράφει μια τέτοια σχέση αίματος, η εικόνα του πιτσιρικά να κρατάει το χέρι του γονιού και να ακολουθεί ερμηνεύεται από τους περισσότερους ως αγνό δείγμα αγάπης και οικογενειακής καθοδήγησης. Ενώ σίγουρα, για τους μεγαλύτερους αποτελεί μέρος μιας περασμένης παιδικής ηλικίας.
Ποιος ξέρει; Την ίδια διαδρομή μπορεί να την είχα κάνει και τότε, με περίσσεια αφέλεια και βήμα γρήγορο. Που να θυμάμαι έπειτα από τόσα χρόνια.
Χαίρομαι που κάποτε άφησα το χέρι και συνέχισα μόνος, άσχετα αν κατά βάθος και παρά μια εμμονή για το ακριβώς αντίθετο, ποτέ δεν έπαψα να διατηρώ μια τάση να το κρατήσω ξανά, έστω και νοητά.
Δεν ήμουν πάντα έτσι, με προβλήματα εννοώ. Έχω βιώσει ευχάριστες στιγμές, αλλά ρε αδερφέ, εκείνη τη στιγμή ένοιωθα πως είχα πιάσει πάτο.
Αν δε πάψεις να περπατάς, ίσως καταφέρεις να κουράσεις τις σκέψεις σου και να τις αφήσεις για λίγο πίσω. Άργησα να το υιοθετήσω, κρίμα, ίσως είχα πετύχει να χάσω κανένα παραπανίσιο κιλό.
Τώρα πια όλα δείχνουν να έχουν βαρύνει τόσο που συχνά αναρωτιέμαι τι ακριβώς με κουράζει περισσότερο, οι έννοιες ή το περπάτημα. Η ουσία πάντως είναι πως το είχα πάρει απόφαση και προχωρούσα.
Μια από τις ερωτήσεις που ήθελα να κάνω τότε αλλά ουδέποτε τόλμησα να ξεστομίσω ήταν τι ακριβώς συμβαίνει όταν είναι κανείς λυπημένος. Γιατί μένει ο αέρας στα πνευμόνια και δύσκολα βγαίνει παραέξω;
Ακόμη δεν βρήκα πειστική απάντηση.
Ένας άσχετος τύπος, βαθιά χωμένος στο νταλκά του, κόντεψε να με κάνει να τον πιστέψω. Παραληρώντας αδιάκοπα μέσα στο μεθύσι του είχε εξηγήσει πως όταν αφήσεις τα προβλήματα να σε κυριεύσουν, είσαι χαμένος. Αφοσιώνεσαι τόσο πολύ σ’ εκείνα που ξεχνάς σχεδόν τα πάντα, μέχρι και να αναπνεύσεις.
Όφειλα να το είχα ζαλίσει παραπάνω. Να μάθω πως αντιμετωπίζεται, πως ξεφεύγει κανείς. Αλλά πού να φανταστώ ότι κάποτε θα έφτανα στη θέση του και ακόμη χειρότερα.
Έτσι λοιπόν, συνέχισα να περπατώ προσδοκώντας πως στο τέλος θα πετύχαινα να αποβάλω τον ανάστροφο ψυχισμό, πριν με καταβάλει πλήρως.
Δεν χάζευα στο πλάι. Αδύνατον. Παρατηρείς τριγύρω εφόσον είσαι χαλαρός, κοιτάς μπροστά όσο ελπίζεις και στρέφεσαι ψηλά αν εύχεσαι.
Το βλέμμα είχε κολλήσει χαμηλά. Σημάδι έλλειψης εμπιστοσύνης σε οτιδήποτε, ακόμη και στον ίδιο το δρόμο. Οι σκιές πλήθαιναν, γίνονταν πυκνές καθώς το φως παγιδευόταν πίσω από τα σύννεφα.
