Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008

Exit Ποθ: Πλανητάρχης

Έκλεισε η ψηφοφορία του Νοεμβρίου.
Όταν ερωτηθήκατε εάν...
«Θα θέλατε να ήσασταν πλανητάρχης;»
όσοι μπήκατε στον κόπο να δώσετε μια απάντηση, καταλήξατε στα εξής:

«Εγώ είμαι αυτός» 2 ψηφ. (11 %)
«Γιατί όχι;» 5 ψηφ. (28 %)
«Για μια μόνο ημέρα» 3 ψηφ. (17%)
«Όχι, μα στην ανάγκη» 1 ψηφ. ( 5%)
«Βρε ουστ!» 7 ψηφ. (39%)

Είναι γλυκιά η εξουσία...

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

Κο3μοΠό8: Cage the Elephant

Πρέπει τώρα να γράψω δυο σειρές για ετούτους εδώ...
Με δυο λέξεις;
«Καλοί είναι» ή με προτροπή ένα «ακούστε τους».
Αφού τους ακούσετε, ενδεχομένως χτυπηθείτε και προσπαθήσετε να θυμηθείτε τι ακριβώς ήπιατε την προηγούμενη βραδιά στα καταγώγια που συχνάζετε... σταματήστε!
Πατήστε το «στοπ», έπειτα το «ετζέκτ» και πιάστε το δισκάκι στα χέρια σας.
Εφόσον ψωνίζετε από του Τζήφρα ή αρκείστε στο να σημειώνετε διακριτικά, θα διαβάστε ένα “Cage the Elephant”. Αν το διαβάσατε εις διπλούν, δεν πρόκειται για πλεονασμό. Έτσι λένε το συγκρότημα, έτσι βάφτισαν την πρώτη τους δουλειά.
Cage the Elephant.
Ή «Μπαγλαρώστε τον Ελέφαντα»
Ή ακόμη καλύτερα «Του Ελέφαντα το Κάγκελο»!
Ένα μάτσο πιτσιρίκια από τον Αμερικάνικο Νότο, με λίγο Hillbilly (ποιμενικό ροκ κατά Μηλιώκα) ήχο, θορυβώδη φανκ και σκόρπιες κραυγές. Στα πρώιμα βήματά τους, δυο-τρεις επιτυχίες και υλικό για τα άγρια φοιτητικά πάρτι.
Σαν τον μαλάκα με την αφάνα, στο διαφημιστικό μιας κάρτας, που χορεύει μοναχός έχοντας πάρει δάνειο. Και που με το σκατό που κουβαλάει, θα ξεπληρώσει καραφλός!
Το “In one Ear” φαινομενικά στοχεύει στους απανταχού παρτάκηδες.
Ένα μελλοντικά ξεχασμένο, old school κομμάτι που αμυδρά θα επαναφέρει ξεφτισμένα νιάτα.
Έτσι ξεκίνησαν πολλοί, ν’ αρχίσω την απαρίθμηση;
Δεν έχει νόημα να ξεδιπλώσω μια λίστα με ονόματα.
Εκτός ίσως από ένα.: Red Hot Chili Peppers!
Ο συνδυασμός μισό ραπάρισμα-μισό τραγούδι που ανέδειξε τους Πέπερς, δείχνει να υιοθετείται σε υποφερτή αναλογία και δεν μπουχτίζει.
Τώρα, αν διψάτε για άλλα ονόματα ας πω μερικά: Cake και White Stripes!
Άγνωστο αν οι Ελέφαντες θα φτάσουν ή έστω θα πάρουν μυρωδιά από την επιτυχία των παραπάνω. Τόσοι έδειχναν ικανοί αλλά ελάχιστοι το πέτυχαν.
Όμως το συγκρότημα από το Κεντάκι έχει ήδη μια σχετικά ανορθόδοξη κατάκτηση.
Έγιναν γνωστοί στην Βρετανία, την στιγμή που δεν τους γνώριζε κανείς στη χώρα τους.
Εκείνο όμως που ξεχωρίζει στους Cage είναι... ο στίχος!
Βάλτε ξανά το δισκάκι και δοκιμάστε να πιάσετε τι θέλει να πει ο ποιητής.
Και ο ποιητής τα λέει σταράτα!
Η ορολογία τους φαντάζει άκρως ελληνική, σε βαθμό που δειλά αρχίζω να πιστεύω τους προφήτες των τελεμάρκετιν που διαλαλούν την ελληνικότητα των πάντων!
«In one ear, and right out of the other…»
Μπενάκης και Βγενόπουλος που λένε στο χωριό μου!
Χρησιμοποιώντας μια έξυπνη μέθοδο, οι Cage εξηγούν γιατί παίζουν μουσική και νομίζω πως πρέπει να είναι ικανοποιημένοι με το τελικό αποτέλεσμα.
Το “Ain’t no rest for the wicked” επιβάλλεται για απαγγελίες μετά την προσευχή, στα σχολεία! Μια ξεκούραστη και διασκεδαστική ιστορία, ένα μάθημα ζωής. Μια παραβολή για τον κόσμο μετά την ύφεση!
Όλα τα τραγούδια του δίσκου έχουν ψωμί στους στίχους. Θα μπορούσα να διαφωνήσω λίγο στο «James Brown» όπου παίζουν κάπως ειρωνικά με χαρακτηριστικές ατάκες του εκλιπόντος θρύλοι.
Επίτηδες δεν επικεντρώθηκα στην εκπληκτική στιχομυθία των Cage.
Περισσότερο για να σας δοθεί ο χρόνος να την ανακαλύψετε με το πάσο σας!
Ακόμη και αν αισθάνεστε απομακρυσμένοι από εποχές ανέμελες,
οι Cage the Elephant έχουν τον τρόπο τους....

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Η Καταδίκη του Αιδεσιμότατου Χαναάν Μπανάνα

