Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

Ένα emo τραμπούκος

Όταν πήγαινες αγόρι μου με τα kinky κρακεράκια, εγώ ήμουν ήδη στα μισά!
Σ’ εσένα απευθύνομαι, αξύριστε μαλλιά λαθραναγνώστη...
Επειδή το έχω χοντρύνει τελευταία με τα ρετρό, δεν θα αρχίσω να διηγούμαι πως και πότε ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με την εικονιζόμενη συσκευασία.
Κάνε κράτει στα φλασμπάκ, χειμώνας έρχεται!
Για να βάλω και τους υπόλοιπους στο κλίμα, να σου θυμίσω ότι το πρωί μου έστειλες μελιδόνι με εκείνες τις εταιρίες που λόγω έκφυλου (στην ελληνική γλώσσα) ονόματος, δεν θα έπιαναν ποτέ στην χώρα μας.
Ωραίες περιπτώσεις είχες συμπεριλάβει. Για καθαρά λόγους ευθιξίας και προς αποφυγή αχρείαστης βωμολοχίας, δεν θα τις αναμεταδώσω.
Υπάρχουν, θα προσέθετα μερικές που παρά τις αντίξοες εμπορικές συνθήκες λόγω του ονόματος της μητρικής εταιρίας, κατάφεραν να πετύχουν την καταξίωση στην αγορά.
Τρανό παράδειγμα, μια γιαπωνέζικη αυτοκινητοβιομηχανία που εξειδικεύεται σε βαρέα οχήματα. Αν νομίζεις πως πρόκειται για καμία φίρμα της πλάκας, δεν έχεις παρά να κοιτάξεις οποιαδήποτε σύγχρονο σκουπιδιάρικο.
Όλα έχουν ένα όνομα, μια εγγύηση.
Χίνο Μότορς Τζαπάν!
Αν μάλιστα μπεις στον κόπο να τηλεφωνήσεις στην τοπική αντιπροσωπεία, κάποια κοπελίτσα με παιχνιδιάρικη φωνή θα σου απαντήσει:
«Χίνο Ελλας, Καλημέρα Σας».
Ούτε να τολμήσεις να γελάσεις, σάτυρε! Που δήθεν κόπτεσαι για τα εργασιακά δικαιώματα. Για τον βασικό μισθό, η καημένη είναι υποχρεωμένη να λέει μια συγκεκριμένη λέξη αμέτρητες φορές καθημερινά. Δυστυχώς για εκείνη, στην ομιλία δεν φαίνεται η ορθογραφία!
Μπορεί να το πάει δικαστικώς, ξέρεις, για βιασμό προσωπικότητας. Ή στην τελική να δηλώσει παραίτηση, λόγω παρατεταμένης αφυδάτωσης.
Ντροπή και αίσχος!
Και τα υπόλοιπα μου άρεσαν, αλλά δεν είναι της παρούσης.
Αξύριστε μαλλιά λαθραναγνώστη, η νορβηγική φάμπρικα με τα κρακεράκια Κάβλι είναι κολοσσός, δεν μιλάμε για κανένα τυχαίο μέγεθος. Αλήθεια!
Κάποτε, όταν την ανακάλυψα, είχα σκαρφιστεί μερικές διαφημίσεις σε περίπτωση που επεκτεινότανε προς τα μέρη μας. Όμως νομίζω, αρκετή χυδαιότητα για σήμερα!
Χτες Τετάρτη δεν έκανα τίποτα!
Τίποτα παραγωγικό, μόνο μουσική. Ξέθαψα δισκάκια δίχως ετικέτα και το πήρα σερί. Κυρίως indie, πριν το 2002 όπου και είχα αρκετό υλικό. Δεν έβρισκες ταμπελάκι για δείγμα ενώ οι μετακομίσεις τα είχαν σκορπίσει με αποτέλεσμα να βρω τα μισά.
Βασανιστήριο μεγάλο, ειδικά αν υπάρχει διάθεση.
Αλλά, με ξέρεις για θιασώτη της οργάνωσης;
Πλάκα είχε, τρεις ξεκίνησα, έντεκα τέλειωσα!
Έφτιαξα και ένα φάκελο όπου κρατούσα μέσα μερικά, μήπως και τα δώσω σε μια γνωστή που της το έταξα. Με τα πολλά, μαζεύτηκαν πάνω από 400!
Αφού είμαι σε θέση να χτυπιέμαι ακόμα, έστω στην ιδιωτική και φερέγγυα θαλπωρή της παράγκας, μη μιλάς καθόλου! Πλάκα είχε, να δω πότε θα με διώξουν από τη γειτονιά!
Πολλά και διάφορα άκουσα. Όπως είπα κάπου αλλού, για κάποια κομμάτια ντρεπόμουν τότε ενώ για άλλα ντρέπομαι σήμερα.
Μέσα στον ποταμό, μου κάθισε αρκετά καλά το Crystal (από New Order) όπως και το Riverboat Song (Ocean Colour Scene). Για το δεύτερο μπορεί να βγει κάποια ιστορία. Αφού πρώτα τελειώσω τα χρωστούμενα, καθώς κατά τα φαινόμενα το έχω κωλοβαρέσει εντελώς!
Τελικά, που λες, θέλει προσπάθεια για να δόσεις ένα φινάλε σε τούτον εδώ τον παράταιρο κόσμο. Ιστορίες πάντα υπάρχουν και συνεχώς δημιουργούνται από το τίποτα. Χρόνος και διάθεση απαιτούνται για να τις παγώσεις στο χαρτί.
Ειδάλλως, η επαναλαμβανόμενη προφορική εξιστόρηση σε κατηγοριοποιεί κάπου αλλού. Ας πούμε στον κύκλο των γεροπαράξενων φλύαρων παραμυθάδων.
Αυτά για την ώρα αξύριστε μαλλιά λαθραναγνώστη. Θα μπορούσα να στα στείλω με το περιστέρι. Όμως είχα να λαλήσω πάνω από μια εβδομάδα. Οπότε, ήταν προτιμότερο να το ανεβάσω σε κοινή θέα.
Κλείνοντας, άσε τα ανήθικα κρακεράκια επί μέρους. Ανατρέχοντας και πάλι στο μουσικό απόγευμα και παρατηρώντας δεύτερη φορά την λίστα με τα κομμάτια που ξεδιάλεξα, μου μένει μια περίεργη αίσθηση.
Εάν, αντί ήχων, έμπλεκα εποχές και καταστάσεις, με τα σημερινά κοινωνιολογικά δεδομένα, ξέρεις τι θα ήμουν;
Μάλλον... Κάτσε να δούμε πως θα στο πω για να γίνω κατανοητός....
Αν λοιπόν ο υπογράφων εξακολουθούσε να κουβαλάει τα μυαλά που είχε πριν 5 με 10 χρόνια, το πιθανότερο ήταν να το έκοβες για...
Ένα emo τραμπούκο!
Ευτυχώς όμως, όλα είναι υποθέσεις, ένα σχήμα λόγου. Δεν εμφανίστηκαν ανησυχητικά σημάδια. Όλα βαίνουν καλώς, ή έστω...
Οι ζωτικές ψυχικές λειτουργίες του ασθενή βρίσκονται εκτός κινδύνου!
Άντε καλημέρα, πολύχρονος κιόλας.
Υλικό υπάρχει, να στρώσω πισινό χρειάζεται.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

Δέκα και εικοσιπέντε (πρώτο μέρος)

Βασισμένο στην ταινία "Last Night on Earth".
Προσαρμογή ενός ιδιοφυούς σεναρίου στα τοπικά δεδομένα.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Από την Λαϊκή Βάση στην Αντιλαϊκή Έκβαση

(Παρά τον τίτλο και το τρομακτικό μέγεθος, είναι ΚΚ-free)

