Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Μια νύχτα που χάθηκαν τα άστρα


Ήταν βράδυ σκοτεινό. Καθώς κοίταζες ψηλά, έλειπαν τα άστρα. Δίχως σύννεφα, ένας ουρανός καθαρός μα τόσο άδειος. Σίγουρα, ψάχνοντας σε σελίδες λογικής, θα βρεθεί η απάντηση που θα σου ακυρώσει τον ρομαντισμό.
Υπάρχει ένα βιβλίο μικρό. Χωράει στην πίσω τσέπη του παντελονιού και είναι αρκετά λεπτό ώστε να μη το αποχωριστείς ποτέ. Όμως ανόητος είναι εκείνος που βασίζεται στη γνώση για να προσποιηθεί πως δεν αισθάνεται.
Έτσι, προκειμένου να πορεύομαι με αλαζονεία, καιρό τώρα αποφάσισα να το καταχωνιάσω κάπου και να ξεχάσω πως υπάρχει. Σκεπάστηκε ίσως από πολλά άλλα μεγαλύτερα του. Μπορεί να κρύβεται στον πάτο του συρταριού με τις κάλτσες. Ή έχει μετατραπεί σε κουβέρ, κάλυμμα σε κάτι άθλιες κούπες του τσαγιού, χωμένες στο βάθος του ντουλαπιού, που η κακογουστιά τους δε μου επιτρέπει να τις τρατάρω ούτε στον χειρότερο επισκέπτη.
Σημασία έχει ότι το μικρό εκείνο βιβλίο υφίσταται, το έχω πιάσει στα χέρια μου όμως δε τόλμησα μέχρι σήμερα να το διαβάσω ενδελεχώς. Υπάρχει ακόμα κρυμμένο, αναμένει τη στιγμή που θα αθετήσω το λόγο μου, θα το ανακαλύψω εκ νέου και θα αναζητήσω τη σοφία του.
Ποιος ξέρει, ίσως στον πρόλογο να γράφει προφητικά πως εφόσον κανείς αντιληφθεί τη χρησιμότητά του, το απορρίπτει πεισματικά. Διστάζει να συγχρονιστεί με το πεζό του ύφος. Ευελπιστεί πως παρά τις απαντήσεις, εκείνος θα συνεχίζει να υποκρίνεται τυλιγμένος με τη θερμή άχνα των πιο γλυκών του φαντασιώσεων. Όμως χωρίς τη βούληση να το ξεφορτωθεί, επιμένει στο ένστικτο. Έστω και έπειτα από μακρύ διάστημα, ικανό για να ξεχαστεί η κρυψώνα, θυμάται καθαρά πως κάπου βρίσκεται λησμονημένο από τον χρόνο.
Πιθανό να εθελοτυφλεί με αντάλλαγμα τα συναισθήματα…
Βήματα προτού επιστρέψω απόψε, κοίταξα κλεφτά τον σκοτεινό ουρανό. Όσο μου επέτρεπε η σέλα και το τιμόνι. Είχε ενδιαφέρον ,πόσο έντονα με παρέσυρε η εικόνα σου, δίχως το δεκανίκι ενός ποτού. Ήσουν εκεί τόσο αβίαστα που τρομαγμένος διαπίστωσα ότι μάλλον οι σκόρπιες λέξεις κάποιου παλαιότερου παραληρήματος, ενδεχομένως αποκτούσαν υπόσταση ουσιαστική.
«Μου λείπεις» και «σε σκέφτομαι», οι μαγικές φράσεις κάθε ανθρώπου έμπειρου να επικοινωνήσει. Ψεύτικες μα βολικές, τη δεδομένη στιγμή έμελλαν να είναι το μόνο που έβγαινε, ορφανές από αίτιο για να στις μοιραστώ.
Προσπάθησα στην κάθε στροφή, μπορεί και στην ευθεία ανοίγοντας το γκάζι. Μήπως οι εμμονές πέσουν στην άσφαλτο και συνεχίσω απαλλαγμένος ως το κρεβάτι μου. Σε κάθε απόπειρα και μια ματιά προς τα εξαφανισμένα άστρα, χωρίς αποτέλεσμα.
Αναζητούσα το δεδομένο και ανησυχούσα για το απρόσμενο. Είμαι βέβαιος πως άλλοτε ίσως να παζάρευα μόνος για αυτή τη κατάσταση. Να εκλιπαρούσα για το είδωλό σου στις σκέψεις και τα όνειρα. Με αντάλλαγμα του σύμπαντος το φως, όπως θα αποτυπωνόταν σε ποιηματάκι ημερολόγιου τοίχου.
Όμως όχι έτσι.
Συνήθιζα να μοιράζομαι μαζί σου, πως θα ήσουν πρότυπο έρωτα. Αυτός που κάποτε θα με έφτανε στο ιδανικό σημείο να ταξιδεύω σε κόσμους παράλληλους, ψελλίζοντας μοναχά το όνομά σου. Δυο συλλαβές, άλλη διάσταση.
Χάθηκαν τα άστρα και ζούσες μέσα μου, αυτά ήταν τα δεδομένα. Ουδέποτε περίμενα μια τόσο άδικη αγοραπωλησία. Μάλλον για παράφορη εξαπάτηση μιλάμε μιας και δε φαινόσουν πουθενά.