Πόσο ανόητο, πόσο εγωκεντρικό να προσαρμόζεις όλα γύρω από εσένα. Αλλά αυτό συνέβη. Μια συμμορία κατέκλυσε τον ουρανό για να αρπάξει με τρόπο ληστρικό ό,τι παρέμενε για να μου δίνει κουράγιο. Ο ήλιος κρύφτηκε πριν την ώρα του και το απότομο σκοτάδι προμήνησε ψιχάλες που δεν έσκασαν ποτέ.
Αν δε σε θέλει, δε σε θέλει. Μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που πήρα τους δρόμους, έμπαινε καλοκαίρι και κόντεψε να βρέξει.
Κοντοστάθηκα σε μια στάση και προσποιήθηκα τον επιβάτη που περίμενε το επόμενο λεωφορείο. Μου πέρασε να κάτσω στο ξύλινο παγκάκι, μακαρισμένο από αριθμούς και θύρες. Ανάλογα με τον αριθμό, καταλάβαινες και την ομάδα. Ένα διαχρονικό φαινόμενο αστικού πολιτισμού που ενδεχομένως να σχετίζεται με ζωώδη ένστικτα. Όπως ας πούμε, οι σκύλοι που ουρούν στις γωνίες, οριοθετώντας έτσι τον τομέα δράσης τους.
Σιχάθηκα να κάτσω εκεί, ίσως επειδή κάτι παθαίνω όταν η βλακεία προσφέρεται με τέτοιο τρόπο και σε τόση ποσότητα. Ακούμπησα πρόχειρα στη μεταλλική κολώνα και γύρισα πλάτη ώστε να αποφύγω τις διερευνητικές ματιές των υπολοίπων.
«Έχω προβλήματα, περαστικός είμαι», θα ήθελα να τους πω για να τους κάψω. Παλαιότερα πιθανόν, όμως απείχα κάμποσο από εκείνον μου τον εαυτό. Εξακολουθούσα να βασανίζομαι από έννοιες, μην επαναλαμβάνομαι. Τόσο δυνατές που σκόρπιζαν οποιαδήποτε απόπειρα να πειραματιστώ με γνώριμες τακτικές άκρατου κωλοπαιδισμού.
Καθαρά από αμηχανία, κοίταξα ψηλά για να διαπιστώσω πως η νεφελώδης συμμορία απλά περιφερόταν, αφού κάπου στο βάθος ξαναφάνηκε ήλιος. Όσο τα χάζευα, τόσο έμοιαζα με αυτά.
Ειδικά τα σύννεφα που έδειχναν να ακολουθούν το κοπάδι καθυστερημένα, ταίριαζαν ακόμη περισσότερο. Πέρασε από το μυαλό ένα σκηνικό από κάτι σχολικούς αγώνες, την ίδια περίπου εποχή του έτους.
Δε μου ταίριαζαν τα ατομικά αθλήματα, δεν είχε γούστο. Ένα φεγγάρι μ’ έπεισαν και δοκίμασα στίβο, μικρές αποστάσεις. Έτρεχα ογδοντάρι και για να μην έκανα καριέρα σήμερα, μάλλον σημαίνει πως δεν ήμουν τόσο καλός όσο πίστευαν.
Όταν προσομοιώνεσαι σε άλογο κούρσας, ελάχιστα περιθώρια υπάρχουν για εγκεφαλικό παιχνίδι. Εκτός ίσως από το ψυχολογικό κομμάτι πριν την εκκίνηση.
Τελειώνεις το ζέσταμα και εκτελείς διατάσεις πριν δείκτης και αντίχειρας πάρουν θέση στη γραμμή. Το ιδανικότερο θα ήταν να αρπάξεις με κεφαλοκλείδωμα το πιστόλι από τον αφέτη και να αρχίσεις να εκτελείς αντιπάλους και θεατές. Εφόσον όμως γνώριζες εξ αρχής πως το πιστόλι ρίχνει άσφαιρα, συντηρείς δυνάμεις και φαντασία, έτοιμος να τρέξεις.