Μέρες τώρα μου κόλλησε ένα συγκεκριμένο θέμα.
Σε παρόμοιες καταστάσεις το σκεπτικό είναι προκαθορισμένο. Διατηρώ μια άποψη, ψάχνω δεδομένα για να μην αερολογώ και ως αποτέλεσμα της έρευνας…
«λέμε καμιά μαλακία μέχρι να έρθει το λιοντάρι»!
Πρέπει να παραδεχτώ χωρίς ντροπή πως όσο αφορά τις Ναυτιλιακές Εταιρείες, τρεις λαλούσαν και άλλοι τόσοι χόρευαν. Όπως αποδείχτηκε, οι υποθέσεις απείχαν κάμποσο από την αληθινή εικόνα. Έτσι, χαζεύοντας όσο μπορούσα στις περιορισμένες πηγές και μιλώντας με μερικούς που βίωσαν τις εξελίξεις, νομίζω πως θα καταφέρω να γράψω δυο σειρές.
Με κάθε επιφύλαξη πάντα…
Το 1967 έχει καθιερωθεί ως έτος σταθμός στην σύγχρονη ιστορία. Ήταν τότε που ξεκίνησαν να αποφασίζουν και να διατάζουν. Τελικά όπως μάθαμε από τα ετήσια αφιερώματα, τους πήρε μια επταετία. Μετά η δημοκρατία επανήλθε, έστω προσχηματικά ενώ μας έμειναν στα αζήτητα η Δαμανάκη και ο Λαλιώτης!
Υπομονή μέχρι τα μέσα Νοέμβρη, θα διαβάσετε για «της Μεταπολίτευσης την χαμένη γενιά» που εξακολουθεί να μας τον φοράει κανονικότατα.
Πριν το ’67, οι ακτοπλοϊκές συνδέσεις των νησιών με το Γκαγκαριστάν έμοιαζαν αρκετά με τις σημερινές, με μια αξιοπρόσεκτη διαφορά.
Σήμερα, κάποιος πρέπει να αρχίσει τους υπολογισμούς για να μάθει πόσα ακριβώς μεροκάματα χρειάζεται να ξοδέψει για να φτάσει αξιοπρεπώς ως τον Πειραιά. Αν η ανάγκη του ταξιδιού υπερισχύσει του κόστους, θα τα σκάσει και φύγει.
Τότε, οι περισσότεροι ταξίδευαν πάνω κάτω για τους ίδιους υποχρεωτικούς λόγους. Όμως αντί μιας βόλτας μέχρι τον λογιστή, συνήθιζαν να περνάνε από κάποιον παπά για ένα πρόχειρο… ευχέλαιο.
Τα προπολεμικά σκαριά θύμιζαν πλωτούς τάφους. Κυκλοφορούσε η βρώμα πως στα δρομολόγια τους Αργοσαρωνικού έπλεε η Κιβωτός ανασκευασμένη! Οι εφοπλιστές που δραστηριοποιούνταν στο Αιγαίο, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οι «εφοπλιστές των φτωχών». Μην ξεχνάτε πως την ίδια εποχή, τα μεγάλα κεφάλια κυριαρχούσαν στους ωκεανούς με τα τάνκερ και τα φορτηγά, κερδίζοντας περιουσίες σε κάθε δρομολόγιο. Η ελληνική (ποντοπόρος) ναυτιλία απείχε κάμποσο από το σημερινό ελιτιστικό ανέκδοτο.
Παρά την υπερπροσπάθεια των έμπειρων καπετανέων, τα ναυτικά ατυχήματα δεν έλειπαν και σίγουρα δεν μπορούσαν να αποφευχθούν. Δεν ήταν εντελώς σπάνιο φαινόμενο, ένα επιβατηγό πλοίο να καταλήγει επανδρωμένο στο βυθό αντί για παλιοσίδερα.
Έτσι οι φτωχοί και αδικημένοι νησιώτες από την Θάσο μέχρι την Κρήτη ήταν διαρκώς εκτεθειμένοι στην συνείδηση του κάθε φουκαρά μεροκαματιάρη εφοπλιστή που διέθετε τα σαπιοκάραβά του και μονοπωλούσε τα ναύλα κάθε γραμμής.
Παρένθεση, το «όχι άλλο κάρβουνο» ήταν από αλλού.
Μερικά ναυάγια έμειναν στην ιστορία ως αναφορά, λ.χ. το «Φαλκονέρα». Άλλα με μεγαλύτερες απώλειες ξεχάστηκαν. Υπήρξε όμως και ένα, που όπως αποδείχτηκε, άλλαξε την ρότα των θαλάσσιων μεταφορών στην χώρα μας τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Αν το συγκράτησα σωστά, το καράβι που βούλιαξε λεγόταν «Ηράκλειο».
Το νέο ατύχημα προστέθηκε στη μεγάλη λίστα και πέρα από τον προβληματισμό, αποτέλεσε αφορμή για εναλλακτική δράση.
Στα Χανιά, οι τοπικοί άρχοντες με μπροστάρη τον Μητροπολίτη κινητοποίησαν τον κόσμο. Κατέληξαν σε μια δική τους ναυτιλιακή εταιρεία. Μια ναυτιλιακή εταιρεία λαϊκής βάσης, που απαλλαγμένη από τις διαθέσεις και τα πιθανά νταβατζηλίκια του καθενός, θα εξυπηρετούσε πλήρως τα συμφέροντα του τόπου τους.
Θα μείωνε το ρίσκο του ταξιδιού, θα μείωνε τα μεταφορικά, τα εισιτήρια και κυρίως θα παρείχε την απαραίτητη συχνότητα δρομολογίων με την ενδοχώρα.
Ρώτησα που ακριβώς έμπλεξε το παπαδαριό… και εδώ.
Με τα σημερινά δεδομένα, η εξήγηση θα ήταν πως τα ράσα μυρίστηκαν πρώτοι τον παρά και κόλλησαν. Όμως ως γνήσιος επαρχιώτης θα μπορούσα να τους δικαιολογήσω.
Καθότι απουσίαζε εχέγγυο επιτυχίας στο πρωτόγνωρό εγχείρημα, δεν ήταν εύκολο να πείσεις εκατοντάδες (αν όχι χιλιάδες) εύπορους επενδυτές να δραστηριοποιηθούν, συγκεντρώνοντας τα απαιτούμενα εκατομμύρια.
Η συμμετοχή της εκεί εκκλησίας είχε ρόλο εγγυητή. Έτσι η αγορά σημαντικού μεριδίου από τον κλήρο μετρίασε την αβεβαιότητα και την γκρίνια.
Η πλέον σοσιαλιστική πρωτοβουλία στην μεταπολεμική Ελλάδα πραγματοποιήθηκε με μπροστάρη τα παραδοσιακά συντηρητικά ράσα, πολύ πριν προσγειωθούν τα ζιβάγκο και ενώ ο Περισσός ήταν μονάχα παραπόταμος!
Το σωτήριο έτος 1967, η πρώτη Ναυτιλιακή Εταιρία Λαικής Βάσης, η γνωστή ΑΝΕΚ ήταν γεγονός. Αγοράστηκαν ασφαλή καράβια που παρείχαν τεράστιες ευκολίες και συνέπεια συγκρινόμενα με τα προηγούμενα. Ακόμα και ένας φτωχός, μπορούσε και ήθελε να αγοράσει λίγες μετοχές και να γίνει κομμάτι της Λαικής Ναυτιλιακής.
Η πορεία της ΑΝΕΚ ήταν ανοδική και το σταδιακό χτίσιμο του στόλου και του ονόματος αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση.
Οι μόνιμα ανταγωνιστικοί με τους Χανιώτες, κάτοικοι του Ηρακλείου αλλά και ο δεύτερος μετά την Κρήτη βιώσιμος προορισμός, η Λέσβος ακολούθησαν, υποψιασμένοι πλέον από το παράτολμο εγχείρημα και βελτίωσαν όμοια την ακτοπλοϊκή τους σύνδεση με την ενδοχώρα.
Το 1972, πέντε χρόνια αργότερα και με την χώρα να εξακολουθεί να βρίσκεται «στον γύψο», οι Μινωικές Γραμμές μαζί με την ΝΕΛ έκαναν δειλά τα πρώτα τους βήματα.
Μετά χάθηκε η μπάλα. Ναυτιλιακές Εταιρείες Λαικής Βάσης γέμισαν το Αιγαίο. Άλλες πέτυχαν και άλλες φαλίρισαν ή απορροφήθηκαν από τις ισχυρότερες. Με μια πρόχειρη έρευνα, εντόπισα πολλές ναυτιλιακές που είχαν την βάση τους είτε στα μεγάλα νησιά, είτε σε παραδοσιακά ναυτικά νησιά. Στην Χίο, την Σύμη, την Νάξο, στο Ρέθυμνο, την Θάσο, την Ζάκυνθο και ένας Θεός ξέρει που αλλού. Η ΔΑΝΕ στα Δωδεκάνησα, η ΛΑΝΕ στον Άγιο Νικόλα ήταν άλλες ξακουστές εταιρίες που δραστηριοποιήθηκαν για χρόνια στα νησιά αλλά χάθηκαν λόγω ανταγωνισμού.
Συνοπτικά, οι περισσότεροι κολοσσοί που επιβιώνουν σήμερα, προήλθαν από λαϊκής σύμπραξης ενέργειες. Κανένας όμως δεν κατάφερε να διατηρήσει τον χαρακτήρα αυτό. Ούτε ένας!
Οι συνθήκες ήταν διαφορετικές σε κάθε εταιρεία. Σε γενικές γραμμές, οι μεγάλες εταιρίες είχαν κερδοφορία που άλλοτε διανεμόταν στους μέλη με τη μορφή νέων μετοχών και άλλοτε επενδυόταν στην ανανέωση ή επέκταση του στόλου. Οι μέτοχοι, στην πλειοψηφία τους ντόπιοι, πλήρωναν μειωμένα ναύλα ή δικαιούνταν εντελώς δωρεάν μία στις τόσες.
Από επενδυτικής πλευράς, η συμμετοχή σε μία Ν.Λ.Β. δεν ήταν ότι πιο καυτό υπήρχε διαθέσιμο. Όμως, σου έδινε δικαίωμα εμπλοκής σε κρίσιμες αποφάσεις. Οι συνελεύσεις των μετόχων γινόταν σε θέατρα ή κλειστά γυμναστήρια λόγω κοσμοσυρροής, ενώ τα διοικητικά συμβούλια που πλαισιώνονταν από επαγγελματίες ειδικούς ήταν αιρετά.
Όπως ήταν φυσικό, οι διαδικασίες εκφυλιζόταν τακτικά ενώ πρόεδροι συχνά πυκνά αναλάμβαναν όχι τα πλέον κατάλληλα άτομα. Αλλά όπως και να έχει, με τις κατάλληλες προϋποθέσεις και συμμαχίες, επικρατούσε ισονομία στο προεδρηλίκι!
Πέρα από τον αναπτυξιακό χαρακτήρα μιας Ν.Λ.Β, αναδείχτηκε και ο κοινωνικός. Εκπτωτικά εισιτήρια σε φοιτητές, στρατιωτικούς και χίλιες δυο άλλες ομάδες συνανθρώπων μας. Παράλληλα, μια Ν.Λ.Β. επανδρωνόταν κυρίως από ντόπιο πλήρωμα, γεγονός που έδινε επαγγελματική διέξοδο σε εκατοντάδες νέους και ισάριθμες οικογένειες.
Για τους παραπάνω κυρίως λόγους, είχε καλλιεργηθεί έντονος τοπικισμός σε θέματα μεταφορών, που ακόμα και τώρα που έχει σχεδόν εκλείψει, θεωρώ ότι δεν ήταν τόσο κατακριτέος όσο ακούγεται.
«Η Ναυτιλιακή μας».
Ολόκληρα νησιά κατέτασσαν την τοπική τους Ναυτιλιακή στα δημόσια αγαθά.
Ταυτόσημος όρος με την τοπική κουλτούρα και ανάπτυξη για δεκαετίες.
Μια αντίληψη που εκτόπισε τους ιδιώτες εφοπλιστές εξ αρχής.
Σπουδαία λεπτομέρεια, η μονοπωλιακή φύση των γραμμών. Διατηρώντας τον πλήρη έλεγχο στις αποδοτικές γραμμές, οι Ν.Λ.Β. λειτουργούσαν κάμποσο με όρους δημοσίου. Με αποκλειστικά δικαιώματα σε φιλέτα, ήταν εξαιρετικά εύκολο να διαχειριστούν μικρότερης εμπορικότητας προορισμούς που βάσει νόμου είχαν επωμιστεί. Επίσης παρείχαν και διαρκή σύνδεση των νησιών, ακόμα και σε μήνες εκτός ιδιαίτερου φόρτου. Έτσι μπορεί να πραγματοποιούνταν δυο και τρία δρομολόγια της ΝΕΛ για Μυτιλήνη τον Αύγουστο χωρίς να πέφτει καρφίτσα, αλλά παράλληλα θα έβρισκες δρομολόγια για Λήμνο το χειμώνα, με δέκα φαντάρους και τέσσερις νταλίκες.
Μπορεί η ποιότητα των υπηρεσιών να είχε υποβαθμιστεί και να επικρατούσε χρόνια γκρίνια, όμως επί της ουσίας υπήρχαν υπηρεσίες! Στην Κρήτη, λόγω καλύτερων οικονομικών δεδομένων αλλά και εξαιτίας του (άτυπου;) ανταγωνισμού των κοντοχωριανών, οι συνθήκες ήταν και μάλλον θα είναι σαφώς καλύτερες.
Η παρακμή των συγκοινωνιών ξεκινά από την άρση των μονοπωλίων στις γραμμές. Είμαι πεπεισμένος πως όσα και να έπεφταν κάτω από το τραπέζι, κανένας σώφρων πολιτικός δεν θα έφτανε στο ατόπημα να γκρεμίσει με μία υπογραφή την ελληνική ακτοπλοΐα. Ούτε καν ο Μηηη!
Σε τοπικό επίπεδο, όλοι ήταν μπλεγμένοι με τις Ν.Λ.Β. Δεν δικαιολογούνταν πολιτευτής ή εξέχων προσωπικότητα μιας μικρής κοινωνίας να μην ήταν αναμεμειγμένος με τα κοινά, έστω ως κάτοχος μετοχών.
Το σκεπτικό της ελεύθερης αγοράς υπαγόρευε και πρόσταζε την απελευθέρωση. Ακόμα και με την Αλέκα απόλυτο μονάρχη, η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη από την Ε.Ε. να άρει τα μονοπώλια. Έτσι, ορίστηκαν τα χρονοδιαγράμματα για το αναπόφευκτο.
Πάλι, έπειτα από την απελευθέρωση, οι τοπικές κοινωνίες διατηρούσαν συνείδηση, προτιμώντας συντριπτικά τις δικές τους εταιρείες. Επειδή οι φιλόδοξοι εφοπλιστές αντιμετωπίζονταν σχεδόν με εχθρότητα και οι Ν.Λ.Β. ήταν πανίσχυρες για να αποκρούσουν τον ανταγωνισμό.
Επίσης, οι μεγάλοι παίκτες του χώρου είχαν κοινό παρελθόν ως Ν.Λ.Β με αποτέλεσμα (και αόρατη πολιτική παρέμβαση) η μία να μην μπλέκει στα χωράφια της άλλης. Οι ιδιώτες γεύτηκαν ένα μικρό μερίδιο της αγοράς, οι Ναυτιλιακές προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα και απουσία κάποιου ξένου μεγιστάνα-μπαμπούλα, όλα θα κυλούσαν στους ίδιους ρυθμούς…
Αλλά…
Κατά καιρούς, οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου οδήγησαν μεγάλα μερίδια σε συγκεκριμένους ιδιώτες. Εύλογο και κατανοητό, οι μεγαλομέτοχοι πολύ σωστά επένδυσαν στην ναυτιλία, όμως οι Ναυτιλιακές έχασαν την λαϊκή του μορφή. Οι σημαντικές αποφάσεις δεν λαμβάνονταν σε ανοικτά συμβούλια και τα Δ.Σ. είχαν περισσότερο μόνιμα μέλη παρά αιρετά.
Η χρηματιστηριακή γρίπη της δεκαετίας του ’90 βρήκε τις Ναυτιλιακές γιγαντωμένες και ελεγχόμενες. Άλλες λίγο και άλλες περισσότερο, όλες ήταν υπερχρεωμένες και από την όποια κερδοφορία τους κάλυπταν τους τόκους των δανείων.
Το ανελέητο κυνήγι χρημάτων μέσω της Σοφοκλέους συνιστούσε αδηφαγία. Ξέσπασε ένας πόλεμος μέχρι εσχάτων με κυρίαρχο το σκεπτικό Χαιλάντερ!
«Στο τέλος μένει μέχρι ένας»!
Στο βάθος περίμενε και ένα νέο Ελντοράντο. Η γραμμή Ελλάδας-Ιταλίας που ο διαρκής πόλεμος στα Βαλκάνια είχε μετατρέψει σε μοναδικό εμπορικό δίαυλο με την Ευρώπη.
Άγριες συγχωνεύσεις και υπέρογκα ανοίγματα. Χτυπήματα κάτω από την μέση και βουρ στον πατσά. Ο εμφύλιος που είχε αποφευχθεί νωρίτερα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Φιλόδοξα επιχειρηματικά πλάνα και υπέρογκα ανοίγματα με ανανεώσεις στόλων.
Όλα για όλα προς την νέα παγκοσμιοποιημένη εποχή!
Λογικό, το φούσκωμα των μετοχών έδιωξε πολλούς παλιούς μετόχους που έφτιαξαν περιουσίες. Γιατί να μην το έκαναν άλλωστε; Αρκετοί είδαν την αξία των σκονισμένων θεσμικών (ηθικών) τους επενδύσεων να βρίσκονται 5 ή παραπάνω φορές από την πραγματική τους αξία. Πούλησαν και πλούτισαν!
Ο τοπικός-αναπτυξιακός χαρακτήρας είχε χαθεί ανεπιστρεπτί. Όλες οι εναπομείναντες εταιρείες λειτουργούσαν απόλυτα με νόμους της αγοράς.
Πόσο μάλλον όταν έζησαν την μεγάλη πτώση…
Το «Σάμινα», το γνωστό πολύνεκρο ναυάγιο καθοδόν για Σάμο από Πειραιά, ήταν (νομίζω πάντα) στον στόλο των Μινωικών Γραμμών, έπειτα από επιθετική συγχώνευση μικρότερης εταιρίας. Το ναυάγιο έγινε Σεπτέμβρη του 2000 και μετά τον έντονο προβληματισμό για την παλαιότητα μέρους του στόλου, πάρθηκαν αποφάσεις σε θέματα ασφάλειας των πλοίων.
(Ειρωνεία ή συγκυρία. Μία μόλις μέρα μετά το ναυάγιο, στους Ολυμπιακούς του Σύδνευ, ο Κεντέρης κερδίζει χρυσό μετάλλιο που το αφιερώνει στα θύματα του ναυαγίου. Που να ήξερε ο Χριστιανός πως ένα-δυο χρόνια αργότερα, το όνομα του θα φιγουράριζε σε δυο ταχύπλοα. Και που να ήξεραν οι νονοί τι θα συνέβαινε στους επόμενους Ολυμπιακούς! Η ζωή μας κύκλους κάνει… )
Τα καράβια στις γραμμές φιλέτα ήταν πλέον υπερσύγχρονα, σχεδόν διαστημόπλοια. Στις λιγότερο εμπορικές γραμμές, η κατάσταση ήταν φρικιαστική. Ειδικά εάν βρισκόσουν σε ανάγκη και δεν είχες επιλογές. Χαρακτηριστικό ήταν/είναι εκείνο που ξεκινά από Αλεξανδρούπολη και καταλήγει Ρόδο ή Κρήτη. Ξεκινάς Σαββατοκύριακο και φτάνεις μεσοβδόμαδα. Γίνεται από όποιο σκαρί περισσεύει, στα μισά είναι φίσκα από κόσμο και εμπορεύματα. Αν αναλογιστείτε τις εντός προγράμματος βλάβες, μπορεί να μην μάθεις πότε ακριβώς θα φτάσεις, σίγουρα όμως μαθαίνεις πατριδογνωσία. Πείτε παρακαλώ αυτουνού που βαφτίζει μετροπόντικες να το ανακυρήξει σε «Μένουμε Ελλάδα»!
Τραβηγμένο παράδειγμα, δεν λέω, περιλαμβάνεται στις επιδοτούμενες γραμμές. Εκείνες δηλαδή που αν το σώφρων δίκαιο κράτος δεν τα έσκαγε χοντρά, μπορεί και να μην υπήρχαν. Και τότε, αν λ.χ ένας κάτοικος της Θράκης έπρεπε σώνει και καλά να φτάσει Χίο ή Μυτιλήνη, θα έπρεπε να ταξιδέψει με το… διαβατήριο οδικώς ως την Σμύρνη και μετά με το καραβάκι στα απέναντι εγχώρια παράλια.
Κακεντρέχειες; Ή μήπως μια ολοένα τακτικότερη συνήθεια, φτηνότερη, ταχύτερη και βολικότερη;