Θα γινόταν άνετα ένα ωραιότατο mockumentary.
Ένα ψεύτικο δηλαδή, κατασκευασμένο ντοκιμαντέρ με δόσεις αλήθειας και εντατική σοβαροφάνεια. Που απώτερο σκοπό έχει να μπερδέψει τους ανυποψίαστους όσο αφορά την ορθότητα των δεδομένων ή να διασκεδάσει τους γνώστες παράλληλων καταστάσεων.
Περίεργο είδος γραφής, άλλοτε απαιτητικό και άλλο τυφλοσούρτης. Με τον εκάστοτε συντάκτη να προσπαθεί να ισορροπεί μεταξύ χαρακτηρισμών όπως «έξυπνος» αλλά και «εξυπνάκιας¨.
Η σημερινή ιστορία δεν είναι μοκ. Είναι πραγματική.
Ο Χαναάν Μπανάνα είναι υπαρκτό πρόσωπο, που πρωταγωνίστησε στην νεώτερη ιστορία της πατρίδας του αλλά και λίγο παραέξω.
...
Αφρική.
Με αφετηρία τα τέλη του ’50 και με τις τελευταίες πινελιές κάπου στα ξεκινήματα του ’80, η Μαύρη Ήπειρος αποκτούσε σταδιακά τα δικά της συντάγματα και εθνικούς ύμνους. Έστω προσχηματικά, οι αποικιοκράτες Ευρωπαίοι εγκατέλειπαν κτήσεις και προτεκτοράτα, αφήνοντας ανοικτές πληγές στην τύχη τους.
Σύνορα που χαράχθηκαν περισσότερο για να εξυπηρετήσουν πηγές πλούτου και θέατρα αστείρευτης εκμετάλλευσης, έπρεπε πλέον να αποκτήσουν εθνική οντότητα και οι διάφορες φυλές που βρίσκονταν εντός αυτών έπρεπε να ομογενοποιηθούν και να πορευτούν σε έναν νέο κόσμο, εγκαταλελειμμένο από αυτοκρατορίες δυνάστες.
Μια τέτοια ανομοιογενής περιοχή υπήρξε η Νότια Ροδεσία.
Για να μην μπερδεύονται οι Εγγλέζοι στον αχανή παγκόσμιο χάρτη, για λόγους ευκολίας αποφάσισαν να την αποκαλούν και Βρετανική Ροδεσία μιας και γειτόνευε με μια άλλη αγαπημένη τους, την Νότια Αφρική, εκεί κάτω, χαμηλά.
Χαρισματικός και γλυκομίλητος ο κύριος Μπανάνα σπούδασε δάσκαλος. Έπειτα τον κέρδισε η διακονία και στα 26 του χρίστηκε Μεθοδιστής ιερέας. Με αυτή του την ιδιότητα κήρυξε σε όλη την επικράτεια. Σκαρφαλώνοντας την ιεραρχία, του παρουσιάστηκε η δυνατότητα να ταξιδέψει στο εξωτερικό σε αποστολές. Κάπως έτσι βρέθηκε σε Ασία και Ευρώπη.
Στα τέλη του ’60, φτασμένος κληρικός πλέον, μπλέχτηκε με τα κινήματα που αμφισβητούσαν και μάχονταν την Βρετανική διοίκηση, όπου και αποτέλεσε ηγετική φυσιογνωμία των αυτονομιστών πίσω από τον Ροβέρτο Μουγκάμπε που είχε επωμιστεί με το ένοπλο και οργανωτικό κομμάτι της απελευθέρωσης.
Όταν οι αρχές αποπειράθηκαν να καταπνίξουν την εξέγερση φυλακίζοντας τα πρωτοπαλίκαρα, ο Μπανάνα τα μάζεψε και έφυγε στην Αμερική. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές και το 1976 επέστρεψε ως αιδεσιμότατος.
Το παπαδαριό στην Αφρική, πέρα από την πνευματική καθοδήγηση σε ένα εκτεταμένο αναλφάβητο ποίμνιο, συχνά παρείχε και πολιτική καθοδήγηση, συντονίζοντας την δράση των ακτιβιστών.
Η απήχηση που είχε ο Μπανάνα στη Ροδεσία, τον κατέστησε αυτόματα εχθρό του κράτους, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί αρκετές φορές, για μικρά χρονικά διαστήματα.
Δυο κυρίαρχα ρεύματα, ένοπλες απελευθερωτικές οργανώσεις και μετέπειτα πολιτικά κόμματα, το ZANU και το ZAPU πρωταγωνίστησαν στην απαλλαγή της Ροδεσίας από τους Βρετανούς.
Η ανεξαρτησία επιτεύχθηκε μόλις το 1980 και η νέα χώρα ονομάστηκε... Ζιμπάμπουε.
Στην πρώτη κυβέρνηση, όλοι θα περίμεναν τον Μουγκάμπε αρχηγό. Όμως, η παρουσία πολλών διαφορετικών εθνοτήτων και ο φόβος μιας μελλοντικής εμφύλιας διαμάχης έδειχνε προς μια λύση ενωτική, προς ένα πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής.
Ο Χαναάν Μπανάνα, λόγω καταγωγής (προερχόταν από μειοψηφική φυλή) και λόγω πρότερης αντιστασιακής δράσης, κρίθηκε ως καταλληλότερος για την θέση.
Έτσι, με τις πλάτες των υπολοίπων ο Μπανάνα εκλέχθηκε δημοκρατικά ως ο πρώτος Ζιμπαμπουανός Πρόεδρος, με τον Μουγκάμπε Πρωθυπουργό.
Καλός, χρυσός, ο Μπανάνα επέδειξε έργο που μάλλον δεν ενδιαφέρει κανέναν. Αλλά η περίοδος όπου κυριολεκτικά μεγαλούργησε ήταν μια.
Δεν θέλει ιδιαίτερη επεξήγηση, η λέξη «μπανάνα» είναι διεθνής. Επίσης, ως γνωστό η εξουσία φθείρει την δημόσια εικόνα του κατόχου της.
Με τις πρώτες στραβές του νέου τους προέδρου, οι πολίτες της Ζιμπάμπουε κορόιδευαν διαρκώς τον ηγέτη τους, περιπαίζοντας με το ευάλωτο επώνυμο. Ο συντηρητικός αιδεσιμότατος ενοχλήθηκε σε τέτοιο βαθμό που δύο χρόνια αργότερα εξωθήθηκε ώστε να περάσει κανονικό νόμο με τον οποίο ρητά...
«απαγορεύεται ο εμπαιγμός του ονόματος Χαναάν Μπανάνα»
Φωτογραφικά!
Οι παραβάτες φυλακίζονται και ο νόμος ισχύει μέχρι σήμερα!
Άλλα ήθη, άλλα έθιμα, ο Μπανάνα συνέχισε να απολαμβάνει την αποδοχή του κόσμου και κυβέρνησε επτά ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1987.
Κυριότερο πολιτικό του μέλημα, η ένωση των δύο ομάδων πρώην ανταρτών. Πράγματι, πριν αποχωρήσει από την προεδρία, το κατάφερε, μια επιτυχία που υπό κανονικές συνθήκες θα τον προήγαγε σε εθνοπατέρα και εξέχουσα φυσιογνωμία της ηπείρου. Το όνομα Μπανάνα έπαιζε διαρκώς όποτε ο ΟΗΕ έβγαινε προς αναζήτηση μεσολαβητών κύρους για τις διάφορες εμπόλεμες ζώνες στην Αφρική.
Παραμονή πρωτοχρονιάς 1988, ο Μπανάνα δικαιωμένος πλήρως, παρέδωσε τα ηνία της χώρας στον Μουγκάμπε. Εκείνος με την σειρά του, θεωρώντας πλεονασμό τα δυο αξιώματα, πέρασε νέο σύνταγμα που αποδίδοντας την εξουσία αποκλειστικά στον Πρωθυπουργό, καταργώντας την Προεδρία.
Γι’ αυτό, ο Μπανάνα πέρασε στην ιστορία ως ο πρώτος και τελευταίος πρόεδρος της Ζιμπάμπουε. Όλως τυχαίως ο Μουγκάμπε παραμένει μέχρι σήμερα, τριάντα χρόνια μετά ως ο μόνος πρωθυπουργός της χώρας.
Πάντα... δημοκρατικά εκλεγμένος.
Τόσο ξεκάθαρα, που η περίπτωση Μουγκάμπε απασχολεί έντονα την παγκόσμια κοινή γνώμη μετά τις πρόσφατες «εκλογές». Ψιλά γράμματα της ιστορίας, ως αναρμόδιοι να κρίνουμε τόσο εξωτικές καταστάσεις, ας δώσουμε του χρόνου μια ευκαιρία για να καταγράψει την αληθινή εικόνα...
Η παρουσία του αιδεσιμότατου Μπανάνα πιστεύω θα ήταν απαξιωτικά αδιάφορη για τους περισσότερους, εφόσον...
... δεν προέκυπτε ένα μεγάλο σκάνδαλο που βγήκε στο φως το 1997.
Εκτός από την διαχρονική απαγόρευση διακωμώδησης του «Μπανάνα», η ποινική δικονομία της Ζιμπάμπουε περιλαμβάνει και ένα άλλο αδίκημα:
Τον σοδομισμό!
Ως ενημερωμένοι και ενεργοί πολίτες, δώστε την δική σας ερμηνεία, μήπως και γλυτώσω από ανυπόστατες ομοφοβικές κατηγορίες.
Με αφορμή την δολοφονία ενός πρώην σωματοφύλακά του, ο Μπανάνα βρέθηκε μπλεγμένος σε σωρεία αδικημάτων σεξουαλικής φύσης. Κρίθηκε ένοχος για έντεκα από αυτά (δυο εκ των οποίων για σοδομισμό) και φυλακίσθηκε, αυτή τη φορά όχι για την αντιστασιακή του δράση.
Σύμφωνα με την ετυμηγορία του δικαστηρίου:
«Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο Μπανάνα καταχράστηκε την ισχύ του αξιώματος και εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά αρκετούς υφισταμένους του (από υπηρετικό προσωπικό μέχρι ασφαλίτες)»
Στις κατηγορίες, περιλαμβάνονταν υποθέσεις και από τα ιεραποστολικά του χρόνια, όπου συνήθιζε να διαιτητεύει αθλητικούς αγώνες.
Ο ίδιος καταδίκασε δημόσια την ομοφυλοφιλία ενώ χαρακτήρισε τις κατηγορίες ως παθολογικά ψεύδη, που υποκινούμενα από τους αντιπάλους του είχαν ως στόχο την πολιτική του αποκαθήλωση.
Τα ενοχοποιητικά στοιχεία θεωρήθηκαν τόσο ισχυρά που φυλακίστηκε άμεσα. Βγήκε προσωρινά με εγγύηση και την κοπάνησε για την Νότιο Αφρική, καθώς πίστευε ότι ο Μουγκάμπε του την φυλούσε και θα τον καθάριζε με την πρώτη ευκαιρία.
Το καθεστώς (συγνώμη, κυβέρνηση) του Μουγκάμπε απασχολεί τους δυτικούς κυρίως επειδή εφαρμόζει ένα αντεστραμμένο Απαρτχάιντ, κατηγορώντας τους εναπομείναντες λευκούς ως τη μοναδική αιτία για τα κακά που συμβαίνουν στην περιοχή. Ωστόσο, αρκετοί υποστηρίζουν η ίδια κοινωνία της χώρας, ένα συνοθύλευμα διαφορετικών φυλών αποτελεί από τη φύση του ένα βαθύτατα συντηρητικό περιβάλλον.
Ο Μαντέλα, παλιός φίλος του Μπανάνα, έπεισε στον φυγά να επιστρέψει στην πατρίδα του και να αντιμετωπίσει της κατηγορίες, μεσολαβώντας προσωπικά ώστε να διασφαλιστεί ισονομία.
Κάτι που έγινε. Ο Μπανάνα γύρισε και δικάστηκε ξανά. Υπό τις διεθνιστικές πλάτες του Νέλσον, ο πρώην σκανταλιάρης πρόεδρος έφαγε δέκα χρόνια, τα εννέα με αναστολή. Από τον ένα χρόνο στην φυλακή, ο Μπανάνα έμεινε μέσα τον μισό κι αυτό σε ελάσσονος ασφαλείας κελί, όπου του επιτρεπόταν συχνά πυκνά να βγαίνει έξω για τα ψώνια του!
Δεν χάρηκε πολύ την αποφυλάκισή του, καθώς δυο χρόνια αργότερα, το 2003 πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 67 ετών. Άλλοι λένε στο Λονδίνο, άλλοι στη Ν.Αφρική.
Σε ένα πρόχειρο ραδιοφωνικό επικήδειο το πρώην φιλαράκι, σύντροφος και τελικά πολιτική του νέμεση, ο Ροβέρτος Μουγκάμπε δήλωσε πως ο Μπανάνα υπήρξε «ένα δώρο για το έθνος».
Παρόλα τα αναπάντεχο κολακευτικό σχόλιο, ο αιδεσιμότατος Χαναάν Μπανάνα δεν κηδεύτηκε με τις προβλεπόμενες τιμές ενός πρώην ηγέτη και αυτό διότι σύμφωνα με τον αρμόδιο για το τελετουργικό «ήταν ηθικό το ζήτημα».
...
Δύσκολο να βγάλεις συμπέρασμα για μια ιστορία τόσο μακρινή. Ήταν άραγε ο Μπανάνα μια ύψιστη πολιτική φυσιογνωμία που βρέθηκε στην αφάνεια εξαιτίας των σεξουαλικών του προτιμήσεων (ιδιαιτεροτήτων αν θέλετε); Επειδή αρεσκόταν να τον δίνει που και που;
Ή μήπως επρόκειτο για ένα άρρωστο υποκείμενο που καταχράστηκε την εξουσία που του εμπιστεύτηκε ένας βαθιά συντηρητικός λαός;

Όπως και να έχει πραγματικά, ελάχιστα μ’ ενδιαφέρει.
Απλά, τώρα τελευταία με έχει πιάσει μια ανασφάλεια. Έπρεπε να φτάσω τριάντα χρονών για να προβληματιστώ κατά πόσο είμαι ομοφοβικός. Ή όχι.
Μιλάω για την ανεκτικότητα μου στους γύρω και όχι τις προσωπικές μου προτιμήσεις. Εκεί νομίζω πως έχω μια υποψία...
Το δύσκολο είναι το άλλο, το πρώτο, γιατί συνήθως κρίνεσαι από τους υπόλοιπους.
Αντί λοιπόν να ξεκινήσω έναν μακρόσυρτο αδιάφορο μονόλογο με διάθεση για αυτοκριτική, είπα να μοιραστώ τούτη την ιστορία που ανακάλυψα τυχαία.
Δεν ξέρω, της βρήκα κάτι αδιευκρίνιστα ενδιαφέρον.
Έχει; Δεν έχει;
....
φωτογραφία: Παράδοση-παραλαβή της προεδρίας.

