Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

Exit Πο8: Εργασία και Ζωή

Το γκάλοπ του Νοεμβρίου.
Ένας σχολιασμός.

Τα τελικά αποτελέσματα της ψηφοφορίας έχουν ως εξής:
Στην ερώτηση "Ποιό σας αντιπροσωπεύει" απαντήσατε:

Δουλεύουμε για να ζούμε : 69 ψήφοι (30 %)

Ζούμε για να δουλεύουμε : 64 ψήφοι (28 %)

Δουλεύουμε για να δουλεύουμε και ζούμε για να ζούμε : 49 ψήφοι (22 %)

Είμαι άνεργος/στη φυλακή/πεθαμένος : 45 ψήφοι (20 %)

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007

Ο κέρσορας φορούσε Πράντα

Αααχχχ...
Μερικές φορές νιώθεις καλά. Όχι τέλεια, Απλά υποφερτά. Και ξεχνάς λίγο πολύ τις χρόνιες έννοιες που δυσκολεύουν τον ύπνο.
Μέχρι που επιβεβαιώνεται αυτός ο νόμος περί διαταραχής της προσωπικής ειρήνης. Παρόμοιο με έναν διάσημο νόμο του Μέρφυ. Και έρχονται τα πάνω κάτω.
Υποψίες υπάρχουν, οι ενδείξεις απουσιάζουν.
Τετάρτη, τι υπέροχη μέρα. Ελεύθερο απόγευμα. Ύπνος.
Κοιμάσαι όσο θες. Μια ιδιότυπη τράπεζα ύπνου. Μαζεύεις, για να υπάρχουν αποθέματα. Και να καλυφθούν ελλείμματα.
Σε γενικές γραμμές, η χθεσινή Τετάρτη ήταν υποφερτή.
Ξυπνάω κατά τις ειδήσεις. Των 8. Καφές, τροφή, ποδόσφαιρό και λίγο γράψιμο. Απλές και αγαπημένες συνήθειες.
Όμως είναι γνωστό. Δεν υπάρχει περίπτωση να μείνεις έτσι για πολύ. Ευτυχισμένος, αυτάρκης και ξέγνοιαστος, αποκοιμήθηκα ξανά.
Από ύπνο χορτάτος, κάποια στιγμή σκέφτηκα κάτι από αυτά τα παράξενα και σηκώθηκα για να το σημειώσω. Ο μικρός στο τέσσερα και ο ψηλός καμπάνα. Ανοίγω το μηχάνημα.
Έπρεπε να το στείλω σε κάποιον γνωστό. Αφού το γράφω μπαίνω στο δίκτυο.
Αλλά τι τα θες;
Συ κλαις; Συ δεν ήσουν που γέλαγες χτες;
Ο κέρσορας, αυτό το ενοχλητικό μυγάκι στην οθόνη πρέπει να είχε ενοχληθεί. Πεισματικά έστεκε κάπου πάνω δεξιά. Ακίνητος και μαρμαρωμένος.
Ποίο το πραγματικό μέγεθος της απέχθειάς του, που τον ξύπνησα στις άγριες εκείνες ώρες για να επεξεργαστώ τις όποιες ανησυχίες;
Μια λύση έμενε. Να επαναπροσδιορίσουμε την σχέση μας. Με μια επανεκκίνηση.
Δυστυχώς, όπως αποκαλύφθηκε εντός λίγων λεπτών, η παρεξήγηση επήλθε από το σύστημα ολόκληρο και όχι από ένα απλό και ταπεινό κέρσορα, όπως αρχικά υπολόγιζα.
Το ίδιο μου το μηχάνημα με είχε απορρίψει! Και δεν σήκωνε κουβέντα, δεν άφηνε μια πόρτα ανοικτή. Πεισματικά, δεν μπήκε στη διαδικασία να ξεκινήσει καν.
Μήπως φταίει πως το παραμελώ την μέρα; Μήπως νιώθει μοναξιά τα πρωινά που φεύγω για δουλειά; Αισθάνεται μειονεκτικά που το έχω μονάχα για να εκτονώνω τις άγριες μεταμεσονύκτιες διαθέσεις μου;
Η ουσία είναι πως τα πήρε άσχημα. Δεν απέμεινε ούτε μια τελευταία κουβέντα. Σιωπή.
Κρίμα, νέο μηχάνημα. Ούτε χρόνος. Αλλά έχω συνηθίσει πλέον, τα είχε ξανακάνει.
Θα το πάω στη μάνα του. Μπας και το μεταπείσει.
Η ουσία του θέματος είναι πως πάνε πια οι μέρες εκείνες που έβγαιναν τα επικά κομμάτια. Έως ότου επιστρέψει, θα πρέπει να περιοριστώ σε μικρά και βιαστικά, στα διαλείμματα στο μαγαζί.
Πολύ με στεναχώρησε. Δεν κοιμήθηκα. Το πήρα σερί. Οκτώ και κάτι, εργασία και χαρά.
Πριν μια βδομάδα, τα ίδια μου έκανε και ο μάστορας που έχω συνεργάτη στο γραφείο. Αυτός με φόβισε περισσότερο. Αλλά εντάξει.
Μαζεμένα αν σου εμφανίζονται, όσο να είναι προβληματίζεσαι. Κατέληξα:
- Είτε η νέα γενιά μας προέκυψαν αρρωστιάρικα πολύ και απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή
- Είτε έχω διαφοροποιήσει την συμπεριφορά μου απέναντι τους
- Είτε τα μοντέλα μιας μεγάλης αλυσίδας που παλιά ήταν αξιοπρεπής, έχουν μείνει επί φαλλού ...
- - Έχει μαιμουδιάσει πολύ η ιστορία
Δεν θα γίνω κακεντρεχής. Δεν θα συνδυάσω τη φωτογραφία με κάποια εταιρεία.Θα μείνω εδώ. Για ένα απροσδιόριστο διάστημα, θα βγαίνουν μικρά μόνο.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

Πήγε πενήντα, να τ' αφήσω;

Πενήντα κομμάτια με τούτο εδώ.
Δυο συμπληρωμένοι μήνες.
Ολοκληρωμένα και χρωστούμενα. Απ’ ότι προδιαγράφεται, το χρέος μεγαλώνει. Γιατί η ζωή κυλά και οι ανάγκες αυξάνονται.
Οι αναρτήσεις θα μένουν μισές, αδιόρθωτες ή μη συμπληρωμένες για να θυμίζουν. Μια σκέψη, ένα κλίμα, μια εποχή.
Εκπτώσεις δεν γίνονται. Ο βερεσές κομμένος.
Για να υπάρξει προσμονή. Μήπως και κάποτε προκύψει κάτι καλό, κάτι μεγάλο, κάτι δυνατό.
Τι είναι πράγματι το εγχείρημα του Ποθ;
Μακάρι να ήξερε!
Το σίγουρο είναι πως έχει πλάκα. Η όλη κατάσταση.
Ημερολόγιο δεν το λες, αν και μοιάζει αρκετά.
Σχολείο επίσης δεν το ονομάζεις, περισσότερο προαύλιο.
Δεν μιλάμε τόσο για γνώση όσο για επίγνωση.
Για μόρφωση ξεχάστε το. Πιο πολύ παραμόρφωση!
Το σίγουρο είναι πως έχει πλάκα. Επαναλαμβάνω.
Προφανώς από την δική μου πλευρά.
Αν πέτυχα, έστω και λίγο, να σας κάνω να γελάσετε, να εκνευριστείτε, να αναζητείτε κάτι ξένο και άγνωστο ή να προβληματιστείτε, τότε είμαι ικανοποιημένος.
Χαίρομαι που διαβάζω γνωστούς επισκέπτες. Έτσι θέλω να μείνει. Και οι λαθραναγνώστες είναι ευπρόσδεκτοι, ειδικά αν δεν το παραδεχθούν ποτέ.
Δεν θα ορκιζόμουν πως πρόκειται για τον κόσμο μου. Θα μπορούσε έως έναν βαθμό, αλλά δεν είναι. Μοιάζει με κάποια μπάσταρδη θεματογραφία, εμπνευσμένη από την μεταξύ μας αλληλεπίδραση.
Και προχωρά παράλληλα με έναν ιδιόμορφο χρόνο. Με «ταχύτητα ηλικίας» που έγραφε ο Νάσος παλαιότερα.
Άντε βρε, σε καλή μεριά.
Παρτάκια δεν θα πραγματοποιηθούν, δεν υπάρχει σάλιο. Εξάλλου είναι δύσκολο να σας μαζέψω όλους, τακτικούς και περιστασιακούς.
Μια σκέψη και πιθανόν μια ευχή αρκεί. Φωναχτά ή όχι.
Και οι κατάρες μπορεί να θεωρηθούν εποικοδομητικές.
Καλή σας μέρα. Καλή σας συνέχεια.

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2007

Της μεταπολίτευσης χαμένη γενιά

«Σύμφωνα με την σύγχρονη εκδοχή της ελληνικής ιστορίας, την 16ή Νοέμβρη 1973, στον χώρο του Πολυτεχνείου υπήρξε συνωστισμός! Ευρισκόμενο υπό το καθεστώς κατάληψης, πολύς κόσμος παστωμένος στις αίθουσες, οι περισσότεροι εξωσχολικοί, εμπόδιζαν τους φοιτητές από τα ακαδημαϊκά τους καθήκοντα. Για την επιβολή της τάξης και διατήρησης του συνταγματικού (και τότε) δικαιώματος της μόρφωσης, το κράτος αναγκάστηκε να ανοίξει εκ νέου τις πύλες του Πολυτεχνείου για να επιτρέψει στην επιστημονική κοινότητα να συνεχίσει το έργο της. Επειδή όμως κάποιοι κακεντρεχείς σκοπίμως κλείδωσαν και σφήνωσαν την κεντρική είσοδο, επιστρατεύτηκε όχημα του στρατού!»
Έγραψε η μικρή Αννούλα και η κυρία της έβαλε 8/10 γιατί είχε κάποια ορθογραφικά και συντακτικά λάθη!
Το νου σας κουφάλες! Τα μάτια στο πουλί! Υπάρχει λόγος.

Μάρτης του Ολυμπιακού 2004. Στο ΝΝΑ (Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών) με είχαν μπαγλαρώσει, ευτυχώς στο οφθαλμολογικό. Φτιάξαμε συμμορία και περιφερόμασταν ασκόπως για μέρες. Συχνάζαμε στο μπαλκόνι του ορόφου, μέσα σε κάτι πιτζάμες που αντί για νούμερο μεγέθους στην ετικέτα, έγραφαν τον αριθμό δωματίου! Η θέα δεν ήταν άσχημη. Κάπου στο βάθος ένα σύγχρονο κτίριο με γυάλινες σκεπές σε σχήμα πυραμίδας. Μου άρεσε και το σχολίασα με κάποιον, δεν θυμάμαι.
«Πολύ χλιδή στο εμπορικό απέναντι. Μου θυμίζει τότε που είχα πάει στο Λούβρο μικρός. Τέτοιες πυραμίδες είχε στην είσοδο.»
Και η απάντηση ήρθε αντικαταβολή:
«Αυτό το εμπορικό απέναντι που λες είναι… το Μέγαρο Μουσικής»!
Ρόμπα φορούσα, ρόμπα έγινα! Δεν πειράζει όλα για καλό σκοπό.
Λίγο αργότερα, αυτός που με διόρθωσε παρατήρησε κάτι παράξενο. Κάπου ανάμεσα στο μπαλκόνι και στο Μέγαρο, μέσα στα δέντρα έβλεπες κάτι μικρά πέτρινα σπιτάκια με κεραμίδια. Και καταμεσής τους, ο ιστός με την ελληνική σημαία. Επισήμανε:
«Τόσος χώρος. Όμως κοίτα που βάλανε τη σημαία. Μες τα δέντρα. Άκυρο;»
Δεν σιγοντάρισα. Δεύτερη γκάφα στο καπάκι πήγαινε πολύ. Ένας τρίτος τύπος, γύρω στα πενήντα που πρέπει να είχε όντως πρόβλημα δεν άντεξε. Με το μάτι μπαταρισμένο γυρνά και με ένα μνημειώδη τόνο στη φωνή είπε:
«Μαλάκες και οι δυο! Τα κεραμίδια που χαζεύετε είναι τα πρώην κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Χώρος μαρτυρικός.»
Σήμερα που το ξαναθυμάμαι, δεν έχει σημασία η δύσκολη θέση που βρεθήκαμε εξαιτίας της αλαζονείας μας. Ή αν θέλετε επειδή δεν ήμασταν υποχρεωμένοι να αναγνωρίζουμε τόσα πολλά κτίρια και σύμβολα που μας περιβάλουν.
Όταν ξεπέρασα την όποια ντροπή, βγήκα ξανά στο μπαλκόνι. Κοίταξα το Μέγαρο. Η Ελλάδα του σήμερα, του νεοπλουτισμού και της πλασματικής ευημερίας θα μπορούσα να σκεφτώ με μία αφέλεια. Στράφηκα προς τα κρατητήρια – χώρο αφάνταστου, άσκοπου και άγριου βασανισμού επί χούντας. Η Ελλάδα του Παπαδόπουλου και του Πολυτεχνείου, επίσης θα μπορούσα να σκεφτώ. Την υπερβολή την άφησα εκτός, είναι διαχρονική. Και τι χώριζε τους δυο διαφορετικούς κόσμους; Λίγα δέντρα, μια περίφραξη και ένας δρόμος! Όμως στο μπαλκόνι εκείνο βρισκόντουσαν άνθρωποι με προβλήματα όρασης!
Αν δεν είχαμε φάει στην μάπα τα «πάρτυ στις 7 του Μάρτη», πιθανόν να αντιλαμβανόμασταν πως λίγο πριν είχαν συμπληρωθεί 30 χρόνια και κάτι ψιλά από την επέτειο της Μεταπολίτευσης. Που συνηθίζεται να τιμάμε «όλα σ’ ένα» στου Νοέμβρη τις 17. Κοινό σημείο ένα όνομα: Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αλλά…
Μη χαλαρώνετε κουφάλες! Τα μάτια στο πουλί! Υπάρχει λόγος.

Αν δεν είχε περάσει η ώρα, θα είχα καταλήξει κάπου.
Τώρα όμως πρέπει να το συμπληρώσω αργότερα.
Όχι, μην περιμένετε.
Τα μάτια στο πουλί! Υπάρχει λόγος.