Και αν οι Χιώτες και οι Μυτιληνιοί είναι οι τελευταίοι νησιώτες που θα πρέπει να διαμαρτύρονται, έχετε τι σκεφτεί τι συμβαίνει σε μικρότερα και απομονωμένα νησιά, ειδικά τους νεκρούς χειμωνιάτικους μήνες. Πόσο μάλλον όταν η θάλασσα ματαιώνει και τα ελάχιστα προγραμματισμένα δρομολόγια…
Σαφώς υπάρχει πολιτική ευθύνη. Ζήτημα αν αρέσκομαι να τα χώνω στους Δεξιούς ή να δαιμονοποιώ πρόσωπα. Γράφω καιρό, με λίγη συνέπεια το καταλαβαίνετε. Χεσμένους τους έχω, με το συμπάθιο. Όμως σε αυτό το θέμα, κάνει μπαμ.
Το Υπουργείο Αιγαίου είναι αμιγώς πράσινο επίτευγμα. Γι’ αυτό λειτουργεί περιστασιακά, ανάλογα με την παράταξη στην εξουσία. Όταν αλλά και άμα ξαναβγούν ποτέ, οι πράσινοι το λειτουργούν. Καθαρά υπουργείο παροχών σε εκείνους που έχουν άκρες ή αρχ… να τις ζητήσουν, όμως έχει κάποιες ζωτικής σημασίας λειτουργίες. Αφήστε στην άκρη την Νησιωτική Στρατηγική και Ανάπτυξη, κάντε την γαργάρα. Σημαντικός ρόλο του Υπουργείου ήταν η ακτοπλοϊκή σύνδεση των νησιών, κυρίως με το κέντρο αλλά και μεταξύ τους.
Αυτοί που το ζουν, το καταλαβαίνουν. Οι υπόλοιποι στην απ’ έξω, καλά είναι να οργανωθούν με δημοψήφισμα, να δουν τις ακριβώς θα κάνουν με την πάρτη μας. Να μας πάρουν κάποιοι άλλοι που θα το εκτιμήσουν περισσότερο. Ξέρω εγώ, δώστε μας στους Ελβετούς, στους Σαουδάραβες ή έστω στους Σερβοβόσνιους. Να δουν και αυτοί λιγάκι θάλασσα ρε αδερφέ.
Κατά τα λοιπά, με την εθνική κυριαρχία κόπτεστε και τις τουρκικές επεκτατικές βλέψεις, ενδιάμεσα στις προεκλογικές ομιλίες του φασιστοειδούς.
Οι Δεξιοί έχουν γραμμένο κανονικότατα το Αιγαίο ακόμα και βάφτηκε μπλε στην τελευταία αναμέτρηση. Με σφραγίδα. Αν έχετε διαφορετική γνώμη, πόσο μάλλον πειστικά αντεπιχειρήματα, να το συζητήσουμε. Αλλά μέχρι να τα βρείτε, να σας πω τα εξής.
Την πρώτη φορά που παρέλαβε Μπλε υπουργός το Αιγαίου… δεν μπήκε ποτέ! Ιστορικά, το ’89 καθήκοντα (και) Υπ.Αιγ. ανέλαβε ο Μηηηη. Για να το αναβαθμίσει, όπως ακριβώς έπραξε αργότερα ο Μπουχέσας το Πολιτισμού.
Επί ημερών Μπουχέσα τώρα, για αρχή έβαλε έναν… Τέλη, που πήγε τόσο καλά μέχρι που έγινε σλόγκαν διαφήμισης: «Τέλος… Τέλης». Το πόσο πετυχημένος ήταν, φάνηκε την ημέρα αποχώρησης του, όλοι χαμογελούσαν. Τώρα, το πόσο μπλεγμένος ήταν, αυτό ακόμα φαίνεται!
Μετά έγινε νέα αναβάθμιση, βάλανε τα Vista!
Ενσωματώθηκε με το Ναυτιλίας με αφεντικό ένα Βου. Αυτός ήρθε, ανέλαβε και… το πήρε μαζί του στο Γκαγκαριστάν. Ποσώς πληγώθηκα που έφυγε ένα υπουργείο από το χωριό μου. Η συνέχεια με ενόχλησε. Το Βου, που πήρε εν τέλει και καθαρά από σπόντα τον γλάρο (εσείς οι στεριανοί το λέτε αλλιώς), κατάφερε να πρωτεύσει σε μια ρεγγάτα αλλά τίποτε παραπάνω. Ζήτημα αν το Βου έχει μπει ποτέ σε βαπόρι, έστω και κατά λάθος, έστω και κρουαζιερόπλοιο. Ακόμα και τα αναρχικά του χρόνια στο ΜΛΚΚΕ Ψυχικού, με το κότερο την έβγαζε.
Αρχικά είχε βοηθό έναν καμένο. Όταν κάποτε κατακάηκε ολόκληρο γεωγραφικό διαμέρισμά, με μια άλλη αξιομνημόνευτη επικοινωνιακή ευστοχία, αναγκάστηκαν να του αναθέσουν αποκλειστικά… την Πολιτική Προστασία!
Ψέματα αν λέω, να κάτσω να ματώσω.
Αυτό που μου την σπάει στους Μπλε είναι πως δίνουν μασημένη τροφή. Δεν σου αφήνουν το παραμικρό περιθώριο να παίξεις, να δημιουργήσεις, να βγάλεις χολή. Εντελώς easy going!
Για να μην ξεφύγω, οι άγονες και εν δυνάμει άγονες γραμμές βρίσκονται στον αέρα μετά από ηχηρές καταγγελίες και δικαστικές εκκρεμότητες. Οι εφοπλιστές δήθεν είναι θιγμένοι και μαλωμένοι μεταξύ τους, αλλά ουσιαστικά παζάρια κάνουν μήπως και εξασφαλίσουν ευνοϊκότερες συμφωνίες.
Έχετε αναλογιστεί πως την ώρα που εσείς γελάτε ή εκνευρίζεστε με τις πίπες που διαβάζετε εδώ, υπάρχουν αμέτρητα νησιά που στερούνται τα στοιχειώδη εξαιτίας της ανυπαρξίας (κατ’ άλλους ανικανότητας) των αρμοδίων αξιωματούχων. Και θα συνεχίσουν να βρίσκονται στην ίδια ή χειρότερη κατάσταση όταν μετά από μήνες το ξαναδιαβάσετε σε επανάληψη!
Ήδη έχω γράψει ένα κατεβατό, αλλά επειδή θέλω να συνεχίσω, κάντε ένα ψυχικό και τελειώστε το μιας και φτάσατε ως εδώ.
Όχι πως οι Πράσινοι θα λειτουργούσαν διαφορετικά εάν δεν είχαν μια χούφτα πρωτοκλασάτα στελέχη τους προερχόμενα από το Αιγαίο και την Κρήτη. Ας διατηρήσουμε μια ισορροπία. Σημασία έχει πως έστω και πλασματικά, διατηρούσαν τα προσχήματα και ένα δήθεν «κοινωνικό κράτος».
Εκεί που ήθελαν…
Ακόμα όμως, αναγνωρίζοντας την καλή θέληση που έχουν, δεν είναι πλέον τα πάντα στο χέρι και μόνο του εκάστοτε Αιγαιάρχη.
Τον Ζιπουνάκι τυγχάνει να τον γνωρίζω αρκετά καλά, μυστικό δεν είναι.
(σ.σ. Όχι τόσο ώστε να μιλώ εκ μέρους του και δίχως να ταυτίζομαι)
Εξακολουθεί να εκλέγεται κυρίως εξαιτίας των υψηλών ποσοστών του στη γειτονική Λήμνο, ούτε αυτό είναι μυστικό.
Στο ταλαίπωρο νησί που μικρό δεν το λες, έχουν να δουν τακτικό καράβι άγνωστο από πότε. Σίγουρα και εγγυημένα, ακόμα και την εποχή πρωτοκαθεδρίας του πολιτικού τους πατερούλη. Όσο και να πλήρωνε ο Έλληνας φορολογούμενος, ο προορισμός ήταν οικονομικά ασύμφορος.
Πολύ πριν το έπος του Μπουχέσα, μπορώ να ανακαλέσω περιπτώσεις όπου γνωστή μου Λήμνια φοιτήτρια στην Μυτιλήνη, επειδή δεν εξυπηρετούσαν τα αραιά δρομολόγια στα δυο γειτονικά νησιά, ήρθε αεροπορικώς μέσω Αθήνας! Σε σημερινές τιμές, ανάλογη λύση ανάγκης κοστολογείται 250-300 ευρώ μαζί με τα έξοδα ανταπόκρισης πτήσεων, μισό βασικό μηνιάτικο!
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, λίγα χρόνια αργότερα και σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού, υπό τις υποδείξεις κάποιου Μπιζνες Μάνατζερ Βέιπορ Άκτιον Εξέκιουτιβ Χαι Φαι Αντμινιστρέητορ χαρτογιακά, οι φωστήρες της ΝΕΛ αποφάσισαν να τοποθετήσουν μονάχοι τους την ταφόπλακα.
Έκοψαν τις φοιτητικές εκπτώσεις.
Χρόνια ολόκληρα και δίχως εναλλακτικές, ανυποψίαστοι φοιτητές, απουσία τοπικιστικής συναίσθησης ταξίδευαν και συντηρούσαν μια Ναυτιλιακή. Είναι αποδεδειγμένο πως τις εκάστοτε Ν.Λ.Β. δεν τις έδιναν ζωή οι μέτοχοι, αλλά εκείνοι που ταξιδεύουν τακτικά, κυρίως οι ξένοι.
Μόλις εμφανίστηκε ανταγωνιστικό καράβι εφοπλιστή, όλος ο φοιτητόκοσμος ταξίδευε αποκλειστικά με αυτό, μουντζώνοντας. Ντόπιοι και ξένοι.
Τι παραπάνω ή τι περισσότερο είχε το νέο πλοίο της γραμμής;
Πιθανόν, τίποτα. Απλά παρείχε τιμές και εκπτωτκά εισιτήρια όμοια και χειρότερα με αυτά της ΝΕΛ!
Παγιωμένη και γιγαντωμένη, η πρώην Ν.Λ.Β. είχε χάσει την ευελιξία της αλλά και την κοινωνική της ευαισθησία. Ήταν άλλη μια Ναυτιλιακή με δυσανάλογο μετοχικό κεφάλαιο, θεόρατα χρέη και πλασματικά μερίσματα.
Πρόσφατα, η μετοχική της σύσταση είναι (αφελώς) χωρισμένη σε τρία ομοιόμορφα μέρη. Ένα κομμάτι έχει γνωστός εφοπλιστής μαζί με την διοίκηση της εταιρείας. Ένα κομμάτι μοιράζεται μεταξύ ξένων θεσμικών επενδυτών και χρηματιστηρίου. Ένα κομμάτι ανήκει ακόμα σε ντόπιους, ρομαντικούς ή τοπικιστές.
Τον γνωστό εφοπλιστή δεν τον φοβάμαι, είναι γάτα. Αλλά όπως και να έχει, συνειδητοποιεί κανείς μετά από μια μεγάλη αναδρομή, πως η κατάσταση γυρνά πάλι πριν το 1972.
Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του.
Όμως πρέπει να είναι ταγμένο στους εφοπλιστές του.
Παρά τα πολιτικά σχόλια, δεν εκφέρω γνώμη, μια διαπίστωση θα κάνω.
Μια εταιρεία ξεκίνησε με ένα σκεπτικό, έκανε τον κύκλο της και γύρισε πίσω στο κεφάλαιο. Τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα από τη στιγμή που το κόστος του καυσίμου από ένα 50-60% του συνολικού κόστους ταξιδιού κάποτε, με τις διαρκείς ανατιμήσεις του πετρελαίου έχει φτάσει στο 80-90%.
Τα ναύλα είναι φυσικό να αυξάνονται καθώς τίθεται θέμα επιβίωσης της εταιρίας. Όμως εκείνο που είναι δυσδιάκριτο είναι ο εμπλεκόμενος βαθμός αισχροκέρδειας. Με παλαιότερα δεδομένα, με λαϊκιστές προέδρους, μέχρι ένα σημείο είχες κάποιες σταθερές. Βέβαια, σε συνδυασμό με την κατά Μπουχέσα «Διεθνή Συγκυρία», το πιθανότερο ήταν να είχε πέσει ήδη λουκέτο.
Η ουσία είναι μία. Ο φθηνότερος τρόπος να δραπετεύσεις από το νησί ή να μεταφέρεις εμπορεύματα είναι το καράβι, μέχρι δηλαδή να πειραματιστούμε τον διακτινισμό. Και αυτός ο φθηνότερος τρόπος έχει ακριβήνει υπερβολικά, εφόσον είναι εφικτός. Σε αυτό δεν υπάρχουν εξαιρέσεις, ούτε παίζει ρόλο ο τόπος καταγωγής ή η ιδιότητα των ενδιαφερόμενων.
Να ένας εναπομείναντας τομέας όπου διατηρείται η ισονομία!
Ανησυχώ και πολύ μάλιστα.
Ίσως επειδή δεν βλέπω φως, ούτε με τον Γιωρίκα ούτε με τον Κωστίκα.
Παίζονται πολλά παιχνίδια. Ο εφοπλιστής γάτα δηλώνει υπενθυμίζει διαρκώς το ιδιωτικό καθεστώς της Ναυτιλιακής. Παρά τις μπλόφες, δεν είναι εντελώς απίθανο να πραγματοποιήσει τις απειλές/ανησυχίες του και σύντομα να μάθουμε πως τα γνωστά μας για χρόνια πλοία εκτελούν δρομολόγια στην Ερυθρά Θάλασσα, μεταφέροντας Σαουδάραβες στην Αίγυπτο!
Τον χειμώνα, αφού θα έχουν λακίσει οι πάντες, θα υπάρχουν 2-3 μαθουσάλες σκυλοπνίχτες, που για να διατηρήσουν το κόστος σε υποφερτό επίπεδο, θα συνεχίσουν να παρεκκλίνουν της προδιαγεγραμμένης πορείας, ρισκάροντας περάσματα από ξέρες και βραχώδη αβαθή.
Τα έκτακτα δελτία με ναυτικά ατυχήματα ενδέχεται να πάψουν να είναι τόσο σπάνια. Οι έμπειροι ναυτικούς δεν θα καταδέχονται να δουλεύουν στα σύντομα εσωτερικά δρομολόγια για ψίχουλα και εποχιακά, ανάλογα με τις προθέσεις του κάθε πλοιοκτήτη. Δεν θα είναι ξενοφοβικό σχόλιο όταν θα φτάσουμε να μιλάμε για πληρώματα Φιλιπινέζων (σ.σ. ανειδίκευτο, ευκαιριακό, δες ΥΓ).
Μακάρι να κινδυνολογώ ασταμάτητα, γιατί σε περίπτωση (προς αποφυγή) που οι ασυναρτησίες μου επιβεβαιωθούν, δεν θα έχω ούτε μούτρα, ούτε διάθεση να παριστάνω τον προφήτη.
Ταυτόχρονα, αρχίζουν δειλά οι φωνές/παροτρύνσεις για σύσταση νέας ναυτιλιακής εταιρείας λαϊκής βάσης που θα διασφαλίζει τα τοπικά συμφέροντα! Ναι, μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά δεν έχετε παρά να ανατρέξετε στον επαρχιακό τύπο!
Καθόλου απίθανο, διόλου επιβεβαιωμένο, οι ίδιες φωνές που πούλησαν κάποτε τις μετοχές της ΝΕΛ για να αγοράσουν λαπτόπια, να είναι εκείνες που πλασάρουν ως καινοτομία μια ξεχασμένη νοσταλγική εποχή!
Να είναι οι ίδιοι που καταδίκασαν έναν εν ζωή άνθρωπο να φτερνίζεται εσαεί σε κάθε βλάβη των δυο «Αίολος Κεντέρης», επειδή εκείνος θεώρησε αχαριστία να αρνηθεί την τιμή. Ίσως από τα λίγα πλωτά με ελληνικό νηογνώμονα που αντιστοιχεί σε αστυνομική ταυτότητα, μετά από κάτι ψαρόβαρκες του στυλ «Σταυρούλα» ή «Μαριγώ»!
Από τα λίγα λαϊκίστικα στοιχεία που παραμένουν αναλλοίωτα στον χρόνο! Όσο ζούσε, ανάλογη ταρζανιά είχαν κάνει στον Ελύτη (νομίζω). Ο άνθρωπος τα είδε όλα και έκανε τις απαραίτητες ενέργειες ώστε το καράβι να βαφτιστεί δυο φορές μέσα σε λίγους μήνες.
Μια νέα εταιρεία θα ήταν το ιδανικό. Όμως φοβάμαι πως οι εποχές είναι εντελώς διαφορετικές και η ελληνική ναυτιλία έχει κατασταλάξει τόσο που να μην σηκώνει καινοτομίες. Ακόμα και αν είχαν κάποτε αποδώσει.
Η σύσταση μιας νέας εταιρείας κοστίζει λιγότερα από ανάλογη επιθετική εξαγορά ποσοστού της ΝΕΛ. Αλλά κοστίζει…
Τόσο χρήμα που απαιτείται, δεν κυκλοφορεί και δεν μαζεύεται ακόμη και αν βάλουν το Εφραίμ μπροστάρη. Πέρα από γκρίνια, μιζέρια και καχυποψία, νέα εταιρία θα έχει να αντιμετωπίσει τον αδίστακτό ανταγωνισμό και τα υψηλά κόστη.
Επομένως περί ορέξεως κολοκυθόπιτα…
Αργά ή γρήγορα, θα φτάσουμε να παίρνουμε δάνειο και ευχέλαιο μαζί για την κακιά στιγμή που θα πρέπει να βρεθούμε εκτός νησιού. Μιλάμε πάντα για την δεύτερη εμπορικότερη θαλάσσια γραμμή της χώρας. Φανταστείτε τι γίνεται παρακάτω!
Εκτός και αν…
Οι νέοι φωστήρες ανακαλύψουν πως ο Ντι Κάπριο έχει ρίζες από τον Αφάλωνα και αποφασίσουν να ονομάσουν το χειμωνιάτικο πλοίο ανάγκης σε «Ταιτάνικ», οπότε και σας προτείνω σε ένα και μοναδικό ταξίδι!
Αυτά τα λίγα, συγνώμη για την φλυαρία.
Υ.Γ. Αν βρω το κουράγιο, ίσως κάνω τις απαραίτητες διορθώσεις και σκεφτώ τι παρέλειψα.
Υ.Γ.2. Η (όποια) ιστορική αναδρομή πάντα έγινε με μια επιφύλαξη.
Υ.Γ.3. Ξέρετε πως πιάνουν δουλειά οι Φιλιπινέζοι ναυτικοί σε ελληνικών συμφερόντων καράβια; Μου το είπαν και σας το μεταφέρω! Συγκριτικά με τους υπόλοιπους, οι Φιλιπινέζοι ταξιδεύουν λιγότερο. Κάνουν ένα-δυο μπάρκα και χάνονται. Στην πατρίδα τους υπάρχουν γραφεία ευρέσεως εργασίας που τα διαχειρίζονται…. Έλληνες! Εκείνοι τους τάζουν ζεστά χρήματα και δουλειές, ζητώντας προμήθεια. Τους λένε π.χ. για ένα μπάρκο σε ένα ποντοπόρο πλοίο με μηνιάτικο 2 χιλιάρικα ευρώ, ποσό σαφώς κατώτερο από το αντίστοιχο ενός Έλληνα συναδέλφου τους. Εφόσον δεχτούν, το γραφείο δικαιούται 25%-40% του μισθού που θα πληρωθεί ο ναυτικός. Τα λεφτά, παρά τις υπέρογκες κρατήσεις είναι μάνα εξ ουρανού για τους φουκαράδες. Προκαταβολές δεν πέφτουν, αλλά υπογράφονται ιδιωτικά συμφωνητικά με εγγυητές. Οπότε, οι Φιλιπινέζοι μπαρκάρουν και πληρώνουν στον γυρισμό. Τα γραφεία δουλεύουν με συγκεκριμένες εταιρίες, τάζοντας φτηνά εργατικά (αμφιβόλου ποιότητας) και διαρκή ροή πληρώματος. Έτσι όλοι, εφοπλιστές-νταβατζήδες-ναυτικοί εξυπηρετούνται. Επομένως, μεταξύ ναυτικών, ο όρος «Φιλιπινέζος», δεν είναι καθόλου ρατσιστική καθώς σχετίζεται με την κατάσταση που θα συναντήσουν στον επόμενο πλοίο τους. Δεν μοιάζει με την διαδεδομένη στεριανή έννοια που παραπέμπει σε οικιακή βοηθό, χαμάλη κτλ.
Υ.Γ.4 Επανάληψη, μήπως και σας μείνει. Οι 3 μεγαλύτερες εταιρίες στο Αιγαίο, οι Μινωικές, η ΑΝΕΚ και η ΝΕΛ ξεκίνησαν ως Λαϊκής Βάσης. Καμία δεν κράτησε αυτόν τον χαρακτήρα. Σήμερα έχουν τεράστια μετοχικά κεφάλαια, εξωπραγματικό δανεισμό και η διοίκησή τους έχει περάσει σε όμιλο επενδυτών.
Υ.Γ.5 Αν ο Μεταξάς είχε μυαλό τότε, αντί της Βιστωνίδας, θα είχαμε αγοράσει την Αλάσκα από του Ρώσους με τα μισά λεφτά!