Αριστερά ο Μουγκάμπε, δεξιά ο Μπανάνα.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Χορτάρι, θείτσες και προθεσμίες

Ένα σπονδυλωτό ατόπημα, σε τρεις πράξεις.
Μια θεωρία, μια ιστορία και μια μαλακία
...
1. Η ΘΕΩΡΙΑ
Πρέπει να ετοιμάσω ένα κείμενο 5-6 σελίδων μέχρι την Πέμπτη το βράδυ.
Φαινομενικά, δεν είναι δύσκολο.
Με την απαιτούμενη προσοχή, με λίγη προσπάθεια, σε μερικές ώρες μεταξύ διαλειμμάτων, ενδεχομένως να το ολοκληρώσω, να το διορθώσω, να το διαμορφώσω και να το στείλω περιποιημένο εκεί που το έχουν ζητήσει.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως η έμπνευση μοιάζει με την βροχή στους ινδιάνους. Όποτε επικρατεί ξηρασία, λένε, οι αυτόχθονες ερυθρόδερμοι καταφεύγουν σε τελετουργικά μήπως και αναστρέψουν την κατάσταση. Λιβανίζουν, χορεύουν και τραγουδούν.
Όλα για όλα, στον χορό της βροχής.
Μια στις τόσες, οι εκκλήσεις τους εισακούονται και με την βοήθεια των πνευμάτων, θα βρέξει. Η επαλήθευση, τους δίνει ελπίδα, δημιουργεί προηγούμενο και μάλλον μια δοκιμασμένη λύση ενόψει της επόμενης ανομβρίας.
Εξαρτάται...
Είναι θέμα οπτικής. Το πως δηλαδή αντιλαμβάνεται κανείς το γράψιμο.
Διατηρώντας ένα καλά φυλαγμένο ποδοσφαιρικό παρελθόν, συνήθως χρησιμοποιώ μια διαφορετική παρομοίωση.
Το χαρτί, το λευκό σεντόνι για τους λιγότερο τεχνοφοβικούς, μου δίνει την εντύπωση ενός γηπέδου. Είτε πράσινο κομπλέ, με το ποτισμένο χορτάρι και τις ευλύγιστες σημαίες στα κόρνερ. Είτε χωμάτινη αλάνα, με τις γραμμές σχηματισμένες από κιμωλία και την μπάλα να σηκώνει σύννεφα σκόνης σε κάθε σκάσιμο.
Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Ανεξάρτητα αν η συμμετοχή είναι ενεργή, εντός αγωνιστικού χώρου ή αμφίδρομη παθητική, από την εξέδρα, η συγγραφή μοιάζει με ενενήντα λεπτά παιχνιδιού. Όπως ακριβώς ο αγώνας, έτσι και το κείμενο μπορεί να έχει ένα σωρό διαφορετικές περιγραφές.
«Μάπα», «σούπερ», «στημένο», «ηλεκτρισμένο», «αδιάφορο»... οτιδήποτε.
Οι παίκτες μπορεί να μετρήσουν άπειρα χιλιόμετρα και το ματσάκι να μην βλέπεται. Μπορεί επίσης να αρχίσουν τα εμπνευσμένα τακουνάκια για φτηνό εντυπωσιασμό. Ενώ άλλοτε, είναι υποχρεωμένοι να θυσιάσουν το θέαμα για την ουσία.
Το λεγόμενο παιχνίδι σκοπιμότητας.
Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός αγώνα καθορίζονται σχεδόν αποκλειστικά από την κερκίδα. Ασχέτως πόσα κατέχει ο θεατής, ο αθλητής πρέπει να το διασκεδάζει, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό κατά το δοκούν. Ενώ παράλληλα οφείλει διαρκώς να ξεδιπλώνει το όποιο ταλέντο διαθέτει ώστε να συνεχίσει να κόβει εισιτήρια μαζί με την θέση του στο βασικό σχήμα.
Η έμπνευση δεν είναι το παν.
Ενδεχομένως να προσδίδει μαγεία, τόσο στο χαρτί όσο και στο γήπεδο, όμως υφίστανται αρκετοί επιπλέον τομείς που κρίνουν θέαμα και αποτέλεσμα..
Δεν το κουράζω παραπάνω. Νομίζω πιάσατε το νόημα.
Εξάλλου υπάρχει τόση συνάφεια μεταξύ των δύο...
...
2. Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Αφού απαλλαχτείτε από ινδιάνους και γήπεδο, επανέρχομαι στο κυρίως θέμα.
Τρεις μέρες προσπαθώ να γράψω κάτι της προκοπής.
Αδύνατο.
Δεν μένω άπραγος μπροστά στην οθόνη. Τα δάκτυλα χτυπάνε αδιάκοπα και σεντόνια γεμίζουν σε χρόνο ρεκόρ. Όμως κανένα από τα κείμενα δεν μου κάνει. Τουλάχιστο όχι για την περίσταση.
Εν τάχη, για όλους όσους έχουν χάσει τα καλοκαιρινά κατορθώματα.
Στις αρχές ετούτης της γαμ* χρονιάς, ετοίμασα και έστειλα μια αδημοσίευτη και εξαιρετικά προσεγμένη ιστορία σ’ έναν φίλο. Άκρως αντιπροσωπευτική εκείνων που τέλος πάντων αρέσκομαι να μοιράζω.
Επεδίωκα να δημοσιευτεί, υπήρχε λόγος και δόλος.
Ο φίλος, παλιός γνωστός για να μην παρεξηγηθεί, εργάζεται σε ένα μεγάλο απρόσωπο κωλοχανείο που στεγάζει πολλά έντυπα.
Τον είχα τόσο θάρρος ώστε να ζητήσω να τη μεταβιβάσει όπου νόμιζε πως θα μπορούσε να ευδοκιμήσει, χωρίς να βιάζομαι ιδιαίτερα.
Αποδείχθηκε ότι δεν με κρέμασε. Έτσι, μια μέρα στο μέσον του θέρους, ένας άγνωστος τύπος, λιγάκι τσιβδός σηκώνει το ακουστικό και τηλεφωνά.
Αφού διαπίστωσα από τα συμφραζόμενα πως δεν ήταν βαλτός και δεν έκανε πλάκα, αναφέρθηκε στην ιστορία.
(όπου >>> ασήμαντες πίπες που δεν επηρεάζουν την πλοκή!)
- Πριν λίγο διάβασα το κομμάτι που στείλατε στον Παύλο >>>»
- Μάλιστα >>>. Σας άρεσε;
- >>>. Ναι ήταν ενδιαφέρουσα. >>>
- >>>. >>>. Υπάρχει περίπτωση να την εκδώσετε;
- Όχι.
Ορθά, κοφτά, δίχως >>> !!!
Δεν ξέρω πως προβλέπεται να αντιδρά κανείς όταν απορρίπτεται. Προσεγγίζοντας την όλη φάση όπως της αρμόζει, βρήκα την απάντησή του διασκεδαστική όσο και αιφνιδιαστική. Γέλασα.
Τόσο μακρά εισαγωγή, για μια τόσο άνετη άρνηση;
Κάτι άλλο έπαιζε.
Ρώτησε εάν γράφω ρομαντικές ιστορίες. Δεν ξέρω, μάλλον όχι. Σε καμία περίπτωση με τον τρόπο που ήθελε.
Αλήθεια όμως.... παίζετε συχνά με τις ευκαιρίες που σας παρουσιάζονται;
Εξήγησα πρώτα την κατάσταση και έδειξα ενδιαφέρον.
Καθώς έδινε την κατευθυντήρια γραμμή, θεώρησα πρόκληση να ασχοληθώ με τις >>> που ζητούσε! Ξεκαθάρισε πως επρόκειτο για ένα γνωστό ιλουστρασιόν περιοδικό, όμοιο με αυτά που διαβάζουν οι θείτσες στα κομμωτήρια και κουβαλάνε τα σαχλοκούδουνα στην προκυμαία.
Τις θείτσες τις απεχθάνομαι, ιδιαίτερα όταν μιλάνε πολύ, ενώ τα σαχλοκούδουνα παύουν να μ’ απασχολούν, ειδικά όταν πέσουν τα στήθη και παχύνει η περιφέρεια.
Πιθανόν και εκείνες απ’ την πλευρά τους, να μην είχαν την καλύτερη γνώμη.
Έτσι, μου δινόταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για ειρωνεία και εκδίκηση!
Μου έδωσε περίπου μια εβδομάδα προθεσμία. Στα μισά είχα ολοκληρώσει το εγχείρημα και ήμουν περήφανος για το αποτέλεσμα.
Ένα εντελώς κυνικό κείμενο... εφόσον γνωρίζατε τον συντάκτη!
Όμως, από τη στιγμή που δεν θα τον μαθαίνατε ποτέ... ήταν ένα αξιοπρεπές κομμάτι για κάθε έντυπο με το συγκεκριμένο target group!
Ευχάριστα νέα έφτασαν σε λίγες εργάσιμες.
Το κείμενο έγινε εισιτήριο για το μαγικό κόσμο των ρόλεϋ!
Το κωλόπαιδο εντάχθηκε στο αντίπαλο στρατόπεδο!
Και η αποδοχή γλύκανε ακόμη περισσότερο όταν μου υποσχέθηκε πως θα προέκυπτε αμοιβή! Ήταν μάλλον αυτό που λένε:
«έκανε το χόμπι του επάγγελμα»
Ποιος μίλησε για γράψιμο; Στο άλλο χόμπι αναφέρομαι!
Τα δύσκολα προέκυψαν αμέσως μετά. Στην υπογραφή.
Ήταν κρίσιμο σταυροδρόμι....
Να υπογράψω όπως με γέννησε η μάνα μου;
Ή μήπως να παραμείνω αντερκάβερ και να εκμεταλλευτώ καταστάσεις;
Φυσικά, αν συνδυάζατε το όνομα του περιοδικού και το περιεχόμενο του γραπτού, η ζυγαριά θα έγερνε μονόμπαντα. Ξεφτιλίκι μεγάλο.
Έβγαινε ωραία η εξιστόρηση του σκηνικού, που μέχρι σήμερα δεν βαρέθηκα να λέω. Όμως επί της ουσίας, πέρα από τα χαϊλίκια, δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μόνο... ντροπή.
Ίσως και με αυτό το ίσως έμεινα, να το εμπιστευόμουν στον πατέρα μου. Την μοναδική περίπτωση για την οποία θέλω να βλέπω το όνομά μου αποτυπωμένο. Έκανε τριάντα χρόνια ο φουκαράς μια επένδυση και του βγήκε... δομημένο ομόλογο!
Γαμημένο θα ταίριαζε καλύτερα!
Αχ βρε πατέρα, με την απορία θα μείνεις!
Ο τσιβδός εκδότης ενοχλούσε διαρκώς για να κλείσει την ύλη. Καλός άνθρωπος, λίγο σπασαρχίδης, όφειλα να του δώσω μια τελική απάντηση.
- Έχετε κάποιο ψευδώνυμο;
- Ξέρω εγώ... δεν το σκέφτηκα ποτέ....
- Πες μου ένα για να ξεμπερδεύουμε!
- Βάλε γυναικείο... βάλε... Σούζη Πο8οπούλου!
- (γέλασε) Σίγουρος;
- Όχι!!! Μην κάνεις καμιά χοντράδα! Βάλε ότι θέλεις εσύ...
Κάπως έτσι έκλεισε η συζήτηση. Έμαθα το νέο μου όνομα όταν βγήκε το περιοδικό στα περίπτερα. Μάλιστα, επειδή κάθε συντάκτης είχε την μουτσούνα του από δίπλα, πήραν μια φωτογραφία από μια τριαντάχρονη Κροάτισα, τυχαία από κάποιο Myspace, κάποιο Facebook, δεν έχει σημασία.
Από κείμενο δεν ξέρω, αλλά από φάτσα... κούκλα ήμουν ο π!
Ο Αύγουστος πέρασε και το επίμαχο τεύχος ξεκρεμάστηκε από τα περίπτερα. Λίγο πριν της Παναγίας, ο τσιβδός ξαναχτύπησε.
Πρότεινε να συνεργαστούμε σε μηνιαία βάση. Κώλωσα.
Αν είχα έστω την ελάχιστη πεποίθηση ότι θα μπορούσα να κάνω το ίδιο έγκλημα κατ΄ εξακολούθηση, θα είχα συμφωνήσει. Όμως, κάθε φορά είχα υποχρέωση να γίνομαι κατανοητός και ευκολοδιάβαστος σε ένα συγκεκριμένο κοινό.
Τότε δεν θα μιλούσαμε για μια πρόκληση, για ένα παιχνίδι.
Περισσότερο με βασανιστήριο θα έμοιαζε. Δεν θα τραβούσε για πολύ.
Αφήστε που έμπλεκαν και οι προθεσμίες.
«Θέλω αυτό, το θέλω μέχρι τότε».
Πόσο μ’ εκνευρίζει αυτή η φράση.
Κάποτε ο ξεχωριστός κύριος Παντόφλας είχε αναρτήσει κάτι που διαβαζόταν ως εξής:
«Μου αρέσουν οι προθεσμίες. Φτιάχνομαι με τον θόρυβο που βγάζουν καθώς πετάνε τριγύρω».
(σ.σ. αν δεν το έσβηνες φιλαράκο, θα το μετέφερα αυτούσιο)
Ε, λοιπόν, αν το πάρετε κατά λέξη, εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο!
Φινίτο, το πέρασμά από τα κομμωτήρια θα είχε λήξει.
Η κατά φαντασία (και πάσα μαλ...) trendy δεσποινίδα Σούζη Πο8οπούλου δεν θα συνέχισε ποτέ το έντυπο κρεσέντο της.
...
3. Η ΜΑΛΑΚΙΑ
Παραγωγικότητα και περιεχόμενο.
Συμβαδίζουν ή όχι;
Σχετικά είναι όλα.
Ένα προνόμιο της ξακουστής «γυναικείας» λογοτεχνίας είναι το μέγεθος. Δεν αναφέρομαι σε κάποιο σεξιστικό διαχωριστικό. Κάθε κατηγορία αναγνωστών περιγράφεται από ευδιάκριτα χαρακτηριστικά.
Η ευκολία όταν απευθύνεσαι στο συγκεκριμένο κοινό είναι ότι μπορείς να μεταφέρεις ελάχιστα ουσιώδη σε εκτεταμένο χώρο.
Ας πούμε, γνωστή δοκιμασμένη συγγραφέας θέλει να γράψει το εξής:
«Η ηρωίδα διασχίζει στην κουζίνα, πίνει ένα ποτήρι νερό και επιστρέφει στο δωμάτιο».
Μην σας φαίνεται περίεργο αν για την απλή αυτή πρόταση αναλωθούν καμιά δεκαριά σελίδες! Καθόλου υπερβολικό δεν είναι, υπάρχουν ντοκουμέντα.
Τώρα τι γράφει σε δέκα σελίδες...
>>> >>> >>> >>> !!!
Μάλιστα! Αυτό ακριβώς πρέπει να χωρέσω σε 5 σελίδες και κάτι.
Ακόμη και η φλυαρία ωφελεί, εφόσον γίνεται με στυλ!
Κουραστικό για τους περισσότερους, αλλά οι θείτσες και τα σαχλοκούδουνα το μεταφράζουν εντελώς διαφορετικά. Πιθανόν να σχολιάσουν:
«μου αρέσει ο τρόπος που τα γράφει»
Γιατί;
Γιατί έτσι έμαθαν και έτσι αρέσκονται να λειτουργούν. Η άσκοπη πολυλογία δεν είναι κατακριτέα. Αποτελεί ένα κώδικα επικοινωνίας!
Αυτά υποστηρίζει η σούπερ-ουάου-ανεξάρτητη-Σούζη!
Διανύοντας μακρά περίοδο αφραγκίας και με πρωταρχικό σκοπό να κονομήσει απ’ όπου ήταν εφικτό, το κυνικό άξεστο ρεμάλι, μάζεψε τα κομμάτια του, κατάπιε τον εγωισμό και πήρε γενναίες αποφάσεις.
Άναψε τσιγάρο και κάλεσε τον τσιβδό.
Η Σούζη, το γκλαμουράτο μύθευμα του lifestyle έπρεπε να αναστηθεί!
«Θέλεις λεφτά, γίνε Πο8οπούλου».
Τελεσίγραφο, τίμιο, δίκαιο και... άκρως αποικιακό.
Είναι άσχημο να ξεπουλιέται κανείς.
Αν όμως γίνεται με έμμεσο τρόπο;
Είναι το ίδιο; Νομίζω όχι.
Έτσι, με αυτή την ψευδαίσθηση, αποδέχθηκα εκ νέου προθεσμίες και κατευθυντήριες. Ενημερώθηκα στο περίπου για το τι απασχολεί την σύγχρονη ελληνίδα.... κάτι.
Μέχρι και τι θα πει κοσήλερ πληροφορήθηκα!
Ελεεινή εκπόρνευση!
Το αξιοπρεπές κοπρόσκυλο, με το απεριποίητο μαλλί, τα άγρια γένια και τα πεσμένα παντελόνια, επιστρέφει σπίτι τα βράδια, κλειδώνει πόρτες και σφραγίζει παράθυρα. Μεταμορφώνεται. Προβάρει φούστα-μπλούζα, πασαλείβεται με μεϊκ απ, βγάζει βλεφαρίδες και... προσπαθεί να πείσει ως Σούζη.
Πρωτίστως τον ίδιο του τον εαυτό και έπειτα όλους τους άλλους.
Ο αρθρογράφος-τραβέλι αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις, πιο ζόρικες.
Καίγεται ώστε να διαιωνίσει ένα αμφιλεγόμενου γούστου αστείο.
Να επαναφέρει ένα εφήμερο και άρρωστο alter ego.
Άγνωστο αν θα εκπληρώσει τον στόχο.
Λίγα εικοσιτετράωρα πριν εκπνεύσει η προθεσμία.
Δίχως υλικό ανά χείρας.
Με τον χρόνο αντίπαλο, την τσέπη άδεια και με τον πισινό έρμαιο του τσιβδού εκδότη που διατηρεί την τελική απόφαση, όλα φαντάζουν διαφορετικά.
Το λευκό σεντόνι μοιάζει περισσότερο με θηλιά που σφίγγει παρά με ποδοσφαιρική αλάνα. Η κερκίδα γιουχάρει και άρχισε να αποχωρεί.
Μήπως πρέπει να αρχίσουν τα τακουνάκια;
Ή άραγε θα πρέπει να αλλάξω ρότα και να επιχειρήσω έναν ινδιάνικο χορό της βροχής;
Παρεμπιπτόντως βρέχει, βρέχει πολύ!
Το περιοδικό ετοιμάζεται να παραδώσει την εορταστική του ύλη.
Με την Σούζη ή χωρίς....
Το παιχνίδι διαρκεί ενενήντα λεπτά.
Απομένει ελάχιστος χρόνος μέχρι να γνωστοποιηθεί το αποτέλεσμα.
Θα μάθουμε.
Εμείς, γιατί για εσάς τους απ’ έξω δεν παίρνω όρκο.
Τέλος, αν ολόκληρο το σκηνικό δεν είναι μια χοντρή μαλακία...
Τότε τι είναι;