Ήξερα πως δεν ήσουν μακριά, καθόλου απίθανο να έκανες το ίδιο. Κοίταζες και απορούσες ενώ σε προβλημάτιζε κάτι διαφορετικό. Ειλικρινά δε με ένοιαζε τι ακριβώς ήταν αυτό.
Η απάντηση θα βρισκόταν εγγύτερα από ένα τηλεφώνημα.
Μπήκα στο σπίτι, πάτησα όλους τους διακόπτες για να ξεχάσω το βαθύ σκοτάδι που με συνόδεψε ως τη πόρτα. Ήταν αργά μα είχα ένα μοναδικό σκοπό. Να ξετρυπώσω το παραμελημένο βιβλιαράκι.
Θα θυμώσεις, το γνωρίζω. Συμφωνείς περισσότερο από τους υπόλοιπους. Πως είναι ανήθικο να εκμαιεύσεις απαντήσεις αναζητώντας μια μελανωμένη σελίδα. Μια σελίδα που λανθασμένα μπορεί να μας ορίζει τη ζωή.
Όμως ήταν τόσο απεγνωσμένη η ανάγκη να μάθω τι σου συμβαίνει, που διέγραψα αρχές και πεποιθήσεις. Μια εξαίρεση για να βρεθώ πλάι σου, έστω νοητά.
Έπρεπε να ήσουν εκεί, είχε ηττηθεί πρώτα η μνήμη και έπειτα η αξιοπρέπεια. Έψαξα στις στοίβες, έλεγξα τα συρτάρια και σήκωσα τις αραχνιασμένες κούπες του τσαγιού.
Πουθενά, το γαμημένο βιβλιαράκι δεν ήθελε να βρεθεί.
Άνοιξα το παράθυρο και έμεινα εκεί. Χάζευα το είδωλό μου στην αυλή καθώς φυσούσα τον καπνό. Εκνευρισμένος από την αποτυχημένη αναζήτηση, κοίταξα ξανά προς τον ουρανό.
Αισθάνθηκα μόνος και αδικημένος. Λείπατε όλοι. Πείσμωσα και έμεινα έτσι. Ενάντια σε κάθε λογική, διαμαρτυρήθηκα σιωπηλά. Δε μετακινήθηκα καν. Άναψα και δεύτερο τσιγάρο, δεν θα τα παρατούσα μέχρι να καταλήξω κάπου.
Όταν δεν έβλεπα τα αστέρια, προσπαθούσα να θυμηθώ που έβαλα εκείνο το μικρό βιβλίο. Η μνήμη δε φιλοτιμήθηκε να επανέλθει και έτσι επέστρεφα στο είδωλο και κολλούσα στη κίνηση των δακτύλων.
Ήσουν τόσο ζωντανή μέσα μου που κόντεψα να πιστέψω πως σύντομα θα εμφανιζόταν η σκιά σου. Θα μου πετούσες το τσιγάρο από το χέρι, θα με έσπρωχνες προς τα πίσω και θα εξαφάνιζες το φως απ’ την αυλή, κλείνοντας τη κουρτίνα.
Τίποτα δε συνέβη, αλλά αμετανόητος δε τα παρατούσα.
Θυσίασα τον ύπνο μου για χάρη ενός ονείρου.
Το πρωινό φως εξουδετέρωσε τον λαμπτήρα που συνέχισε να καίει άσκοπα. Άκουγα τα πρώτα αυτοκίνητα να κυριεύουν τα σιωπηλά δρομάκια μέχρι που ο ήχος της μηχανής τους περνούσε βιαστικά μπροστά μου.
Δεν έμαθα γιατί τα άστρα δε φάνηκαν τη νύχτα που μας πέρασε.
Ούτε μπορώ να εξηγήσω γιατί ξέφυγες από το υποσυνείδητο και κατέλαβες τις σκέψεις μου.
Θα ήθελα όμως να μάθω τι σε προβλημάτιζε εκείνη την περίεργη βραδιά.
Ξέμεινα, από τσιγάρα, αυτή είναι η μόνη αλήθεια.
Όχι όμως από την παρουσία σου, δεν έχω πάψει να σε σκέφτομαι έκτοτε.
Ίσως να πρόκειται για μια ψυχικά ανθυγιεινή συμπεριφορά. Κάτι αθεράπευτα απλό σαν έναν έρωτα ή κάτι γραφειοκρατικά περίπλοκο σαν την εισαγωγή μου σε κάποιο ίδρυμα.
Στο βιβλιαράκι μάλλον θα υπάρχουν εξηγήσεις για τη κατάστασή μου. Υποσχέθηκα πως θα δοκιμάσω ξανά, μήπως και το ανακαλύψω. Τώρα που σου γράφω, υποτίθεται κάνω διάλλειμα, μα δε πρόκειται να τα παρατήσω ώσπου να διαβάσω τις περιβόητες εκείνες γραμμές.
Αλήθεια, θα είσαι σε θέση να μου εξηγήσεις γιατί χαθήκαν τα άστρα;
Σε αφήνω κάπου εδώ. Περιμένω να μιλήσουμε από κοντά.
Μέχρι τότε, σε τρία πράγματα πρόλαβα να καταλήξω.
Πρώτο, καπνίζω πολύ.
Δεύτερο, ο χρόνος φέρνει τις απαντήσεις.
Τρίτο, σε αγαπώ.
Μάλλον...
Καλημέρα.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009