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007

Ο Καρπουζάνθρωπος

Έφαγα τον τόπο να το ξαναβρώ κάπου γραμμένο.
Για να μην γράψω κουτουρού
Πριν 45 χρόνια, βράδυ σ’ ένα Κουβανέζικο καταγώγιο στο Μπρονξ. Η βραδιά δεν έδειχνε να είχε επιτυχία. Στο ακροατήριο, αν αφαιρέσεις τα γκαρσόνια, βρίσκονταν μόλις 3 άτομα. Το ένα από τα οποία ήταν η γκόμενα του Μόνγκο, του κράχτη των μουσικών.
Ο Μόνγκο Σανταμαρία, Κουβανός μουσικός βρισκόταν ήδη για καιρό στις Σιχαμένες Πολιτείες. Αν και τον βάφτισαν Ραμόν, ο πατέρας του έδωσε το παρατσούκλι Μόνγκο από το όνομα ενός Σενεγαλέζου φύλαρχου (σ.σ. γεια σου Μανωλάκη). Έπαιζε κόνγκας και ήταν εξαιρετικός μουσικός, με μεγάλο κύρος στο χώρο των τότε λάτιν και τζαζ ακουσμάτων. Βλέπετε, είχε συνεργαστεί στη μπάντα του Πέρεζ Πράντο, για να τον αφήσει μετά από τρία χρόνια μονάχα για να συνοδεύει τον θρυλικό Τίτο Πουέντε στις περιοδείες του. Το νταβαντούρι κράτησε για άλλα έξι χρόνια. Στη συνέχεια σχημάτισε ένα νέο συγκρότημα και είχε λιγοστή επιτυχία.
Όμως αν δεν ήταν εκείνη η νύχτα του 1962 στο καταγώγιο του Μπρονξ, αμφιβάλω αν θα τον γνώριζε κάποιος μέχρι σήμερα.
Η μηδαμινή προσέλευση του κοινού άλλαξε τα σχέδια της μπάντας για το πρόγραμμα που θα ακολουθούσαν. Άρχισαν να πειραματίζονται. Στο πιάνο βρισκόταν ένας πιτσιρικάς που μόλις είχε βγάλει δίσκο.
Λεγόταν… πως λεγόταν να δεις…ααα…Χέρμπι Χάνκοκ!
Οι δυο μουσικοί ξεκίνησαν να αυτοσχεδιάζουν για τα ντουβάρια. Πάνω σε μια άγνωστη σύνθεση του δεύτερου. Ο τίτλος της;
Watermelon Man!
Σταδιακά συμμετείχαν και οι υπόλοιποι του συγκροτήματος. Το τελικό αποτέλεσμα του τζαμαρίσματος του Καρπουζάνθρωπου είναι ευρέως γνωστό έως σήμερα.
Αν και γύρισαν σπίτι άφραγκοι, το αποτέλεσμα εκείνης της νύχτας, ένα εντελώς τυχαίο περιστατικό εν μέσω μιας ατμόσφαιρας γεμάτης με αποτυχία και απογοήτευση, οδήγησε τους δυο άντρες στην αθανασία!
Από την επόμενη ήδη μέρα το κομμάτι συμπεριλήφθηκε στο ρεπερτόριο της μπάντας και δεν άργησε να βγει σε δισκάκι, ένα χρόνο μετά.. Και αποτελεί από τα πλέον ονομαστά σ’ ένα είδος λάτιν μουσικής που η Κυρά Σούλα σήμερα θα αποκαλούσε Μπουγκαλού (boogaloo).
Η πλέον διαδεδομένη έκδοση που ακούγεται ακόμα είναι εκείνη με τον επίσης ταλαντούχο μουσικό Πόνκο Σάντσες. Μια ζωντανή ηχογράφηση του Πόνκο και του Μόνγκο!
Η αρχική σύλληψη του Χέρμπι βασίζεται σε έναν παραδοσιακό σκοπό… των Πυγμαίων της Αφρικής. Και μετά μου λέτε πως το Goree δεν ήταν το κέντρο του κόσμου!
Μέχρι και οι Πόρτες (the Doors) παραδέχτηκαν πως εμπνεύστηκαν από το συγκεκριμένο τραγούδι και έστησαν ένα ολόκληρο δίσκο.
Ο Μόνγκο έγινε εμπορικός και συνέχισε για χρόνια μια λαμπρή καριέρα.
«Δεν είμαι ήρωας, άλλα έκανα ότι μπορούσα για να κάνω ευτυχισμένους τους πάντες», δήλωσε για να συνεχίσει
«και το πραγματοποίησα με πολλή αγάπη.»
Ωρε χαριτωμενιές που σας γράφω σήμερα!
Για να μην πείτε πως δεν δούλεψα απόψε, έκατσα και σας μετέφρασα πλήρως το τραγούδι στην ελληνική του εκδοχή.
Αν και «οι στίχοι» είναι μόνο δυο λέξεις (watermelon man) σε όλη τη διάρκεια του κομματιού, θα μπορούσα να το στείλω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ως μία λέξη (Καρπουζάνθρωπε)!
Και επειδή κάποιοι κακεντρεχείς από εσάς υποστηρίξουν πως αντιγράφω, ετοίμασα μια δεύτερη έκδοση που λέγεται : ο Πεπονόμαγκας!
Άντε βρε, καλό καλοκαίρι.

Πρόεδρα, αν δεν κατάλαβες ακόμα το τραγούδι έπαιζε για χρόνια σε τρέηλερ του Mega κυρίως. Το ξέρει μέχρι και η Κουτσή Μαρία!

Ο Χέρμπι είχε ένα σωρό γνωστά τραγούδια. Μεγάλος μάστορας. Είχε γράψει και το Cantaloop Island, που αν και γνωρίζω γεωγραφία αρκετά καλά, μ’ έκανε να πιστέψω πως υπάρχει τέτοιο νησί. Αποτέλεσε την αφετηρία ώστε να ανακαλύψω τα Νησιά του Πάσχα, στα οποία ως γνωστό σκοπεύω να μετοικήσω.

Zzzzzz.
Όλο επαναλήψεις παίζει μετά τις δώδεκα.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007

Το κοχύλι του Κόσμου

Αποφάσισα να το σβήσω. Δεν μου άρεσε καθόλου.

Απ’ την Κρεόλη στην φορμόλη

Δεν θα σας το κρύψω άλλο. Σας γράφω με βουρκωμένα μάτια.
Θα μπορούσε να ήταν από το μελιστάλαχτο κείμενο που σας ετοίμαζα όπως υποσχέθηκα. Όμως η συγκίνηση είναι καθαρά τεχνητή και ιάσιμη.
Έχω βάσιμες υποψίες πως αρρώστησα.
Μια αφόρητη υπνηλία απ’ το μεσημέρι με έχει καθηλώσει στον καναπέ. Εντάξει, έκανα μια σύντομη βόλτα να ξεζαλιστώ, αλλά το υπόλοιπο διάστημα είμαι ξάπλα.
Επειδή σας ξέρω καλά, είμαι σίγουρος πως θα ξεκινήσετε να αμφιβάλετε για την ειλικρίνεια του θέματος. Τελικά είναι σκληρή δουλειά οι show business!
Να σας καθησυχάσω μιας και κακό σκυλί, ψόφο δεν έχει ως γνωστό.
Φάρμακα δεν παίρνω ποτέ. Ούτε ασπιρίνη. Ο γιατρός συνέστησε ένα ειδικό σκεύασμα το οποίο έχω παραγγείλει και περιμένω με αγωνία.
Αγωνία ίσως να έχετε και εσείς γι’ άλλο λόγο. Δυστυχώς αντί για τις περιπέτειες μιας μυστήριας Κρεόλης, θα πρέπει να βολευτείτε μ’ ένα ανέκδοτο της φορμόλης!
Το ξεθάψαμε στον καφέ το πρωί.

Παραμονή Χριστουγέννων.
Ένας απογοητευμένος γιάπης έβλεπε το κραχ να του καταστρέφει την καριέρα και να του εξαφανίζει τις οικονομίες του. Το εορταστικό κλίμα τον μελαγχόλησε. Με βαριά καρδιά αποφάσισε να αυτοκτονήσει.
Έφτασε σε μια γέφυρα και ήταν έτοιμος να πηδήσει. Λίγο πριν τη μοιραία επιλογή, νιώθει ένα χέρι στη πλάτη να το σταματά.
Ήταν ένας κουρασμένος Άγιος Βασίλης. Ρώτησε για το σκηνικό και ο γιάπης του εξήγησε. Για να του δώσει κίνητρο να αλλάξει γνώμη, του υποσχέθηκε πως θα του πραγματοποιούσε μια ευχή. Ο γιάπης, ονομαστό αρπαχτικό δεν έχασε ευκαιρία:
«Άγιε Βασίλη, μου κατάσχεσαν το σπίτι, έχασα τα λεφτά μου. Αν μπορούσες να κάνεις κάτι…»
«Αυτό ήταν όλο! Χο,χο. Γύρνα σπίτι αγαπητέ. Πάρε αυτό το λαχείο. Αύριο που κληρώνει θα είσαι ο μοναδικός νικητής. Θα γίνεις εκατομμυριούχος. Θα αγοράσεις όποιο σπίτι θέλεις. Το μεγαλύτερο.»
«Αλήθεια Άγιο Βασίλη!!!! Όμως Άγιο… να είχα και ένα αμάξι σήμερα. Μια Φεράρι!!! Για να γιορτάσω προκαταβολικά το βράδυ!!!!»
«Χο, χο, χο. Φυσικά αγαπητέ. Ένα ολοκαίνουριο μοντέλο. Από αυτές τις κόκκινες. Δεν έχεις παρά να ψάξεις στο γκαράζ σου. Χο, χο, χο.»
«Αυτό είναι φανταστικό! Μόνο Άγιο Βασίλη. Θα ξέρεις ήδη πως η γυναίκα μου με παράτησε…»
«Χο, χο, χο. Γι’ αυτό στεναχωριέσαι; Θα στην…»
«Όχι Άγιο Βασίλη!!!! Αυτό ήθελα να σου πω. Παίζει κανένα γκομενάκι;;;»
«Κατάλαβα πονηρούλη. Μείνε ήσυχος. Χο, χο, χο»
Ευτυχισμένος για το αναπάντεχο, ο γιάπης απομακρύνθηκε από τη γέφυρα. Έβλεπε το Άγιο Βασίλη να φεύγει. Του ήταν ευγνώμων. Τρέχει και τον φτάνει.
«Ρε Άγιο, έκανες τόσα πολλά για εμένα σήμερα. Μου έσωσες τη ζωή. Μήπως μπορώ να κάνω κι εγώ κάτι;»
«Χο, χο, χο. Καλέ μου! Ξέρεις, αυτές τις μέρες ζορίζομαι πολύ. Αγχώνομαι.»
«Πες μου Άγιε, θέλω να βοηθήσω!!!»
«Χο, χο, χο. Δεν έμειναν και πολλά. Όμως… για μια στιγμή… θα μπορούσες να μου πάρεις μια πίπα…»
Ο γιάπης κουμπώθηκε. Υπό διαφορετικές συνθήκες θα τον είχε πλακώσει στο ξύλο. Αλλά είχε δεχθεί το πνεύμα των Χριστουγέννων. Συμφώνησε και έσκυψε.
Κατά τη διάρκεια της αποτρόπαιης πράξης, ο Άγιος χάιδευε το κεφάλι του γιάπη. Τον ρώτησε:
«Χο, χο, χο Δεν μου είπες, πως σε λένε νεαρέ;»
«Γιωργάκη με λένε Άγιε Βασίλη…»
«Χο, χο, χο. Και πόσο χρονών είσαι Γιωργάκη;»
«Είμαι 37…»
«Χο, χο, χο. Και για πες μου Γιωργάκη… Πιστεύεις ακόμα στον Άγιο Βασίλη;;;;»

Μια γεύση από το δημοψήφισμα του Δεκέμβρη!

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Οι θλιμμένες κουζίνες της ζωής μου