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Για την μπουγάτσα που δεν έτρωγε κανείς

«Πέρνα το πρωί από το μπουγατσάδικο», συμβούλεψε μια φωνή.
Δεν ακούω περίεργες φωνές.
Ήταν πραγματική, προερχόταν από μια φίλη.
Αρχικά την αγνόησα. Περισσότερο από έλλειψη θάρρους.
«Τι να της πω»; Φοβόμουν.
«Της μπουγάτσας; Πες της καλημέρα»! Θα μπορούσε να απαντήσει.
Άραγε τι γυρεύω σε ένα πανδαιμόνιο ζύμης στις δέκα το πρωί; Ώρα απαγορευτική, σχεδόν ξημερώματα για έναν γνήσιο κάτοικο της Πασχαλινής Νήσου.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Μάλλον δεν θα μπορούσα να δικαιολογήσω την παρουσία μου εκεί.
Ήξερα όμως ακριβώς τι έψαχνα.
Μια καλημέρα, ένα χαμόγελο και όλα εκείνα τα τετριμμένα. Μη γελάτε κουφάλες! Θα χαρώ να την πάθετε και εσείς κάποια στιγμή. Και θα σας κοροϊδεύω έως ν’ αναθεματίσετε τη στιγμή που γελάσατε!
Στην πρώτη προτροπή με έλεγαν προσωρινά... Αλέκο.
Ήταν και η πρωινή θυσία στην μέση.
«Τα αγαθά κόποις κτώνται».
Να σου πω, ρε φιλαράκι:
«Και τα όνειρα όμως, δύσκολα ανακτώνται».
Βρισκόμουν σε δίλημμα.
Άξιζε άραγε να χαραμίσω τόση μεταλλαγμένη φαιά ουσία για να συναντήσω μία γυναίκα των ονείρων μου;
Διαβαίνοντας στην πραγματικότητα, ρισκάρεις πολλά.
Πρώτο και κύριο, την απότομη προσγείωση.
Έτσι, προσπάθησα να παζαρέψω την συμβουλή.
«Μήπως να δοκιμάσω μεσημέρι, μετά τη δουλειά»;
Ήταν ανένδοτη. Η φωνή.
«Θα πας πρωί», ήχησε τελεσίδικα.
Το τρέναρα μία, δύο, τρεις. Θα μπορούσε να κυλήσει έτσι επ’ αόριστον.
Κάποτε θα έπρεπε να ακολουθήσω την συμβουλή. Ή έστω να εγκαταλείψω κάθε προσπάθεια.
Σήμερα τελικά, το πήρα απόφαση. Απέβαλα κάθε δικαιολογία και αντί τη συνηθισμένη διαδρομή, είπα να κάνω την διαβόητη παράκαμψη.
Προς το μπουγατσάδικο!
Αν δεν ορθώσεις ένα «δε γαμιέται», δουλειά δεν γίνεται.
Σίγουρα, το δικό μου «πρωί» ισοδυναμεί με το μεσημέρι της κοπελίτσας.
Ελπίζω δηλαδή να έχετε καταλάβει μέχρι τώρα πως μιλάμε για μια γυναίκα και όχι ακριβώς για μπουγάτσα.
Καθ’ οδών σχεδίαζα τις κινήσεις. Μην ακούω μαλακίες. Οι ατάκες πάντοτε είναι αυθόρμητες. Σιγά μη κάνω πρόβες. Όπως καθόταν στην τελική.
Εκείνο που με προβλημάτιζε ήταν πως θα δικαιολογούσα τον εαυτό μου σε ένα μπουγατσάδικο την ώρα που θα έπρεπε να ξεκλείδωνα το μαγαζί.
Είχα ήδη διπλοπαρκάρει δίχως πειστική απάντηση.
Πιο κάτω βρίσκεται το δισκάδικο που βασιλεύει ο Τζήφρας.
Τι πιο απλό από το προφανές;
Θα πάω στο μπουγατσάδικο και... θα ζητήσω μία μπουγάτσα.
Πρωί δεν τρώω, έλεος. Θα μου έμενε.
Κι αν χρειαζόταν να το επαναλάβω; Αυτή η δουλειά θα γίνεται;
Μέχρι να δω φως, θα συνέχιζα να τρώω μπουγάτσες;
Κοιτώντας προς το δισκάδικο, ήρθε αναλαμπή.
«Αφού ψωνίσω, θα περάσω, θα καλημερίσω και θα κεράσω τα παλικάρια μια τυρόπιτα, μια μπουγάτσα με τυρί», μπεσαλίδικα πράγματα!
Θα τους ξεκαθαρίσω:
«Κύριοι, έκανα αυτό που επιζητούσα, ετούτο το προϊόν αποτελεί ντεκόρ και ως τέτοιο είμαι αναγκασμένος να σας το κάνω δωρεά»!
Κάπως έτσι έγινε.
Εξακολουθώ να πιστεύω πως το πιο δημιουργικό κομμάτι σε μια γυναίκα είναι η «καλημέρα». Όσο μαζεύεις από δαύτες είσαι σε καλό δρόμο. Ακόμα και στις ανωτέρω τραβηγμένες συνθήκες.
Απεναντίας, αν διευρύνεις τον κατάλογο με τις «Καληνύχτες», έχεις πάρει την ξακουστή Κάτω Βόλτα, απλά περιμένεις να στο ανακοινώσουν!
Κόβω μια ματιά και διαπιστώνω γεμάτα τραπέζια. Μαγευτικό πελατολόγιο, μακάρι να μου περίσσευαν λεπτά ώστε να το ανακαλύψω.
Συνταξιούχοι των ΔΕΚΟ, μπάκουρες απροσδιορίστου ποινικού μητρώου και ανατολικές παραδουλεύτρες σε ημιαργία.
Ανεξαρτήτως έκβασης, θα γούσταρα πολύ να έφτιαχνα φανταστικά πορτρέτα απλά παρατηρώντας τους θαμώνες. Όμως είχα αποστολή.
Έβαλα μπρος το σκανάρισμα αλλά η μικρή εξαφανισμένη. Προχώρησα έτσι προς τα ενδότερα. Το ψιλομετάνιωσα καθώς αντίκρισα κάποια άλλη. Αυτά παθαίνεις με την αναβλητικότητα.
Στάθηκα στο ύψος των περιστάσεων. Είχα φτάσει για μια καλημέρα και ήμουν αποφασισμένος να την δώσω. Τι και αν προοριζόταν για αλλού.
Πλησιάζω στον πάγκο και με όση ζωντάνια μου βρισκόταν, ρίχνω μια βροντερή ευδιάθετη καλημέρα. Παλικαρίσια!
Φαίνεται πως η καλή θέληση επιβραβεύεται.
Γιατί, κοιτώντας λοξά, ανακάλυψα ότι το λάγνο μικρό κοριτσάκι πλησίαζε με ένα δίσκο από το βάθος. Είχε κάτι που με τράβηξε. Εντάξει, μια χαρά κοπέλα, με όμορφο παρουσιαστικό. Αλλά σιγά μην ήταν αυτό.
Τι είμαι, κανένας τσομπάνης;
Κάθε φορά που την συναντώ, αποπνέει μια ιδιάζουσα τζαζίλα! Δείχνει μόνιμα μπερδεμένη, χαμένη, σε μια διαρκή αναζήτηση δίχως να γνωρίζει και η ίδια ακριβώς τι ψάχνει. Δεν μου ξυπνά το αίσθημα της προστασίας ή ακόμα αθλιότερα, της καθοδήγησης. Περισσότερο, συνθέτει μια τάση έλξης προς εκείνο το περίεργο σύννεφο ερωτηματικών.
Μάλλον έτσι εξαρτήθηκα. Μυρωδιά ήθελα να πάρω.
Αιφνιδιάστηκα.
Όταν ξεμένεις από ψυχραιμία, ακολουθείς τα προκάτ.
«Καλημέρα, τι κάνεις»
Μπράβο ρε φωστήρα! Τόση ίντριγκα, τόση παραπανίσια διαδρομή. Γιατί; Για μια κακογυρισμένη διαφήμιση αποσμητικού!
Παρά τους άγαρμπους χειρισμούς, ο στόχος είχε επιτευχθεί. Μάζεψα το πολυπόθητο χαμόγελο, έστω και στιγμιαία. Μετά γυρνούσε σαν το μαμούνι για παραγγελίες στα τραπέζια. Όπως την έβλεπα, μου ερχόταν να την αρπάξω και να φύγουμε. Αλλά που...
Κάπου στο ενδιάμεσο, είχε ακουστεί κάτι από αυτά με τις δυο λέξεις.
«Πως πάει»; «Τι γίνεται»; «Δε γαμιέσαι"; Ελεγχόμενο!
Ακολούθησαν τα δύσκολα.
Έπρεπε να φτάσω στα προσχήματα. Την παραγγελία.
«Μια τυρόπιτα», ζήτησα και έριχνα διαρκώς νευρικές ματιές τριγύρω, σαν τσοντάκιας σε βιντεάδικο.
Αφού θυμήθηκα να πληρώσω, πάλι καλά!
Με την ουρά στα σκέλια, αρπάζω την μπουγάτσα και πραγματοποιώ την δεύτερη φάση. Πάω το πεσκέσι στα παλικάρια αλλά μου το παίξανε κυρίες.
«Μα δεν πρέπει, μόλις φάγαμε, σήμερα δεν κάνει, νηστεύουμε», πίπες!
Εξήγησα πως χωρίς σακούλα δεν την κουβαλώ, οπότε όφειλαν να την κρατήσουν και ας την έβαζαν στον...
... μου έδωσαν τελικά σακούλα με την φίρμα του δισκάδικου και με διαολόστειλαν!
Μετέφερα μια μπουγάτσα αντερκάβερ από την προκυμαία στην φωλιά μου. Δεν αποκηρύσσω τις μπουγάτσες, σε καμία περίπτωση. Απλά ήταν εκτός εποχής.
Αποπειράθηκα να την πλασάρω σε αρκετούς περαστικούς, ακατάδεκτοι όλοι. Στο κλείσιμο την λυπήθηκα. Ήταν η καβάντζα μιας ασθενούς απόπειρας, σουβενίρ μιας ολόκληρης ιστορίας. Κρίμα να πεταχτεί στον κάδο.
Ακόμη και τώρα που διαβάζετε, αισθάνομαι αναποφάσιστος.
Να επιστρέψω και να αναλογίζομαι αν έπεσε Χ ή πρόκειται για επικοινωνιακή αστοχία; Ή να διευθετήσω το ριζικό της μπουγάτσας, που στο τέλος αυτής της εξιστόρησης, δεν έφταιγε σε τίποτα.
Ίδωμεν...

Υ.Γ. Η φωτογραφία άσχετη με το θέμα μας. Αλλά ο πρώτος που θα αποκαλύψει την ταυτότητα των εικονιζόμενων... μάλλον κερδίζει μια μπουγάτσα!

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

It’s a Baterial World

Ξεμείνατε από φράγκα κουφαλίτσες;
Μην ντρέπεστε, όλος ο κόσμος έτσι είναι.
Το φαινόμενο χαρακτηρίζεται ως «Ύφεση». Αν μάλιστα η ύφεση είναι παρατεταμένη, τότε ίσως μιλάμε για «Κραχ».
Γνώριμη λέξη, χρησιμοποιείται συχνά και αλόγιστα. Θα την παραλλήλιζα με τον Κατακλυσμό του Νώε. Συνέβη μονάχα μια φορά (κατά τας γραφάς σεβασμιότατε) αλλά αναφέρεται συνέχεια με αφορμή την πρώτη δυνατή μπόρα.
Κάπως έτσι και με το Κραχ, την Μεγάλη Ύφεση.
Το φαινόμενο έχει αποτυπωθεί ποικιλοτρόπως σε χιλιόμετρα χαρτιού και φιλμ. Εμφανίζεται στις αρχές του ’30 στις Σι.Π.Α.
Δεν αξίζει να αφιερώσω πολύ χώρο για περιγραφή και αίτια.
Στην χώρα με τις άπειρες ευκαιρίες και την αδιάκοπη ανοικοδόμηση, το οικονομικό σύστημα φαινόταν να έχει κλατάρει. Τα χρηματιστήρια βρίσκονταν μονίμως στο κόκκινο μέχρι τον πάτο. Οι φάμπρικες, είτε έκλειναν, είτε έμεναν με τους μισούς εργάτες. Η οικοδομική δραστηριότητα μειώθηκε και τέλος πάντων για να μην μακρηγορώ, όλα πήγαιναν σκατά.
Στρατιές ανέργων και αδιέξοδες αφραγκίες.
Δεν μειώθηκαν οι εμίρηδες. Πολλαπλασιάστηκαν οι μπατίρηδες.
Το Σιντερέλα Μαν έρχεται πρώτα στο μυαλό, αν και θα υπάρχουν αρκετά άλλα που αποτυπώνουν την εικόνα εντονότερα.
Φτώχεια άτιμη, καταραμένη φτώχεια.
Δίχως ζοφερά σημάδια ανάκαμψης, ένας λαός έπλεε μες την μαυρίλα.
Και τότε, ως δια μαγείας, ένα επιτραπέζιο εμφανίστηκε και μετατράπηκε στο πολυπόθητο δεκανίκι, την ντόπα των κατεστραμμένων.
Μονόπολη!!!
Όπως λέμε Μονοπώλιο, όχι Λιμνούπολη!
Το παιχνίδι προϋπήρχε από το 1900 με διαφορετικό όνομα. Πάνω του υπήρχαν ζωγραφιστά αρκουδάκια, μελισσούλες και λουλουδάκια. Απευθυνόταν αποκλειστικά σε παιδάκια και είχε αποκτήσει ένα μικρό κοινό, όχι τίποτα ιδιαίτερο. Ξεχώριζε από τα υπόλοιπα επειδή είχε κλειστή επαναλαμβανόμενη διαδρομή, δίχως όμως να κάνει την διαφορά.
Το 1934, σε ένα κωλοχώρι της Πενσυλβάνια(ς) ένας απολυμένος και χρόνια άνεργος σκαρφιζόταν τρόπους να τα βγάλει πέρα. Πήρε το αδιάφορο παιδικό επιτραπέζιο και το διασκεύασε για ενήλικες. Έβαλε οδούς, σιδηροδρόμους κτλ, μετατρέποντας το στην γνωστή κλασσική έκδοση.
Χτύπησε πόρτες και έγλειψε κατουρημένες ποδιές. Στην τοπική εταιρία παιχνιδιών, παρακαλούσε, όμως έφαγε πόρτα γιατί του βρήκανε «52 χοντροκομμένες ατέλειες και λάθη». Δεν το έβαλε κάτω, πίστεψε στην ιδέα του και αποφάσισε να το βγάλει μόνος του. Με την βοήθεια ενός φίλου τυπογράφου έφτιαξαν μόνοι τους το παιχνίδι και ένα πολυκατάστημα στην Φιλαδέλφεια δέχτηκε να τα προωθήσει.
Με τα πολλά, ο κόσμος ξετρελάθηκε και η Μονόπολη παιζόταν μανιωδώς.
Σιγά τα αυγά, θα πείτε.
Όμως η εμπορική επιτυχία και ουσιαστικά η αφετηρία για την καθιέρωση του παιχνιδιού παγκοσμίως, κρύβει μια αλήθεια.
Αναρωτηθήκατε τι ακριβώς τράβηξε έναν απογοητευμένο λαό στην Μονόπολη;
Ήταν η ψευδαίσθηση του πλούτου.
Οι φουκαράδες κρατούσαν λεφτά στα χέρια τους. Με τυπωμένα κουρελόχαρτα ξεγελούσαν τον πόνο τους. Πουλούσαν, αγόραζαν, παζάρευαν, έχτιζαν και μια στις τόσες μπορεί να κέρδιζαν κόλας.
Είναι μεγάλο πράγμα να νιώθεις νικητής όταν η αποτυχία έχει ποτίσει το πετσί σου!
Η απήχηση ήταν μεγαλύτερη στα πληγέντα κοινωνικά στρώματα.
Στις πιάτσες των ανέργων, ακόμα και χύμα καταγής, στις άκρες το πεζοδρομίων. Οι απελπισμένοι έστηναν στο φτερό παρτίδες του εθιστικού παιχνιδιού.
Επί της ουσίας, η ανάκαμψη της οικονομίας δεν οφειλόταν σε ένα επιτραπέζιο. Όμως στο μεσοδιάστημα, εκείνο έπαιξε καθοριστικό ρόλο και αγαπήθηκε όσο τίποτα.
Εμείς το βρήκαμε ως κλασσικό στα παιχνιδάδικα.
Πριν από λίγα χρόνια, η Μονόπολη είχε ξαναβγεί στο προσκήνιο ως μόδα. Όχι επειδή συμπλήρωσε έναν αιώνα ζωής. Περισσότερο επειδή πέρασε ως τρόπος διασκέδασης δια μέσου της Καπουτσίδειας lifestyle εκδοχής.
«Να μαζευτούμε σπίτι, να παίξουμε Μονόπολυ με την Ντάλια και τη Ζουμπουλία».
Πολλοί τσίμπησαν και το υιοθέτησαν.
Θυμάμαι μια παρέα φάσιον βίκτιμς που σε συνδυασμό με προβολή τυχάρπαστων νοικιασμένων ντιβιντί, έκαναν κάθε μέρα το ίδιο πράγμα. Κοντά δύο χρόνια!
Η υπερβολή συχνά οδηγεί στην κατάντια.
Κλείνοντας το μικρό αφιέρωμα-επισήμανση που ενδεχομένως να γνωρίζατε από πριν, ας κάνω μια αναφορά στις διάφορες εκδόσεις. Η δομή του παιχνιδιού βοηθά (ωθεί θα έλεγα) στην διασκευή.
Υποθέτω πως το κλασικό ταμπλό παραπέμπει σε δρόμους της Φιλαδέλφεια. Από τότε έχουν κυκλοφορήσει αμέτρητες διαφορετικές εκδόσεις, προσαρμοσμένες σε συγκεκριμένες πόλεις ή χώρες και πληθώρα χαρτονομισμάτων. Από εμπορικής σκοπιάς, κυκλοφορεί μια Αθηνοκεντρική έκδοση.
Θυμάμαι ένα από αυτά τα trendy περιοδικά έδινε δώρο μια δική του προκλητική έκδοση. Ήταν από τις ελάχιστες περιπτώσεις μεταπολιτευτικά που ελληνικό περιοδικό ξεκρεμάστηκε κακήν κακώς από τα περίπτερα, καθώς οι άμεσα θιγόμενοι κατέφυγαν σε αγωγές και δικαιώθηκαν.
Συλλέκτη μπορεί να μην γνώρισα μέχρι τώρα, όμως ο διαρκής θεματικός εμπλουτισμός (από Πόκεμον μέχρι δεν ξέρω τι) προδίδει την ύπαρξη και τέτοιας ράτσας.
Από ερασιτεχνικής εκδόσεις άλλο τίποτα. Δεν είναι δύσκολο.
Επειδή έχετε βρώμικο μυαλό, η version που απεικονίζεται χρονολογείται από την εποχή του σκανδάλου Watergate. Αντί για οδούς, υπάρχουν μικρότερης ισχύος παραπτώματα της διακυβέρνησης Νίξον. Προχειροφτιαγμένη, η Munopoly κυκλοφόρησε από το αρχηγείο της αντίπαλης παράταξης και προκάλεσε την επιθυμητή αίσθηση.
Προσωπικά, η Μονόπολη κρύφτηκε στο πατάρι με τα υπόλοιπα παιδικά παιχνίδια, όπως και στους περισσότερους. Σπάνια, θα τύχει να βρεθώ με μια χούφτα κάρτες ιδιοκτησίας στο χέρι. Αλλά πολύ σπάνια. Είχα ξενερώσει, είμαι σίγουρος όταν δοκίμασα την έκδοση με την πιστωτική αντί χρημάτων. Τι ταλαιπωρία!
Γι’ αυτό παλικάρια, τόσο στη ζωή όσο και στη Μονόπολη:
Μακριά από πιστωτικές, πάντα μετρητά στο χέρι!
Κάποτε, ένας φίλος είχε φτιάξει μια δική του έκδοση από άδεια πακέτα τσιγάρων.
Την Gasmadopolis!
Αντί για σιδηροδρόμους, είχε σουβλατζίδικα. Αντί για ΔΕΚΟ είχε ούζα. Αντί για οδούς είχε μαγαζιά διασκέδασης. Αντί για σπίτια είχε γκαρσόνες και αντί ξενοδοχείων, μπάρμαν(ή dj δεν θυμάμαι). Τα χαρτονομίσματα είχαν πολλά μηδενικά και τα ονόμασε «καλαμάκια».
Είχε χαβαλέ, το στήσαμε μερικές φορές. Κακοφτιαγμένο μεν, γοητευτικότατο δε.
Συνέβαλα στις τυχαίες κάρτες με απρόοπτα του στυλ:
“Κλαφτήκατε στην ηγουμένη του Αγ.Ραφαήλ. Σας λυπήθηκε και σας έδωσε δέκα εκατομμύρια καλαμάκια».
(Αντί φόρου εισοδήματος).
«Μπλόκο για κράνος. Πληρώστε άμεσα τριάντα εκατομμύρια καλαμάκια».
Κι άλλα τέτοια χαριτωμένα!
Δυστυχώς, το μοναδικό κομμάτι έφυγε μαζί με τον φίλο, ελπίζω να το έχει φυλαγμένο μαζί με τα σκηνικά.
Ποιος ξέρει, ψήνομαι. Ίσως επιχειρήσω να επαναλάβω το πόνημα.
Σωτηράκη, ακούς παλικάρι μου;
Οι καιροί άλλαξαν, υπάρχουν χιλιάδες τρόποι να σκοτώσεις την κλεισούρα σε άφραγκες νύχτες της παρέας. Όσοι ξενέρωσαν από ντιβιντί και δεν ξέρω εγώ τι άλλο ας το δοκιμάσουν.
Πιάστε το ψεύτικο χρήμα στα χέρια και αφήστε το να γυρίσει
Ειδικά αν καταλαμβάνεστε από το γνώριμο έλλειμμα ελπίδας.
Δείτε το ως συμβουλή των περιστάσεων.
Το σκοτεινό σας μέλλον μπορείτε να το φιλοσοφήσετε κάποια άλλη φορά...
Κουράγιο, αδέρφια!
Υ.Γ. Συμπληρωματικά και κατόπιν εορτής:
Το παιχνίδι αγοράστηκε από την ίδια τοπική εταιρία που το απέρριψε αρχικά. Τα δικαιώματα ακόμα ανήκουν σε αυτή, αν αρκετό καιρό τώρα ανήκει σε έναν κολοσσό του χώρου.
Ο προκάτοχος της Μονόπολη λεγόταν “Landlord’s Game” (Το παιχνίδι του σπιτονοικοκύρη)!
Επομένως ο δημιουργός της γνωστής έκδοσης που και να σας πω το όνομα θα το ξεχάσετε, έγινε ο πρώτος εκατομμυριούχος σχεδιαστής παιχνιδιών με ξένα... επιτραπέζια!Είναι μερικοί που λένε ότι το παιχνίδι εκπαιδεύει και γαλουχεί ξεπερασμένες οικονομικές στρατηγικές. Μάλλον με πείθει τούτο εδώ αν και πιστεύω πως πρόκειται απλά για ένα παιχνίδι.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