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Ρηχός Τάφος

Δεν έχω πολλά σήμερα.
Έτυχα ένα απόσπασμα του Shallow Grave, μια ταινία του Γιούαν ΜακΓκρεγκορ, λίγο πριν το Trainspotting. Ωραίο έργο, μου άρεσε περισσότερο. Άψογο στήσιμο, μια ομάδα διαφορετικών ενοικιαστών ανακαλύπτουν πως στο διπλανό δωμάτιο, ένας τύπος πεθαίνει με μια βαλίτσα λεφτά. Δοκιμάζονται σχέσεις και η συμπεριφορά του καθενός φτάνει στα όρια. Μεγάλη επιτυχία, όχι πέρα από το Νησί..
Κάπου θα την βρείτε, δώστε της λίγη σημασία.
Και αν γουστάρετε, βάλτε στο καπάκι το «Ένα απλό σχέδιο» με τους Πάξτον και Θόρτον σε ρεσιτάλ. Μοιάζουν αρκετά, διαφορετική εξέλιξη.
Ποιο είναι το απόσπασμα λοιπόν…

Δεν ντρέπομαι.
Δεν έχω αγάπη, δεν έχω απόρριψη.
Δεν φοβάμαι να δηλώνω τα αισθήματά μου.
Πάρτε την εμπιστοσύνη για παράδειγμα.
‘Η την φιλία.
Αυτά είναι τα σημαντικά στην ζωή.
Αυτά έχουν αξία.
Μόνο αυτά βοηθάνε να προχωρήσεις μπρος.
Αν δεν εμπιστεύεσαι τους φίλους, τότε τι;
Τότε τι;
Αυτό θα μπορούσε να ήταν το τέλος του σκηνικού.
Μα είναι όλη η σκηνή.
..
Μιλούσαν βλάχικα, αυτό κατάλαβα!
Ας μην συνδυαστεί, απλώς μου άρεσε…

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Τέσσερα

Ένας ολιγόλεπτος μονόλογος, καταιγιστικός, σχεδόν σαν παραλήρημα.
Κάπως ανούσιος αλλά ελπιδοφόρος.
Δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας, αλλά ίσως μπορεί να βοηθήσει.
Είναι παραγγελιά!
Για την φίλη Κ, μάλλον επειδή είναι σπουδαίο τάλαντο.