Τετάρτη μεσημέρι.
Μόνος απέναντι σε μια πεντακάθαρη κουζίνα.
Ξεκίνησα να σκέφτομαι. Το μυαλό πλυντήριο. Έπαιρνε στροφές, γκάζωνε και σταματούσε, απότομα. Και ξανά τα ίδια. Δεν βοηθούσε πολύ. Εύλογα αλλά και παράλογα ερωτήματα έκαναν κύκλους. Δεν ήμουν σε θέση να βρω τις απαντήσεις. Ή έστω να δώσω τις ανώδυνες εκείνες απαντήσεις που δεν θα με βασάνιζαν.
Κάποτε το φιλοσοφήσαμε μ’ έναν φίλο. Πως στις σχέσεις, κάθε είδους, υπάρχει μια λεπτή γραμμή. Που αν την περάσεις, ακούγεται το καμπανάκι. Και αν προχωρήσεις παραπέρα, θα συναντήσεις ακόμη μια λεπτή γραμμή. Και θα ακουστεί άλλο ένα καμπανάκι. Ένας θεός ξέρει πόσες γραμμές θα ξεπεράσεις και πόσα καμπανάκια θ’ ακουστούν. Η απορία μας ήταν αν μετά από κάμποσες γραμμές, θα καταλήξουμε σε κάποιο άκρο. Μήπως άραγε τα πάντα είναι σφαιρικά; Μήπως μετά από κάμποση περιπλάνηση, καταλήγαμε στο αρχικό σημείο;
Ας είμαι ειλικρινής. Όλα μου φάνταζαν περίεργα και συνάμα πρωτόγνωρα. Όσες θεωρίες και να ξεσκόνιζα, δεν εξυπηρετούσαν σε κάτι. Άγνωστο αν υπήρξα νικητής ή ηττημένος. Μικρή σημασία είχε. Δίχως την δυνατότητα ελιγμών, ένα πράγμα έμελε να συμβεί. Να καταλήξω στην αφετηρία. Σ’ έναν βαθύ και αναζωογονητικό ύπνο!
Μπορεί να κοιμόμουν για μισή μέρα, κυριολεκτικά. Κανένα κουδούνι και κανένα τηλέφωνο δεν χτύπησε για να μου φέρει τα πως και τα γιατί. Δεν γαμιέται, κατέληξα (σ.σ. συγνώμη μαντάμ, είναι μεταμοντέρνο το άρλεκιν). Ότι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό. Ακούστηκε κάποτε από τον Πορτοκάλογλου, μπορεί και να το έγραψε και ο Νίτσε παλαιότερα, μικρή σημασία έχει. Δεν είχα διάθεση να ασχοληθώ περισσότερο με το θέμα, εκτός και αν το ήθελε η Μαρία.
Πέμπτη πρωί στο μαγαζί.
Υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσα να ξεχαστώ και να ξεχάσω. Όμως το όλο σκηνικό παραήταν περίεργο για να θαφτεί. Το πήρα στην πλάκα. Εξάλλου οι περισσότεροι θαμώνες ψάχνουν μόνιμα για ιστορίες. Αυτή τη φορά εξυπηρετούσε διότι εκτός του ότι πραγματική, η ιστορία που είχα να πω ήταν 100% δική μου, δεν θα έχανε στη μεταφορά. Πρέπει να ειπώθηκε μέχρι και είκοσι φορές! Και τα σχόλια που ακολούθησαν ήταν όλα διαφορετικά και κάθε είδους.
Γύρισα στην παράγκα. Κράτησα μόνο ένα, ελαφρύ. Με προέτρεπε να καθαρίσω τα πάντα και έπειτα να γεμίσω το ψυγείο με τρόφιμα. Έτσι την επόμενη φορά, αν υπήρχε τέτοιο ενδεχόμενο, το Μαράκι να έφτιαχνε κι ένα φαγητό της προκοπής!
Δεν έχω πρόβλημα στο μαγείρεμα. Νομίζω πως μαγειρεύω υποφερτά. Στο πλύσιμο πρέπει να συναντώ κάποιες δυσκολίες. Όπως και να έχει, για να μην μπω πάλι σε αδιέξοδες σκέψεις, αφιέρωσα όση ενέργεια μου περίσσευε στο να καθαρίσω το σπίτι.
Θα το διαβάσουν μερικοί και θα τρίβουν τα χέρια τους! Δεν θέλει κόπο, τρόπο θέλει. Και η Μαρία είχε καταφέρει άθελά της ότι άλλοι προσπάθησαν επίμονα για καιρό. Να με κάνει άνθρωπο!
Όχι μόνο καθάρισα, έπλυνα και τακτοποίησα. Ψώνισα τα πάντα και γέμισα το ψυγείο! Ήμουν προετοιμασμένος για όλα. Ακόμη και αν κάπου μέσα μου διατηρούσα την άποψη πως μπορεί να μην έβρισκαν απήχηση οι πράξεις μου.
Ο χρόνος κυλούσε, δίχως απαντήσεις.
Θυμήθηκα την αθλιότητα για το μαγείρεμα. Καλοκαίρι ήταν. Γούσταρα γεμιστά. Σιγά μην καθόμουν να φτιάξω. Δεν το είχα κάνει ποτέ. Μπελάς. Έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα πως αφού υπήρχε μια απειροελάχιστη πιθανότητα το χθεσινό κοριτσάκι να μην ήταν φανταστικό πρόσωπο, να τα έφτιαχνε εκείνη! Αφού είχε μια τάση να κάνει ψυχικά και επειδή δεν έπαψε να πλανάται στον χώρο, έστω νοητά!
Και ντομάτες αγόρασα και πιπεριές και κιμά και πατάτες. Όλα. Ρύζι είχα, μελιτζάνες δεν βάζω. Σπίτι, κουζίνα, ψυγείο. Όλα στην εντέλεια. Τι έλειπε;
Η Μαρία!
Πέμπτη βράδυ. Η ώρα περνούσε. Κανένα σημάδι. Επέμενα να μην σκεφτώ επί της ουσίας. Βολευόμουν με τις λεπτομέρειες. Ξεκινούσε πάντοτε μα τα «αν». Και στόχευα στο φαγητό. Αν δυσκολευτεί να φτιάξει την γέμιση; Έκατσα τσιγάρισα τον κιμά και σταδιακά έφτιαξα την γέμιση και την άφησα παραπέρα. Η ώρα περνούσε. Μήπως δεν βρει τις πατάτες; Τις έπλυνα και τις έκοψα. Όμως, αν στραβώσει με το καθάρισμα; Καθάρισα ντομάτες και πιπεριές! Η ώρα περνούσε. Μέχρι που εξαντλήθηκε. Το μικρό και χαριτωμένο με είχε βάλει σε τέτοιο τριπάκι που όμοιό του δεν είχε προκύψει ποτέ ξανά!
Μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα. Βλέπετε περνούσαν τόσο βασανιστικά τα λεπτά, που ο χρόνος παύει να αποτελεί ασήμαντη λεπτομέρεια. Θυμάμαι καθαρά πως ετοιμαζόμουν να κλείσω. Σαν να μην συμβαίνει κάτι, νοιώθω μια σκιά να μπαίνει πίσω μου, καθώς είχα την πλάτη γυρισμένη στο δρόμο.
Βρε καλώς το! Κοίτα να δεις! Το Μαράκι!
Όσο βαρεμένες και να είναι οι θεωρίες μου, με κάποιο ανεξήγητο τρόπο επαληθεύονται. Αλλά δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το πώς έπρεπε να χειριστώ την κατάσταση. Να κάνω τούμπες; Να τα πάρω στο κράνος; Να σφυρίζω κλέφτικα;
Όπως έβγαινε εκείνη την στιγμή. Πήρε και ένα παραπονεμένο ύφος, δεν ήθελε πολύ. Φυσικά και χάρηκα! Ούτε τα προσχήματα δεν κράτησα. Ο κλασικός ο μαλάκας ο …
Αφού για παν ενδεχόμενο σχεδόν απαίτησα να μου δώσει το κινητό της, βγήκαμε βόλτα. Φυσικά και έψαχνα για απαντήσεις. Αυθόρμητα γέμιζαν τα κενά που είχαν δημιουργηθεί.
Η Μαρία το καλοκαίρι εργαζόταν εκτός πόλης. Σε κάποιο ξενοδοχείο. Σε μία θέση που της έτρωγε όλη τη μέρα. Είχε άπειρο χρόνο για διάβασμα. Έτσι κάποια μέρα περνούσε τυχαία απ’ έξω και αποφάσισε να αρχίζει να διαβάζει πιο εντατικά. Έτσι εξηγείται πως αγόραζε δυο βιβλία κάθε φορά. Κατέβαινε μια - δυο φορές την εβδομάδα, στα ρεπό της, όμως ένιωθε μοναξιά. Παρά την πληθώρα ανθρώπων με τον οποίο ερχόταν σε επαφή, ουσιαστικά ήταν μόνη. Έχοντας παρόμοια βιώματα από το παρελθόν όπου περνούσαν ολόκληρα καλοκαίρια στον Μόλυβο, οπότε μπορούσα να την καταλάβω περισσότερο από εσάς.
Φτάνοντας στο σημείο της φυγής, επαληθεύτηκε ένα σχετικά αναίμακτο σενάριο που είχα κάνει. Ή τουλάχιστο αυτό βγήκε στην επιφάνεια. Ότι δηλαδή το όλο σκηνικό ήταν από τη γέννηση του περίεργο και τρομακτικό. Και για την ίδια. Μονάχα ένα μέρος δεν έμαθα ποτέ. Θα ήθελα να ξέρω πως της ήρθε και καθάρισε την κουζίνα. Αλλά… ντροπή! Πρέπει να ξεπεράσαμε φοβίες και εύλογες αναστολές εκείνο το βράδυ. Περάσαμε χρόνο μαζί. Λιγότερο τσιτωμένοι αυτή τη φορά. Μπορεί να ξεχνώ λεπτομέρειες, όμως θα μου μείνει για πάντα πως έκλεισε η κουβέντα:
«Τρώτε γεμιστά δεσποινίς;»
Βρεθήκαμε ξανά, εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Στην κουζίνα. Αυτή τη φορά δεν εμφανίστηκαν γερμένες πόρτες. Ήμασταν πάλι χύμα στο κύμα. Με τη διαφορά πως υπήρχε πλέον ένα δίχτυ ασφαλείας. Και ένα ταψί στον φούρνο! Τρία βράδια από την πρώτη μας συνάντηση, ήρθαν έτσι τα γεγονότα που όχι μόνο κατάφερα να ξαναβρώ το μικρό, αλλά πέτυχα να το τραπεζώσω κιόλας!
Δεν σηκώνει να το αναλύσω, αλλά αν προέκυψαν ψίχουλα ρομαντισμού στην όποια σχέση, αυτά εμφανίστηκαν μπροστά μας, στα αστραφτερά πιάτα, μέσα στην άγρια και ζεστή νύχτα. Μπορεί στο τραπέζι να μην βρισκόταν ίχνος ψωμιού, όμως μεταξύ μας κάτι προέκυψε κι ας ήταν παξιμάδι!
Έκτοτε η Μαρία με την πρώτη ευκαιρία κατέβαινε στην πόλη και αναλώναμε τον χρόνο έγκλειστοι. Κόψαμε τις βόλτες. Είχαμε δυο επιλογές. Από τη μία οι φίλες της. Ήδη είχα γνωρίσει δυο. Έφτανε! Από την άλλη οι δικοί μου. Όμως πείτε μου, αν ήδη είχατε ακούσει το πρώτο μέρος της ιστορίας, τι εντύπωση θα είχατε; Δεν ένοιωθα όμορφα. Περισσότερο για την ίδια. Αν και δεν άργησα να την ενημερώσω σχετικά, χωρίς να είχε ιδιαίτερο πρόβλημα, δεν μπήκα ουδέποτε στη διαδικασία ή την ανάγκη να αρχίσω τις συστάσεις.
Όλα ωραία και καλά. Είχα μια σχεδόν φυσιολογική σχέση μετά από αρκετό καιρό. Καθένας μας κάτι έδινε και κάτι έπαιρνε. Μπορεί να υπήρχε και αμοιβαία συμπάθεια.
Εγώ είχα μια σκοτούρα λιγότερη πριν κοιμηθώ, η Μαρία έναν (σχεδόν) άνθρωπο για να πει δυο κουβέντες και να μοιραστεί τα προβλήματά της. Και το διαμέρισμα φιλοξενούσε δυο ενοίκους που το καλομεταχειριζόταν. Για να αντιγράψω μια ψυχή, καλή της ώρα όπου βολοδέρνει, ήταν Σχεδόν Σούπερ.
Ας μην ξεχνάτε όμως με τι κόπανο αφηγητή έχετε να κάνετε!
Εντάξει, καλή η προσμονή, ευπρόσδεκτο το παιχνίδι και αναμενόμενα τα σκαμπανεβάσματα. Δεν είχα όμως προετοιμαστεί για τη συνέχεια. Μία ζωή είμαι μαθημένος να ζω μονάχα με τον κακό εαυτό μου. Όποιες προσπάθειες, κάθε είδους που επιχείρησα στο παρελθόν οδηγούσαν πάντα στο ίδιο συμπέρασμα. Θα πείτε, γκρίνια μονάχος, γκρίνια ζευγαρωμένος. Δεν εγκαταλείπεις τις κακές συνήθειες μέσα σε μία νύχτα.
Η Μαρία ήταν ιδανική περίπτωση. Δεν ήταν τα μπουτάκια που με τραβούσαν σε εκείνη. Όχι. Ήταν ο τρόπος που λειτουργούσε και με αντιμετώπιζε. Είχε ιώβεια υπομονή απέναντι σε ένα άτομο με κολοσσιαίες μεταπτώσεις και ανεξάντλητη κυκλοθυμική συμπεριφορά. Ανήκει στους 2-3 ανθρώπους που σίγουρα θα μπορούσε να τον πείσει για το οτιδήποτε αν ήθελε. Και μιλάμε για έναν τύπο που αποδεδειγμένα δεν καταλαβαίνει ούτε με το μαλακό, ούτε με το άσχημο. Την αφεντιά μου!
Αν και αρχικά ο φόβος της δέσμευσης μπορεί να τρομάζει οποιονδήποτε δεν είναι υποψιασμένος ή δεν το επιδιώκει, στη Μαρία τρόμαζα για διαφορετικό λόγο. Είχε μια ιδιάζουσα ικανότητα να με καταλαβαίνει! Είτε το ήθελα είτε όχι! Θεωρώ ανατριχιαστικό το ενδεχόμενο του να γίνεσαι προβλέψιμος.
Με τον καιρό συμβιβάστηκα. Και πρέπει να περάσαμε καλά ολόκληρο τον Αύγουστο. Τον δεκαπενταύγουστο τον περάσαμε με το air condition. Κάποια στιγμή άρχισαν να πέφτουν μαζεμένα τα απαντητικά μηνύματα από τις ευχές μου στους εορτάζοντες. Το Μαρία δεν είναι και το πιο σπάνιο όνομα στον κόσμο. Για να τις ξεχωρίζω συνήθως βάζω παρατσούκλια, όχι με κακή πρόθεση Κοιτάζω κάποιο που προερχόταν από μια γνωστή που έτυχε να την ονομάσω Μαρία της Σιωπής εξαιτίας της ομιλητικότητας που τη διακρίνει. Γέλασα και της το έδειξα. Παρεξηγήθηκε! Κοίταξε και τα υπόλοιπα με αποκορύφωμα την Μαρία την Μαύρη Οχιά. Πήρε μπρος το γυναικείο της:
«Βάζεις σε όλες τις άλλες. Σ’ εμένα; Τίποτα; Δηλαδή εγώ…»
Δεν το περίμενα. Προσπάθησα να την ησυχάσω και παράλληλα να σκεφτώ κάτι της στιγμής. Δεν κατέβαινε τίποτα αξιομνημόνευτο. Επειδή ήξερα πως θα χρειαζόταν να επανέλθουμε στο ανόητο θέμα και μελλοντικά, απηύδησα:
«Δε μου λες… Με το Κουτσή Μαρία συμβιβάζεσαι;;»
Εντάξει, δεν το πήρε και με τον καλύτερο τρόπο. Άρπαξε ένα ινδιάνικο τόξο που έχω για αυτοπροστασία και ντεκόρ και το χτυπάει με δύναμη στον τοίχο, προσπερνώντας ξυστά την πλάτη μου, τον αρχικό προορισμό. Το κομμάτιασε! Δεν εκνευρίστηκα. Απλά δεν με είχε συνηθίσει σε παρόμοια. Τουλάχιστο όχι αυτή. Έδειξα στεναχωρημένος κι ας δούλεψε κάμποσο το υποκριτικό. Έκανε μια βόλτα καθώς δεν γούσταρε να δείχνει τσατισμένη. Όταν κάλμαρε, πρέπει να είχε τύψεις:
«Κουτσή Μαρία. Καλά. Τι να κάνουμε… Αλλά μεταξύ μας, έτσι;»
Και έτσι έμεινε.
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι η Μαρία είναι ορισμός αυτού που ονομάζουμε χρυσό κορίτσι. Είμαι πεισμένος πως ήταν κομμένη και ραμμένη για τα μέτρα μου. Ίσως να με γούσταρε και λίγο. Αμοιβαίο. Μπορούσα να μείνω μαζί της χωρίς ενοχές. Μιλούσαμε χωρίς πολλούς συμβιβασμούς ή δήθεν. Και πιθανόν να καταλαβαινόμασταν.
Ακόμα και όταν έκανα μια απελπιστικά άθλια προσπάθεια μήπως και αλλάξει γνώμη, δεν τα κατάφερα. Πριν από μια επίσκεψή της, άφησα το σπίτι επίτηδες (εντάξει να πούμε και καμιά…) σε κακή κατάσταση. Όταν μπήκε, αντί να βάλω την ουρά στα σκέλια, σήκωσα το κεφάλι και της το επισήμανα:
«Κοίτα εδώ. Πακέτα πεταμένα, χαρτιά παντού, ρούχα ανακατεμένα, πιάτα άπλυτα. Είμαι εγώ άνθρωπος για συγκατοίκηση; Κοίτα καλά και πες μου!»
Δεν ήταν και απόλυτα ψεύτικο. Είχε μια βάση. Το χειρότερο ήρθε όταν χρειάστηκε να μου δώσει απάντηση. Εντάξει, ήταν τρομακτική κατά διαστήματα. Εκείνη την μέρα έμοιαζε σαν να είχα κλειστεί στο ασανσέρ, με ποιους να πω; Τον Χάνιμπαλ και τον Τζέησον.
«Δεν μου δείχνεις κάτι καινούριο. Απεναντίας, μοιάζει με μια κραυγή αγωνίας. Σαν να φωνάζεις πως ήρθε η ώρα να νοικοκυρευτείς. Ζητάς κάποια να σε βοηθήσει.»
Μπρρρ!!
Με τη Μαρία θα μπορούσα να συνηθίσω πολλά. Και να συμβιβαστώ με άλλα τόσα. Αν δηλαδή υπήρχε ένας δοκιμασμένος χαρακτήρας, δεν ήταν άλλη. Δυστυχώς είχα παρατηρήσει κάτι που με στεναχωρούσε. Εκτός από την πάρτη μου, άλλαζε και η ίδια. Μου ήταν αδιανόητο να το αφήσω να συμβεί εν γνώσει μου. Έπρεπε να το σταματήσω. Περισσότερο γιατί την συμπαθούσα και δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μέχρι να με έστρωνε, θα είχε καταστραφεί.
Πάντα χέστης ήμουν!
Μερικά πράγματα δεν τα πετάς πάντα στα ξαφνικά. Ήξερα πως μπορεί να στεναχωριόμουν πιο πολύ από εκείνη. Τα ζύγισα.
Η Μαρία είχε και αυτή τις παραξενιές της. Είχε αντοχή στην ακαταστασία και στα ξούρια μου. Αυτό που δεν μπορούσε να καταπιεί ποτέ ήταν τα αθλητικά. Μόνο που άκουγε περιγραφή έβγαζε καντήλες! Κοίτα να δεις… σε λίγες μέρες ξεκινά το Ευρωμπάκετ!!!
«Άντε, όταν έρθεις, να βάλουμε Nova. Να βλέπουμε και κανένα ματσάκι!», της έλεγα και άκουγα τα εξ αμάξης.
Το χειμώνα έκλεινε το ξενοδοχείο και κατά πάσα πιθανότητα θα είχε εγκατασταθεί μόνιμα σπίτι. Μετά θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο και επώδυνο να κάνω οτιδήποτε.
Ή τώρα ή ποτέ συνειδητοποίησα. Της ζήτησα να μην κατεβαίνει για δυο εβδομάδες. Γιατί (όντως) γούσταρα να βλέπω μόνος μπάσκετ. Να φωνάζω και να εκνευρίζομαι. Ήταν άδικο να βρίσκεται αντίκρυ στον χρόνιο παλιμπαιδισμό μου. Δέχτηκε.
Παράλληλα, θα είχα τον απαιτούμενο χρόνο να πάρω κάποιο απόφαση με καθαρό μυαλό. Ήταν και μια ευκαιρία να βγάλω και μερικά ευρώπουλα, σε περίπτωση που εξακολουθούσα να κώλωνα. Μήπως και πηγαίναμε κανένα ταξίδι κατά τον Οκτώβρη. Αυτό το κρατούσα μυστικό μέχρι τώρα.
Έτσι έγινε.
Η Μαρία στο ξενοδοχείο με νεύρα. Εγώ στην τηλεόραση, επίσης με νεύρα. Δυο ολόκληρες εβδομάδες. Μιλούσαμε συνέχεια, όμως δεν ήταν το ίδιο, περιττό να το αναφέρω. Βγήκαν κάποιο φράγκα, με ξέρετε. Συμπέρασμα δεν προέκυψε. Είχα κολλήσει στο ηθικό του ζητήματος.
Για την ιστορία, κάλυψα κάτι τρύπες στο μαγαζί, έκανα ένα δώρο στην επιστροφή της Μαρίας και αγόρασα δυο μπλούζες της εθνικής. Όχι εξαιτίας του υψηλού εθνικού φρονήματος. Πιο πολύ για να θυμάμαι αυτό το καλοκαίρι. Και αυτό που επακολούθησε.
Το υπέροχο με το Μαράκι ήταν πως από την αρχή μέχρι και το τέλος, τα πάντα κυλούσαν υπερβολικά βολικά. Και αυτό αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Πέραν του όποιου εκνευρισμού, η Μαρία έπρεπε να πάρει κάποιες αποφάσεις γενικότερα. Ουδέποτε πέρασε η σκέψη να βαρύνω τη ζυγαριά για προσωπικό όφελος. Δεν της άξιζε σε καμία περίπτωση. Και πιθανό να εμφανιζόμουν ανακόλουθος απέναντί της στα δύσκολα. Όλα κύλησαν φυσιολογικά.
Ζήτησε να αραιώσουμε, χωρίς δράματα και παλιοκουβέντες. Κουτί. Το Σκανδιναβικό μοντέλο! Ίσως παραξενευτείτε και δεν μπορείτε να συνδυάσετε έναν χωρισμό με το ασφαλιστικό. Δικό σας θέμα.
Φαίνεται αλαζονικό. Ίσως επειδή δεν χρειάζεται να αναφερθώ στο ότι προβληματίζομαι και στεναχωριέμαι ακόμη και σήμερα. Έπειτα από ένα διάστημα, χωρίς να χάσουμε ποτέ επαφή, συναντηθήκαμε για ένα άτυπο απολογισμό. Είχαμε περάσει αρκετά μαζί ώστε να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε ακόμα.
Η Κουτσή Μαρία (πλέον) προέκυψε και στην πράξη ένα φευγάτο βιβλίο. Για εσάς μυθιστόρημα, για εμένα πιθανόν ένα δοκίμιο οδηγός επιβίωσης. Ο δεσμός μας είναι αυτό που κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει «μια ολοκληρωμένη σχέση», με αρχή, μέση και τέλος.
Εξακολουθούμε να τα λέμε και περιστασιακά να μετράμε τις δυνάμεις μας. Αλλά τι να γράψω παραπάνω, τα ξέρετε καλύτερα. Όπως συμβαίνει συνήθως, είναι εξαιρετικά ψυχοφθόρο και παραπλανητικό να διατηρήσεις σπουδαία φιλία με τον άλλον, αν πρωτύτερα το έχεις συνηθίσει διαφορετικά.
Το σίγουρο είναι πως κάτι έμεινε. Είναι αυτό που λένε ωρίμανση. Για το Μαράκι διατηρώ μερικές επιφυλάξεις!
Πάνω κάτω, έτσι είχε η ιστορία. Το βιβλίο σταματάει εδώ. Ο συγγραφέας μπορεί να βγάλει κάτι νέο στο μέλλον.
Μια συγνώμη που σας φλόμωσα στα «ω», τα «έκανα» και τα «έρανα». Όμως έτσι πρέπει να είναι στα άρλεκιν. Περιορίζεσαι γιατί αλλιώς κινδυνεύεις να γίνεις εντελώς ψεύτικος και να βρεθείς εκτός τόπου και χρόνου.
Τίτλοι τέλους.
Χωρίς κουφέτα και προσκλητήρια.