Καθένας είχε διαφορετική στρατηγική για να εμψυχωθεί. Εφόσον δε προσπαθούσα να ψαρώσω τους δίπλα με ακαταλαβίστικα μουρμουρητά, σαν να επρόκειτο για κάποια άγνωστη προσευχή, συνήθως ακολουθούσα συγκεκριμένη τακτική.
Διένυα τα τελευταία μέτρα πριν σκύψω στη γραμμή. Δε κοίταζα ευθεία στον τερματισμό. Εξάλλου στη μια ανάσα, η απόσταση ήταν μηδαμινή. Πείσμονα σηκώνοντας το κεφάλι και έβαζα σημάδι κάποιο ξέμπαρκο σύννεφο στον ορίζοντα.
Έλεγα πως πολύ συνομα, θα βρίσκομαι στην απέναντι άκρη του γηπέδου και θα το ξανακοιτούσα. Ανεξάρτητα αν θα έφτανα πρώτος ή τελευταίος, εκείνο θα βρισκόταν στο ίδιο σημείο, οπότε πάλι θα το κοίταζα, είτε ήμουν ικανοποιημένος από τον αγώνα, είτε όχι.
Από πλευράς ντοπαρίσματος, μικρή απόδοση είχε, όμως χρησίμευε σε πολύ μεγάλο βαθμό για να σου φύγει το όποιο άγχος. Τα πόδια ελάφρυναν, η διάθεση έφτιαχνε και απολάμβανες την κούρσα δίχως να προσπαθείς να ξεγελαστείς για να κερδίσεις.
Από την στάση του λεωφορείου, αυτή η ανάμνηση ήρθε ξεκάρφωτη και λειτούργησε καταπραϋντικά. Μπορεί να είχα ξεχάσει επιμέρους λεπτομέρειες από την εποχή που πρόβαρα τα παπούτσια με τις ταβανόπροκες, όμως έστω στιγμιαία γλύτωσα από τη μαυρίλα και οι ανάσες μου επανήλθαν σε υποφερτά επίπεδα.
Άφησα τους αδιάκριτους συνοδοιπόρους να βρουν καινούριο νόημα στην αδιάφορη ζωή τους και συνέχισα να περπατάω. Η διάθεση είχε βελτιωθεί αισθητά. Τελικά όποιος επέμενε πως μια βόλτα έπειτα από σκοτούρες βοηθά να επανέλθεις, φαινόταν πως ήταν σωστός.
Ολοένα σήκωνα το κεφάλι και παρατηρούσα διάφορα. Μέσα μου εξαφανίζονταν εκείνα που δεν έδειχναν να ξεκολλήσουν και τη θέση τους έπαιρναν ανόητα ερωτηματικά. Όπως τότε…
«Γιατί έχει ο κόσμος προβλήματα, πατέρα;»
Ασυναίσθητα επιτάχυνα. Ένοιωθα ένα περίεργο, άγνωστο νόστο να με κυριεύει και αυτό που με ενοχλούσε ήταν πως δεν ήμουν ικανός ώστε να τον δικαιολογήσω. Γέρος άνθρωπος, αγύμναστος και εμφανώς απροετοίμαστος, αλλά παρόλα αυτά γκάζωνα συνεχώς, σχεδόν έτρεχα.
Λαχάνιασα όμως δε σταμάτησα, εκεί στον αγώνα. Έκοψα μονάχα όταν σ’ ένα στενό πέρασμα ο κόσμος πύκνωνε και δε γινόταν να προσπεράσω. Εξακολουθούσα να ανασαίνω βαριά, όμως τα αίτια οφείλονταν στο κάπνισμα, όχι στα υπόλοιπα.
«Κόψ’ το ρε, στο δρόμο θα πεθάνεις», έλεγε κάποτε μια γνωστή.