Ιστορία:
Περιμένεις με ιδιαίτερη αγωνία την βαθμολογία στο μάθημα της Παλαιοντολογίας! Μάθημα τέταρτου εξαμήνου με υπεύθυνο τον σύντεκνο καθηγητή Τετράκη. Μοναδικό χρωστούμενο. Περνάς και παίρνεις πτυχίο! Όμως πέρα από την καταξίωση, ο βαθμός κρύβει μια δεύτερη μεγαλύτερη χαρά που θα πρέπει να αποκαλύψεις στο ακροατήριο.
Κρίσιμη λεπτομέρεια, έχεις ήδη δώσει το μάθημα τρεις φορές και κόπηκες με τον ίδιο βαθμό: Τέσσερα.
Αισιόδοξη αλλά ιδιαίτερα τσιτωμένη, βρίσκεσαι στη σχολή καθώς από στιγμή σε στιγμή θα αντικρίσεις το πεπρωμένο σου καρφωμένο στον πίνακα.

Σκηνικό(Όπως κοιτάζεις προς το κοινό):
Στήσου περίπου στο κέντρο.
Δυο με τρία βήματα στα δεξιά σου βρίσκεται ο πίνακας ανακοινώσεων.
Στα αριστερά, αλλά λίγα βήματα παραπάνω (και ελαφρά προς τα πίσω) υπάρχει ένα πηγαδάκι φοιτητών, στους οποίους εξομολογείσαι τον πόνο σου. Φαντάσου τουλάχιστο δυο άτομα, στα οποία θα απευθύνεσαι, μετατοπίζοντας το βλέμμα καθώς αλλάζεις κουβέντα. Μην το ξεφτιλίσεις, απλά πρόσεξε να μην μιλάς σε μια μόνο κατεύθυνση.
Όταν έρθει ο Τετράκης με τα αποτελέσματα, θα έρθει από πίσω, από το βάθος της σκηνής. Γι’ αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια του μονόλογου, φρόντισε να ρίχνεις κλεφτές ματιές και προς τα πίσω. Να θυμάσαι πάντα πως η αγωνία και η προσμονή είναι σημαντικότερη από την εξιστόρηση των κατορθωμάτων σου!
Ανάλογα το πόσο χώρο έχεις διαθέσιμο φρόντισε να φανεί πως έρχεσαι από το βάθος. Άσε μερικά βήματα, ώστε ξεκινώντας να φανεί πως έρχεσαι από κάπου μακριά, πλησιάζοντας τους θεατές.

Έρχεσαι βιαστικά. Χαιρετάς κοφτά το πηγαδάκι και φτάνεις φάτσα με τον πίνακα ανακοινώσεων (το κοινό σε βλέπει στο πλάι).
Κοιτάζεις προσεκτικά αλλά σχετικά γρήγορα, με τα χέρια στην μέση, στις τσέπες, στις κωλότσεπες, όπως σε βολεύει. Ξεκινάς ψάχνοντας πάνω αριστερά και τα μάτια σου κινούνται προς τα δεξιά. Γκριμάτσες.
«Τετράκης; Τετράκης; Τετράκης…», μονολογείς ενώ συνεχίζεις να ψάχνεις.
Αφού δεν βρίσκεις το πολυπόθητο χαρτί, κάνεις σαν να ψαχουλεύεις αυτές τις πολυσέλιδες καρφιτσωμένες ανακοινώσεις.
Γυρίζεις και απευθύνεσαι στο πηγαδάκι,
«Παιδιά, βγήκε ο Τετράκης;»
Καθώς κινείσαι προς το μέρος τους λες
«Αν περάσω, παίρνω πτυχίο. Τέλος!»
«Τέσσερις φορές έδωσα το μάθημα. Πάντα με 4 κόβομαι. Άντε να δούμε…»
Μικρή παύση, σαν να σε ρωτούν για ποιο μάθημα μιλάς. Κομπιάζεις, λίγο σκέρτσο, αλλά σου βγαίνει.
«Παλ… Παλιο… Παλαιοντολογία! Τετάρτου εξαμήνου».
Λες το παράπονο σου, διαφοροποιώντας τον τόνο της φωνής σου.
«Την πρώτη φορά είπε πως ήμουν άπειρη. Τέσσερα. Την δεύτερη φορά είπε πως ήμουν αδιάβαστη. Τέσσερα. Την τρίτη φορά δεν είπε τίποτε. Ξέρεις… Τέσσερα!»
Απευδυσμένη.
«Μα καλά τι έχει αυτός ο άνθρωπος με το Τέσσερα; Θα μου πει κανείς;»
Έχεις πάρει στροφές. Το κορμί και το βλέμμα παίζουν στο χώρο, κοιτώντας προς τις εξελίξεις.
«Το έχει κωλοβαρέσει… Τέταρτη φορά… λέτε να με περάσει;»
Δεν παίρνεις απάντηση, μουτρώνεις και συνεχίζεις.
(πάρε τις ανάσες σου, φρόντισε τα “λόγια του πατέρα σου” να τα πεις με κάπως χοντρή φωνή)
«Εγώ… με το θέατρο ήθελα να ασχοληθώ.
Το είπα στον πατέρα μου, αλλά αρνήθηκε: “πρώτα θα μπεις στο πανεπιστήμιο, μετά κάνε ότι θες” και μπήκα… και είμαι μαζί σας.
Του ανακοινώνω τότε ότι θα παίξω στο θέατρο. Αλλά μου απαντά ξανά “πρώτα πάρε το πτυχίο, μετά κάνε ότι θες”.
Σας ρωτάω εγώ τώρα… πόσο χρόνος υπάρχει μέχρι να μου επιβάλουν καινούριους όρους;
Όοοχι, όχι αυτή τη φορά. Παίρνω πτυχίο και τρέχω να προλάβω την ακρόαση. Τρέχω να ξεφύγω από τα επόμενα “πρώτα”».
Βηματίζεις προς το βάθος και επανέρχεσαι στην παρέα.
«Φεύγω πατέρα, πάω στο θέατρο!»
Παίρνεις μια ανάσα και σιωπάς. Μετά πάλι στο θέμα μας!
«Μα καλά, που είναι αυτός ο μαλάκας ο Τετράκης; Γιατί αργεί τόσο…»
«Είναι και από την Κρήτη. Η παλιοαδερφή!»
Το εξηγείς, για να μην σε παρεξηγήσουν.
«Μπα, δεν έχω κάτι με τους gay. Αλλά αν με κόψει ξανά με τέσσερα, θα της δείξω εγώ της κακιασμένης!»
Απειλείς.
Όσο σκέφτεσαι πως μπορεί να σε κόψει, παίρνεις κι άλλες στροφές, γκαζώνεις.
«Τι τον έπιασε με αυτό το Τέσσερα: Αποθυμένα; Ημερομηνίες; Τι;»
Σκύβεις και μετράς με τα δάχτυλα. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, εκεί σταματάς. Αν μάλιστα, ξεκινήσεις ανάποδα, βολεύει για ένα τρικ καθώς σταματάς στον δείκτη.
«Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος, Απρίλιος….»
«Αυτό είναι. Πρωταπριλιάααα!», δείχνεις ψηλά με το δάχτυλο!
Δεν έχει πολύ νόημα αυτό που κάνεις. Ενέργεια βγάζεις.
Μεταπτώσεις, ηρεμείς. Μαζεύεσαι. Φυσάς. Χώνεις το κεφάλι στους ώμους.
(Πρακτικά, τους ώμους σηκώνεις και χαμηλώνεις λίγο το κεφάλι).
«Τι ώρα πήγε; Έχω να πω μονόλογο…»
Το επεξεργάζεσαι λίγο.
«Κοίτα να δεις! Στις τέσσερις!», χαμογελάς και δείχνεις πιο ήρεμη.
«Θέατρο. Μου αρέσει το θέατρο. Θέλω να βγω στο σανίδι. Να παίξω στην παράσταση. Όλα! Θέλω να δώσω την ακρόαση…»
Δηλώνεις την εμπειρία σου.
«(Γιατί) Μέχρι τώρα το πέρασμά μου από το θέατρο διαρκεί όσο…»
(φτερνίζεσαι)
«Συγνώμη…»
Λες κοφτά και ξεχνάς να συνεχίσεις.
Από το βάθος ακούγεται κάτι που σε κάνει να γυρίσεις απότομα, σαν να ξύπνησες άγρια και ξαφνικά. Σελίδες ηχούν καθώς κάποιος τις μεταφέρει προς τον πίνακα. Γυρνάς εκστασιασμένη, όμως θάβεις όλο τον ενθουσιασμό με τον ερχομό του Τετράκη!
«Γεια σας», του αποκρίνεσαι με ψεύτικο χαμόγελο (σχεδόν σαν γλειφτρόνι) και το βλέμμα σου είναι καρφωμένο καθώς προχωρά. Μένεις λίγο, καθώς καρφιτσώνει τα αποτελέσματα.
Κρατιέσαι και το βλέμμα συνοδεύει ξανά τον Τετράκη καθώς απομακρύνεται πίσω από εκεί που ήρθε.
Μόλις αποκτά απόσταση ασφαλείας, ξεχύνεσαι μανιασμένη προς τον πίνακα. Σαν να θες να φας την σειρά των υπολοίπων (και που αν υπήρχαν θα σε κοιτούσαν κάπως).
Καρφώνεις το δάχτυλο σου στο χαρτί. Το ανεβοκατεβάζεις προσπαθώντας να ισορροπήσεις στην ίδια ευθεία με το όνομά.
Το σταθεροποιείς. Το πρόσωπό σου όλο αγωνία. Παγωμένο. Δείχνεις να παραμιλάς αλλά δεν ακούγεται κάτι. Κινείς τον δείκτη προς τα δεξιά, ώσπου να ανακαλύψει τον βαθμό.
Γυρνάς προς τους δικούς σου. Καμαρώνεις με το γεμάτο χαμόγελο.
Ξεχειλίζεις από χαρά. Δεν χρειάζεται να τους πεις ένα νούμερο.
Ούτε καν να τους ανακοινώσεις την έκβαση.
Λάμπεις ολόκληρη.
Μένεις λίγο έτσι (δεν χρειάζεται να ξημερώσεις κιόλας).
«Πάω θέατρο», δηλώνεις δίχως υπερβολή αλλά με κάμποση υπερηφάνεια.
Απομακρύνεσαι προς τα πίσω βαδίζοντας καμαρωτή.
Σίγουρη.
Έχεις ραντεβού με τα όνειρά σου και έχεις αργήσει.
Κοντεύει τέσσερις!

ΤΕΛΟΣ

Υ.Γ. Αν σου βγει παραπάνω από δυο λεπτά, ζήτα τους μια μικρή εξαίρεση.
Παρακάλεσε να σου δώσουν τέσσερα!
Επίσης μπορείς να βγάλεις τις παλιοκουβέντες, ή να τις προσαρμόζεις στα μέτρα σου, μιας και νομίζω πως παρότι νιντζάκι, δε σου ταιριάζουν ακόμη και αν είναι ελαφριάς μορφής. Τουλάχιστο όχι με τον τρόπο που σε φαντάζομαι πως παίζεις.
Το πρώτο πρόσωπο νομίζω θα σε βοηθήσει περισσότερο από μια οποιαδήποτε διήγηση.
Καλή τύχη σου είπα; .