Η εθνική οικονομία για αφελείς (πρώτο μέρος)

Μια (ακόμα) φορά και ένα (κακό) καιρό…
Ήταν μια χώρα μακρινή που όλο και κάπου μοιάζει.
Ο υπέργηρος βασιλιάς ήταν τυχερός αλλά και άτυχος μαζί. Παρά τις δολοπλοκίες, είχε καταφέρει να διατηρήσει τον θρόνο του. Για να ισχυροποιήσει την παντοκρατορία του, πήρε από κοντά στα ιδιαίτερα μια μικρή χαζή χωριατοπούλα, αφήνοντας στην τύχη της, την επίσης χαζή και σταφιδιασμένη σύζυγο.
Ο λαός λένε πως τον είχε συμπάθεια. Άλλοι ισχυρίζονται πως ήταν βρομεροί συμφεροντολόγοι που στην πλειοψηφία τους δούλευαν για το παλάτι, ενώ κάποιοι ουδέτεροι μιλάνε για έναν εντελώς ηλίθιο λαό. Κακεντρέχειες ή μη, απουσία κριτικής διάθεσης, η ιστορία είχε συνέχεια.
Το χούφταλο μονάρχης διαπίστωσε πως έφτανε ο καιρός για να τα κακαρώσει. Οι φωνές για την διαδοχή όλο και πλήθαιναν.
«Στα υπόλοιπα ανεπτυγμένα βασίλεια συνηθίζεται να προετοιμάζουν πρίγκιπες».
Ανέκαθεν είχε χεσμένα τα ξένα βασίλεια ο δικός μας. Έλα ντε που δεν μπορούσε να το εκφράσει ελεύθερα στους ακολούθους του. Ήταν πλέον πολύ αργά για απομυθοποίηση. Πολλές φορές, για να μην του πρήζουν στις γλυκές στιγμές εξουσίας, ο βασιλιάς έδειχνε προς το μόγγολο, τον πρωτότοκο γιό του. Τον πρώτο δηλαδή που αξιώθηκε να αναγνωρίσει, γιατί μπορεί να είχε κι άλλα μεγαλύτερα τέκνα.
«Αυτός…» έδειχνε με νόημα για να κλέψει χρόνο ανεμελιάς.
Δεν το είπε ποτέ κατά λέξη. Πιθανόν να μην τον ένοιαζε καθόλου το θέμα της διαδοχής. Δεν αποκλείεται να αγνοούσε εντελώς το γεγονός ότι κάποτε θα τα κακάρωνε αναπόφευκτα.
Αφού πέτυχε να απομακρύνει τον καταραμένο αυλικό Βελζεβούλ από τον θρόνο, πίστευε ότι κανένας δεν θα τον κατηγορούσε για απραξία. Και έτσι έγινε τελικά, περισσότερο επειδή τελικά πέθανε στον ύπνο του, αγκαλιά με το σκήπτρο.
Ούτε καν μπήκαν στον κόπο να κοιτάξουν το μόγγολο, καθώς εκείνο έδειχνε προσηλωμένο καβαλόντας καθαρόαιμα στην ύπαιθρο.
Διατηρώντας φρέσκια την εικόνα του Βελζεβούλ και της διαβολικής στρατιάς που παραμόνευε, οι διεκδικητές έπρεπε να λύσουν άμεσα τις διαφορές τους. Ωστόσο οι προσωπικές τους φιλοδοξίες ήταν τόσο ισχυρές που καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την συμπόρευση.
Στα εννιάμερα του μακαρίτη και καθώς σημείο τομής δεν είχε βρεθεί, για να καλυφθεί επικοινωνιακά το κενό κάθισμα με το πουπουλένιο μαξιλαράκι, κατέφυγαν σε μια λύση ανάγκης.
«Στείλτε στον θρόνο… τον ευνούχο»!
Ελάχιστα απασχολούσε τους παρατρεχάμενους ότι ο ευνούχος έμοιαζε σαν ανάποδο γαμώτο. Για έναν λαό που μπορεί εντέλει να ήταν ηλίθιος, το μόνο που μετρούσε ήταν κάποιος να γεμίζει τον θρόνο.
Εσπευσμένα, έντυσαν τον τυχάρπαστο αυλικό με βελούδα και φτερά. Με συνοπτικές διαδικασίες τον ανήγγειλαν στο πλήθος.
«Αυτός είναι ο νέος σας βασιλιάς. Ναι;; Ναι να λέτε…»
Το δυσκολότερο μέρος της τελετουργικού ήταν να αποδείξουν στους καχύποπτους ότι ο νέος αρχηγός… είχε @ρχίδια. Με επικοινωνιακούς χειρισμούς και υπεκφυγές, εξομάλυναν την κατάσταση. Δεν έπεισαν, όμως βοήθησαν να ξεχαστεί το όποιο κενό στα γρήγορα.
Για κακή τους τύχη, ο ευνούχος δεν ήταν ακριβώς ευνούχος. Διαπίστωσαν ότι είχε ότι χρειαζόταν ώστε να τους την φορέσει κανονικότατα. Πριν ακόμα καταλάβουν τι τους βρήκε, οι δελφίνοι είχαν παραγκωνιστεί τόσο, που ούτε καν μπήκαν στην διαδικασία για το μεταξύ τους ξεκαθάρισμα.
Το κοντό κίτρινο ανθρωπάκι, αν και εμφανώς αλλεργικό στο βελούδο και το μετάξι, έβγαλε καντήλες που ουδέποτε ξεφορτώθηκε, αλλά επιβεβαίωσε με τις κινήσεις του ένα παλιό ρητό:
«Δεν έχει σημασία το πως βρέθηκες στον θρόνο. Σημασία έχει το τι θα πράξεις μετά».
Έρεπε να χτίσει τον μύθο του. Μόνο έτσι θα μπορούσε μετέπειτα να κωλοκάθεται ανενόχλητος. Δεν ήταν δα και ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κόσμο για να διαπιστώσει με ποιους ακριβώς είχε να κάνει.
Ήταν ιδιαίτερα μεθοδικός. Για να καλύψει τα ανύπαρκτα ηγετικά του προσόντα, μιλούσε περίεργα, τα μασούσε κοινώς. Ελάχιστοι νόμιζαν ότι καταλάβαιναν τα λεγόμενα του νέου εξουσιαστή.
Για να περιορίσει την γκρίνια, βόλεψε όλους τους πρώην ανταγωνιστές του στο παλάτι. Δώρισε στο μόγγολο μια άγρια φοράδα και τον έστειλε μόνιμα στα λιβάδια.
Επί της ουσίας, έπρεπε να κυβερνήσει. Επειδή υπήρξε μια ζωή στην πείνα, αντιμετώπιζε τον χρυσό με ευλάβεια. Αν μάλιστα δεν είχα χρησιμοποιήσει βρομόλογα παραπάνω, θα το παραλλήλιζα με το σκεπτικό όπου μια επίμονη παρθένα αναφέρεται προσεγγιστικά στον φαλλό.
Κάθε μέρα διακυβέρνησης, ο ευνούχος διαπίστωνε ένα συγκεκριμένο παράδοξο. Το βασίλειο ήταν αρκετά πλούσιο. Παρά τους αετονύχηδες που κυκλοφορούσαν στο προαύλιο, το θησαυροφυλάκιο ήταν τιγκαρισμένο.
«Ποιανού είναι όλα αυτά», απόρησε.
Του εξήγησαν ότι τα περισσότερα άνηκαν στον λαό. Κυρίαρχο τον είχε ονομάσει ο προκάτοχός του, περισσότερο για λόγους αυτονόητους.
«Μα πως γίνεται; Η λαχαναγορά έχει τα απολύτως απαραίτητα, παραπέμποντας σε μια τριτοκοσμική κατάσταση ενώ εκεί μέσα δεν χωράει άλλο χρυσάφι;»
Ο τραπεζίτης αποκάλυψε ένα μεγάλο μυστικό. Την «Αποταμίευση». Αφού σχεδόν όλοι εργάζονταν για το παλάτι, ήταν μισθωτοί. Πληρώνονταν κάθε μήνα, κρατούσαν όσα χρειάζονταν για τα πάγια έξοδα και τα υπόλοιπα τα εμπιστεύονταν στον επίσημο κουμπαρά. Έτσι το παλάτι φαινόταν εύρωστο με γεμάτο θησαυροφυλάκιο και διέθετε τα απαραίτητα χρήματα για τις υπέρογκες πληρωμές. Άσχετα εάν στην πραγματικότητα δεν του αναλογούσε δεκάρα τσακιστή. Οι φόροι που μαζεύονταν, ουσιαστικά δεν έφταναν ούτε για την μισή μισθοδοσία ενώ τα αρπακτικά όλο και κάτι έκλεβαν κάθε τόσο.
Όποιοι επεδίωκαν να στήσουν την δική τους ανεξάρτητη δουλειά, συχνά αντιμετωπίζονταν σαν να είχαν λέπρα. Τα ακριβά αγαθά απουσίαζαν πλήρως από τους πάγκους και η κίνηση ήταν μόνιμα υποτονική.
«Μαλακία. Το χρήμα πρέπει να κινείται», σκέφτηκε ο βασιλιάς ευνούχος.
Έντρομοι, οι φραγκοφονιάδες υποτακτικοί προειδοποίησαν ότι όποια απόπειρα για απόδοση των καταθέσεων στους δικαιούχους θα έβγαζε παραέξω μια πικρή αλήθεια. Μπροστά στο έλλειμμα και την εξαπάτηση, δύσκολα θα γλύτωναν την γκιλοτίνα.
«Θα το βγάλουμε σταδιακά», καθησύχασε με το συλλογισμό του εκείνος.
Πράγματι, η κατάσταση στο παζάρι ήταν απογοητευτική. Λίγα σακιά φασόλια, πέντε μπούτια καπνιστό και μετρημένα σκοροφαγωμένα υφάσματα δεν καθρέφτιζαν την πραγματική εικόνα.
Η εικόνα του άγνωστου ευνούχου στα μάτια των συναδέλφων βασιλιάδων ήταν η χειρότερη. Κανένας δεν τον γνώριζε, κανένας δεν τον αναγνώριζε και κανένας δεν το έπαιρνε στα σοβαρά.
Αυτό έπρεπε να αλλάξει πάση θυσία.
Για να καταφέρει κάποτε να γίνει ισάξιος μονάρχης, ο ευνούχος έπρεπε να κυβερνήσει. Για να κυβερνήσει, ήταν απαραίτητο να συμβουλεύεται τους εμπειρότερους βασιλιάδες. Ο μόνος τρόπος να του εμπιστεύονται τα μυστικά εξουσίας ήταν να κερδίσει τον σεβασμό τους.
Δεν έχασε λεπτό, μάζεψε τους τραπεζίτες, τους έντυσε με τις μακριές μαύρες κουκούλες και κατασκόπευσαν τα πιο εύρωστα βασίλεια. Παρατήρησαν συμπεριφορές και έκλεψαν ιδέες. Όταν επέστρεψαν, είχαν ήδη καταστρώσει το μεγαλεπήβολο σχέδιο τους.
Το ονόμασαν «Επενδύσεις». Έστειλαν αγγελιοφόρους που ζητούσαν από τους ξένους εμπόρους να επισκεφτούν την τοπική αγορά με την πραμάτεια τους. Μόλις αντίκρισαν τους σπαγκοραμμένους δημόσιους υπάλληλος, οι επίδοξοι έμποροι εξαφανίστηκαν και ελάχιστοι επέλεξαν να ξαναπεράσουν.
Τα πήρε ο ευνούχος και άρχισε τα γαμοσταυρίδια.
«Έτσι θα γίνετε Ευρωπαίοι;;; θα δείτε τι θα πάθετε καρμίρηδες», απειλούσε.
Το επόμενο πρωινό τους μάζεψε όλους στην πλατεία και άρχισε να κόβει κώλους. Απέλυσε σχεδόν το μισό αχρείαστο προσωπικό. Οι μοδίστρες έκλαιγαν και οι κηπουροί καταριόντουσαν.
Ο τραπεζίτης μοίραζε τις αποζημιώσεις και τους συμβούλευε να κάνουν δικές τους δουλειές. Σιγά σιγά, η αγορά γέμισε από καινούριους πάγκους. Απαλά υφάσματα, λουλούδια, νέα είδη φρούτων και λαχανικων. Μπροστά στην προσφορά νέων προϊόντων και υπό το βάρος της συναδελφικότητας, οι εναπομείναντες καβατζομένοι ψώνιζαν παραπάνω.
Η στοιχειώδης ευημερία είχε επιτευχθεί. Οι κρατικοί μισθοί είχαν ελαττωθεί ενώ οι πάγκοι απέδιδαν φόρο στον άρχοντα. Ικανοποιημένος από τις εξελίξεις, ο ευνούχος βάφτισε το φαινόμενο «Επιχειρηματικότητα».
Κανένας δεν έδειχνε δυσαρεστημένος. Μερικοί βασιλείς έπαιρναν πλέον τον ευνούχο στα σοβαρά και κάποια καραβάνια κατέφθαναν τακτικότερα.
Το βασίλειο είχε δικά του έσοδα. Όλα κυλούσαν κατ’ ευχή, γεγονός που έφτιαχνε τον ευνούχο συνέχεια. Πολλοί μιλούσαν για εκείνον με τα καλύτερα λόγια:
«Ε, τι πειράζει που είναι λιγάκι κίτρινος;»
Δεν χρειάστηκε πολύ καιρό ώστε να την ψωνίσει. Κοιτούσε μπροστά, όμως όχι κοντά. Ή μήπως το αντίθετο;
Γεγονός ήταν πως καλόμαθε και πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Υποθέτοντας πως η «Επιχειρηματικότητα» θα μεγεθυνόταν με δοκιμασμένες μεθόδους, πήρε ανεύθυνες πρωτοβουλίες.
Απέλυσε κι άλλους μισούς. Τους μισούς από τους εναπομείναντες.
Οι ντελάληδες δούλευαν με ιδιωτικά συμφωνητικά και οι αμαξάδες με leasing!
Η πλειοψηφία μετατράπηκε σε ελεύθερους επαγγελματίες. Τα είδη στην αγορά βρίσκονταν σε αφθονία και το βασιλικό ταμείο εισέπραττε συνεχώς νέους φόρους.
Κάτι βρωμούσε όμως…
Όσο τα πάντα ήταν σε άνοδο, όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Κάποια στιγμή επήλθε καθίζηση. Η αγοραστική δύναμη του καθενός ήταν δεδομένη. Οι έμποροι ρίσκαραν σε ανοίγματος, επιδιώκοντας όπως ήταν λογικό περισσότερα κέρδη. Μέχρι να μάθει η πιάτσα να προφέρει το «Ανταγωνισμός», οι πιο αφελείς είχαν βάλει λουκέτο και ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν για τους πιο ξύπνιους.
Στις πρώτες γκρίνιες, έκανε εμφάνιση και το ξεχασμένο μόγγολο. Για να περιορίσει τα περιθώρια ανατροπής, ο ευνούχος τον περιμάζεψε στο πλάι του. Αγόρασε ακριβότερο άτι και τον ξαπόστειλε, πείθοντας τον ότι είναι υπουργός εξωτερικών!
Είπαμε, από εξουσία δεν σκάμπαζε πολλά. Τους υπόλοιπους παρατηρούσε και λειτουργούσε ανάλογα. Με την αξιοσημείωτη διαφορά πως μάθαινε γρήγορα και σταδιακά έμπαινε στο σωστό κλίμα.
Ενοχλημένος από τις οικονομικές εξελίξεις, ο ευνούχος βασιλιάς έπαιξε ένα ακόμα χαρτί. Κατέβηκε στην αγορά και συναντήθηκε με τους ισχυρότερους. Σε ένα απόμακρο χάνι, τα μιλήσανε και γρήγορα τα συμφωνήσανε.
Τους έδωσε κοψοχρονιά την αποκλειστικότητα στις προμήθειες του παλατιού. Αυτό τους έδινε ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους και γέμιζε ευκολότερα τις άπληστες τσέπες. Σε περίπτωση που κάτι στράβωνε στην αίθουσα του θρόνου, ο ευνούχος είχε την υποστήριξη και τις πλάτες που χρειαζόταν για να ανταπεξέλθει των προκλήσεων.
Τα ποτήρια τσούγκρισαν σταυρωτά και ο ταβερνιάρης που πήρε πρέφα το μυστικό δείπνο, μιλούσε για «Διαπλεκόμενα».
Από καθαρή σπόντα βρέθηκε με το σκήπτρο. Την τύφλα του δεν ήξερε. Έλα όμως που σύντομα γλυκάθηκε και αυτός. Ο ευνούχος δεν νοούσε πια να αποχωριστεί την εξουσία. Προσέδιδε ένα κύρος στον λαό του, κυρίως λόγω της πλασματικής ευημερίας, όμως παρόλα τα εχέγγυα επιθυμούσε να κλειδώσει τον ποπό του στο μαξιλαράκι έως την αιωνιότητα.
Μπορεί να αγόρασε τους σωστούς ανθρώπους, όμως έχανε την παραμικρή του επαφή με την πραγματικότητα. Όσο ξεγελούσε τον εαυτό του σχετικά με την επιρροή που είχε πάνω τους, τόσο γινόταν ο ιδανικός υπηρέτης της αδηφαγίας τους.
Η αγορά είχε αγριέψει.
Σχεδόν οι πάντες κατανάλωναν διαρκώς πολύ περισσότερα από όσα είχαν ανάγκη. Αρκετοί μάλιστα ξόδευαν παραπάνω από όσα μπορούσαν.
«Δεν είστε σπάταλοι, δεν είστε ανόητοι. Είστε επενδυτές», διέρρεε από το παλάτι. Ο ευνούχος παρατηρούσε τους φόρους του να αυξάνονται και οι φίλοι τους έτρωγαν με χρυσά κουτάλια.
Παράλληλα, αυτή η μανία των πρώην αυλικών είχε αυξήσει τόσο την ζήτηση σε πολλά προϊόντα. Η τιμή τους ανέβαινε συνεχώς, γεγονός που προσέλκυε κερδοσκόπους.
Ένα χειμώνα, εξαφανίστηκαν οι ντομάτες από τους πάγκους. Κάποιος τυχερός, έφερε την ξεχασμένη παραγωγή του στην αγορά και όλοι αφήνιασαν.
Άπαντες ζητούσαν τις ζαρωμένες ντομάτες. Τρελάθηκε.
Είχε περισσέψει μια τελευταία σακούλα όμως οι πελάτες ήταν κάμποσοι. Πήγε να την πάρει ο πρώτος στην σειρά αλλά δεν πρόλαβε. Ο επόμενος πρόσφερε παραπάνω και ξεκίνησε ένας ανέλπιστος πλειστηριασμός. Στο τέλος η σακούλα πουλήθηκε στην διπλή τιμή.
Όποιοι αγόρασαν νωρίτερα διέκριναν μια ευκαιρία. Έτσι, αντί να καταναλώσουν τις ντομάτες, επέλεξαν να κατέβουν ξανά στους πάγκους το επόμενο πρωί και να τις διαπραγματευτούν. Αυτοί που είχαν μείνει με το παράπονο, βρέθηκαν εκ νέου πλειοδότες. Οι σακούλες άλλαξαν χέρια στην τριπλάσια τιμή. Επικράτησε πανικός και οι ζαρωμένες ντομάτες έφτασαν να αξίζουν περισσότερο από χρυσό. Έπαψαν να είναι ένα ζαρζαβατικό και γίνηκαν επενδυτικό αγαθό.
Το ίδιο συνέβη και στους υπόλοιπους πάγκους. Οι διπλανοί μανάβηδες μπήκαν στο κλίμα. Παρατηρήθηκαν τεχνητές εκλείψεις σε καρότα, μαϊντανούς, κρεμμύδια, μύδια και αμπελοφάσουλα. Οι τιμές εκτοξεύτηκαν. Τίποτα δεν στοίχιζε όσο άξιζε.
Υπνωτισμένοι μέσα στην υπερβολή, οι περισσότεροι εκταμίευαν το χρυσάφι για να το ανταλλάξουν με οπωροκηπευτικά. Άλλοι πλησίαζαν τα όριά τους και έμειναν από ρευστό. Αναγκάστηκαν έτσι να μετακυλήσουν στην αγορά παραγωγών.
«Δώσε μου τρία καρότα για εφτά σκελίδες και δυο αγγούρια το καλοκαίρι», ακουγόταν συχνά πυκνά εκεί έξω.