Πλάκα θα είχε! Μόλις προέκυψε δίοδος, χώθηκα και ακολούθησα το πεζοδρόμιο μα γύρισα σε κανονικό βηματισμό, μη τύχει και την επαληθεύσω.
Κόντευα να γυρίσω σπίτι. Ελάχιστα πριν τη διάβαση, μπροστά μου συνάντησα μια πολύ οικεία εικόνα. Μια γυναίκα κρατούσε σφιχτά έναν πιτσιρίκο. Εκείνη έδειχνε βιαστική, χαμένη στις σκέψεις της. Ο μικρός, αφασία, αγνάντευε τον κόσμο από τη δική του οπτική. Κοιτώντας διαρκώς ευθεία και ψηλά, προσπαθούσε να συγχρονιστεί με τα δυσανάλογα μεγάλα βήματα της μάνας του.
«Φουκαρά, εμένα να δεις πως με είχε ξεκωλόσει…», ήθελα να του πω.
Σε λίγο, βρεθήκαμε και οι τρεις στην ίδια ευθεία, περιμένοντας το φανάρι. Έριξα μια ματιά στον πιτσιρικά και αμέσως το βλέμμα μου καρφώθηκε στα πλεγμένα δάχτυλα. Εκείνη έκανε πως δε πρόσεξε και μόλις πρασίνισε από απέναντι, απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα γινόταν από τον περίεργο περαστικό.
Δεν ακολούθησα. Έμεινα μαλάκας να τους κοιτάζω καθώς χανόντουσαν πέρα από τα αυτοκίνητα. Τότε μόλις συνειδητοποίησα τι μου συνέβαινε, πως ακριβώς κατάφερα να συνέλθω και γιατί δεν έβρισκα απαντήσεις.
Βρισκόμουν στον σωστό δρόμο μα σε εντελώς λάθος μονοπάτι.
Ήμουν ευάλωτος αλλά ευτυχισμένος με έναν περίεργο τρόπο. Η καρδιά μου χτυπούσε έντονα και γρήγορα, χωρίς να ορκίζομαι πως ήταν από τη μεγάλη βόλτα. Πράγματι, έψαχνα τον πατέρα μου εκείνη τη στιγμή. Όχι για με γκαζώσει, ούτε όμως για να με σηκώσει. Περισσότερο για να μου υπενθυμίσει πως έπρεπε να λειτουργήσω υπό το βάρος της αναποδιάς που λανθασμένα επέλεξα να ανακυκλώνω.
Ακόμη και αν το ήθελε, αν κουβεντιάζαμε με τρόπο λειτουργικό, αμφιβάλλω αν θα πετύχαινε να μου αλλάξει τρόπο σκέψης.
Μονάχα με μια δυνατή ανάμνηση θα τα κατάφερνε.
Κι όπως αποδείχτηκε, κάθε άλλο παρά έλειπε από τα δύσκολα. Ήταν εκεί, χρόνια μετά από μια διαφορετική, ανέμελη πραγματικότητα.
Ό,τι συνάντησα λίγο πριν από τη διάβαση, ήταν έντονο, συγκινητικό και μ’ έκανε να χαθώ μέχρι που έφτασα να σπρώχνω τη καγκελόπορτα της αυλής.
Τότε ναι, πιστός στις ιδιότροπες παραδόσεις κοίταξα ξανά ψηλά, γυρεύοντας το σύννεφο αγύρτη που έβαλα σημάδι νωρίτερα. Ας είμαστε ρεαλιστές, ο ουρανός είχε ήδη καθαρίσει, γεγονός πως ο κόσμος γύρω μας δε προσαρμόζεται διαρκώς στις όποιες θεωρίες.
Έσκασα ένα χαμόγελο, ένας θεός ξέρει πότε ήταν η τελευταία φορά.
Φάνηκε πως βρήκα την άκρη, έστω για λίγο…