«Η βροχή είναι η συνθηματική λέξη για εκείνους που αρέσκονται σε μια ορισμένη μετεώριση του κόσμου. Όταν λες αγαπώ τη βροχή, επιβεβαιώνεις μια διαφορετικότητα».
Περί βροχής - Μαρτέν Παζ, εκδ.Αστάρτη (2007;)
«Στα 33 σταυρώθηκε ο Χριστός, στα 33 παντρεύτηκα» συνηθίζει να επαναλαμβάνει ένας καλός φίλος. Στην περίπτωση του Μαρτέν θα μπορούσα να προσθέσω πως στα 33 του, ο Παζ έχει αναδειχθεί σ’ έναν από τους καλύτερους συγγραφείς της γενιάς του και με τον χρόνο να κυλάει υπέρ του, είμαι σχεδόν πεπεισμένος πως ο κατά κόσμο άγνωστος Παριζιάνος θα μεγαλουργήσει.
Ως σχεδόν επαγγελματίας νταβατζής βιβλίων, ίσως να είναι ανώφελο να κουβαλάω τη δουλειά μου εδώ. Όπως είναι αχρείαστο να προσπαθήσω να σας επιβάλω τις όποιες προτιμήσεις μου.
Στην περίπτωση του Μαρτέν Παζ (Martin Page) θα κάνω μια εξαίρεση. Ίσως επειδή νοιώθω πως δεν έχει την προσοχή που του αρμόζει. Βλέπετε, αν κανείς δεν λέγεται Τάκης, Σάκης ή Λάκης και ΔΕΝ έχει πηδήξει την ανέραστη κριτικό που αρθρογραφεί στα Βιβλιοδρόμια ή στις Βιβλιοθήκες, είναι σχετικά δύσκολο να παρουσιαστεί σύγχρονη λογοτεχνία αξιώσεων από τα έντυπα που συμβουλεύεστε μήπως και ανακαλύψετε κάποιο βιβλίο της προκοπής.
Εκτός και αν έχει πουλήσει με τα τσουβάλια πριν την μετάφραση, σπάνια ένας νέος δημιουργός τυγχάνει της προβολής αντάξιας με την αξία του. Η «μέθοδος της κυρά Κούλας» για την οποία δεσμεύομαι να σας αναλύσω μελλοντικά σε παρόμοιο κομμάτι, αποτρέπει κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ένας ομόηχος μου γνώριμος, ο Φίλιπ Ροθ είχε εκφράσει τις ανησυχίες του για το μέλλον της λογοτεχνίας παγκοσμίως με αφορμή τον τρόπο που προωθείται ένα βιβλίο σήμερα.
Γνώμη μου είναι πως ο Ροθ αποτελεί μια υπερεκτιμημένη συγγραφική μετριότητα, εξαρτώμενος πλήρως από το σύστημα το οποίο κατακρίνει. Για @μερικάνος ενδεχομένως να είναι υπεραρκετός. Η ουσία είναι πως στα λόγια του διέκρινα μια αλήθεια που εκστομίζεται όλο και σπανιότερα.
Στο περίπου, ο Ροθ δήλωσε ότι σε λίγα χρόνια από σήμερα, οι αναγνώστες εκείνοι που θα έχουν διαβάσει ένα πραγματικά καλό βιβλίο, ή έστω θα είναι σε θέση να το κατανοήσουν όταν το βρουν, θα έχουν περιοριστεί τόσο πολύ σε αριθμό, ώστε να θεωρούνται ένα μικρό cult (αίρεση)!
Τι είναι καλό ή όχι, είναι μια μακρά συζήτηση που μπορεί να μην οδηγήσει σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Όλα είναι σχετικά και υποκειμενικά, ειδικά όταν μιλάμε για την γραφή που από μόνη της αποτελεί μια καλλιτεχνική έκφραση.
Γιατί σας τσαμπουνάω τα παραπάνω;
Περισσότερο για να κατανοήσετε τους λόγους που με κάνουν να σας μοιράζομαι ότι ο Μαρτέν Παζ είναι όλα τα λεφτά.