Υ.Γ. Ο βιβλιοπώλης αγρίεψε ξανά. Και η πελάτισσα κυκλοφορεί κάπου έξω ελεύθερη. Κι αν νομίζετε πως θα σας την συστήσω μετά απ’ όλα αυτά είστε βαθιά νυχτωμένοι!

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

Έρωτας στα χρόνια της βρώμικης κουζίνας

Δεν γράφω αισθηματικές περιπέτειες. Ειδικά τις προσωπικές. Είτε δεν έχει ενδιαφέρον, είτε δεν υπάρχουν περιπέτειες. Όμως το χρονικό του καλοκαιριού θεωρώ πως με κάποιο τρόπο πρέπει να μείνει στην ιστορία, πριν λησμονηθεί από τον χρόνο.
Ας μην το εκλάβετε ως πρόθεση επιδειξιομανίας ή αθλιότητας.
Το θέμα που προκύπτει είναι πως δεν ξέρω και δεν έχω δοκιμάσει να γράψω από εκείνα τα ψυχοπονιάρικα τα ρομαντικά. Ίσως μάλλον επειδή έχουν πολλά κλισέ και σπάνια ξεφεύγουν. Αλλά θα κάνω μια προσπάθεια.
Σσσστ. Αρχίζει. Λοιπόν …

Έχω μια αγριεμένη φάτσα ο πούστης! Μη δοκιμάσετε να μου μοιάσετε. Απαιτεί χρόνια συστηματικής και επίμονης δουλειάς. Γενικά, δεν είμαι ο τύπος που θα θέλατε να σας κάνει ποδαρικό την ημέρα! Έτσι, επικρατεί μια τάση να τους τρομάζω ανεξαιρέτως φύλου, ηλικίας και target group. Γι’ αυτό το λουκ φημίζομαι και πρέπει να το διατηρήσω για να μην απογοητεύσω το κοινό μου.
Ιούλιος μήνας ήταν. Αυτός που μόλις έφυγε. Μόλις είχα καταστραφεί από τον ονομαστό τυφώνα με τα δυο Ν. Όπως ξαφνικά και ανέλπιστα εμφανίστηκε, έτσι εξαφανίστηκε, παρασύροντας ότι έβρισκε μπροστά του. Δεν μπήκα στη διαδικασία να μετρήσω τις ζημιές, ανούσιο. Περίμενα μονάχα να εισπράξω την αποζημίωση.
Οπότε συνέχισα το γνωστό άθλημα. Βαθιά φιλοσοφία με φίλους και γνωστούς στο μαγαζί, παίζοντας με τις τάπες των βαρελιών.
Ζέστη είχε, ήλιος πολύς, βοηθούσε. Κοριτσάκια ξεσκέπαστα πέρα δώθε. Σου αποσπούσαν την προσοχή. Δυστυχώς είχα κάψει φλάντζες και δεν κρατούσε πάνω από πεντάλεπτο. Όταν είχες επιζήσει από βιβλική καταστροφή, τι να σου έκανε ένα μελτέμι;
Συνεχίζαμε με τις τάπες και το βαρέλι απύθμενο.
Μία μέρα μπαίνει για να ψωνίσει για πρώτη φορά ένα μικρό και χαριτωμένο κοριτσάκι. Λεπτοκαμωμένο με το άσπρο σορτσάκι ν’ αποκαλύπτει ένα βαθύ μαύρισμα. Επειδή έχει παραγίνει το κακό τώρα τελευταία, να προσθέσω πως είχε ήδη ψηφίσει δυο φορές, τόσο μικρό. Είχε αυτόν τον βιαστικό αέρα του στυλ «μπήκα για ένα κατούρημα και φεύγω».
Σηκώθηκα για να το βοηθήσω να διαλέξει βιβλία. Δεν είπε πολλά. Τρομαγμένο έδειχνε. Αγόρασε δυο και έφυγε. Και με έβαλε σε σκέψεις που κράτησαν παραπάνω από πέντε λεπτά.
Δεν απογοητεύτηκα. Ίσως επειδή έχω μια παράξενη και συνάμα παράλογη θεωρία. Πως όλες θα ξαναπεράσουν το κατώφλι του μαγαζιού. Δεν έχει σημασία ο χρόνος. Σε μια μέρα, μια εβδομάδα, ένα χρόνο. Θα φτάσει εκείνη η στιγμή και η συγκυρία όπου θα εμφανιστούν εκ νέου απέναντί μου. Έτσι έπρεπε να επιδείξω υπομονή.
Σε μια εβδομάδα εμφανίστηκε ξανά! Πάλι για να ψωνίσει. Αυτή τη φορά ένοιωθα πως η συνάντησή μας ήταν κομβική.
Βλέπετε, αν η γυναίκα σε φοβάται αρκεί να μαλακώσεις λίγο για να ηρεμήσει. Αν η γυναίκα σε ντρέπεται ανοίγεσαι όσο πρέπει για να αισθανθεί οικειότητα. Αν όμως η γυναίκα σε βαρεθεί, τότε δεν υπάρχει σωτηρία. Την έκατσες!
Είμαι της άποψης πως στη δουλειά μου δεν πρέπει να την πέφτω στις πελάτισσες. Και έτσι και έγινε, παρά τις δεύτερες σκέψεις που είχα. Ευτυχώς που ήμασταν οι δυο μας και μπορέσαμε να μιλήσουμε για ώρα ελεύθερα και ακομπλεξάριστα.
Έδειχνε ενδιαφέρον άνθρωπος και απέφευγε περίτεχνα τα τυράκια που της έριχνα μέσα από τις κουβέντες μας για τα βιβλία. Μου έκανε εντύπωση πως διάβαζε πάνω κάτω τα ίδια με εμένα, εξαιρετικά σπάνιο. Αυτό με διευκόλυνε αρκετά, αν και έδειχνα υπέρμετρα ενθουσιώδης και ψεύτικος.
Για να μην τα πολυλογώ, το μικρό χαριτωμένο εμφανιζόταν ξαφνικά για κάμποσες εβδομάδες. Μιλούσαμε και φλερτάραμε όσο γινόταν. Την εξερευνούσα με το σταγονόμετρο. Ήθελα να την γνωρίσω περισσότερο και όπως αποκαλύφθηκε αργότερα το περίμενε και αυτή. Έλα όμως που κάθε φορά που πήγαινα να ξεπεράσω τη δειλία μου και να κάνω το επόμενο βήμα, εμφανιζόταν κάποιος από αυτούς στους σπας@ρχιδηδες πελάτες που έκανες αμάν για να ξεκολλήσει! Και το μικρό έφευγε χωρίς να γίνει η δουλειά.
Ουσιαστικά, ποτέ δεν της ζήτησα να βρεθούμε.
Μια αποφράδα Τρίτη, έτυχε να βγω στο καπάκι μετά το μαγαζί. Η παρέα ήταν ψιλοάσχετη όμως ήταν προτιμότερο απ’ το να κλειστώ σπίτι με 40 βαθμούς. Πάω να τους βρω έξω.
Πως τα φέρνει καμιά φορά η ζωή;
Μερικά τραπέζια πιο κάτω εντοπίζω το μικρό. Έκανε νόημα. Μεταξύ μας μόνο κωλοτούμπες που δεν έκανε, αλλά ας διατηρήσω το άρλεκιν σε ένα επίπεδο. Ήταν σαν αγώνας στα τελειώματα. Αν δεν κάνεις σωστή επίθεση, θα χάσεις. Ήξερα πως δεν θα υπήρχαν πολλές ευκαιρίες. Άφησα σύξυλους τους υπόλοιπους και πλησίασα.
Καθόταν μαζί με δυο φίλες της. Παναγία βοήθα. Τόσο βαρετές και υπερτιμημένες πατσόλες είχα χρόνια να δώσω σημασία. Τα λόγια τους ήταν τόσο προβλέψιμα και επιφανειακά, που σκοπίμως διατηρούσα το τσιγάρο σε μια απόσταση. Για να μη πάρει φωτιά το πλαστικό!
Όμως ο σκοπός ήταν ιερός. Και δεν σήκωνε νέες αναστολές. Μια τους ξεκινά το ποίημα που μπορεί να έχω ακούσει καμιά εκατοστή φορές. Πως διαβάζει από μικρό παιδί και πως το όνειρό της ήταν να ανοίξει βιβλιοπωλείο. Τα ίδια και τα ίδια. Υπό διαφορετικές συνθήκες θα το πετούσα το άκυρο. Αλλά με είχαν στριμώξει. Η Σκύλα και η Χάρυβδη! Βρήκα ευκαιρία και της είπα κάτι που όντως πιστεύω. Ότι δηλαδή:
«Άνοιξα το βιβλιοπωλείο γιατί μου αρέσει να διαβάζω ανθρώπους που διαβάζουν βιβλία.»
Παλιό και χρησιμοποιημένο, δε λέω. Αλλά έπιασε. Το μικρό τσίμπησε. Ρώτησε τι είδους βιβλίο έβλεπα σ’ εκείνη. Δίστασα να απαντήσω με τις πατσόλες τριγύρω. Μόλις αντιλήφθηκα πως δεν άκουγαν, της δίνω απάντηση.
«Είσαι από εκείνα τα βιβλία που τα διαβάζεις αργά και βασανιστικά. Που θες να μάθεις τη συνέχεια. Και δεν τα παρατάς πριν φτάσεις στο τέλος.»
Ή κάτι παρεμφερές. Έπιασε. Οι άλλες παραδίπλα είχαν γίνει αφόρητες. Βρήκαμε πάτημα και την κοπανήσαμε. Είχαμε καταφέρει να βρεθούμε για πρώτη φορά μόνοι μας κάπου απόμερα. Ότι δημιουργήθηκε μεταξύ μας έδειχνε να φουντώνει.
Από τη άλλη μας είχε βρει εντελώς απροετοίμαστους. Θυμήθηκα την παράγκα. Έκανα ένα νοητό τσεκάρισμα. Το μπάνιο εντάξει, το είχα καθαρίσει την προηγούμενη. Το σαλόνι αξιοπρεπές. Εκεί θα την πάω! Το υπνοδωμάτιο γεμάτο ρούχα. H κουζίνα;
Ωχ, η κουζίνα δεν έχει καθαρό πιάτο για δείγμα! Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Μήπως και θα την τραπέζωνα στις 2 το βράδυ; Έλα μωρέ, κολλάω και εγώ σε κάτι λεπτομέρειες! Σιγά μη μ’ έπιαναν οι ντροπές. Θα έγερνα την πόρτα και όλα καλά.
Και έτσι έγινε. Πως φύγαμε, πως βρεθήκαμε σπίτι, ούτε που θυμάμαι. Απ’ όσο μπορώ να συγκρατήσω ήταν ένα πολύ χαλαρό υπόλοιπο όπου πρέπει να περάσαμε καλά και οι δυο μας.
Λεπτομέρειες, αλλά η επόμενη μέρα ήταν εργάσιμη. Που καιρός για ξυπνητήρια.. Ήταν μια υπέροχη βραδιά, ασυνήθιστη και ανέλπιστη. Δυστυχώς ξημέρωσε.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο φίλος ο Πάνος των 9. Ήταν έλεγε έξω από το μαγαζί και περίμενε να πιούμε καφέ. Μέχρι εδώ καλά, πάντα αργούσα το πρωί. Βιαστικός, εξηγώ στο μικρό πως είχα αργήσει και φεύγω. Στο δρόμο, από περιέργεια κοιτάζω το κινητό. Είχα 8 αναπάντητες κλήσεις, περίεργο. Κοιτάζω την ώρα. Προσωπικό ρεκόρ, ρεκόρ αγώνων, εθνικό ρεκόρ και παγκόσμιο ρεκόρ μαζί! Ο Πάνος είχε καλέσει δώδεκα παρά είκοσι! Ο πατέρας μου θα είχε πάρει τα νοσοκομεία και τις αστυνομίες. Κατά τις δώδεκα ξεκινάω το μεροκάματο!
Αφού καθησυχάζω όλους όσους μ’ έψαχναν και χωρίς να εξηγήσω πολύ την απουσία μου συνεχίζω όση μέρα απέμεινε. Είχα περάσει τέλεια. Όμως με ποια;
Ξέρετε πως αποφεύγω να κάνω ερωτήσεις. Γιατί έτσι οι απαντήσεις έρχονται ευκολότερα και με μεγαλύτερη ειλικρίνεια. Στην περίπτωση του μικρού; Δεν είχαν προλάβει να έρθουν! Είναι σχετικά εύκολο να ψυχολογήσεις τον άλλον από δυο-τρεις φράσεις. Το δύσκολο είναι να τον μάθεις.
Γνώριζα μονάχα ένα όνομα: Μαρία. Τίποτα άλλο. Εντάξει, πιθανόν να θυμόμουν τι είχε διαβάσει και τι της άρεσε. Όμως πιστέψτε με, εκείνη την ώρα δεν βοηθούσαν καθόλου!
Δεν γίνεται λόγος για τηλέφωνο. Κάλεσα στην παράγκα αρκετές φορές. Δεν το σήκωνε! Όσο περνούσε η ώρα, αγχωνόμουν. Η Μαρία είτε ντρεπόταν να απαντήσει είτε την είχε κοπανήσει. Ήθελα να φύγω και να την βρω. Αλλά ακόμη και για ένα ρεμάλι σαν τη πάρτη μου, ήταν εξαιρετικά δύσκολο.
Περίμενα να φτάσει εκείνη η στιγμή. Το μεσημέρι, κατά τις τρεις, γυρίζω πίσω. Αν και σκεφτόμουν διαρκώς διάφορες πιθανές εκβάσεις, δεν είχα την παραμικρή υποψία.
Ανοίγω την πόρτα.
Βρισκόμουν απέναντι σε ένα θαύμα. Μπροστά μου μια πεντακάθαρη κουζίνα. Όχι μόνο είχαν επιτέλους μπει στο ντουλάπι τους τα δύσμοιρα τα πιάτα. Έλαμπαν τα πάντα. Στο νεροχύτη έβλεπες τη μούρη σου. Το πάτωμα; Νόμιζες πως θα έβγαζε στόμα και θα σου μιλούσε!
Έμεινα άφωνος. Έμοιαζε με εκείνες τις κλισέ φράσεις:
«Εεεε, πως φαίνεται πως πέρασε γυναίκα νοικοκυρά.»
Πράγματι, έτσι φαίνεται να είχε συμβεί. Ήταν δύσκολο να συνδυάσω τις καταστάσεις. Από τη μία η Μαρία-κοριτσάκι με τα νόστιμα μαυρισμένα πόδια που ήταν φωτιά και Λάουρα. Από την άλλη, η Μαρία-νοικοκυρά με τα μαλλιά κότσο, την ποδιά και την σφουγγαρίστρα! Και μάλιστα σε τόσο μικρό διάστημα.
Προχώρησα προς τα μέσα. Ήλπιζα να μάθω σύντομα το ποιόν αυτή της καταπληκτικής γυναίκας-λαχείο.
Ερημιά.
Μόνο ένα σημείωμα πάνω στην οθόνη. Απόδειξη πως είχε περάσει όντως η χθεσινή νύχτα και δεν αποτελούσε προϊόν ποτού και φαντασίας.
«Έχω αργήσει. Πρέπει να φύγω για δουλειά. Μαρία»
Μας υποχρέωσες!
Δεν είμαι μαθημένος σε παρόμοια σκηνικά.
Μήπως ήταν αυτό που στο χωριό μου λένε «one night stand»;
Αλλά ακόμη και να ήταν θα μπορούσε να βρει ένα τσούρμο παλικάρια που θα εκτελούσαν τη δουλειά με μεγαλύτερη επιτυχία.
Μήπως είχα μετατραπεί μια αρσενική πόρνη;
Αλήθεια; Τι ώρα; Ο Αιόλιαν Ζίγκολο!
Μήπως εξασφάλισε τον γαμπρό-θύμα και βγήκε για νυφικό;
Κρίμα που δεν μπορούσα να μάθω.
Μοναδικό στοιχείο που μου έδινε ελπίδες ήταν πως έλειπε ένα βιβλίο διάβαζα εκείνη την εποχή. Το «Περί Τυφλότητας» του Σαραμάγκου αν ενδιαφέρει κανέναν.
Έτσι, βαθιά μέσα μου πίστευα πως ο Ζοζέ θα έδινε το φως που έψαχνα!
Έπρεπε να ξανασυναντήσω το Μαράκι. Έστω για να την ευχαριστήσω.
Για την κουζίνα.