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

Αμελάνωτη μπατσότσαρκα

Δύσκολη νύχτα. Περίεργη και ενοχλητική.
Ενοχές σαν εφιάλτες.
Παραλίγο να χάσω κι ένα από τα λιγοστά υπάρχοντα που μου προσφέρουν ακόμη ευχαρίστηση.
Το μηχάνημα δεν έλεγε να πάρει μπρος.
Όχι, γαμώ την καντεμιά μου!
Έψαχνα για λευκό χαρτί και ένα στυλό να γράφει.
Μήπως και αντικαταστήσει το σεντόνι με τα πλήκτρα.
Έτσι, μου ερχόταν να πάρω τους δρόμους, να μπω στο σκονισμένο, στο προχωρημένο σκοτάδι, σαν τον κλέφτη, να γεμίσω τον σάκο με γραφικά και να αποδράσω από το συνηθισμένο μπλόκο που δουλεύει νυχτοκάματο, λίγα μέτρα παραπέρα.
Ρίσκο μεγάλο.
«Έχετε πιει»;
Αυτό θα ρωτήσουν αν αποτύχω, βάζω στοίχημα.
Άραγε, να απαντήσω επί της ουσίας μ’ ένα κοφτό «Όχ’»;
Ή να προσπαθήσω να πιάσω βαθύτερα νοήματα;
«Μάλιστα. Τον έχω πιει. Προ πολλού! Λες να γράψει το μηχάνημα»;
Δύσκολο να πουλήσεις πνεύμα σε κάποιον, ειδικά εφόσον βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία.
«Δίπλωμα, άδεια, ασφάλεια», ζητάνε συνήθως όταν είναι υποχρεωμένοι να δικαιολογήσουν την παρουσία τους μέσα από διπλότυπα μπλοκάκια.
Το δίπλωμα κάποτε ξεπλύθηκε με μπλε και άσπρους κόκκους και αν σωζόταν μέχρι σήμερα, θα μύριζε λεβάντα, θα είχε την φρεσκάδα πράσινου μήλου και μπορεί να περιείχε 10% δωρεάν προϊόν.
Η άδεια στερείται ανανέωσης και κατ’ επέκταση λόγου ύπαρξης.
Με την ασφάλεια δεν παίζεις, βρίσκεται σε κάποιο συρτάρι φυλαγμένη. Αν μάλιστα μου δώσετε τρεις ευκαιρίες, ενδεχομένως να πετύχω μέχρι και την ακριβή τοποθεσία.
Αλλά είπαμε, οι απαντήσεις βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το περιβάλλον στο οποίο θα ζητηθούν. Στο συγκεκριμένο, κάθε απόπειρα ειλικρίνειας θυσιάζεται στον βωμό της τυπικότητας.
Με την ταυτότητα θα έπαιζα το τελευταίο μου χαρτί. Να γλυτώσω από το μελάνι του νόμου. Και που να καταλάβει ο νόμος πως περιφερόμουν ακριβώς για το ίδιο λόγο, για λίγο μελάνι!
Απουσία γεωφυσικών χαρακτηριστικών, όπως λ.χ. ο χρόνος και η βαρύτητα, με λίγη τεχνοκριτική διάθεση, το όργανο θα μπορούσε να ταυτοποιήσει το σχολιαρόπαιδο της φωτογραφίας με τον αργόσχολο της πραγματικότητας.
«Εσύ είσαι εδώ; Δείχνεις διαφορετικός».
Ερώτηση παγίδα ή απλώς μια διαπίστωση;
«Φυσικά και είμαι διαφορετικός. Αυτός που βλέπεις στην ταυτότητα είχε όνειρα, ή έστω ήταν σε θέση να τα πραγματοποιήσει»!
Σίγα μη μιλούσα. Εκεί που σε παίρνει, αυτός είναι ο κανόνας.
Τώρα, σκέφτηκα οι φρέσκοι βγαίνουν από σχολές, κάτι παραπάνω θα μάθανε. Ήλπιζα, να είχε μελετήσει λίγο από Νταλί, να θυμάται πως ο χρόνος είναι ρευστός και ότι στο πέρασμά του, χαλαρώνει!
Αν η ελπίδα είναι αποτέλεσμα πίστης, τότε ναι, μπορεί εκείνη την στιγμή να το είχα ρίξει στις προσευχές!
«Για εμένα άξιος κριτής είναι μονάχα ο Θεός»!
Να πάει να γαμηθεί! Θα τα πούμε στον παράδεισο μπατσόνι, φέρε και το τεφτέρι σου μαζί!
Έσκυψε απορροφημένος στο μπλοκάκι, έπιασε το στυλό, κάτι έδειχνε να σημειώνει. Πόσο να κόστιζε η απουσία εγγράφων;
«Η επόμενη προσευχή για 50 ευρώ…ή μήπως 75… να το στρογγυλέψουμε στα 100»;
Με εκατό ευρώ την βγάζει για ένα χρόνο μια τυπική οικογένεια στο Μαλάουι! Εκεί άραγε πόσο έχουν τις κλήσεις, ή μάλλον, έχουν τροχονόμους; Δρόμους; Σκέτο νόμους; Έστω υπονόμους έχουν;
«Αχ βρε κόπανε! Αν βρισκόσουν τώρα στο Μαλάουι, δεν θα συνέβαιναν όλα αυτά»!
Την έκβαση την είχα χωνέψει, το ποσό δεν διέκρινα από μακριά.
Σήκωσε το βλέμμα του και με κοιτάει καθώς περίμενα την λυπητερή.
Αλλά…
Δεν με έγραψε!
«Να είστε προσεκτικός την επόμενη φορά», έκανε παρατήρηση.
Σαφώς! Προσεκτικός! Μια άλλη… επόμενη φορά!
Εισακούστηκα; Με λυπήθηκε το όργανο της τάξης; Ή το όργανο του ύψιστου, που το έπρηξα στις μετάνοιες;
Το ρεζουμέ ένα, την γλύτωσα!
Βέβαια, αν ήμουν παρατηρητικός, θα έβλεπα ότι το κρατικό στυλό δεν έβγαζε μελάνι. Στούμπωσε! Έπειτα από αμέτρητα ροζ χαρτάκια που αναλογούσαν σε κάτι χιλιάρικα αδικοκλαμένα ευρώ, η αμίλητη γραφίδα της τάξης, τα είχε φτύσει!
Χώνω το χέρι στο σάκο και του προσφέρω ένα καινούριο, του κουτιού! Μάλλον από ευγνωμοσύνη για την άφεση αμαρτιών. Εγκληματική ενέργεια, αν σκεφτείτε πως ένα στυλό κοντά στο ενάμισι κέρμα, θα μπορούσε να αποδώσει μήνες εσόδων στο δημόσιο ταμείο!
Η κίνηση έγινε με χαμόγελο, βελτιωμένη διάθεση, αλλά σχεδόν αστραπιαία. Γύρισα να φύγω όσο γινόταν γρηγορότερα, να αποφύγω δεύτερες σκέψεις από το όργανο.
«Μισό λεπτό…», είπε πίσω απ’ την πλάτη μου.
Πάρ’ τα μαλάκα χριστιανέ! Κάθε φορά που πάω να κάνω ένα καλό, βρίσκομαι μπλεγμένος!
«Δικό σας το βιβλιοπωλείο;» ρώτησε με φόντο το σκονισμένο.
«Ναι, μάλιστα», όσο παλιώνω, τόσο με κουράζει η αποδοχή.
«Είναι ωραία να έχεις δική σου επιχείρηση, χωρίς κανέναν πάνω από το κεφάλι σου», σημείωσε.
Δεν τον παρεξηγώ. Η άγνοια φτιάχνει άκυρες παραστάσεις. Σκεφτόταν λάθος μεν, εντελώς δικαιολογημένα δε.
Σαν πως είχα ακριβή αίσθηση της αυστηρής και παράλογης ιεραρχίας που αντιμετώπιζε καθημερινά στη δουλειά του;
Όλα σχετικά είναι, στην δεδομένη περίπτωση, εικόνες στο περίπου.
Σε αυτό το σημείο, ενδεχομένως να σήκωνε λιγάκι πνεύμα. Όμως καλό είναι να μην ζορίζω την τύχη μου, ειδικά όταν φαίνεται πως μ’ εγκαταλείπει σταδιακά.
Θα καταφέρναμε να συνεννοηθούμε με τον μπάτσο, άσχετα αν θα καταλήγαμε σε κοινό συμπέρασμα. Αφήστε που με την πάρλα ίσως γλύτωνα κάμποσα τροχοφόρα από μεταμεσονύκτιο έλεγχο!
Όμως, πας κάθε φορά να το παίξεις χριστιανός… τα είπαμε.
Απελευθερωμένος από τον κίνδυνο προστίμου, ένοιωθα χαλαρός. Είχα ξεχάσει τι με βασάνιζε προηγουμένως. Εκείνο που αντί ύπνου με ανέστησε και με ώθησε να τρέχω σαν το τζάνκι βραδιάτικα.