Μια (ακόμα) φορά και ένα (κακό) καιρό…
Ήταν μια χώρα μακρινή που όλο και κάπου μοιάζει.
Ο υπέργηρος βασιλιάς ήταν τυχερός αλλά και άτυχος μαζί. Παρά τις δολοπλοκίες, είχε καταφέρει να διατηρήσει τον θρόνο του. Για να ισχυροποιήσει την παντοκρατορία του, πήρε από κοντά στα ιδιαίτερα μια μικρή χαζή χωριατοπούλα, αφήνοντας στην τύχη της, την επίσης χαζή και σταφιδιασμένη σύζυγο.
Ο λαός λένε πως τον είχε συμπάθεια. Άλλοι ισχυρίζονται πως ήταν βρομεροί συμφεροντολόγοι που στην πλειοψηφία τους δούλευαν για το παλάτι, ενώ κάποιοι ουδέτεροι μιλάνε για έναν εντελώς ηλίθιο λαό. Κακεντρέχειες ή μη, απουσία κριτικής διάθεσης, η ιστορία είχε συνέχεια.
Το χούφταλο μονάρχης διαπίστωσε πως έφτανε ο καιρός για να τα κακαρώσει. Οι φωνές για την διαδοχή όλο και πλήθαιναν.
«Στα υπόλοιπα ανεπτυγμένα βασίλεια συνηθίζεται να προετοιμάζουν πρίγκιπες».
Ανέκαθεν είχε χεσμένα τα ξένα βασίλεια ο δικός μας. Έλα ντε που δεν μπορούσε να το εκφράσει ελεύθερα στους ακολούθους του. Ήταν πλέον πολύ αργά για απομυθοποίηση. Πολλές φορές, για να μην του πρήζουν στις γλυκές στιγμές εξουσίας, ο βασιλιάς έδειχνε προς το μόγγολο, τον πρωτότοκο γιό του. Τον πρώτο δηλαδή που αξιώθηκε να αναγνωρίσει, γιατί μπορεί να είχε κι άλλα μεγαλύτερα τέκνα.
«Αυτός…» έδειχνε με νόημα για να κλέψει χρόνο ανεμελιάς.
Δεν το είπε ποτέ κατά λέξη. Πιθανόν να μην τον ένοιαζε καθόλου το θέμα της διαδοχής. Δεν αποκλείεται να αγνοούσε εντελώς το γεγονός ότι κάποτε θα τα κακάρωνε αναπόφευκτα.
Αφού πέτυχε να απομακρύνει τον καταραμένο αυλικό Βελζεβούλ από τον θρόνο, πίστευε ότι κανένας δεν θα τον κατηγορούσε για απραξία. Και έτσι έγινε τελικά, περισσότερο επειδή τελικά πέθανε στον ύπνο του, αγκαλιά με το σκήπτρο.
Ούτε καν μπήκαν στον κόπο να κοιτάξουν το μόγγολο, καθώς εκείνο έδειχνε προσηλωμένο καβαλόντας καθαρόαιμα στην ύπαιθρο.
Διατηρώντας φρέσκια την εικόνα του Βελζεβούλ και της διαβολικής στρατιάς που παραμόνευε, οι διεκδικητές έπρεπε να λύσουν άμεσα τις διαφορές τους. Ωστόσο οι προσωπικές τους φιλοδοξίες ήταν τόσο ισχυρές που καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την συμπόρευση.
Στα εννιάμερα του μακαρίτη και καθώς σημείο τομής δεν είχε βρεθεί, για να καλυφθεί επικοινωνιακά το κενό κάθισμα με το πουπουλένιο μαξιλαράκι, κατέφυγαν σε μια λύση ανάγκης.
«Στείλτε στον θρόνο… τον ευνούχο»!
Ελάχιστα απασχολούσε τους παρατρεχάμενους ότι ο ευνούχος έμοιαζε σαν ανάποδο γαμώτο. Για έναν λαό που μπορεί εντέλει να ήταν ηλίθιος, το μόνο που μετρούσε ήταν κάποιος να γεμίζει τον θρόνο.
Εσπευσμένα, έντυσαν τον τυχάρπαστο αυλικό με βελούδα και φτερά. Με συνοπτικές διαδικασίες τον ανήγγειλαν στο πλήθος.
«Αυτός είναι ο νέος σας βασιλιάς. Ναι;; Ναι να λέτε…»
Το δυσκολότερο μέρος της τελετουργικού ήταν να αποδείξουν στους καχύποπτους ότι ο νέος αρχηγός… είχε @ρχίδια. Με επικοινωνιακούς χειρισμούς και υπεκφυγές, εξομάλυναν την κατάσταση. Δεν έπεισαν, όμως βοήθησαν να ξεχαστεί το όποιο κενό στα γρήγορα.
Για κακή τους τύχη, ο ευνούχος δεν ήταν ακριβώς ευνούχος. Διαπίστωσαν ότι είχε ότι χρειαζόταν ώστε να τους την φορέσει κανονικότατα. Πριν ακόμα καταλάβουν τι τους βρήκε, οι δελφίνοι είχαν παραγκωνιστεί τόσο, που ούτε καν μπήκαν στην διαδικασία για το μεταξύ τους ξεκαθάρισμα.
Το κοντό κίτρινο ανθρωπάκι, αν και εμφανώς αλλεργικό στο βελούδο και το μετάξι, έβγαλε καντήλες που ουδέποτε ξεφορτώθηκε, αλλά επιβεβαίωσε με τις κινήσεις του ένα παλιό ρητό:
«Δεν έχει σημασία το πως βρέθηκες στον θρόνο. Σημασία έχει το τι θα πράξεις μετά».
Έρεπε να χτίσει τον μύθο του. Μόνο έτσι θα μπορούσε μετέπειτα να κωλοκάθεται ανενόχλητος. Δεν ήταν δα και ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κόσμο για να διαπιστώσει με ποιους ακριβώς είχε να κάνει.
Ήταν ιδιαίτερα μεθοδικός. Για να καλύψει τα ανύπαρκτα ηγετικά του προσόντα, μιλούσε περίεργα, τα μασούσε κοινώς. Ελάχιστοι νόμιζαν ότι καταλάβαιναν τα λεγόμενα του νέου εξουσιαστή.
Για να περιορίσει την γκρίνια, βόλεψε όλους τους πρώην ανταγωνιστές του στο παλάτι. Δώρισε στο μόγγολο μια άγρια φοράδα και τον έστειλε μόνιμα στα λιβάδια.
Επί της ουσίας, έπρεπε να κυβερνήσει. Επειδή υπήρξε μια ζωή στην πείνα, αντιμετώπιζε τον χρυσό με ευλάβεια. Αν μάλιστα δεν είχα χρησιμοποιήσει βρομόλογα παραπάνω, θα το παραλλήλιζα με το σκεπτικό όπου μια επίμονη παρθένα αναφέρεται προσεγγιστικά στον φαλλό.
Κάθε μέρα διακυβέρνησης, ο ευνούχος διαπίστωνε ένα συγκεκριμένο παράδοξο. Το βασίλειο ήταν αρκετά πλούσιο. Παρά τους αετονύχηδες που κυκλοφορούσαν στο προαύλιο, το θησαυροφυλάκιο ήταν τιγκαρισμένο.
«Ποιανού είναι όλα αυτά», απόρησε.
Του εξήγησαν ότι τα περισσότερα άνηκαν στον λαό. Κυρίαρχο τον είχε ονομάσει ο προκάτοχός του, περισσότερο για λόγους αυτονόητους.
«Μα πως γίνεται; Η λαχαναγορά έχει τα απολύτως απαραίτητα, παραπέμποντας σε μια τριτοκοσμική κατάσταση ενώ εκεί μέσα δεν χωράει άλλο χρυσάφι;»
Ο τραπεζίτης αποκάλυψε ένα μεγάλο μυστικό. Την «Αποταμίευση». Αφού σχεδόν όλοι εργάζονταν για το παλάτι, ήταν μισθωτοί. Πληρώνονταν κάθε μήνα, κρατούσαν όσα χρειάζονταν για τα πάγια έξοδα και τα υπόλοιπα τα εμπιστεύονταν στον επίσημο κουμπαρά. Έτσι το παλάτι φαινόταν εύρωστο με γεμάτο θησαυροφυλάκιο και διέθετε τα απαραίτητα χρήματα για τις υπέρογκες πληρωμές. Άσχετα εάν στην πραγματικότητα δεν του αναλογούσε δεκάρα τσακιστή. Οι φόροι που μαζεύονταν, ουσιαστικά δεν έφταναν ούτε για την μισή μισθοδοσία ενώ τα αρπακτικά όλο και κάτι έκλεβαν κάθε τόσο.
Όποιοι επεδίωκαν να στήσουν την δική τους ανεξάρτητη δουλειά, συχνά αντιμετωπίζονταν σαν να είχαν λέπρα. Τα ακριβά αγαθά απουσίαζαν πλήρως από τους πάγκους και η κίνηση ήταν μόνιμα υποτονική.
«Μαλακία. Το χρήμα πρέπει να κινείται», σκέφτηκε ο βασιλιάς ευνούχος.
Έντρομοι, οι φραγκοφονιάδες υποτακτικοί προειδοποίησαν ότι όποια απόπειρα για απόδοση των καταθέσεων στους δικαιούχους θα έβγαζε παραέξω μια πικρή αλήθεια. Μπροστά στο έλλειμμα και την εξαπάτηση, δύσκολα θα γλύτωναν την γκιλοτίνα.
«Θα το βγάλουμε σταδιακά», καθησύχασε με το συλλογισμό του εκείνος.
Πράγματι, η κατάσταση στο παζάρι ήταν απογοητευτική. Λίγα σακιά φασόλια, πέντε μπούτια καπνιστό και μετρημένα σκοροφαγωμένα υφάσματα δεν καθρέφτιζαν την πραγματική εικόνα.
Η εικόνα του άγνωστου ευνούχου στα μάτια των συναδέλφων βασιλιάδων ήταν η χειρότερη. Κανένας δεν τον γνώριζε, κανένας δεν τον αναγνώριζε και κανένας δεν το έπαιρνε στα σοβαρά.
Αυτό έπρεπε να αλλάξει πάση θυσία.
Για να καταφέρει κάποτε να γίνει ισάξιος μονάρχης, ο ευνούχος έπρεπε να κυβερνήσει. Για να κυβερνήσει, ήταν απαραίτητο να συμβουλεύεται τους εμπειρότερους βασιλιάδες. Ο μόνος τρόπος να του εμπιστεύονται τα μυστικά εξουσίας ήταν να κερδίσει τον σεβασμό τους.
Δεν έχασε λεπτό, μάζεψε τους τραπεζίτες, τους έντυσε με τις μακριές μαύρες κουκούλες και κατασκόπευσαν τα πιο εύρωστα βασίλεια. Παρατήρησαν συμπεριφορές και έκλεψαν ιδέες. Όταν επέστρεψαν, είχαν ήδη καταστρώσει το μεγαλεπήβολο σχέδιο τους.
Το ονόμασαν «Επενδύσεις». Έστειλαν αγγελιοφόρους που ζητούσαν από τους ξένους εμπόρους να επισκεφτούν την τοπική αγορά με την πραμάτεια τους. Μόλις αντίκρισαν τους σπαγκοραμμένους δημόσιους υπάλληλος, οι επίδοξοι έμποροι εξαφανίστηκαν και ελάχιστοι επέλεξαν να ξαναπεράσουν.
Τα πήρε ο ευνούχος και άρχισε τα γαμοσταυρίδια.
«Έτσι θα γίνετε Ευρωπαίοι;;; θα δείτε τι θα πάθετε καρμίρηδες», απειλούσε.
Το επόμενο πρωινό τους μάζεψε όλους στην πλατεία και άρχισε να κόβει κώλους. Απέλυσε σχεδόν το μισό αχρείαστο προσωπικό. Οι μοδίστρες έκλαιγαν και οι κηπουροί καταριόντουσαν.
Ο τραπεζίτης μοίραζε τις αποζημιώσεις και τους συμβούλευε να κάνουν δικές τους δουλειές. Σιγά σιγά, η αγορά γέμισε από καινούριους πάγκους. Απαλά υφάσματα, λουλούδια, νέα είδη φρούτων και λαχανικων. Μπροστά στην προσφορά νέων προϊόντων και υπό το βάρος της συναδελφικότητας, οι εναπομείναντες καβατζομένοι ψώνιζαν παραπάνω.
Η στοιχειώδης ευημερία είχε επιτευχθεί. Οι κρατικοί μισθοί είχαν ελαττωθεί ενώ οι πάγκοι απέδιδαν φόρο στον άρχοντα. Ικανοποιημένος από τις εξελίξεις, ο ευνούχος βάφτισε το φαινόμενο «Επιχειρηματικότητα».
Κανένας δεν έδειχνε δυσαρεστημένος. Μερικοί βασιλείς έπαιρναν πλέον τον ευνούχο στα σοβαρά και κάποια καραβάνια κατέφθαναν τακτικότερα.
Το βασίλειο είχε δικά του έσοδα. Όλα κυλούσαν κατ’ ευχή, γεγονός που έφτιαχνε τον ευνούχο συνέχεια. Πολλοί μιλούσαν για εκείνον με τα καλύτερα λόγια:
«Ε, τι πειράζει που είναι λιγάκι κίτρινος;»
Δεν χρειάστηκε πολύ καιρό ώστε να την ψωνίσει. Κοιτούσε μπροστά, όμως όχι κοντά. Ή μήπως το αντίθετο;
Γεγονός ήταν πως καλόμαθε και πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Υποθέτοντας πως η «Επιχειρηματικότητα» θα μεγεθυνόταν με δοκιμασμένες μεθόδους, πήρε ανεύθυνες πρωτοβουλίες.
Απέλυσε κι άλλους μισούς. Τους μισούς από τους εναπομείναντες.
Οι ντελάληδες δούλευαν με ιδιωτικά συμφωνητικά και οι αμαξάδες με leasing!
Η πλειοψηφία μετατράπηκε σε ελεύθερους επαγγελματίες. Τα είδη στην αγορά βρίσκονταν σε αφθονία και το βασιλικό ταμείο εισέπραττε συνεχώς νέους φόρους.
Κάτι βρωμούσε όμως…
Όσο τα πάντα ήταν σε άνοδο, όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Κάποια στιγμή επήλθε καθίζηση. Η αγοραστική δύναμη του καθενός ήταν δεδομένη. Οι έμποροι ρίσκαραν σε ανοίγματος, επιδιώκοντας όπως ήταν λογικό περισσότερα κέρδη. Μέχρι να μάθει η πιάτσα να προφέρει το «Ανταγωνισμός», οι πιο αφελείς είχαν βάλει λουκέτο και ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν για τους πιο ξύπνιους.
Στις πρώτες γκρίνιες, έκανε εμφάνιση και το ξεχασμένο μόγγολο. Για να περιορίσει τα περιθώρια ανατροπής, ο ευνούχος τον περιμάζεψε στο πλάι του. Αγόρασε ακριβότερο άτι και τον ξαπόστειλε, πείθοντας τον ότι είναι υπουργός εξωτερικών!
Είπαμε, από εξουσία δεν σκάμπαζε πολλά. Τους υπόλοιπους παρατηρούσε και λειτουργούσε ανάλογα. Με την αξιοσημείωτη διαφορά πως μάθαινε γρήγορα και σταδιακά έμπαινε στο σωστό κλίμα.
Ενοχλημένος από τις οικονομικές εξελίξεις, ο ευνούχος βασιλιάς έπαιξε ένα ακόμα χαρτί. Κατέβηκε στην αγορά και συναντήθηκε με τους ισχυρότερους. Σε ένα απόμακρο χάνι, τα μιλήσανε και γρήγορα τα συμφωνήσανε.
Τους έδωσε κοψοχρονιά την αποκλειστικότητα στις προμήθειες του παλατιού. Αυτό τους έδινε ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους και γέμιζε ευκολότερα τις άπληστες τσέπες. Σε περίπτωση που κάτι στράβωνε στην αίθουσα του θρόνου, ο ευνούχος είχε την υποστήριξη και τις πλάτες που χρειαζόταν για να ανταπεξέλθει των προκλήσεων.
Τα ποτήρια τσούγκρισαν σταυρωτά και ο ταβερνιάρης που πήρε πρέφα το μυστικό δείπνο, μιλούσε για «Διαπλεκόμενα».
Από καθαρή σπόντα βρέθηκε με το σκήπτρο. Την τύφλα του δεν ήξερε. Έλα όμως που σύντομα γλυκάθηκε και αυτός. Ο ευνούχος δεν νοούσε πια να αποχωριστεί την εξουσία. Προσέδιδε ένα κύρος στον λαό του, κυρίως λόγω της πλασματικής ευημερίας, όμως παρόλα τα εχέγγυα επιθυμούσε να κλειδώσει τον ποπό του στο μαξιλαράκι έως την αιωνιότητα.
Μπορεί να αγόρασε τους σωστούς ανθρώπους, όμως έχανε την παραμικρή του επαφή με την πραγματικότητα. Όσο ξεγελούσε τον εαυτό του σχετικά με την επιρροή που είχε πάνω τους, τόσο γινόταν ο ιδανικός υπηρέτης της αδηφαγίας τους.
Η αγορά είχε αγριέψει.
Σχεδόν οι πάντες κατανάλωναν διαρκώς πολύ περισσότερα από όσα είχαν ανάγκη. Αρκετοί μάλιστα ξόδευαν παραπάνω από όσα μπορούσαν.
«Δεν είστε σπάταλοι, δεν είστε ανόητοι. Είστε επενδυτές», διέρρεε από το παλάτι. Ο ευνούχος παρατηρούσε τους φόρους του να αυξάνονται και οι φίλοι τους έτρωγαν με χρυσά κουτάλια.
Παράλληλα, αυτή η μανία των πρώην αυλικών είχε αυξήσει τόσο την ζήτηση σε πολλά προϊόντα. Η τιμή τους ανέβαινε συνεχώς, γεγονός που προσέλκυε κερδοσκόπους.
Ένα χειμώνα, εξαφανίστηκαν οι ντομάτες από τους πάγκους. Κάποιος τυχερός, έφερε την ξεχασμένη παραγωγή του στην αγορά και όλοι αφήνιασαν.
Άπαντες ζητούσαν τις ζαρωμένες ντομάτες. Τρελάθηκε.
Είχε περισσέψει μια τελευταία σακούλα όμως οι πελάτες ήταν κάμποσοι. Πήγε να την πάρει ο πρώτος στην σειρά αλλά δεν πρόλαβε. Ο επόμενος πρόσφερε παραπάνω και ξεκίνησε ένας ανέλπιστος πλειστηριασμός. Στο τέλος η σακούλα πουλήθηκε στην διπλή τιμή.
Όποιοι αγόρασαν νωρίτερα διέκριναν μια ευκαιρία. Έτσι, αντί να καταναλώσουν τις ντομάτες, επέλεξαν να κατέβουν ξανά στους πάγκους το επόμενο πρωί και να τις διαπραγματευτούν. Αυτοί που είχαν μείνει με το παράπονο, βρέθηκαν εκ νέου πλειοδότες. Οι σακούλες άλλαξαν χέρια στην τριπλάσια τιμή. Επικράτησε πανικός και οι ζαρωμένες ντομάτες έφτασαν να αξίζουν περισσότερο από χρυσό. Έπαψαν να είναι ένα ζαρζαβατικό και γίνηκαν επενδυτικό αγαθό.
Το ίδιο συνέβη και στους υπόλοιπους πάγκους. Οι διπλανοί μανάβηδες μπήκαν στο κλίμα. Παρατηρήθηκαν τεχνητές εκλείψεις σε καρότα, μαϊντανούς, κρεμμύδια, μύδια και αμπελοφάσουλα. Οι τιμές εκτοξεύτηκαν. Τίποτα δεν στοίχιζε όσο άξιζε.
Υπνωτισμένοι μέσα στην υπερβολή, οι περισσότεροι εκταμίευαν το χρυσάφι για να το ανταλλάξουν με οπωροκηπευτικά. Άλλοι πλησίαζαν τα όριά τους και έμειναν από ρευστό. Αναγκάστηκαν έτσι να μετακυλήσουν στην αγορά παραγωγών.
«Δώσε μου τρία καρότα για εφτά σκελίδες και δυο αγγούρια το καλοκαίρι», ακουγόταν συχνά πυκνά εκεί έξω.