(βγήκε μεγάλο και συνεχίζεται)
ΥΓ. Μην γκρινιάζετε. Εμένα μου πήρε περισσότερο να μάθω τη συνέχεια!

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2007

Καμένοι στη μετάφραση

Πολύ γουστάρω μα σας γράψω για τους Ρασταφάρι, τα Τζα, τον Σελασιέ. Να σας πω τον τρόπο και την υπερβολή με την οποία το εξωτικό και απόμερο νησί της Ιαμαικής, πρώην βρετανικό προτεκτοράτο, έφτασε κάποτε ενώπιον ενός εμφυλίου πολέμου. Αν αφήσουμε παραπέρα τα στερεότυπα που γνωρίζουμε, με τους μπάφους και τη ρέγγε, ίσως αντιληφθούμε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Όμως καθαρά λόγω χώρου, θα ξανασυναντήσουμε αυτή την ιστορία κάπου στο μέλλον.
Ο αείμνηστος (κλαπ, κλαπ) Μπάμπης των Μάρλευ με τη μουσική του έχει γίνει σήμα κατατεθέν (trademark) αυτής της μικρής χώρας και χωρίς αυτόν σήμερα δεν θα υπήρχε στον χάρτη.
Για την ώρα φανταστείτε κάτι σαν τη δική μας χούντα με τον Μπάμπη να είναι ο Θοδωράκης, το Πολυτεχνείο, ο Καραμανλής και η Μούσχουρη. Μαζί!
Τα κομμάτια του είναι πασίγνωστα και πιθανόν τα πιο τραγουδημένα και διασκευασμένα μετά από εκείνα των Beatles και των Rolling Stones.
Ίσως το πιο διαδεδομένο να είναι το «No Woman, No Cry».
Μικρός ήμουν Δεν έδωσα και πολύ σημασία στον στίχο. Ψυχοπονιάρικο και με την λέξη «γυναίκα» και «δάκρυ», μου έκανε. Για τις περιπτώσεις εκείνες τις στενάχωρες. Ένας χωρισμός, ένας καβγάς, μια χυλόπιτα, ότι θέλετε βάζετε. Και να λέει μεταξύ άλλων ο Μπάμπης
«Good friends we had, good friends we’ve lost, along the way»
Για να καταλήξει στο
«Everything is gonna be all right»
Και εγώ στον κάθε νταλκά. Για την Μπέλα, την Στέλλα, την Κρουέλα και την μις Βενεζουέλα. Τα ονόματα δεν είχαν σημασία. Εξάλλου σπάνια ήταν τα ίδια. Και αυτό να γίνεται για χρόνια…
Από ένα σημείο και έπειτα είχα μια υποψία αλλά πάντα δίσταζα να τα συνδυάσω. Ίσως επειδή με είχε βολέψει και θα ξενέρωνα.
Μία μέρα, μια άγνωστη μου κοπέλα έπαιζε μουσική στο ράδιο. Και είπε αυτά που ήθελα εγώ να ακούσω για το συγκεκριμένο κομμάτι. Μέχρι που πήρε ένας σοφός ακροατής και μου άλλαξε τον κόσμο.
Αφού είπε πως το τραγούδι του Μπάμπη είναι πολιτικό (όπως τα περισσότερα άλλωστε), έδωσε την δική του και μάλλον ορθή ερμηνεία. Ο Μπάμπης δεν μιλούσε για γυναίκες όπως πεισματικά ήθελα να πιστεύω. Εννοούσε το εμφανές «Όχι γυναίκα, μην κλαις» και ήταν τα λόγια ενός αντάρτη στρατιώτη προς τη μάνα του νεκρού. Ήταν αυτό το γ@μημένο κόμμα που δεν το άκουγες και δεν άλλαζε απλά ένα τραγούδι, γκρέμιζε έναν ολόκληρο κόσμο. Τον δικό μου..
Σαν να καθόμουν παιδί κάτω από το δέντρο τα Χριστούγεννα και να μου έλεγαν πως δεν υπάρχει Αϊ Βασίλης.
Βρισκόμουν σε δίλλημα. Ανάμεσα στην πεζή πραγματικότητα και την άφθαρτη ονειροβασία. Επέμεινα στο δεύτερο. Γιατί απλούστατα ήθελα να το ερμηνεύσω με τον τρόπο εκείνο που με εξυπηρετούσε. Εδώ δεν συζητάμε για σωστό ή λάθος.
Οι περισσότεροι καταλαβαίνουν αυτό που θα ήθελαν και όχι αυτό που τους μοιραζόταν ο καλλιτέχνης.
Αν το δω καθαρά εγωιστικά και ψάξω για δικαίωση, θα ανατρέξω στο σχετικά πρόσφατο βιβλίο της Ρίτας Μάρλευ, γυναίκα του συγχωρεμένου. Που εν γνώσει της διάλεξε το «No Woman No Cry» για τίτλο της αυτοβιογραφίας της. Φυσικά και ένα κόμμα είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Όμως για την Ρίτα, εμένα και χιλιάδες νοματαίους είναι μια παράληψη ιδιαίτερα σημαντική.

Η περίπτωση του Μπάμπη είναι σχετικά αθώα. Όσα γνωρίζω για τον Μάρλευ με καθησυχάζουν και πιστεύω πως δεν θα τον ενοχλούσε και πάρα πολύ η συγκεκριμένη αυθαιρεσία. Υπάρχουν διαφορετικές όπου όχι μόνο θα ενοχλούσαν τον δημιουργό, αλλά αν ήταν και αυτός πεθαμένος, θα έκαναν τα κόκαλά του να τρίζουν στον τάφο!
Ο Γιωργάκης ο Όργουελ για παράδειγμα.
Με μια πρώτη ματιά, κάνει μπαμ πως ο Γιωργάκης τα είχε με τους Σοβιετικούς και τον Στάλιν. Ήταν η εποχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου καθένας από τους Συμμάχους τράβηξε τον δικό του δρόμο. Δημιουργήθηκαν οι δύο πόλοι του μετέπειτα Ψυχρού Πολέμου. Από τη μια οι Σοβιετικοί (κομμουνιστές, σοσιαλιστές όπως θέλετε) και από την άλλη οι Βρετανοί με τους Σιχαμένους (ιμπεριαλιστές, καπιταλιστές, επίσης όπως θέλετε). Κάθε πλευρά δαιμονοποιούσε την άλλη και αξιοποιούσε κάθε μέσο είχε στη διάθεσή της.
Το 1948 και χωρίς να δεχτεί κάποια παρότρυνση ή κατευθυντήρια γραμμή, ο Όργουελ έγραψε το φουτουριστικό μυθιστόρημα «Ο τελευταίος άνθρωπος στην Ευρώπη». Πολυεπίπεδο όπως τα περισσότερα έργα του. Για εμπορικούς λόγους το βιβλίο κυκλοφόρησε ως «1984» και σήμερα πλέον συγκαταλέγεται ως ένα από τα πιο διάσημα του 20ου αιώνα.
Με αρκετή αφέλεια αλλά και αρκετά κουτσουρεμένα, θα έλεγα πως πέρα από το χτίσιμο ενός (κατά πολλούς τρομακτικού) κόσμου και ένα απολυταρχικού τύπου καθεστώτος σε άμεσο παραλληλισμό με τα αντίστοιχα ναζιστικά και σταλινικά, ο Γιωργάκης γράφει εμφανώς για μια ιστορία αγάπης και προδοσίας ανάμεσα στον κεντρικό ήρωα Γουίνστον Σμιθ και την Ιουλία! Και άλλα πολλά…
Χωρίς να είναι απόλυτα καινοτόμο καθιερώθηκε ως σημείο αναφοράς και διαβάστηκε διαχρονικά. Για το προσωπικό απόρρητο και της (κρατικής) παρακολούθησης. Η έννοια του Μεγάλου Αδερφού (ο αόρατος ηγέμονας, ο Στάλιν) και η φράση «Οργουελικός» πηγάζουν από το συγκεκριμένο βιβλίο.
Προσωπικά πιστεύω πως η «Φάρμα των Ζώων» είναι το σημαντικότερο έργο του, γραμμένο με τις ίδιες εμμονές αλλά πιο καλοστημένο και διαχρονικότερο.
Στις αρχές του ’90 μια ολλανδική εταιρεία παραγωγής που αναζητούσε κάτι διαφορετικό στον τομέα της ψυχαγωγίας, έστησε το «Big Brother (is watching you)», εμπνευσμένη από μια επαναλαμβανόμενη φράση στο «1984». Πέρα απ’ την απήχηση του τηλεπαιχνιδιού, σταθμού για την σύγχρονη τηλεόραση, δημιουργήθηκε σάλος και προβληματισμός , ενώ ξαναεμφανίστηκε ο Όργουελ στο προσκήνιο. Οι ανησυχίες επεκτάθηκαν και στην πραγματική ζωή και το βαθμό όπου κάθε κράτος
Μια ολόκληρη γενιά ανακάλυψε εκ νέου το 1984. Και τμήμα της, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία πέρα του βιβλίου, κατέληξε σε λανθασμένα (πάντα κατά τη γνώμη μου) συμπεράσματα. Εντόπισε μια προφητική διάθεση του Όργουελ!
Κάνοντας πάντα εικασίες, δίχως να είχα την τύχη να κουβεντιάσω ποτέ μαζί του ή να εντρυφήσω σε βάθος στο όλο έργο του.
Ακολουθώντας την καταγωγή και την εποχή του, ο Όργουελ διατηρούσε κάποιες αντιλήψεις, πολύ διαφορετικές από τις σημερινές. Είχε κάποιες εμμονές και κάποιες αντιπάθειες. Αν ζούσε και τις διατηρούσε, να είστε βέβαιοι πως δεν θα έτρεχε στα φόρουμ, δεν θα φορούσε μπλουζάκι Cuba, δεν θα μάζευε υπογραφές και να είστε σίγουροι πως δεν θα φορούσε τον μπερέ του Τσε.
Η ειρωνεία εδώ προκύπτει πως σε γενικές γραμμές, το κοινό που ευαισθητοποιείται σήμερα σε θέματα προσωπικού απορρήτου και αναζητά να διαβάσει ευλαβικά το «1984» αντιπροσωπεύει εκείνο που πολεμούσε ο Γιωργάκης, τότε και τώρα!
Συχνά πυκνά, πετυχαίνω πελάτες που ζητάνε το βιβλίο και μου αρχίζουν ολόκληρο κήρυγμα για τα «τι» και «πως» του Όργουελ, βασισμένοι στις 5-10 επιφανειακές π@παριες που διάβασαν σε κάποιο φυλλάδιο ή τους δίδαξε κάποιος φωστήρας στην κλαδική. Επειδή όμως άλλο εδώ και άλλο στο μαγαζί, προτιμώ να μην εκφράζω την άποψη μου ελεύθερα. Ειδάλλως μπορεί να μην τη σήκωναν τα πιξελάκια που έχετε μπροστά σας.

Κι αν στην περίπτωση του Γιωργάκη, δεν μπορεί κανείς να είναι προφητικός για κάτι που βασίζεται στα λεγόμενα του, δεν ισχύει το ίδιο για τον Νίκο Γκάτσο και το «Κεμάλ» που σας παρέθεσα χτες.
Υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να γίνεις κατά κάποιο τρόπο προφητικός, ακόμη και αν δεν έχεις καμία απολύτως πρόθεση.
Δεν έψαξα να βρω ακριβώς το λόγο που συνεργάστηκαν Γκάτσος και Χατζηδάκις για το Κεμάλ. Με μια φευγαλέα ματιά σ’ ένα χθεσινό αφιέρωμα στον δεύτερο, έχω την εντύπωση πως πρόκειται για την μουσική μιας ταινίας. Χωρίς να παίρνω όρκο.
Ένα παραμυθάκι με εμφανώς αντιπολεμικά διδάγματα έγινε άθελα τους μια ολιγόλεπτη περίληψη για ότι εξελίσσεται στη διεθνή σκηνή τα τελευταία χρόνια.
Αρκεί να παίξετε λιγάκι με τα ονόματα και τις φράσεις. Έτσι τυχαία να αναφέρω Σαντάμ, ή ακόμα και Οσάμα!
Εντάξει, θα εμφανιστούν και κάποιοι συναισθηματισμοί στη πορεία, ας το ξεπεράσετε. Αρκεί να αναλογιστείτε λιγάκι το τετράστιχο στο τέλος.
Δεν υπήρξε δική μου έμπνευση. Τα συνδύασα κατά την δεύτερη τελειωτική εισβολή των Σιχαμένων στο Ιρακ. Σε ένα διάλλειμα , όταν άκουγα ραδιοφωνικά τους ανταποκριτές. Και μου έμεινε.
Κάπου διάβασα πως ο «Κεμάλ» ήταν η αφορμή να τα σπάσουν οι δυο δημιουργοί καθώς ο Μάνος ήθελε να παρέμβει σε κάποιους στίχους.

Έχω και μερικά ακόμη διαφορετικά παραδείγματα. Όπως τους Amparanoia, τον Φίλιπ Ντικ και άλλους λιγότερο γνωστούς. Όμως με πιέζει ο χρόνος και θα κλείσω εδώ.
Αν πρέπει να καταλήξω κάπου;
Από την αρχική ιδέα μέχρι την τελική αποδοχή και απόδοση υπάρχουν κάμποσα στάδια. Ο τρόπος αλλά και η χρονική στιγμή που κάτι βγαίνει στην επιφάνεια μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα, εν γνώσει μας ή μη. Ενώ στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο τερματισμός δεν μοιάζει καθόλου με την αφετηρία.
Όπως γράφω κάπου στην κορυφή:
Όλα είναι σχετικά
Ακόμη και όταν είμαστε βέβαιοι για κάτι.

Ίσως και ένας τυπάκος που αργότερα μάθαμε ως Νοστράδαμο, να χλαπάκιαζε παραισθησιογόνα και να έξυνε τα αρχ… του γράφοντας παραμυθάκια. Και να του δόθηκε παραπάνω σημασία απ’ ότι έπρεπε. Και σήμερα να τον λαμβάνουμε στα σοβαρά. Είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, οι περισσότεροι έχουμε ανάγκη από παραμυθάκια και προφήτες.
Για την ώρα επιτρέψτε μου να διατηρήσω τις επιφυλάξεις μου.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Κο3μοΠό8: Κεμάλ

Ακούστε τώρα την ιστορία του Κεμάλ.
Ενός νεαρού πρίγκιπα της ανατολής,
απόγονου του Σεβάχ του Θαλασσινού,
που νόμιζε πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο
Αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.

Στης ανατολής τα μέρη
μια φορά κι έναν καιρό,
ήταν άδειο το κεμέρι,
μουχλιασμένο το νερό.
Στη Μοσούλη, την Βασόρα,
στην παλιά την χουρμαδιά,
πικραμένα κλαίνε τώρα
της ερήμου τα παιδία
Κι ένας νέος από σόι
και γενιά βασιλική
αγρικάει το μοιρολόι
και τραβάει κατά ‘κει.
Τον κοιτάν οι Βεδουίνοι
με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει
πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.

Σαν ακούσαν οι αρχόντοι
του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι
και με λιονταριού προβιά
Απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη
κι απ’ την Γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη,
να τον πιάσουν ζωντανό
Πέφτουν πάνω του τα στήθη
σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στον Χαλίφη
να του βάλει την θηλιά
Μαύρο μέλι, μαύρο γάλα
ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα
τη στερνή του την πνοή

Με δυο γέρικες καμήλες,
μ’ ένα κόκκινο φαρί,
στου Παράδεισου τις πύλες
ο προφήτης καρτερεί
Πάνε τώρα χέρι χέρι
κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι
τους κρατούσε συντροφιά.
Σ’ ένα μήνα, σ’ ένα χρόνο
βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που απ’ τον ψηλό του θρόνο
λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«Νικημένο μου ξεφτέρι,
δεν αλλάζουν οι καιροί.
Με φωτιά και με μαχαίρι
πάντα ο κόσμος προχωρεί.»