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

Μύλλοι και Βανίλοι

Η Αρχαία Βρώμη.
Ένα σκορποχώρι ήταν τότε. Λίγοι άνθρωποι στην εύφορη κοιλάδα και μια συστάδα καλύβια που πρόδιδε την παρουσία τους.
Δυο οικογένειες έκαναν κουμάντο. Οι Μύλλοι ασχολούνταν με τα σπαρτά, ενώ οι Βανίλοι δούλευαν το σίδερο και την πέτρα.
Πέρασαν γενιές ολόκληρες. Τεχνίτες και γεωργοί, γεννοβολούσαν αδιάκοπα ώσπου το σκορποχώρι έμοιαζε με πόλη. Μια πόλη τόσο πυκνή που δεν μπορούσε να θρέψει όλους τους κατοίκους της.
Παρά την δυσανασχέτηση, οι δυο φαμίλιες κάθισαν από κοινού στο τραπέζι μήπως και καταλήξουν σε λύση. Η Βρώμη δεν χωρούσε τόσο κόσμο, ούτε λόγος. Κάποιοι έπρεπε να φύγουν.
Οι Βανίλοι προσφέρθηκαν να μεταναστεύσουν πέρα από τα βουνά καθώς πίστευαν πως ήταν ικανοί να αναγείρουν έναν νέο παραθαλάσσιο οικισμό. Οι Μύλλοι δέχτηκαν να βοηθήσουν και υποσχέθηκαν να παρέχουν τρόφιμα για όσο διάστημα χρειαζόταν για να στηθεί η νέα αδερφή πόλη.
Έπειτα από τις απαραίτητες προετοιμασίες και σε κλίμα αισιοδοξίας, οι Βανίλοι πήραν τα κουβαδάκια τους και τράβηξαν προς νέες πολιτείες. Ο δρόμος για την θάλασσα υπήρξε μακρύς και δύσβατος.
Οι Μύλλοι χάρηκαν την άπλα που τους παρουσιάστηκε και στρώθηκαν στην δουλειά. Έπρεπε να μαζέψουν προμήθειες για τους πρώην συμπολίτες τους. Ετοίμασαν τα καραβάνια και απλά περίμεναν τον αγγελιοφόρο, να τους καθοδηγήσει στο καινούριο προορισμό.
Κάποτε εκείνος έφτασε πίσω στην Βρώμη, αλλά πολύ διαφορετικά απ’ ότι τον περίμεναν. Μαζί του, γύρισαν και όσοι Βανίλοι γλύτωσαν από το πλιάτσικο των βανδάλων που συνάντησαν στο νέο τους σπιτικό.
Η επιχείρηση μετοίκησης απέτυχε πλήρως. Οι Βανίλοι ήταν ανήμποροι να προφυλάξουν τον εαυτό τους. Ακόμη και αν δοκίμαζαν ξανά σε διαφορετική τοποθεσία, αργά ή γρήγορα θα έπεφταν θύματα επίθεσης.
Στράβωσαν άπαντες καθώς παρά την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, βρέθηκαν να γκρινιάζουν πάλι για την πολυκοσμία. Κι ενώ όλα έδειχναν πως το πιθανότερο σενάριο ήταν η φαγωμάρα να οδηγούσε σε εμφύλιο μεταξύ των οικογενειών, ένας φιλόδοξος νέος πρόβαλε για να αποτρέψει τον επικείμενο αλληλοσπαραγμό.
Ο Βανίλιος Κέρσορας!
Πρότεινε να αντιστραφούν οι ρόλοι. Ζήτησε από τους Μύλλους να οργανωθούν και να την κάνουν σιγά σιγά. Αρχικά, γέλασαν μαζί του και τον ειρωνεύτηκαν. Δημιουργούσε ερωτηματικά πως ακριβώς θα μπορούσε ένα μάτσο ατάλαντων γεωργών να κατασκευάσει μια πόλη ισάξια ή έστω όμοια με την Βρώμη.
Όμως ο Βανίλιος Κέρσορας είχε δουλέψει αρκετά το σχέδιό του. Εξήγησε πως οι σκληροτράχηλοι Μύλλοι ήταν ευκολότερο να κατακτήσουν μια υπάρχουσα πόλη αντί να ξεκινήσουν το χτίσιμο μιας νέας από τα θεμέλια.
«Δεν γαμ… που δεν γαμ… Δε χτίζουμε μια αυτοκρατορία;»
Είπε και έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος Βρωμαίος Αυτοκράτορας!.
Για να δείξει πως στήριζε στο έπακρο το όραμά, ζήτησε από τους δικούς του να σκαρφιστούν τα αποτελεσματικότερα όπλα και τις ισχυρότερες πανοπλίες που είχε δει ανθρώπου μάτι.
Πράγματι, εξοπλισμένοι με ασπίδες και σπαθιά, ντυμένοι με αδιαπέραστα πανωφόρια, οι Μύλλοι χωρίστηκαν σε λεγεώνες και πήραν σβάρνα τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Η πρώτη νίκη ήρθε στο Μυλλάνο. Ακολούθησε η Μυλλούζη και μετά ο κόσμος όλος. Καμία πόλη δεν ήταν τόσο ισχυρή για να αποκρούσει τις τενεκεδένιες βρωμαικές λεγεώνες. Όπου έβρισκαν οχυρώσεις, οι πολέμαρχοι στρατηγοί το εκλάμβαναν ως πρόκληση. Εφεύρισκαν πολιορκητικούς μηχανισμούς και κατακτούσαν αδιάκοπα.
«Με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί», διαπίστωσε σύντομα ο Μυλλίθιος Αύγουστος που είχε επωμιστεί με τα ηνία της αδίστακτης πολεμικής μηχανής.
Η μανία τους ανάγκαζε να στέλνουν πίσω στην Βρώμη λάφυρα και σκλάβους ώστε να πορεύονται απερίσπαστοι προς το επόμενο εμπόδιο.
Με τους σκλάβους, ο Βανίλιος Κέρσορας γέμισε τα παρατημένα χωράφια ενώ χρησιμοποίησε τα λάφυρα για να αναδείξει το άλλοτε σκορποχώρι σε μητέρα όλων των πόλεων.
Πάντα όμως, διατηρούσε έναν φόβο που δεν δίσταζε να μοιράζεται με τους υπόλοιπους. Τις επιδρομές των βανδάλων που είχε ζήσει μικρός.
Η Βρώμη παρέμενε μια ανοχύρωτη πόλη. Όσο οι στρατιές του Μυλλίθιου βρίσκονταν στην περιοχή, ο Κέρσορας ένοιωθε ασφαλής.
Αλλά όσο οι λεγεώνες προέλαυναν σε μακρινές αγεωγράφητες περιοχές, η καρδιά της Βρωμαικής Αυτοκρατορίας έδειχνε μονίμως εκτεθειμένη μπρος στην ξένη απειλή.
Καθώς οι λεγεώνες ταξίδευαν εν πλω προς τον Μυλλοπόταμο, οι πολίτες στην Βρώμη ήταν ιδιαίτερα τρομοκρατημένοι απέναντι στον αόρατο εχθρό.
Ο φόβος τους πλανιόταν γύρω από την πόλη μέχρι που σχημάτισε ένα δαχτυλίδι καπνού. Δίχως δεύτερη σκέψη, οι τεχνίτες Βανίλοι ανέμειξαν το δαχτυλίδι με λάσπη και σχημάτισαν την βάση πάνω στην οποία τοποθέτησαν την πέτρα.
Πέτρα στην πέτρα, με ανησυχίες και λάσπη ο Κέρσορας έχτισε ένα θεόρατο τείχος που σκέπασε το φως του ήλιου. Ήταν τόσο απροσπέλαστο, ήταν τόσο επιβλητικό, ήταν το τείχος που άρμοζε στην πρωτεύουσα του κόσμου.
Με τον ήλιο ξεχασμένο και τον φόβο θεμελιωμένο στην περίμετρο, οι Βανίλοι απέκτησαν αλαζονική συμπεριφορά, θαυμάζοντας διαρκώς το επικό επίτευγμα. Θεωρούσαν εαυτό μεγάλο και τρανό. Δεκάρα δεν έδιναν για τις νίκες των άλλων στα πεδία των μαχών. Μάλιστα, για να παγιώσουν την δήθεν ανωτερότητά, επινόησαν μια δική τους, δύσκολη γλώσσα.
Την Βρωμολατινική!
Εξάλλου, δύσκολα έβρισκαν πλέον κοινά σημεία με τους πάλαι ποτέ συμπολίτες τους. Οι Μύλλοι έδειχναν αιμοσταγείς. Σκότωναν, έκαιγαν, λεηλατούσαν, δρούσαν σαν ζώα. Από ένα σημείο και έπειτα, σίγουρα όχι στο όνομα της αυτοκρατορίας. Περισσότερο γιατί έτσι συνήθισαν, γιατί έμαθαν να θρέφονται με τους θριάμβους τους.
Έτσι, μια μέρα, ωραία και καλά ο Βανίλιος Κέρσορας, τυφλωμένος από τα πλούτη και την ματαιοδοξία των όμοιων του, πήρε την μοιραία απόφαση:
«Κλείστε τις πύλες, αφήστε την πλέμπα εκτός των τειχών».
Η βαριά συμπαγής σιδεριά σφράγισε την είσοδο και οι Βανίλοι κράτησαν την μεγαλοπρεπή πρωτεύουσα για πάρτη τους.
Τα μαντάτα βρήκαν τον Μυλλίθιο Αύγουστο ένα βήμα πριν την Μύλλητο. Εκείνος υποπτευόταν διαρκώς πως κάποια μέρα θα τον πουλούσαν οι κοκορόμυαλοι γραφειοκράτες στα κεντρικά.
Όταν συνέχιζε απτόητος προς την δόξα, φανταζόταν μια πατρίδα, τυλιγμένη στο χρυσό, τους ανθηρούς κήπους, τα λιθόστρωτά, τα ψηφιδωτά, τα λουτρά, τα παζάρια, το κρασί και την ακολασία. Ήξερε και ήθελε να επιστρέψει, όμως δεν μπορούσε να ορίσει τον χρόνο του γυρισμού.
Η άνανδρη προδοσία έδωσε την αφορμή που έψαχνε καιρό.
Μάζεψε τους καταπέλτες και διέταξε τις λεγεώνες του να περικυκλώσουν την Βρώμη. Επί μέρες, οι αήττητες στρατιές του παρατάσσονταν γύρω από τα Βρώμικα Τείχη.
Καμία τακτική δεν ήταν ικανή να τα διαπεράσει. Γεννημένος νικητής, ο Μυλλίθιος ουδέποτε σκέφτηκε να τα παρατήσει. Η κατάκτηση της Βρώμης αποτελούσε μονόδρομο. Για την εξόντωση των εσωτερικών του αντιπάλων, για την απόλυτη κυριαρχία.
Όμως, οι ιπτάμενες κοτρόνες έσκαγαν σαν χάδι στο αλάβωτο οχυρό. Παρά τις επίμονες προσπάθειες, τα φλεγόμενα βέλη δεν μπορούσαν φτάσουν ψηλά ως τις πολεμίστρες.
Απογοητευμένος από την έκβαση της πολιορκίας, ο πολύπειρος στρατάρχης αποφάσισε να προσεγγίσει με περισσότερη μεθοδικότητα.
«Δεν χρειάζεται να ισοπεδώσουμε τα τείχη για να φτάσουμε στην Βρώμη. Μία ρωγμή ίσως αποδειχθεί ικανή ώστε να τα κυριέψουμε», μοιράστηκε με το επιτελείο του.
Μάταιο όμως. Ότι και να δοκίμαζε, δεν πετύχαινε. Μήνες πέρασαν, μήνες γεμάτοι κόπο αλλά δίχως αποτέλεσμα.
Παράλληλα, τα αφύλακτα εδάφη επαναστατούσαν το ένα μετά το άλλο. Χάθηκε ο Μυλλοπόταμος, ενώ μέχρι να φτάσουν τα νέα από την πτώση της Μυλλούζης, απελευθερώθηκε και το Μυλλάνο. Οι άλλοτε απόλυτοι κατακτητές, βρέθηκαν χωρίς σπιθαμή κερδισμένης γης.
Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Μυλλίθιο, που με μόνο όπλο τα εξαντλημένα στρατεύματα, έπρεπε να βάλει ένα οριστικό τέλος στις εμμονές του.
«Εδώ θα γίνει ο τάφος σας», ούρλιαζε στους Βανίλιους πολιορκημένους.
Εν τω μεταξύ, ο Κέρσορας δεν έδειχνε να ιδρώνει καθόλου ακούγοντας τις άδειες απειλές. Είχε προνοήσει να σκάψει μακριά λαγούμια που του εξασφάλιζαν επαρκή τροφή και πολεμοφόδια.
Χαιρόταν επ’ αόριστο την χλιδή της Βρώμης και την αστείρευτη ματαιοδοξία των κατοίκων της, έστω και αν παρέμενε ουσιαστικά φυλακισμένος σε ένα αστραφτερό κλουβί.
Σταδιακά οι Μύλλοι λυσσάξανε της πείνας. Τα σιτηρά ήταν η μοναδική τους τροφή. Οι καραβανάδες, καθημερινά έκοβαν μακαρόνια και τα μαγείρευαν νερόβραστα. Μόλις τους πήραν χαμπάρι οι Βανίλοι, για να τους πλήξουν το γόητρο, τηγάνιζαν κεφτέδες! Με σφεντόνες πετούσαν λιγοστούς προς τους πολιορκητές. Έτσι, για να τους την σπάσουν!
Για να μην δυσαρεστήσει κι άλλο τα λιγούρια μαχητές, ο Μυλλίθιος πρόσταξε να συλλεχθούν και να διανεμηθούν ισάξια. Για να φτάσει σε όλους, διέλυσαν τους κεφτέδες σε ένα καζάνι, πρόσθεσαν σάλτσα ντομάτας και…
Κάπως έτσι η ανθρωπότητα γνώρισε τα μακαρόνια με κιμά!
Όμως ο Μυλλίθιος δεν κατάφερε να γραφτεί ποτέ στην ιστορία, ούτε εξαιτίας εκείνου του μέγιστου επιτεύγματος. Θα μπορούσε να τα μαζέψει και να αποσυρθεί. Αλλά, τυφλωμένος από το πάθος του για θριάμβους, επέμεινε να πολιορκεί.
Οι μήνες περνούσαν και γίνηκαν χρόνια. Τόσα πολλά ώσπου τελικά κανένας δεν θυμόταν τον ακριβή αριθμό. Πεζό μα πάντα στο πρόγραμμα, ο Κέρσορας με τον Μυλλίθιο, κηδεύτηκαν στις δυο αντιμαχόμενες πλευρές των Βρωμαικών Τειχών, γενιές καινούριες φόρεσαν τις πανοπλίες ή στήθηκαν στις πολεμίστρες.
Η πολιορκία δεν έπαψε να υφίσταται.
Μια διαφορετική νοοτροπία είχε επικρατήσει μεταξύ Μύλλων και Βανίλων. Δεν πολεμούσαν για συγκεκριμένο σκοπό ή ιδανικά. Απλά διατηρούσαν τις θέσεις τους, μάλλον από παράδοση.
Όλοι ξέχασαν τα αίτια του εμφυλίου!
Χρόνια αμέτρητα συνέχιζαν να κυλούν, άσκοπα, δίχως ουσία.
Κεφτέδες από τη μία, μακαρονάδες από την άλλη.
Ώσπου…
Μια νέα λέξη ακούστηκε για πρώτη φορά. Μια λέξη που έμοιαζε περισσότερο με κραυγή. Σαν κάλεσμα εκεχειρίας.
Ένας απελπισμένος μάγειρας εκατόνταρχος, αφού είχε σιχαθεί να βράζει σπαγγέτι εκ γενετής, πήδησε τα χαρακώματα και αγνοώντας τον κίνδυνο να του φυτέψουν κανένα βέλος στο στήθος, πλησίασε μια ανάσα από την σφραγισμένη πύλη κρατώντας ένα πακέτο τορτελίνια.
«Καρμπονάααραααα», φώναζε όσο άντεχαν τα πνευμόνια του.
Και ξαφνικά συνέβη το αδιανόητο…
Μια πρωτόγνωρη, μια ιδιαίτερη σιγή. Απόλυτη ησυχία.
«Κρακ… κρακ… κρακ…», ένας ακόμη νέος θόρυβος ήχησε.
Ήταν το γρανάζι. Το γρανάζι της διαβόητης πύλης.
Για πρώτη ίσως φορά, οι στραβωμένοι πολιορκητές είδαν τον πλούτο για τον οποίο μιλούσαν οι πρόγονοί τους.
Το άγνωστο εσωτερικό της Βρώμης.
Ένα αμούστακο παλικάρι ξεπρόβαλε.
«Lacta est refrigerentum», αποκρίθηκε του μάγειρα.
Έπειτα από τόσο βαθύ χάσμα πολιτισμού και αντιλήψεων, οι δύο φαμίλιες έφτασαν να μιλάνε διαφορετική γλώσσα.
«Το γκάλα… είναι στο… πσυγγείο», διευκρίνισε ο ψάρακας σε σπαστά Βρωμαικά.
Μια νέα μέρα, ή καλύτερα, μια νέα συνταγή είχε ανατείλει.