Τον ανακάλυψα στο βαθύ κατακαλόκαιρο του 2006, όταν κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του στα ελληνικά. Έχοντας μια ιδιαίτερη προτίμηση στην γαλλική (και γενικότερα γαλλόφωνη) λογοτεχνία και παρά το (κατά την Ευούλα και άλλους πολλούς) απαίσιο εξώφυλλο που σε προέτρεπε να το ανοίξεις, υπήρξα αρκετά τυχερός ώστε να ανακαλύψω το ταλέντο του εν λόγω κυρίου.
«Συνηθίζει κανείς τις συντέλειες του κόσμου», είχε τίτλο.
Παρά την όποια φανφάρα, η ιστορία ήταν σχετικά απλή. Ένας τύπος, στην κορυφή της επαγγελματικής του δόξας, με μετέωρη σχέση με μια κατεστραμμένη γκόμενα, βλέπει την ζωή του να παίρνει την κάτω βόλτα. Οι αναποδιές προκύπτουν διαδοχικά. Μέχρι να πιάσει πάτο.
Όμως, παρά την διαφαινόμενη μαυρίλα, το βιβλίο είναι εξαιρετικά αισιόδοξο μιας και σταδιακά προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και καταφέρνει, όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να σταθεί στα πόδια του, καλύτερα από ποτέ.
Φαίνεται αρκετά ρηχό, όμως η μαγεία που εκπέμπει ο Παζ δεν είναι τόσο στο story αλλά στο στήσιμο και τη πλοκή της ιστορίας. Καθηλώνει και ξαφνιάζει. Έχει ένα φοβερό χτίσιμο στους χαρακτήρες του, οι οποίοι φέρνουν σε αντιήρωες με ανθρώπινα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς, μοναδικούς μέσα από την απλότητά και την υπερβολή τους.
Αν κάποιος σήμερα, αρχίζει να διαβάζει λογοτεχνία από τα βιβλία του Παζ, θα διαμορφώσει μια εξαιρετικά διαφορετική οπτική ανάγνωσης και είναι πολύ πιθανό ν’ αργήσει να βρει ξανά νέο βιβλίο που θ’ ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του, πνιγμένος από διαφανείς τόνους σαβούρας.
Όμως πάλι, αν κάποιος άλλος διαβάσει Παζ και δεν εντοπίσει τα σημεία που μ’ έκαναν να τον αναδείξω σε τόσο μεγάλη προσωπικότητα, δεν σημαίνει απαραίτητα πως είναι βλάκας! Τα ενδιαφέροντα στο βιβλίο διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Ο Παζ ήταν ήδη αρκετά γνωστός από το πρώτο του δημιούργημα.
«Πως έγινα βλάκας»
Παίζοντας πάλι με την ρεαλιστική ιδιοσυγκρασία των χαρακτήρων του, πιστεύω πως πέτυχε να βγάλει με μια πικρή χιουμοριστική χροιά την υπερβολή στην σύγχρονη καθημερινότητα. Εν ολίγοις, ένας κατά γενική ομολογία έξυπνος άνθρωπος προσπαθεί μάταια να αντιταχθεί στο περιβάλλον του και να το πείσει για το αντίθετο της ευφυίας του. Με κάμποσες δόσεις πρωτοτυπίας, θα σκαρφιστεί πολλούς τρόπους, μεταξύ αυτών και η αυτοκτονία.
Αλλά, ας διαβάσετε και εσείς κανέναν βιβλίο!
Ο Παζ ανήκει στην ομάδα δημιουργών που συνήθως αρέσκομαι και με αντιπροσωπεύουν. Σε αυτούς που στην ζωή τους έχουν κάνει πολλά πράγματα από λίγο και στην ουσία τίποτα συγκεκριμένο.
Που πέρασαν από πολλούς χώρους δίχως να στεριώσουν πουθενά.