Καληνύχτα Κεμάλ.
Αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ.
Καληνύχτα
...
μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Υπνος γλυκός, ύπνος ανήσυχος

Ύπνος, ύπνος, ύπνος
Προσμονή, διάθεση, αποθέματα
Τι θέλει να πει ο ποιητής;
Θα μάθετε όποτε ξυπνήσει

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Άμα δεις τα παιδιά...

… πες τους μόνο «Άντε Γεια»

Θα είμαι σύντομος.
Ο Γιωργάκης είναι ο δεύτερος χειρότερος Παπανδρέου που μπορούσε να τύχει στο ΠΑΣΟΚ αυτή την εποχή.
Η τρίτη χειρότερη θα ήταν η Μιμή. Άσχετη επιλογή αλλά τουλάχιστο θα έπεφτε γέλιο. Μπορεί να προέκυπτε και κανένα kinky σεξουαλικό σκάνδαλο. Έτσι για να τιμηθεί ο αείμνηστος (κλαπ, κλαπ).
Όσο για τον χειρότερο. Αυτός είναι ο Νίκος, ένα ρεμάλι τζαμπατζής που κάνει τον συγγραφέα για τις δημόσιες σχέσεις ενός μεγάλου εκδοτικού.
Όπως καταλαβαίνετε, σήμερα δεν έχει επιχειρήματα. Μιλάει η διάσημη κ#λοτρυπίδα.
Πλάκα είχε η όλη διαδικασία. Της Κυριακής.
Έβγαινες για καφέ και περνούσες και από ένα εκλογικό-κομματικό κέντρο. Δύο ευρώ ο καφές, δύο ευρώ το δικαίωμα ψηφοφορίας. Δεν το είχα καταλάβει καλά. Νόμιζα πως θα μου έδιναν τα ΠΑΣΟΚια τα δύο ευρώ. Έτσι, για να αποσβέσω τον καφέ.
Δυστυχώς ίσχυε το ανάποδο. Και την κοπάνησα. Αν με πληρώνανε ίσως να έριχνα το χαρτάκι στο Σκανδαλίδη. Επειδή έχει μπάνικο όνομα για αρχηγός κόμματος. Καλό παιδί, να μην έπινε τόσο…
Τελικά, εποχή λιτότητας γαρ, το πονούσα το δίευρω και έφυγα.
Γύρισα σπίτι και περίμενα τα αποτελέσματα. Κάποια στιγμή βλέπω μια ροδέλα πάνω απ’ τη χοντρή του Taxi Girl που έγραφε πως δόθηκε παράταση. Και γαμώ! Πριν βγω για μια μπύρα σκέφτηκα να την ρίξω την φιλανθρωπική.
Κοίταξα τα ρεπορτάζ αλλά για κακή μου τύχη η παράταση ίσχυε μόνο στα μεγάλα κέντρα. Ας το σημειώσουν στο Υπ..Εσωτερικών για μελλοντική εφαρμογή στις εθνικές εκλογές.
Περίμενα και χάζευα όλες αυτές τις ΠΑΣΟΚόφατσες που λυμαίνονται τα δελτία ειδήσεων το τελευταίο δίμηνο. Νισάφι πια. Γνωρίζετε πως παρακολουθώ «ειδήσεις» για τα αθλητικά και τον καιρό. Αν τους είχαν απαγορεύσει δια νόμου να εμφανίζονται στα κανάλια, τα δελτία θα διαρκούσαν το πολύ ένα τέταρτο.
Φάτσα κάρτα και ο old school Κουλούρης. Υποπτεύομαι πως η μαλακία είναι ανέγγιχτη και έχει αντοχή στον χρόνο. Πήγε λέει να ψηφίσει και δεν τον είχαν στις λίστες κόμματος.
Τι άλλο πρέπει να κάνουν βρε κόπανε για να σου πουν πως έχεις αλλάξει διεύθυνση;
Συγχύζομαι επειδή λόγω εκλογών δεν θα δείξει Παρά Πέντε.
Το καλύτερο προέκυψε όταν όλοι αυτοί οι gallopάδες παραδέχθηκαν ότι εξαιτίας του άγνωστου σώματος ψηφοφόρων δεν έχουν επαρκή δεδομένα για πρόβλεψη. Έτσι, για να σκάσουν! Η όλη διαδικασία αποκτούσε ένα ενδιαφέρον προσμονής, ασχέτως πως υποψιαζόσουν για το αποτέλεσμα.
Όπως θα μάθατε βγήκε ο φλώρος.
Συγνώμη δεν τον πάω. Είμαι ενάντια σε όλους εσάς που υποστηρίζετε πως οι ηγετικές αρετές είναι θέμα γονιδίων.
Υπάρχουν κάμποσες δικαιολογίες για κάποιον που διεκδικεί την αρχηγία ενός κόμματος εξουσίας. Συμφέροντα προσωπικά. Συμφέροντα σκοτεινά. Ματαιοδοξία. Πολλά.
Όμως να διεκδικεί την αρχηγία επειδή του το ζήτησε η Αμερικάνα μανούλα;
Εεεε Όχι. Πάει πολύ.
Σαν να το βλέπω μπροστά μου. Στο οικογενειακό Thanksgiving του ’04. Σηκώνεται το Μάργκαρετ από την προεδρική θέση, αφήνει τη γεμιστή γαλοπούλα και απευτθύνεται στον πρωτότοκο:
«George boy. It’s time to run for president.»
Παιδί χωρισμένων γονιών. Τι να κάνει κι αυτός, την άκουσε.
Δε λέω. Είχε κάποιες φρέσκες ιδέες. Ασχέτως που σήμερα πλέον μοιάζουν με μασημένη Κλορέτς. Αν είχε βγει τότε, πιθανόν τα Ζωνιανά να είχαν προσαρτηθεί στην ελληνική Επικράτεια. Όμως δεν μιλούσε καλά την γλώσσα και πήρε τον πούλο.
Κρίμα και είχε αναλάβει πρόεδρος με εντυπωσιακό τρόπο. Είχε εκλεγεί χωρίς αντίπαλο με ποσοστό κοντά στο 98%. Ίσως να είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό εκλογής, πίσω μόνο από αυτό του Ρουμανικού Σοσιαλιστικού κόμματος επί δικτατορίας Τσαουσέσκου! Υποστήριζαν πως πήρε ένα μύριο σταυρούς. Όμως όπως αποδείχθηκε, τότε τους σταυρούς τους ρίχνανε πέντε πέντε.
Αλλά δεν έχει σημασία. Και σήμερα το νούμερο ήταν παραπλήσιο, κατά πάσα πιθανότητα πραγματικό. Δεν αποκλείεται στους «φίλους» να περιλαμβάνονται και μια πληθώρα μετανάστες και άτομα χωρίς δικαίωμα ψήφου. Δεν με βρίσκει αντίθετο, κάθε άλλο. Το λυπηρό είναι πως έγιναν διακρίσεις και αυτοί πήραν περισσότερο από το δίευρω που υπολόγιζα. Και μετά σου λέει ο φασιστάκος : «έρχονται οι ξένοι και μας αρπάζουν τις δουλειές»!
Αυτή τη φορά είχε και αντιπάλους για το ξεκάρφωμα.
Τον Βαγγελάκη τον είχα σε εκτίμηση. Ως γνήσιος ΠΑΟΚτζής χάρηκα όταν ξαλάφρωσε την ομάδα από ωφειλές εκατομμυρίων στο δημόσιο. Άσχετα που έπειτα τα μάζεψαν από εκατοντάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Λεπτομέρειες, τον Βαγγελάκη τον έχω στη καρδιά μου. Έχει ψωνίσει και από το μαγαζί.
Όμως είχε καεί από το καλημέρα. Δεν πας ως άλλος Ιζνογκούντ (is no good) πριν καταλαγιάσουν τα αποτελέσματα και θέτεις θέμα ηγεσίας. Χάνεις σίγουρες ψήφους. Βιάστηκες να προλάβεις θέση. Τόσα χρόνια δεν έμαθες. Το κόμμα έχει άπειρα αποθεματικά σε Βεζίρηδες. Από ηγέτες Χαλίφηδες πάσχει.
Τα μπέρδεψε με την εποχή του Κινέζου. Αμέσως μετά τον χαμό του αείμνηστου (κλαπ κλαπ) που όλως τυχαίως πέθανε στον θρόνο του, το ΠΑΣΟΚ θύμιζε τον Νέο Κόσμο. Όλο πολιτικές ευκαιρίες και οπορτουνιστές παντού. Και καβαντζώθηκαν όλοι τους. Σήμερα, μετά από το πέρασμα όλων αυτών και τη φθορά, το ίδιο κόμμα θυμίζει περισσότερο το Παλαιό Ψυχικό.
Σας έβλεπα να τρέχετε πάνω κάτω δυο μήνες τώρα. Να ξελαρυγγιάζεστε, να στήνετε μηχανισμούς, να ξυπνάτε (αγοράζετε;) συνειδήσεις. Τα μισά να κάνατε όταν έπρεπε, στις κανονικές εκλογές, θα το παίρνατε το ματσάκι. Όμως τότε περιμένατε του Παπανδρέου τα εννιάμερα. Δυστυχώς γι’ εσάς, θα πρέπει να περιμένετε μέχρι τα επόμενα.
Που ήσουν τότε Βαγγελάκη; Που σου βάλανε το Μόγγολο επικεφαλής στο επικρατείας. Και όχι μόνο αυτό. Στράβωσε ποια; Η Σκατουλίδου!
Αυτοί είστε; Αν ναι, καλά να πάθετε. Αν πάλι δεν είστε, που κρυβόσασταν όλο αυτό τον καιρό; Μόνο στα εσωκομματικά πανηγυράκια εμφανίζεστε. Σαν τον Σάντα Κλάους;
Κρίμα, γιατί είχα διαβάσει και το βιβλίο του Ανδρουλάκη πέρυσι. Μιλούσε για την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό. Φωτογραφίζοντας την Διαμαντοπούλου. Δεν θα με χαλούσε η Μάτζικα Ντε Σπελ. Έτσι για αλλαγή. Όμως αποδείχθηκε μικρή όπως μου καρφώσανε κάτι παλικάρια σύντροφοι. Άσε που θα ήταν το πρώτο –πούλος που θα εξουσίαζε μετά τον Παπαδόπουλος.
Αλλά εδώ είναι Ελλάντα. Ο κλασικός ο μαλάκας ο ψηφοφόρος! Από ένα Καραμανλή σε έναν Παπανδρέου. Με εναλλακτική ποιόν; Έναν Βενιζέλο! Χαρά που θα κάνω αν προκύψει θέμα ηγεσίας στους δεξιούς. Ο μεσσίας θα είναι (φτου) ένας Μητσοτάκης!
Λυπάμαι αν στράβωσε κάποιος με τα σημερινά.
Εν πάσει περιπτώσει, το όλο εγχείρημα απέπνεε ένα δημοκρατικό αέρα.
Φανταστείτε να το επιχειρούσαν οι ΚΚέδες. Πλάκα θα είχε! Δημοκρατικά πάντοτε. Από τη μία η Αλέκα και από την άλλη η Παπαρήγα! Λευκά και καπιταλιστικές μαλακίες κομμένες.
Περιέργως (sic) δεν είχε νεολαίο. Μόνο άσπρα και καμπριολέ κεφάλια κοίταζες. Άντε να είχε κάποια παλικάρια που περιμένουν διορισμό. Ή κάποια άλλα που ο μπαμπάς τους ανάθρεψε να γίνουν πολιτικάντηδες κάποια μέρα.
Άντε και αντί απολογισμού, στις επόμενες χαμένες εκλογές να το δουλέψετε λίγο το SMS, να ανέβουν τα νούμερα μήπως και τονωθεί το ηθικό σας.
Στενάχωρο, γιατί εκτός από μέλη (να δεις από πού το ξεσήκωσε κάποτε ο Σωκράτης στον Γαύρο) και φίλους, υπάρχει αρκετός κόσμος εκεί έξω που έχει εναποθέσει τις ελπίδες του για μη Δεξιά κυβέρνηση, στο αποψινό νικητή.
Και αυτός είναι φτυστός ο Μπάγκς Μπάνυ.
Περαστικά. Σωτηρία δεν φαίνεται να υπάρχει.
Και για την ιστορία, γιατί κανείς δεν είναι τέλειος:
Ως άλλος Φόρεστ Γκαμπ, έτυχε να γνωρίσω και τις τρεις σημερινές πριμαντόνες. Φυσικά και… έκανα κωλοτούμπες! Να εξηγούμαστε.
Και δεν ψηφίζω ΠΑΣΟΚ παρά μόνο περιστασιακά και από υποχρέωση!
Ευτυχώς μόλις πήγε 11 βάλανε την Καρβέλα με αποέλεσμα να κλείσω το κουτί.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2007

Ο Μεγκάλος Αδερφός

Δεν ξέρω αν θα ενδιαφέρει κανέναν.
Απλώς ξεθάφτηκε πρόσφατα με αφορμή μια θεατρική παράσταση.

Πιτσιρίκος ήμουν. Εφτά, οχτώ, εννιά, μικρή σημασία έχει.
Τότε από τηλεόραση υπήρχε μόνο η κρατική.
Σε κάποια σήριαλ έπαιζε ο Μπάμπης. Μυτιληνιός ηθοποιός, γνωστός του πατέρα μου. Αρκετές φορές τον δείχνανε και τόνιζαν την καταγωγή του. Παρόλο που έπαιρνε δεύτερους ρόλους, ο Μπάμπης μέχρι σήμερα έχει παίξει σε πολλά δημοφιλή σήριαλ και είναι ευρέως αναγνωρίσιμος. Αυτός με το χοντρό μουστάκι.
Καλοκαίρι, στο προαύλιο της Μητρόπολης. Γάμος ή βαφτίσια, θα σας γελάσω. Πάντως σίγουρα όχι κηδεία. Κόσμος πολύς. Κάπου στον χαμό εντοπίζω τον Μπάμπη. Μικρό παιδί, ενθουσιάζομαι και σκουντάω τους δικούς μου. Κάποια στιγμή πλησιάζει και τους πιάνει κουβέντα. Εγώ παραδίπλα.
Σε λίγο βλέπω τον ηθοποιό με σοβαρό ύφος να μου γνέφει για να πλησιάσω.
Πηγαίνω κοντά. Αρχίζουν οι συστάσεις.
«Τον Μπάμπη τον ξέρεις; Στη σειρά που βλέπαμε τον χειμώνα…»
Δεν θυμάμαι τι απάντησα. Συνήθως είμαι ακομπλεξάριστος σ’ αυτά. Κάτι θα είπα.
Με κοιτάει καλά καλά. Κουνάει το κεφάλι.
«Και εγώ σε ξέρω.»
Απόρησα. Συνέχισε.
«Δεν είσαι ο Δημήτρης. Που έχετε έναν πράσινο καναπέ σπίτι…»
Τι γίνεται εδώ; Πρώτη φορά τον έβλεπα!
«Και βλέπεις τηλεόραση τα απογεύματα. Μετά το διάβασμα…»
Που τα ξέρει όλα αυτά;
«Αλλά δεν βολεύεσαι στο καναπέ. Γι’ αυτό ξαπλώνεις στο πάτωμα…»
Γινόμουν δύσπιστος. Κοιτούσα τον πατέρα μου μήπως και γελάσει και αποκαλυφθεί η πλάκα. Τίποτα.
«Έλα, σε γνώρισα. Δεν είσαι ο Δημήτρης που στο δωμάτιο έχετε και δυο μεγάλα μαξιλάρια...»
Έπρεπε να λύσω το μυστήριο. Αφήνω τις ντροπές και τον ρωτάω στα ίσια.
«Και εσύ που το ξέρεις ;;;;;»
Με μία φυσικότητα μου απάντησε:
«Όταν με βλέπεις εσύ, σε βλέπω και εγώ.»
Και μένω μαλάκας.
Τραυματική εμπειρία, δε λέω. Φυσικά και έκτοτε πρόσεχα κάθε φορά που καθόμουν μπροστά στο κουτί. Αλλά ευτυχώς δεν μου έμεινε κάτι. Το ξεπέρασα.
Όμως δεν ξέχασα ποτέ το περιστατικό.
Η πρώτη μου επαφή με την αμφίδρομη τηλεόραση!
Δεν θυμάμαι να έτυχε να κουβεντιάσω ξανά με τον Μπάμπη.
Ας είναι καλά ο πατέρας που μου υπενθυμίζει την γνωριμία σε κάθε ευκαιρία.