Ως εδώ φτάνει η ιστορία, μετά δεν έγινε κάτι αξιοσημείωτο.

Μάλλον, τα αντιπολεμικά χρονικά της Αρχαίας Βρώμης δεν βγάζουν δίωρη ταινία εποχής με σπαθιά και ξανθομπάμπουρες. Όμως, εύκολα μπορείτε να τα ανακαλείτε όποτε παραγγέλνετε ντελίβερι.
Επειδή είναι σημαντικό στις μέρες μας να γνωρίζετε τι ακριβώς καταναλώνετε!
Όπως επίσης, είναι άκρως πρακτικό να αποφεύγετε να ορθώνετε τείχη γύρω από ανοχύρωτες πόλεις, γιατί έτσι ενδέχεται να προσελκύσετε πολιορκητές…
Και ειδικά, αν το νταβαντούρι κρατήσει κάμποσο, δεν αποκλείεται να την βγάλετε μονάχα με μια καρμπονάρα!

Στο Πακέτο

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2008

Τότε, που τον κόσμο κυβερνούσα

Ελαφρώς τροποποιημένο, το «Ζήτω η Ζωή» των Coldplay.
Ας είναι καλά ο Τζήφρας που μου βρήκε το φαρμάκι, τις δύσκολες μέρες που διανύω, παγιδευμένος σε ηλίθιες εμμονές και ντουβάρια που στροβιλίζονται.
Ιδανικό φινάλε για μια ιστορία με προκαθορισμένο τέλος.
...
Κάποτε τον κόσμο κυβερνούσα
Οι θάλασσες άνοιγαν με δική μου εντολή
Τώρα το πρωί, κοιμάμαι μόνος
Σκουπίζω τους δρόμους που μου άνηκαν
Συνήθιζα να ρίχνω τον κύβο
Να νοιώθω τον φόβο στων αντιπάλων μου τα μάτια
Να ακούω τις ιαχές του πλήθους:
«Ο βασιλιάς πέθανε! Ζήτω ο Βασιλιάς!»
Για μια στιγμή, κρατούσα το κλειδί
Την επόμενη, βρέθηκα εκτός των τειχών
Και ανακάλυψα ότι τα κάστρα μου
Έστεκαν σε στήλες άλατος, σε στήλες άμμου

Ακούω τις καμπάνες της Ιερουσαλήμ που χτυπάνε
Τις Ρωμαϊκές Λεγεώνες να τραγουδούν
Γίνε ο καθρέφτης μου, το σπαθί και η ασπίδα
Η ακολουθία μου σε ξένη γη
Για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω
Όταν βρεθείς εκεί,
Δεν θα ακούσεις ποτέ μα ποτέ μια ειλικρινή λέξη
Όπως τότε, που τον κόσμο κυβερνούσα

Ήταν ένας παράξενος, άγριος άνεμος
Έριξε της πύλες για να περάσω
Άνοιξε τα παράθυρα και ήχησε τα τύμπανα
Ο κόσμος δεν πίστευε πως κατάντησα
Οι επαναστάτες περιμένουν
Το κεφάλι μου σε ασημένιο πιάτο
Σαν μια μαριονέτα σε μοναχική χορδή
Ποιος άραγε θα ‘θελε να είναι βασιλιάς ;

Ακούω τις καμπάνες της Ιερουσαλήμ που χτυπάνε
Τις Ρωμαϊκές Λεγεώνες να τραγουδούν
Γίνε ο καθρέφτης μου, το σπαθί και η ασπίδα
Η ακολουθία μου σε ξένη γη
Για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω
Ξέρω πως ο Άγιος Πέτρος δεν θα με αναγγείλει
Ποτέ μια ειλικρινή λέξη
Μα αυτό, τότε, που τον κόσμο κυβερνούσα

Άκου τις καμπάνες της Ιερουσαλήμ που χτυπάνε
Τις Ρωμαϊκές Λεγεώνες να τραγουδούν
Γίνε ο καθρέφτης μου, το σπαθί και η ασπίδα
Η ακολουθία μου σε ξένη γη
Για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω
Ξέρω πως ο Άγιος Πέτρος θα με αναγγείλει
Ποτέ μια ειλικρινή λέξη
Μα αυτό, τότε, που τον κόσμο κυβερνούσα

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Exit Ποθ: Τέλος του κόσμου

Τι ωραία ψηφοφορία.
Κρίμα που δεν είχαμε ικανοποιητικό δείγμα...
Βασισμένη σε μια χρόνια εμμονή του Μπίλια.
Με είκοσι κουκιά δεν βγάζεις άκρη.
Επομένως, το μόνο συμπέρασμα είναι πως μεταξύ «ναι» και «όχι» επικράτησε ισοψηφία. Αναλυτικότερα, για το αρχείο:
Στην ερώτηση:
«Νομίζετε πως θα βιώσετε το τέλος του κόσμου;»
απαντήσατε:
«Ναι, είναι ολοφάνερο» 2 ψηφ. (10 %)
«Ναι, δεν είναι απίθανο» 6 ψηφ. (32 %)
«Όχι, με μια επιφύλαξη» 3 ψηφ. (16 %)
«Όχι, βέβαια» 6 ψηφ. (32 %)
«Καημένε...» 2 ψηφ. (10 %)

Αν ζήσετε, να το θυμόσαστε λοιπόν!