Που δεν κράτησαν κάποιο αξίωμα για να τους χαρακτηρίζει για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Που ξεδίπλωσαν δίχως τυμπανοκρουσίες το ακατέργαστο ταλέντο τους.
Έχω πολλά παραδείγματα, με σημαντικότερο τον εκλιπόντα Φίλιπ Ντικ, ενώ αν το προσάρμοζα προς την ελληνική σκηνή, θα μιλούσα ίσως για τον Αντώνη Σουρούνη.
Έτσι τα γράφω, για να γίνεται κουβέντα.
Για να φτάσω έτσι στους λόγους για τους οποίους έφερα τον Παζ στην επικαιρότητα.
Μόλις έφτασε στις σκονισμένες προθήκες μου το πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Περί βροχής». Αν και μέσα γράφει 2007, έχω την εντύπωση πως είναι πιο πρόσφατο, αν δεν έχασε τον εκδοτικό καταιγισμό στο τέλος του χρόνου
Η Αστάρτη, ένας (συγκριτικά με τους υπόλοιπους) μικρός εκδοτικός οίκος έχει χτυπήσει φλέβα χρυσού με την επιλογή της να εξασφαλίσει τα δικαιώματα των βιβλίων του Παζ, καθώς τα δυο προηγούμενα έχουν πουλήσει πάρα πολύ.
Για το «Περί βροχής», θα κρατήσω μια πισινή. Ίσως επειδή δεν πρόκειται για ένα ακόμα μυθιστόρημα.
Πρόκειται για σκέψεις. Έξυπνες ή ρομαντικές, σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του, ο Παζ σημειώνει την άποψή του για την βροχή, συνδυάζει εικόνες και συναισθήματα, αφιερώνοντας το «είναι» του σε εκείνο που τον γεμίζει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Την βροχή.
Σε κομμάτια που δεν αναπτύσσονται περισσότερο από 1-2 σελίδες το καθένα, ο Παζ σου δίνει τροφή για σκέψη, σε ταξιδεύει, σε κάνει να θες να τον ανακαλύψεις όλο και πιο κάτω.
Τμήματά του βιβλίου μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις ποικιλοτρόπως. Από το να φλερτάρεις με τη τύπισσα απέναντι έως να τα ρίξεις στο τραπέζι σε οινοπνευματώδη μεσημεριανή σύναξη, τιγκαρισμένη στα τσιτάτα και τη βαθιά φιλοσοφία!
Με μια πρώτη ματιά, το «Περί βροχής» έχει να κάνει καθαρά με αυτό που λέει ο τίτλος. Προσδίδοντας πινελιές ποίησης και πρωτοτυπίας από ένα μάστορα που δείχνει αστείρευτος, ή τουλάχιστο έχει αρκετά να δώσει ακόμα.
Δεν θα το πρότεινα σε κάποιον που δεν έχει διαβάσει ένα από τα προηγούμενα βιβλία. Όμως αν το έχει κάνει, με τον τρόπο μου θα τον καθοδηγούσα προς αυτή την κατεύθυνση.
Εν πάση περιπτώσει, για να κλείσω κάπου εδώ μιας και βρίσκομαι στο μαγαζί και ετοιμάζομαι να κλείσω, ο Παζ μου αρέσει τόσο όσο να βρίσκεται στην λίστα με τους αγαπημένους μου, αν όχι στην κορυφή. Ποιος ξέρει, μπορεί και εσείς κάποτε να του βρείτε κάτι παρεμφερές.
Μην παρασύρεστε και διαβάζετε με το ζόρι ή πλήρως προετοιμασμένοι να ανοίξετε κάποιο αριστούργημα. Είναι θέμα διάθεσης, γούστου και κριτηρίων κάθε φορά.
Σας το έχω πει. Αν διαπιστώνουμε πως ταυτιζόμαστε πλήρως σε περιπτώσεις που εκφέρουμε προσωπική γνώμη, κάτι κακό συμβαίνει!
Καλή σας νύχτα.