(κόβεται απότομα γιατί συνεχίζεται)

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008

Στην πόρνη που μου πήρε τα ποιήματα

Ποίημα του Κάρολου Μπουκόφσκι, 1963
Πο8ική απόδοση, μοιάζει κάπως με το αυθεντικό.
...
Μερικοί λένε πως θα πρέπει να κρατάς την προσωπική τύψη από το ποίημα,
Να μένεις αποσπασματικός, υπάρχει κάποιος λόγος γι’ αυτό,
Μα για όνομα του Θεού,
Δώδεκα ποιήματα λείπουν και δεν έχω κρατήσει αντίγραφο.
Επίσης έχεις τους πίνακές μου, τους καλύτερους μου.
Ασφυκτιώ.
Προσπαθείς να με τσακίσεις όπως όλους τους άλλους;
Γιατί δεν μου πήρες τα φράγκα;
Έτσι κάνουν συνήθως στους μεθυσμένους και σε αφασία κρεμανταλάδες.
Την επόμενη φορά, πάρε το αριστερό μου χέρι ή ένα πενηντάρικο.
Όχι όμως και τα ποιήματα μου.
Δεν είμαι ο Σαίξπηρ,
Απλώς κάποια στιγμή δεν θα υπάρχουν άλλα,
Oύτε αποσπάσματα ούτε τίποτα
Πάντα θα υπάρχουν λεφτά, πουτάνες και μεθύστακες.
Μέχρις εσχάτων
Μα, όπως λέει κι ο Θεός σταυροπόδι:
«Βλέπω που έπλασα πολλούς ποιητές, όχι όμως αρκετή ποίηση».

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008

Κο3μοΠό8: Βασιλική

Μερικές φορές σας το λέω και με χλευάζετε. Το σκονισμένο βρίσκεται σε στρατηγικής σημασίας πόστο. Μια ανοικτή πόρτα στο κέντρο της πόλης. Ποτέ δεν ξέρεις και ποτέ δεν μπορείς να υπολογίσεις ποιος ή τι θα περάσει το κατώφλι.
Νομίζω πως έχω βιώσει κάμποσες προσωπικότητες στα λίγα χρόνια που το διατηρώ ξεκλείδωτο. Διάσημες, ημιδιάσημες, διασκεδαστικές και καθημερινές. Κάθε μία είχε ξεχωριστή γοητεία.
Πολιτικοί και πληκτικοί, συγγραφείς και απλοί γραφείς, ηθοποιοί και γελωτοποιοί, ντίβες και σαχλοκούδουνα. Ότι και να σκεφτείτε, με λίγη προσπάθεια θα ανακαλέσω και την αντίστοιχη περίπτωση.
Ειδικά εκείνες τις μέρες που το μάτι δεν δείχνει να συνηθίζει το φως της ημέρας, μπορεί να θυμηθώ και πιο hardcore γνωριμίες.
Μην ήτανε ο Έλβις κι ο Ιντιάνα, μην ήτανε η Δάφνη και ο Μάϊμος!
Ότι όνομα και να σας εξομολογηθώ, το δούλεμα δεν το γλυτώνω.
Επομένως ας συρρικνώσω τα περιστατικά μιας μεγάλης συλλογής αποκλειστικά για αυτούς που είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν.
Τείνει να γίνεται εκνευριστικό. Να λες δηλαδή την εμπειρία σου και αντί να ανοίξουν τα στραβά τους, το γυρνάνε στην πλάκα.
Από ένα σημείο και έπειτα, μάλλον επειδή είχε παραγίνει το κακό, επιμένω να κρατώ αποδεικτικά στοιχεία.
Εντάξει, μπορεί να μην πρόλαβα να ζητήσω το βρακί της Πάρις Χίλτον, όμως φαίνεται να τα κατάφερα σε πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις.
Την Πάτι Σμιθ για παράδειγμα!
Ναι, αλήθεια είναι. Περνάει από το βιβλιοπωλείο τακτικά. Δυο-τρεις φορές την εβδομάδα μίνιμουμ, ενώ μπορεί να χαιρετιόμαστε καθημερινά, πρωί και βράδυ. Αυτή η φωνή, νοικιάζει διαμέρισμα ένα στενό πιο κάτω!
Μιλάμε ταπεινά, προσγειωμένα. Για τη ζωή, για τη ΔΕΗ, για τις χαμένες επαναστάσεις, για κόμικ, για μαθήματα, ενίοτε για αναρχοαυτόνομα γκομενάκια, τέτοια πράγματα.
Ίσως να μην έχει σημασία το θέμα κάθε φορά, αλλά μάλλον το γεγονός ότι μπορούμε να συνεννοούμαστε αρκετά καλά. Βλέπετε, τα κοριτσάκια 20-22 σήμερα μαστίζονται από έλλειψη... προσωπικότητας. Στην Πάτι, κατά κόσμο Βασιλική, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Φαίνεται να την γλύτωσε!
Σήμερα το πρωί, η Βασιλική μου επιφύλασσε μια τεράστια έκπληξη.
Με ανακάλυψε στο παρατημένο μου Λοστινσπέις και έστειλε πρόσκληση.
Κοιτάζω από περιέργεια. Μετά από λίγη προσπάθεια ανακαλύπτω πως επρόκειτο για την γειτόνισσα! Στο καπάκι ακούω τις μουσικές της.
«Μπράβο η κοπέλα. Ωραίο προφίλ έφτιαξε. Πάτι Σμιθ, Μαριάν Φέηθφουλ, άντε και λίγο από τη Ναταλία την Μέρτσαντ. Έχει καλό γούστο», σκέφτηκα.
Ύστερα κατέφτασε ο καφές...
Η μουσική συνέχιζε, με τη διαφορά ότι η χροιά της φωνής έμοιαζε κάπως πιο γνώριμη.
Ποια Μαριάν και ποια Μερτσαντ;
Μα τα αυτιά μου τα πέτσινα. Η φωνάρα ήταν της Βασούλας!
Τώρα πλέον όλα τεκμηριώνονται και αν σας αρέσει.
Πολύ απλά, η Βάσω είναι όντως η Πάτι Σμιθ.
Δεν παρακολουθώ τις εξελίξεις, οπότε αδιαφορώ πόσο προχώρησε το σύστημα στο Χόλυγουντ ή στο Θιβέτ. Ποσώς νοιάζομαι για το πως ακριβώς τα κατάφερε να μεταμορφωθεί σε φιγούρα της γειτονιάς και επωφελούμαι του αποτελέσματος.
Μοιράζομαι στιγμές με μια σταρ!
Πρέπει να βρω τρόπο να της πω ένα καλό λόγο. Απουσιάζουν τα χρονικά περιθώρια μιας και κοντεύει μεσημέρι, ύποπτη χρονική στιγμή που αρέσκεται να κάνει ντου.
Το μόνο που μου έρχεται είναι το εντελώς δήθεν:
«Δεν περίμενα τόσο καλή ερμηνεία»
Θα ήταν σαν κάτι στερεότυπες φιλοφρονήσεις, μισό χέσιμο:
«Είστε η αγαπημένη μου ηθοποιός από τότε που ήμουν μικρός».
Υπήρξε αρκετός ενθουσιασμός για να το αφήσω να περάσει στο ντούκου.
Έτσι, αποφάσισα να μοιραστώ το πρόσφατο εύρημα με όλους.
Τέσσερα τραγούδια είναι ανεβασμένα στο προφίλ της Βασιλικής
Ειδικά το τελευταίο “Broken Dreams” του έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια.
Μην τυχών υψώσετε μύτες και την δείτε κάπως...
Πατήστε και σχηματίστε προσωπική άποψη.
Θα διαπιστώσετε σύντομα ότι κυκλοφορείτε στον ίδιο κόσμο με μια μεγάλη φίρμα! Ανάμεσα σε δίσκο και πτυχίο, μπορεί να ποντάρω στο δεύτερο, όμως μετά από τόνους μούφας που ήδη έχετε κάνει γαργάρα, είναι εποικοδομητικό να θυμάστε πως μερικές δουλειές που κυκλοφορούν «για την πλάκα» (μην το πω με «κ» και παρεξηγηθώ) αξίζουν παραπάνω από γυαλιστερές ετικέτες και συλλεκτικές εκδόσεις.
Αυτά για σήμερα.
Για να αφιερώνουμε και λίγο χώρο στον πολιτισμό!