Επομένως, ούτε Όργουελ, ούτε Μεγάλος Αδελφός, ούτε AGB.
Αν παιδί μου έχεις κλασσική παιδεία…

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007

Τα χουλιγκάνια του Πριζουνίκ

Απ’ όσο θυμάμαι, ο Πάτρικ Χούλιγκαν, Ιρλανδός παράνομος και αναρχικό στοιχείο, συνέστησε την ομώνυμη συμμορία προαστίων των Χούλιγκανς στο Λονδίνο πριν από κάτι αιώνες. Αν και οι πράξεις τους υπήρξαν κοινότυπες, συνοδευμένες από ψήγματα κοινωνικοπολιτικής αντίδρασης στην ιδιαιτέρως ταξική κοινωνία της Αγγλίας, οι Χούλιγκανς έμειναν γνωστοί για τις την ακραία βίαια συμπεριφορά τους. Με το πέρασμα του χρόνου η άσκοπη βία έγινε συνώνυμη με το όνομα της συμμορίας και παρουσιάστηκε σε επίσημα έγραφα της αστυνομίας.
Η λέξη απέκτησε τη σημερινή της έννοια στην ίδια χώρα την άστατη δεκαετία του 1980. Η σκληρή πολιτική γραμμή της Θάτσερ που σμπαράλιασε κάθε ίχνος κοινωνικού κράτους, είχε φέρει τις χαμηλές τάξεις και ιδιαίτερα την εργατική στους δρόμους. Η έντονη κοινωνική αντίδραση καταπολεμήθηκε σταδιακά από την πανίσχυρη τότε αστυνομία. Ανάγκη για εκτόνωση δεν έπαψε να υπήρχε. Έτσι, από τους δρόμους, το πεδίο της μάχης μεταφέρθηκε στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Κάτω από το πέπλο του λαοφιλούς αθλήματος και τα βλακώδη ιδεώδη του οπαδισμού, η άλλοτε κοινωνική ανησυχία εξελίχθηκε σε μια μορφή άγριας και αχρείαστης βίας. Η οποία σε σύντομο διάστημα εξαπλώθηκε παντού.
Δίχως τα αρχικά αίτια ο χουλιγκανισμός θεωρείται ως το αρνητικότερο παραπροϊόν του σύγχρονου αθλητισμού.
Μέχρι το κοντινό μέλλον…

«Πιστεύω πως το επόμενο μαζικό επαναστατικό κίνημα θα πηγάζει από τις αγεφύρωτες ταξικές αποκλίσεις πλούτου. Ως πεδίο μάχης δεν θα χρησιμοποιηθούν οι δρόμοι όπως παλιά. Ούτε τα τηλεφωνικά κυκλώματα όπως προεικάζεται. Η νέα πάλη θα ξεκινήσει και θα κλιμακωθεί στο τελευταίο πεδίο συνύπαρξης πλούσιων και φτωχών. Τα σουπερμάρκετ!», Ποθ.

Κάπου στην Ενωμένη Ευρώπη. Μερικά χρόνια από σήμερα.
Η Κυρά Σούλα βρίσκεται στο ταμείο των Πριζουνίκ. Μιας γνωστής διαδεδομένης αλυσίδας σουπερμάρκετ. Η Κυρά Σούλα υπήρξε πάντοτε οικοκυρά. Ο σύζυγος, χαμηλοσυνταξιούχος της είχε δώσει όσα περίσσεψαν μετά το νοίκι, τους λογαριασμούς και τις δόσεις ενός ατέλειωτου δανείου. Έπρεπε να ψωνίσει ώστε να καλύψει τις βασικές ανάγκες. Ήταν δύσκολο έπειτα από τις διαδοχικές αυξήσεις στις τιμές. Λίγο κρέας βιομηχανικής εκτροφής, φτηνά ρύζια και μακαρόνια, λαχανικά κονσέρβα και κάποια καθαριστικά. Έκανε την ίδια δουλειά από τότε που θυμόταν τον εαυτό της παντρεμένη. Με έναν ελεύθερο επαγγελματία. Δημιουργώντας μια γνήσια μεσοαστική οικογένεια. Δυστυχώς, σταδιακά οι αυξημένες ανάγκες και οι λάθος κοινωνικές επιλογές την ώθησαν στο σημείο να συγκαταλέγεται στους φτωχούς. Όχι στους εντελώς άπορους αλλά στους εν δυνάμει φτωχούς.
Μία θέση μπροστά βρισκόταν η Λωναρίτ. Γόνος εύπορης οικογένειας και παντρεμένη με ανώτατο κρατικό λειτουργό. Θα μπορούσε να θεωρηθεί συνομήλικη της Σούλας. Όμως τα αμέτρητα lifting και οι κρέμες με βλέννα κουκουβάγιας την έδειχναν είκοσι χρόνια νεότερη. Συνοδεία της αλλοδαπής οικιακής βοηθού και της γηγενούς κουβερνάντας της εγγονής, η Λωναρίτ ξεφόρτωνε τα τρία καρότσια ψώνια. Δεν αγόραζε προμήθειες για να περάσει τον μήνα. Απλά ετοιμαζόταν για την αυριανή δεξίωση με καλεσμένους τους γείτονες από τα προάστια.
Η Κυρά Σούλα κοιτούσε μπροστά και το καλάθι της. Ένοιωθε απογοητευμένη. Που δεν μπορούσε να αγοράσει, όχι αυτά που ήθελε αλλά και εκείνα που πραγματικά χρειαζόταν. Η ζωή της ήταν γεμάτη αναποδιές που πάντοτε ήταν εντελώς ανίσχυρη να ελέγξει αλλά και ν’ αντιμετωπίσει. Έριχνε και ματιές μπροστά. Η Λωναρίτ δεν έπρεπε να είχε ζοριστεί ποτέ στη ζωή της. Με χαχανίσματα και προσταγές γέμιζε τις αμέτρητες σακούλες και ετοιμαζόταν να πληρώσει με την πιστωτική της. Περιττό να αναφερθεί ότι ο λογαριασμός που έκανε η Λωναρίτ υπερκάλυπτε το μισθό του συνταξιούχου.
Η Κυρά Σούλα παρατήρησε ένα κουτί μπισκότα που περίσσεψε μπροστά. Όμοιο με εκείνα που διαφημίζονται σωρηδόν στην τηλεόραση. Σκέφτηκε αρκετές φορές να τα βάλει στο καλάθι. Όμως ήξερε πως ήταν άσκοπη πολυτέλεια. Δεν το μετάνιωσε. Κοίταξε την Λωναρίτ να επιπλήττει την οικιακή βοηθό. Γιατί θεώρησε πως η συγκεκριμένη μάρκα παραήταν φτηνιάρικη για το κάλεσμα. Και τα άφησε απ’ έξω. Η Κυρά Σούλα μπήκε στον πειρασμό να τα αρπάξει και να τα βάλει στο δικό της καλάθι. Διατηρούσε ακόμη αντιστάσεις και δεν το έκανε.
Ξέχασε τα μπισκότα. Επικεντρώθηκε στη μαντάμ μπροστά. Ήταν αδιανόητο να εξηγήσει πως ένας κρατικός λειτουργός σε μια κοινωνία που κάθε άλλο παρά ευημερούσε, κατάφερε σε βάθος χρόνου να θησαυρίσει. Και πως μια πολιτική που διαρκώς ζητούσε κοινωνικές και οικονομικές θυσίες με συμβιβασμούς, ουδέποτε ξεκίνησε τις περικοπές από τα παιδία της. Όπως επίσης πως ο συνδικαλισμός και οι διεκδικήσεις στο δημόσιο πάντοτε απέδιδαν ενώ στην πολυπόθητη ελεύθερη αγορά ποτέ. Φάνηκε πως δεν αρμένιζε τόσο καιρό στραβά. Απλά ο γιαλός ήταν στραβός! Τα πήρε στο κράνος. Τα χαχανίσματα άρχισαν να την εκνευρίζουν. Άρπαξε το κουτί με τα μπισκότα.
Κινήθηκε απειλητικά προς την Λωναρίτ. Στα μάτια της φάνταζε σαν τον δαίμονα που τόσα χρόνια φαινόταν πως την καταδίωκε. Ήταν μια προσωποποίηση της αδικίας την οποία βίωνε συγκαταβατικά. Παρασύρθηκε και αποφάσισε να εκδικηθεί.
Γράπωσε σφιχτά το χαρτονένιο κουτί. Χρησιμοποιώντας το ως σιδηρογροθιά τραβάει με όλη της τη δύναμη μια μπουκετιά στα τσιτωμένα από το τράβηγμα μάγουλα της ανυποψίαστης Λωναρίτ. Ακολούθησε πανδαιμόνιο!
Οι παραδουλεύτρες υπασπιστές της πλούσιας κινηθήκαν με άγριες διαθέσεις προς το μέρος της. Με την παρέμβαση των ψυχραιμότερων και των σεκιουριτάδων το περιστατικό έληξε.
Το σουπερμάρκετ δεν υπέβαλε αγωγές για ένα ατυχές περιστατικό μεταξύ δυο πελατισσών του. Η Λωναρίτ θεώρησε τρελή την οικοκυρά και δεν την μήνησε.
Το περιστατικό είχε καταγραφεί από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης.
Ελλείψει σοβαρής ειδησεογραφίας το ασπρόμαυρο βίντεο έπαιξε σε όλα τα δελτία μαζί με δηλώσεις των δυο γυναικών. Ευρισκομένη σε αμόκ και με δηλώσεις περί κοινωνικής αδικίας, η Κυρά Σούλα προκάλεσε αίσθηση.
Το θέμα προβλήθηκε και στα μεγάλα δίκτυα του εξωτερικού ως περίεργο και ασυνήθιστο. Η επανάσταση είχε μόλις ξεκινήσει. Από την Κυρά Σούλα!
Δεν άργησε η στιγμή που πολλά παρόμοια περιστατικά σημειώνονταν σε κάθε χώρα και γειτονιά της Ευρώπης. Επεισόδια αδικαιολόγητης βίας μεταξύ προνομιούχων και μη ξεσπούσαν σε κάθε σουπερμάρκετ.
Οι μεγάλες αλυσίδες επανδρώνονταν με επιπλέον προσωπικό ασφαλείας. Οι κοινωνιολόγοι άρχισαν να καταγράφουν την περίεργη αυτή συμπεριφορά. Ένας άλλοτε ειρηνικός χώρος κατακλυζόταν από ανύποπτες περιπτώσεις ξυλοδαρμού. Ο κόσμος σχημάτιζε αρνητική εικόνα για τα ψώνια.
Εν τω μεταξύ, η Κυρά Σούλα και η Λωναρίτ απέφευγαν να ψωνίζουν οι ίδιες. Έστειλαν τα παιδιά τους. Ο Βάγγος, πτυχιούχος άνεργος, δούλευε περιστασιακά σε οικοδομές και ανασφάλιστος. Ο Τιτής που μάζευε νοίκια δεν χρειάστηκε να δουλέψει ποτέ. Όταν οι δυο άντρες συναντήθηκαν στου Πριζουνίκ δημιουργήθηκε νέο επεισόδιο.
Ο Τιτής ζήτησε τον λόγο. Ο Βάγγος κοίταξε τον φλώρο και κατανόησε πλήρως τις αδικίες της ζωής που του εξηγούσε η μάνα του. Τον σάπισε στο ξύλο αφήνοντας τους υπόλοιπους πελάτες άφωνους! Ήταν η αρχή μιας μεγάλης βεντέτας.
Ο Τιτής εμφανίστηκε την άλλη μέρα στο ίδιο σημείο με φουσκωτούς και ο Βάγγος με φιλαράκια. Έπεσε βρωμόξυλο!
Η συχνότητα που παρουσιάζονταν παρόμοια περιστατικά ήταν καταιγιστική. Σε κάθε γωνιά της Ευρώπης. Μέχρι και στο τελευταίο μπακάλικο, μέχρι και στο μακρινότερο χωριό.
Το μέγεθος της κοινωνικής πάλης στις αγορές βασικών αγαθών ήταν πλέον τρομακτικό! Οι πρώτες επιπτώσεις ήταν εμφανείς.
Τα γυναικόπεδα απέφευγαν να ψωνίζουν δίχως συνοδεία. Τα μπακάλικα και τα μίνι μάρκετ αδυνατούσαν να εγγυηθούν για την ασφάλεια των πελατών τους και έβαζαν λουκέτο, το ένα μετά το άλλο.
Όσους μπράβους και να κουβαλούσαν, οι πλούσιοι έβρισκαν απέναντί τους στο ταμείο στρατιές αδικημένων που άρχισαν δειλά να σχηματίζουν συμμορίες χούλιγκαν. Το λυντσάρισμα όποιου φαινόταν προνομιούχος είχε αφομοιωθεί στην καθημερινότητα και έπαψε να αποτελεί είδηση.
Οι γιάπηδες του Πριζουνίκ έτριβαν τα χέρια τους! Αν και φαινόταν ως δυσφήμιση, χωρίς τον παραμικρό σχεδιασμό είχαν καταφέρει να εξαλείψουν τις μικρές επιχειρήσεις. Όχι μόνο δεν μείωσαν τον τζίρο τους, αλλά τον αύξησαν κιόλας λόγω ασθενέστερου ανταγωνισμού. Το μόνο που άλλαζε ήταν η σύσταση των πελατών. Αντί για εγκρατείς νοικοκυρές έβλεπαν τους άσχετους γεροδεμένους άντρες τους.
Οι πλούσιοι άρχισαν να δυσανασχετούν με την επικινδυνότητα που επεφύλασσαν τα καθημερινά ψώνια τους. Δοκίμαζαν να στέλνουν το υπηρετικό προσωπικό ή ιδιωτικές εταιρίες που δημιουργήθηκαν. Αλλά οι χούλιγκαν έβρισκαν τρόπο να τα σπάνε πριν φτάσουν στον τελικό προορισμό.
Έτσι οι φωστήρες του Πριζουνίκ που δεν ήθελαν να χάσουν τους καλούς πελάτες δραστηριοποιήθηκαν σε πρωτοπόρους τομείς. Δημιούργησαν ειδικευμένα δίκτυα τηλεόρασης για τους κατέχοντες. Έτσι σε μία πληθώρα καναλιών αγορών, πατούσες το 1 και έβλεπες εκπομπές για λαχανικά, το 23 και σου έλεγαν για τις προσφορές στα απορρυπαντικά, το 562 και άκουγες για τα πλεονεκτήματα της τάδε σερβιέτας. Η έννοια της τηλεαγοράς είχε μεταλλαχθεί. Τα μερίδια της αγοράς είχαν ταυτιστεί με τα αντίστοιχα μερίδια της τηλεοπτικής διαφήμισης. Έτσι στα μπακαλιαράκια για παράδειγμα, αν ο Κάπτεν Ίγκλο πλήρωνε παραπάνω σποτάκια από τη Ρίο Μάρε, ήταν σχεδόν βέβαιο πως θα πουλούσε και περισσότερο! Αυτό σήμαινε πως και στις επί μέρους κατηγορίες προϊόντων κατάφεραν να επιβιώσουν μονάχα λιγοστές εταιρίες κολοσσοί, εξαφανίζοντας όλες τις υπόλοιπες.
Από τα καρτέλ σε κάθε κλάδο, το ένα με τις ακριβότερες τιμές απευθυνόταν στους πλουσίους, ενώ τα υπόλοιπα με τα αμφιβόλου ποιότητας στόχευε στους φτωχούς. Το χάσμα έδειχνε να μεγαλώνει.
Τα σούπερμάρκετ εξακολουθούσαν να υφίστανται για τους φτωχούς που όπως ήταν φυσικό αδυνατούσαν να πληρώσουν συνδρομητική τηλεόραση. Όμως το κακό είχε απογίνει. Χωρίς προνομιούχους οι συμμορίες των χουλιγκάνων άρχισαν να πλακώνονται μεταξύ τους. Έτσι είχαν χωριστεί σε οπαδούς της Μπαρίλα που σιχαίνονταν να αντικρύσουν ράφια με Μίσκο. Και τα διέλυαν. Αναφέρθηκαν οι πρώτες δολιοφθορες και πλιάτσικα.
Τότε οι Πριζουνίκ εκνευρίστηκαν και ζήτησαν την συνδρομή της αστυνομίας. Δυστυχώς γι’ αυτούς το κακό είχε παραγίνει. Οι συμμορίες είχαν αυξηθεί και παρά την επιπρόσθετη ασφάλεια οι έχθρες σε κάθε καταναλωτικό κλάδο γιγαντωθήκαν.
Ανεξάρτητα από τα πρωτογενή αίτια που ώθησαν την Κυρά Σούλα να ρίξει τον φούσκο στην Λωναρίτ, το φαινόμενο του χουλιγκανισμού στα σούπερμάρκετ είχε ξεφύγει και αποτελούσε μια νέα τάξη πραγμάτων.
Σημειώθηκε αισθητή μείωση των κερδών του Πριζουνίκ. Έπειτα από τις απαραίτητες πιέσεις προς την Κομισιόν, αποφασίστηκε ομόφωνα να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η βία.
Έτσι τοποθετήθηκαν κάμερες σε κάθε ράφι και ψυγείο. Έπαψε να υπάρχει ελεύθερη είσοδος στα σουπερμάρκετ. Κάθε πελάτης έπρεπε πλέον να ψωνίσει ονομαστικά. Με ταυτότητα και τσιπάκι. Φυσικά και υπήρξαν αντιδράσεις. Όμως η βασική ανάγκη για προμήθειες ανάγκασε όλους να καταπιούν άλλη μια καταπίεση του προσωπικού τους απορρήτου.
Οι Πριζουνίκ ήξεραν πλέον τα πάντα. Τι ψωνίζεις; Κάθε πότε το χρειάζεσαι; Πόσα πληρώνεις για μανταλάκια; Τι χρώμα τα προτιμάς; Ένα πρωτόγνωρο φακέλωμα είχε ξεκινήσει.
Οι διαφημιστές και τα αφεντικά τους γνώριζαν ακριβώς τι έπρεπε να κάνουν και σε ποια κατεύθυνση έπρεπε να κινηθούν για να κατευθύνουν το κοινό προς τα προϊόντα. Όποια εταιρία έσκαγε τα περισσότερα στην αλυσίδα των σουπερμάρκετ ήταν και η μοναδική που επιβίωνε. Έτσι απέμεινε μόνο η Κόκα Κόλα, μόνο η Μαρς, μόνο ο Μπαρμπαστάθης, μόνο… μόνο… μόνο … απόλυτα και ακλόνητα μονοπώλια.
Η πλήρης απουσία ανταγωνισμού εκτόξευσε τις τιμές.
Και οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι ενώ οι πλούσιοι που είχαν μετοχές ακόμα πλουσιότεροι.
Και τα χουλιγκάνια ξαναγύρισαν στα γήπεδα ενώ η Κυρά Σούλα επέστρεψε με το καλάθι ακόμα πιο άδειο.