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

Φταίει μάλλον ο ανάδρομος Ερμής

Δυο φιλόδοξες μπάντες έχω ανοικτές τις τελευταίες εβδομάδες.
Το ταξιδιωτικό «Οδός Κρεπών» και το έντυπο «Σουκόμι».
Με αυτές ασχολούμαι και προσπαθώ μήπως αξιωθώ και τις κλείσω. Το μεσοδιάστημα του καλοκαιριού άφησε πίσω καινούρια ξούρια που μετάλλαξαν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο δουλειάς.
Μπορεί να εξακολουθώ να βγάζω υλικό στις τρεις τα ξημερώματα με μισόκλειστα μάτια, με τη διαφορά ότι πλέον έχω την ανάγκη να τα ξανακοιτάξω και δεύτερη φορά. Να διορθώσω τις χοντράδες, να δώσω ευκρίνεια σε ομιχλώδεις προτάσεις, να απαλλαγώ από αυτογκόλ.
Την έπαθα ήδη τρεις φορές.
Είχα καλό, κατά την οπτική μου πάντα, περιεχόμενο και αφού είχα πάρει απόφαση να τα στείλω για βίζιτα στις κακόφημες πιάτσες των αδίστακτων αναγνωστών, κάτι προέκυπτε και στράβωνε η δουλειά.
«Πάτα το κουμπί να πάει στο καλό», γαργαλούσε το δάχτυλο.
«Περιμένω το Πρέσιντεντ, μείνε standby», εξηγούσαν οι νευρώνες.
«Εμπλοκή, περιπλοκή, διαπλοκή», επέμενε διστακτικά ο εγκέφαλος.
Αν νομίζετε πως απόλυτο κουμάντο κάνει ένας πειραγμένος εγκέφαλος, μάλλον είστε γελασμένοι. Η συνείδηση είναι εκείνη που πραγματικά γαμ.. και δέρνει εκεί μέσα. Σε περίπτωση που προκύπτει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δυο, καταρρέει το σύμπαν.
Το δάχτυλο έκανε κύκλους αναμονής πάνω από το κουμπί του ποντικιού και ο κέρσορας εκτελούσε αβλαβή διέλευση ανάμεσα στο «Αποστολή». Τα μάτια προχώρησαν σε στάση εργασίας ώστε να μην κουράζουν τον εγκέφαλο με επιπλέον ερεθίσματα.
Η συνείδηση, έτοιμη για μάχη μέχρι εσχάτων , μπουκάρει στο οβάλ εγκεφαλικό γραφείο και με εισαγγελικό ύφος σκορπάει ενοχοποιητικούς φακέλους με υποθέσεις και απορίες.
Πνιγμένος στα «αν», στα «μπορεί» και στα «μήπως», ο εγκέφαλος προσπαθούσε να δικαιολογηθεί μα δεν ήξερε τον τρόπο. Η συνείδηση ήταν καταιγιστική και δεν άφηνε περιθώρια τεκμηριωμένης αντιπαράθεσης.
Ήταν έκδηλο πως ο φαινομενικά κυρίαρχος νους δεν έκλανε μία χωρίς τις πλάτες της συνείδησης. Πολλοί την έχουν υποτιμήσει, αλλά όπως συμβαίνει συνήθως, τον ουσιαστικό έλεγχο τον έχει αυτός που κρύβεται πίσω από εκείνον που φαίνεται!
Η εξέλιξη ήταν προδιαγεγραμμένη και απουσία εκπλήξεων οι νευρώνες έλαβαν τελικά την ακυρωτική εντολή.
«Abort, abort, abort», μεταβιβάστηκε ακαριαία στα αρμόδια όργανα.
Τα δάχτυλα με μία μανούβρα αποφυγής χτύπησαν πρώτα στο «Αποθήκευση» και έπειτα στο «Έξοδος». Άλλη μια επιχείρηση έλαβε άδοξο τέλος.
Τόνοι χαλασμένων λέξεων θάφτηκαν στην χωματερή της λογοκρισίας.
Μονάχα μια εντυπωσιακή εναλλαγή του συνειδησιακού καθεστώτος θα μπορούσε να τις φέρει κάποτε ξανά στην επιφάνεια.
«Σύλλογος της πλάκας, πρόεδρος μαλάκας», ακούστηκαν ιαχές από τα επίσημα. Για ακόμη μία Κυριακή η ομάδα απογοήτευσε τον λαό της που πλήρωσε άσκοπα ένα επιπλέον εισιτήριο μήπως και δει θέαμα.
«Δεν έδεσαν μεταξύ τους οι νέοι παίκτες», μουρμούριζαν ελάχιστοι κατά την έξοδο. Επί της ουσίας δεν κουβέντιαζε κανένας.
Οι απόψεις εναλλάσσονταν στα λιγοστά μέτρα από τις πύλες έως τον ηλεκτρικό της επιστροφής. Καθώς τα κασκόλ έμπαιναν πάλι διπλωμένα στο παλτό κατά την μετάβαση προς την καθημερινότητα, σχεδόν όλοι θα κοιμόντουσαν με ένα μεγάλο ερωτηματικό.
«Τι φταίει που το Πρέσιντεντ κατέληξε να μετράει σχολαστικά τις λέξεις»;;
Έλα ντε! Τι φταίει ;;
Ένοχος από την ατυχή έκβαση της επικείμενης δημοσίευσης, ο νους φρόντισε να διαρρεύσει την απάντηση που έψαχναν οι οπαδοί του.
Με μαεστρία, αμόλησε παπαγαλάκια που σκόρπισαν στο πλήθος.
Όποτε ακουγόταν το «τι φταίει», εκείνα φώναζαν:
«Φταίει μάλλον ο ανάδρομος Ερμής»!

Έτσι, μπορεί οι περισσότεροι να έδειχναν μουδιασμένοι, όμως κάπου βαθιά ήξεραν. Μόλις ο Ερμής επανέλθει στα ίσια του, υπάρχει ελπίδα να βρουν το θέαμα που τους υποσχέθηκαν.

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008

Τελευταίο τσάρτερ για τη Σαμάνθα

Αδιαμφισβήτητα, ένα σημάδι της ρημαδιασμένης ταχύτητας ηλικίας είναι όταν είσαι αναγκασμένος να ξεκινήσεις την φράση σου με το «ήταν κάποτε» ώστε να γίνεις κατανοητός. Εφόσον ένα παιδικό σου βίωμα έχει μετατραπεί σε ξεθωριασμένη ανάμνηση, πρέπει να έχεις μεγαλώσει αδερφέ!
«Στο κάμπινγκ»
Έτσι λέγανε την σειρά που πρωτοπαίχτηκε στα τέλη του 80.
Σε κάποια παραλία της Πελοποννήσου, η ελληνική επαρχία γνωρίζει τον τουρισμό και το αντίστροφο.
Ήταν ίσως η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε ο ελληνικός τουρισμός στη σωστή του διάσταση, αφού είχε προηγηθεί το sirtaki-bouzouki-mousaka του εξήντα και εβδομήντα.
Η ζοφερή μουσικοχορευτική αντίληψη για το παρθένο εθνικό μας προϊόν έδειχνε να ξεφτίζει, ή έστω να μην ανταποκρίνεται εντελώς στην πραγματικότητα.
Με τον σοσιαλιστικό αέρα της δεκαετίας, έγιναν προσπάθειες για τουριστική ανάπτυξη της υπαίθρου με την εξεύρεση νέων μορφών και προορισμών που θα πλαισίωναν το συνολικό πακέτο. Όχι πως υπήρχε κάποιος συνταρακτικός σχεδιασμός πέραν μιας γενικευμένης φλου γραμμής. Περισσότερο αεριτζίδικες επενδύσεις και εποχιακές αρπαχτές.
Ο Τάκης (Μόσχος) κληρονομεί ένα κάμπινγκ και αποφασίζει να το λειτουργήσει. Στην επιχείρηση θα καταλήξουν να εργάζονται όλες οι αντιπροσωπευτικές ράτσες που συναντούσε κανείς τότε.
Ο ξάδερφος του Τάκη, ο χαϊλάντερ αλογάς Μήτσος (Καλογερόπουλος), αφού πρώτα υπέστη ένα πολιτισμικό σοκ, βολτάροντας τους τουρίστες, θα καψουρευτεί τη Σαμάνθα, μια σιτεμένη Γερμανίδα (Αγγλίδα;) που παραθέριζε χωρίς τον άντρα της.
Αν και η σχέση τους κρατάει στα περισσότερα επεισόδια, αυτό γίνεται περισσότερο για δένουν πολλές παράλληλες ιστορίες. Στην πλειοψηφία τους έβγαζαν γέλιο ενώ υπήρχαν και δυνατές δραματικές στιγμές.
Ο Μάϊμος (επίσης ένας αγνώριστος Καρογερόπουλος) συγκαταλέγεται στους κορυφαίους ρόλους της ελληνικής τηλεόρασης και σίγουρα από τους αγαπημένους μου.
«Εσύ είσαι το πατέρα μου ;;;;»
Μου πήρε δυο επαναλήψεις για να χωνέψει η παιδική ψυχή μου πως ο Μήτσος και ο Μάϊμος ήταν το ίδιο πρόσωπο! Και μόλις το συνειδητοποίησα, τρέφω έναν υπέρμετρο σεβασμό προς το μέγεθος του εν λόγω ηθοποιού.
Ανάμεσα σε εξαιρετικές ερμηνείες, αδικείται ο Χύτας που υποδυόταν ένα γνήσιο τυχοδιωκτικό καμάκι που συνδύαζε διακοπές με εργασία. Βρέθηκε στο κάμπινγκ όπου παρίστανε ένα πρώιμο baywatcher, επιδιδόμενος κυρίως στο κλασικό χάζι με τα κιάλια. Ίσως μια αυθεντική εκδοχή του «καμακιού», που καμία συγγένεια δεν διατηρούσε με την αντίστοιχη στερεότυπη της βιντεοκασέτας.
Ένα είναι σίγουρο. Η σειρά ήταν άκρως ρεαλιστική.
Δεν χρειαζόταν τρομερό σενάριο. Μια εφήμερη θερινή σεζόν κρύβει αρκετές ιστορίες, άσχετες μεταξύ τους. Θα μπορούσε να είχε γυριστεί σε περισσότερα από τα 13 επεισόδια και να παρέμενε εξίσου ενδιαφέρουσα δίχως να κουράζει.
Τεχνικό τερτίπι της εποχής ή σκοπιμότητα, οι τίτλοι τέλους. Μια άγρια σκοτεινή θάλασσα που πρόσδιδε μια μελαγχολία και οδηγούσε συνειρμικά στον χειμώνα. Έπαιζε και ένα κλαρίνο για να βαρύνει κι άλλο η ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα να κλείνω κάθε φορά το κουτί με βαριά καρδιά, διατηρώντας όμως μια τεχνητή μυρωδιά αντηλιακού.
Πόσες ακριβώς επαναλήψεις πέτυχα, δύσκολο να υπολογίσω. Δυστυχώς, το «Κάμπινγκ» δεν θεωρήθηκε ποτέ «σειρά πρώτης γραμμής» και δεν προβλήθηκε όσο θα περίμενε κανείς. Βέβαια, το γεγονός αυτό συντέλεσε ώστε να γίνει καλτ σε μεγάλο βαθμό.
...
Αν και θα γούσταρα να γράψω άλλο τόσο με περισσότερες λεπτομέρειες και στοιχεία για το σημερινό ρετρό, δεν θα το κάνω. Ίσως επειδή θέλω να καταλήξω κάπου διαφορετικά.
Να σας εξηγήσω γιατί απείχα ολόκληρο τέρμινο.
Εσείς δηλαδή, διακοπές δεν πάτε ;;;
Τι σημαίνει αλήθεια «γιατί δεν γράφεις»;;;
Δεν θα το ταλαιπωρήσω πολύ, απάντηση υπάρχει.
Γιατί ήμουν στο Κάμπινγκ!
Αν όχι, ακριβώς το ίδιο, σε ένα που έμοιαζε αρκετά!
Σε περίπτωση που αναρωτιέστε ποιανού τον ρόλο είχα, δώστε μου λίγο χρόνο και λύση θα βρεθεί.
Τότε, στην πρώτη προβολή, είχα εκστασιαστεί με την προοπτική του Μάϊμου!
Αλήθεια. Ενώ όλα τα υπόλοιπα μαλακισμένα της γειτονιάς την έβρισκαν με ότι παπαριά γυάλιζε λιγάκι παραπάνω, εγώ παρέμενα αμετακίνητος.
Ποιος Ιντιάνα Τζόουνς, ποιος Μπάτμαν και ποιος Ρόμποκοπ ;
Από μικρός ήθελα να είμαι ο Μάϊμος!
Οι λόγοι δεν είναι της παρούσης. Αρκεί μονάχα να σημειώσω ότι παραιτήθηκα της εμμονής μια δεκαετία αργότερα, όταν ανακάλυψα τον Φον Τρίερ μέσα από τους «Ηλίθιους».
Για τις ανάγκες του ποστ, ας πούμε πως ήμουν ο άλλος Καλογερόπουλος, ο αλογάς Μητσάρας. Που από σπόντα ανακάλυψε έναν διαφορετικό κόσμο και κάπου στην πορεία ερωτεύτηκε, για να διαπιστώσει εμπειρικά πλέον πως οι καλοκαιρινοί έρωτες κρατάνε το πολύ μέχρι τις πρώτες φθινοπωρινές ψιχάλες (σ.σ. διαβάστε καμιά παλιά ιστορία για να μην χρειάζεται να επαναλαμβάνομαι – γεια και χαρά σου Μπεν!)
Σημαντική διαφορά, η δική μου Σαμάνθα δεν επρόκειτο για ένα τσρτεροτσόλι που απατούσε τον άντρα της με κάποιο ντόμπρο επαρχιώτη. Ήταν μάλλον μια κατάσταση του μυαλού, μια πρωτόγνωρη εμπειρία.
Κάτι πρωτόγονο μου βρήκε, κάπως περίεργα μου άστραψε, με αποτέλεσμα να ολοκληρώσουμε μια δυνατή αλλά φαινομενικά αταίριαστη σχέση.
Τα πρωτοβρόχια φάνηκαν, επομένως η Σαμάνθα μου εξάντλησε όλα τα περιθώρια, αποχαιρέτισε ένα πρωί με τις σαμσονάιτ στο χέρι και καβάλησε το τελευταίο τσάρτερ της επιστροφής.
Ότι και αν συνέβη μεταξύ μας, θα συμπεριληφθεί στις αναμνήσεις μιας ζωής και όλα επανέρχονται σε παλιούς ρυθμούς. Η Σαμάνθα θα ξεχειμωνιάσει στο Βούπερταλ και είναι άγνωστο αν θα φιλοτιμηθεί να ξαναφανεί από το Κάμπινγκ.
Εγώ πάλι, θα πρέπει να μαζέψω τα ζωντανά μου (εσάς εάν δεν σηκώνετε παρεξήγηση) και θα κατευθυνθώ πίσω στη γνωστή στάνη.

Ποιος ξέρει, αν κάποτε βρω διάθεση, ίσως εξηγήσω τι ακριβώς ήταν η Σαμάνθα του καλοκαιριού.
Φέτος θα έχει λιγότερα από πέρυσι, ελπίζω να τραβήξει κάμποσο.
Ενδεχομένως να προκύψει υλικό που δεν προοριζόταν εξ αρχής για εδώ.
Με την ευχή να μαζευτείτε ξανά όπως παλιά.
Μην ξεχνάτε να ψηφίζετε. Επιτελείτε κοινωνικό έργο!
Καλό χειμώνα, για την ώρα.