«Σ’ ένα σουπερμάρκετ υπάρχει σύγκλιση στα μπερδεμένα ράφια. Στους έχοντες και τους μη κατέχοντες. Η απόκλιση αρχίζει στο ταμείο.»

Αφιερωμένο στο γείτονα, συναγωνιστή και δαιμόνιο δημοσιογράφο Κάσκα και στον ύψιστο δάσκαλο, τον Ιερεμία τον Ρίφκιν.

Υ.Γ. Παρέλειψα σκοπίμως κάποια αισιόδοξα κομμάτια. Αν έχετε πληκτρολόγιο, έχετε και άποψη!

Μη σου τύχει η Κρουέλα


Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

Ζωή Λαχείο

ΤΑ ΚΑΛΑ ;
Τζακ ποτ!
Τα 7 και πλέον μύρια ευρώπουλα που κληρώνουν μεσοβδόμαδα στην κύρια κατηγορία του Τζόκερ είναι ποσό που συγκαταλέγεται στα 2-3 υψηλότερα όλων των εποχών στην Ελλάδα. Αν συμπεριλάβουμε και τη σούμα από τις μικρότερες κατηγορίες, τότε μιλάμε για 10 με 12 εκατομμύρια! Και αν εντελώς τυχαία σπεύσει μέχρι και η Κουτσή Μαρία να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της στο άπιαστο όνειρο, δεν αποκλείεται να μιλάμε για 15 μύρια σύνολο μέχρι το επόμενο σαββατοκύριακο, σε περίπτωση νέου τζακ ποτ!
Τρελά λεφτά.
Και μη μου αρχίσετε τα «εγώ δεν…» και δεν συμμαζεύεται. Βάζω στοίχημα πως έστω φευγαλέα, αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι, σχεδόν όλοι βιώσατε κάποια στιγμή το όνειρο του απρόσμενου πλουτισμού. Μεταξύ μας ειλικρίνεια…
Καταστρώνατε σχέδια ξεκινώντας συνήθως με το
«αν κέρδιζα το Χ ποσό στο Ψ παιχνίδι, τότε θα…»
Τις περισσότερες φορές η πρώτη σκέψη είναι καθαρά προσωπική:
«θα έκανα… αυτό… εκείνο… το άλλο»
Έπειτα θα σας έπιανε το φιλανθρωπικό
«θα έπαιρνα… τα παιδιά… τους φίλους μου… το ταίρι μου… τους συγγενείς…. και θα πηγαίναμε εκεί… και θα κάναμε….»
Αφού γλεντήσαμε και περάσαμε όμορφα, θα φτάσει η στιγμή της συντήρησης.
«Και ότι περισσέψει… στην τράπεζα… σε επενδύσεις…»
Μερικοί αχόρταγοι μπορεί να σκεφτούν πως αφού τους έτυχε το λαχείο μία φορά, γιατί όχι και δεύτερη. Αλλά ας μην εξετάσουμε τις διάφορες περιπτώσεις. Αρκεί η γενική ιδέα.
Επαναλαμβάνω. Εκεί έξω περιμένουν τρελά λεφτά! Και αργά ή γρήγορα θ’ αποκτήσουν ιδιοκτήτη, δικαίως ή αδίκως. Μέχρι τότε έχουμε κάθε δικαίωμα. Να ελπίζουμε στο ανέλπιστο. Εσείς, εγώ και η Κουτσή Μαρία – όλοι.
Αρκεί να πάμε σ’ ένα πρακτορείο και πληρώσουμε ένα δελτίο ή αγοράσουμε ένα λαχείο. Εξάλλου, αν το φιλοσοφήσουμε λίγο, ίσως προκύψει πως αν υπάρχει κάτι που προσφέρουν τα τυχερά παιχνίδια στο σύνολο είναι το δικαίωμα στο όνειρο. Ένα ιδιότυπο εμπόριο ελπίδας. Σετάκι φούστα-μπλούζα με την εν δυνάμει ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Υπάρχει μια ράτσα από εμάς που εντοπίζουν ένα είδος συγκινήσεων που δημιουργεί η όλη διαδικασία. Όμως ας το αφήσουμε στην απ’ έξω μέρα που είναι. Κάποια άλλη στιγμή.
Θα σας ευχηθώ καλή τύχη για την αναμενομένη κλήρωση.
Όπως επίσης τις πιο εντυπωσιακές και χλιδάτες φαντασιώσεις πριν από αυτή!
ΤΑ ΑΣΧΕΤΑ ;
Τα Τζόκερ-Πρόκερ κλπ αποτελούν μετεξέλιξη της λοταρίας. Μοναδικός λόγος δημιουργίας τους, μια light και διασκεδαστική μορφή έμμεσης φορολογίας από τους κυβερνώντες. Ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων ας θεωρηθεί πως τα πρώτα ίχνη λοταρίας χρονολογούνται από την Αρχαία Κίνα. Όπου οι ηγεμόνες παρουσίασαν το παιχνίδι στον λαό με μοναδικό σκοπό την εξεύρεση πόρων για ένα έργο που σώζεται μέχρι σήμερα. Μάλιστα κυρίες και κύριοι, η πρώτη λοταρία χρησιμοποιήθηκε για την αυτοχρηματοδότηση του Σινικού Τείχους! Να το τσεκάρετε. Και μετά αναρωτιέται κανείς γιατί τον έλεγαν «Κινέζο»!
Αν κάποιος θιασώτης του Telemarketing υποστηρίξει πως και οι Αρχαίοι Ημών το ρίχνανε το κουπόνάκι, κρατήστε μια πισινή. Μπορεί να έχει δίκιο. Το σίγουρο είναι πως παίζανε όταν οι Αρχαίοι Ημών γίνηκαν χανουμάκια των Ρωμαίων αργότερα.
Η μορφή του λαχείου όπως το ξέρουμε σήμερα εξελίχθηκε τον 16ό αιώνα στα εμπορικά και παπικά κρατίδια της Ιταλίας. Αναδείχθηκε όμως από το Φρανσουά (;) τον πρώτο, Γάλλο αυτοκράτορα που είχε ξετινάξει τα οικονομικά του παλατιού εξαιτίας της σπάταλης ζωής που έκανε. Επειδή δεν τον έπαιρνε να φορολογήσει φανερά περισσότερο τους υπηκόους του.
Στην σύγχρονη Ελλάδα το λαχείο εκδίδεται πάντα από τον εκάστοτε Αλογοσκ*φη, με αφετηρία την δεκαετία του ’20. Για μια εξέλιξη του Λαχείου κοιτάξτε εδώ. Τα διάφορα τυχερά παιχνίδια που παρουσιάστηκαν στην πορεία είναι αρμοδιότητα του ΟΠΑΠ. Της πιο αεριτζίδικης και κερδοφόρας βιομηχανίας του τόπου. Με πρόσχημα
τον αθλητισμό (στην πραγματικότητα το άθλιο επαγγελματικό ποδόσφαιρο)
και τον πολιτισμό (κάτι ψίχουλα σε κάποιες επιτροπές και φεστιβάλ της π*)
το κράτος διατηρούσε διαχρονικά ακόμη μια ανθηρή πηγή εσόδων.
Χωρίς την παραμικρή οδηγία της Ε.Ε, οι φωστήρες που μπορεί να ψηφίσατε προχώρησαν στην μερική ιδιωτικοποίησή του. Πολύ περίεργο καθώς ουδέποτε έως τώρα η Ένωση δεν έθεσε άρση των μονοπωλίων όσο αφορά τα τυχερά παιχνίδια!
Λεπτομέρειες.
ΤΑ ΚΑΚΑ ;
Oι πιθανότητας επιτυχίας είναι 50-50 για τους αισιόδοξους. Να κερδίσετε και να μην κερδίσετε! Για τους απαισιόδοξους, αφήστε καλύτερα.
Η σοφότερη τακτική που έχω να σας προτείνω είναι να παίζετε πάντοτε ακριβώς τα ίδια νούμερα. Όποτε και εάν το αποφασίσετε.
Όσο αφορά το Τζόκερ, προτιμώ 5 συγκεκριμένα νούμερα και σημειωμένα όλα (20) τα τζόκερ.
Προσωπικά ανατρέχω στα τυχερά παιχνίδια 5-6 φορές το χρόνο παρασυρμένος καλή ώρα.
Μην ξεχνάτε πως σε όμοιες στιγμές παράκρουσης και πανηγυριού, εθίζονται στο τζόγο τα πιο άσχετα άτομα. Οι Γάλλοι υπολόγισαν πως ένα 80% του πληθυσμού, ανεξαρτήτως ηλικιακών και κοινωνικών κατηγοριών, θα παίξει τουλάχιστο μια φορά το χρόνο. Στην τυχοδιωκτική Ελλάδα, υπολογίζω πως το ποσοστό θα είναι υψηλότερο.
Αν ανήκετε στους περίεργους σα τη πάρτη μου που πιστεύουν πως κάποτε θα τα καταφέρετε, θα σας απογοητεύσω. Κανείς δεν σας χρωστάει τίποτα.
Ας μην παραβλέψουμε πως δισεκατομμύρια νοματαίοι αποχαιρέτισαν τον μάταιο ετούτο κόσμο με τον ίδιο καημό.
ΥΓ. Το ξυστό πρωτοεμφανίστηκε στο Μασατσούσετς το ’70 ενώ για όλους του καμένους εκεί έξω να σημειώσω πως το Κίνο κρατάει από την εποχή των Φαραώ!

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

Νωέμβριος

Δεν βρεθήκαμε;
Καλό μήνα σε όλους.
Καιρός να λογαριαστούμε!
Γνωρίζω πως κάμποσοι από εσάς περιμένετε εναγωνίως ένα συγκεκριμένο παραμυθάκι. Δεν θέλω να σας απογοητεύσω.
Και γι’ αυτό θα προσπαθήσω να το ανεβάσω το συντομότερο δυνατό. Επειδή όμως περιστασιακά γίνομαι και εγώ αναγνώστης, θα προτιμούσα να περιμένω λίγο παραπάνω. Είναι προτιμότερο από το ν’ απογοητευτώ με κάποιο φλύαρο και δυσανάγνωστο κείμενο που ένας ελαφρά βαρεμένος τυπάκος μου πλασάρει για συνέχεια.
Αν είστε τακτικοί, θα παρατηρήσατε πως τα κατά γενική ομολογία «καλύτερα» κομμάτια βγαίνουν βιαστικά, με ένα σωρό συντακτικά και επαναλαμβανόμενο φτωχό λεξιλόγιο. Δεν με νοιάζει πολύ. Αρκεί να υπάρχει λογική συνάφεια. Εξάλλου, αν ζητάτε άρτια και ουσιαστικά κείμενα, θα πρέπει να αγοράσετε το Κοσμοπόλιταν!
Έχω το κακό συνήθειο να βαριέμαι εύκολα. Οπότε, όταν κάτι που γράφω βρίσκεται στο μέσον, προσπαθώ ν’ ανακαλύψω κίνητρα για να συνεχίσω. Το δέσιμο αποτελεί την σπουδαιότερη πρόκληση και σαφώς υπερκαλύπτει το στάδιο της σύλληψης και του γραψίματος.
Όσο αφορά την Μαύρη Κάλτσα δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Αφού το κέρασμα στα παλιά φιλαράκια άρεσε, έμενα δεν μου πέφτει λόγος. Θα τελειώσει όπως άρχισε. Όμως για να συμβεί αυτό, θέλει λίγη υπομονή ακόμα. Φυσικά, δεν υπάρχει περίπτωση να βγει τέτοιο αριστούργημα σε σύντομες συνέχειες! Χτες αργά μου πέρασε από το μυαλό και ανέβασα δυο σελίδες. Κάτι δεν μου άρεσε και το έσβησα μετά από ένα τέταρτο.
Λίγο χρόνο παραπάνω ζητάω μόνο. Οι διπλές μέρες (πρωί-απόγευμα) στο μαγαζί δεν επιτρέπουν την απαραίτητη διαύγεια στα γραπτά μου. Όπως επίσης το ξεκίνημα κάθε μήνα είναι φορτωμένο με επιπλέον έγνοιες επαγγελματικά.
Ο Νοέμβριος είναι ο χειρότερος μήνας για ένα βιβλιοπωλείο. Ειδικά ο φετινός παραείναι. Δυστυχώς μια νεροποντή μπορεί να μην είναι αρκετή. Ίσως ένας κατακλυσμός του Νώε να αποδειχθεί βολικότερος!
Το Σαββατοκύριακο κοντεύει, οπότε σύντομα θα μάθετε την συνέχεια.
Άσχετο πρώτο:
Αν ταυτίζεστε με τον (φανταστικό βεβαίως) κύριο στην φωτογραφία και θέλετε να σχολιάσετε κάποιο άρθρο κάντε το εξής:
Εκεί που σας ζητάει λογαριασμό, φτιάξτε έναν καινούριο αν δεν έχετε από πριν. Σιγουρευτείτε να τον ενεργοποιήσετε από το email που δηλώσατε. Ειδάλλως θα απενεργοποιηθεί. Αν χρησιμοποιείτε ήδη κάποια υπηρεσία του google (gmail,google earth κλπ) νομίζω ισχύει.
Αν παρόλα αυτά σας πιάνουν οι ντροπές μπροστά στο μεγαλείο μερικών εκατοντάδων (τσου ρε Λάκη) αναγνωστών και θέλετε εναγωνίως να επικοινωνήσετε μαζί μου, στείλτε email που από σήμερα θα φαίνεται κάτω χαμηλά στο blog. Λόγω πιθανού φόρτου μπορεί να αργήσω να απαντήσω. Θα παρακαλούσα όχι αρχεία.
Άσχετο δεύτερο:
Να γνωρίζετε πως αν από αφηρημάδα αντιληφθείτε ένα πρωινό πως σας έκοψαν το τηλέφωνο και συνάμα διαθέτετε αυτά τα κακάσχημα τα Κόνεξ, μην ανησυχήσετε. Συνεχίζουν να δουλεύουν κανονικότατα! Όταν κάποτε πληρώσετε με καπέλο 7,50 ευρώ και διατηρείτε πελατειακές σχέσεις με τον μισό ΟΤΕ, σε ένα μισάωρο το πολύ θα γίνει η επανασύνδεση. Πληροφοριακά και εντελώς τυχαία!
Άσχετο τρίτο:
Σήμερα ΓαμοΠέμπτη ένιωσα και εγώ εργαζόμενος! Έφυγα 9 το πρωί από την παράγκα και επέστρεψα στις 10 το βράδυ. Μακράν η χειρότερη μου μέρα κάθε εβδομάδα.